Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Παρίσι, Άνοιξη του ‘46

Δανάη αγάπη μου,

Συνεχίζω το προηγούμενο γράμμα μου εκεί που τ’ άφησα, ακριβώς εκεί, ώστε να ξέρεις τη ζωή μου εδώ με κάθε λεπτομέρεια, ώρα με την ώρα. Εγώ όμως; Έχω καιρό να πάρω νέα σου. Τι συμβαίνει; Πώς θα ζήσω; Γράψε μου. ΓΡΑΨΕ ΜΟΥ.

Όπως σου ’λεγα, φτάσαμε στο Παρίσι περασμένα μεσάνυχτα. Είχα μια διεύθυνση ενός ομογενούς, Κυριαζής λεγότανε, δεύτερος ξάδερφος κάποιου φίλου του πατέρα μου. Του ’χε μιαν υποχρέωση και θα με βόλευε από σπίτι, λέει, το ’χε υποσχεθεί, να μην τρέχω να ψάχνω και βασανίζομαι άδικα, μια και το θέμα «στέγη» στο Παρίσι είναι, για τους απένταρους, πονοκέφαλος μέγας. Ο εν λόγω Κυριαζής είχε κερδίσει, φαίνεται, μπόλικα και γρήγορα λεφτά στον εμφύλιο της Ισπανίας πουλώντας όπλα και στους δυο, και στους Ερυθρούς και στον Φράνκο. Τον είχαν ειδοποιήσει και με περίμενε, έτσι μου ’χε πει ο πατέρας. Λέω λοιπόν στον οδηγό του λεωφορείου που μας παρέλαβε στο σταθμό για την κατ’ οίκον διανομή, να μ’ αφήσει στον τάδε δρόμο, αριθμός τάδε. Θα ’τανε δυο η ώρα το πρωί, ο σοφέρ σταματάει μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα, μ’ αφήνει και φεύγει. Χτυπάω το κουδούνι. Τίποτα. Ξαναχτυπάω, τίποτα. Ξανά, ξανά, ησυχία. Τότε πιάνω κι εγώ τα φύλλα της εξώπορτας και τα τραντάζω μ’ όλη μου τη δύναμη, ανάστα ο Θεός. Οπότε ανοίγει ένα παράθυρο κι ακούω μια φωνή απ’ το τρίτο πάτωμα: Κι ες; - Πέτρος Μαυρομμάτης, φωνάζω όσο μπορώ πιο γαλλικά. Ακούγεται θόρυβος από μέσα, βουητό ασανσέρ, κάποιος ξεκλειδώνει. Μισάνοιξε την πόρτα. Διακρίνω ένα κύριο με πιτζάμες, του συστήνομαι, δε φαίνεται να χαίρει και πολύ. Τέλος, φορτώνουμε τα πράματα στο ασανσέρ, τον Δημοσθένη κοιμισμένο στο κλουβί του, ο Κυριαζής τον στραβοκοιτάζει και σταματάμε στο τρίτο πάτωμα. Μας ανοίγει κυρία με μπιγκουντί. Περάστε. Το και το, τους λέω. Δωμάτιο; Τι δωμάτιο; Ιδέα δεν έχουνε. Ή κάνουνε πως. Τέλος πάντων με βάζουν να κοιμηθώ προσωρινά σ’ ένα καναπέ γι’ απόψε κι αύριο βλέπουμε. Κεφάλαιον πρώτον. Όπου ο Πέτρος Μαυρομμάτης πρωτογνωρίζεται με το Παρίσι.

Αύριο, πράγματι, βλέπουμε. Καλέ, κάποια παρεξήγηση θα ’γινε. Δωμάτιο; Έλα Χριστέ και Παναγία. Πού να το βρει το δωμάτιο ο κύριος Κυριαζής; Όμως θα με βοηθήσει να ψάξω, είναι υποχρέωσή του, αφού είμαι συστημένος κι ώσπου να βολευτώ θα κοιμάμαι στον καναπέ της εισόδου. Τι, έτσι θα τ’ αφήσουμε το πατριωτάκι;

Κι έτσι, Δανάη, με την παρεξήγηση και τα τερτίπια, χασομέρησα κι έχασα και το δωμάτιο στην Πανεπιστημιακή Πόλη∙ είχανε κρατήσει μερικά για τους υπότροφους.

* * *

Τώρα μένω κοντά σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό, μου άρεσε διότι τ’ όνομά του σημαίνει καλωσόρισες. Bienvenüe. Έτσι νόμιζα στην αρχή. Λάθος. Είναι, φαίνεται, τ’ όνομα του μηχανικού που έφτιασε τον υπόγειο σιδηρόδρομο στο Παρίσι. Εδώ, στο νότιο μέρος, βρίσκομαι πιο κοντά στην Ελλάδα, σε σένα, εξάλλου κάνει και λιγότερο κρύο απ’ ό,τι κει πάνω, στον Βορρά, στα ψηλώματα της Μονμάρτρης, έτσι μου φαίνεται. Να δεις σύμπτωση, μένω ανάμεσα στην οδόν Αφίξεων και την οδόν Αναχωρήσεων, μάλιστα στο 6ο πάτωμα (χωρίς ασανσέρ), σ’ ένα δωμάτιο υπηρεσίας. Όμως προσοχή, δεν ανεβαίνω απ’ τη στριφτή σκάλα υπηρεσίας, μπαίνω απ’ την κύρια είσοδο, με όλες τις ανέσεις των αφεντικών, κάγκελα σκαλιστά, παρκέτα γυαλισμένα, χαλιά, πολυτέλειες.

Εδώ, στον έκτο, μένουμε τρεις, μια ράφτρα, ένας μαραγκός κι εγώ. Όταν άρχισα να ψάχνω για δωμάτιο, τηλεφωνάω σ’ ένα μεσίτη. – Γάλλος είσαστε; μου κάνει. – Όχι, λέω. – Λυπάμαι πολύ λέει, αλλά δεν έχω τίποτα προς το παρόν. Τηλεφωνήστε μου σε κάνα δυο μήνες.

Απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, την πάθαν κι άλλοι συνάδελφοι με το «περάστε αύριο». Δε μας θέλουν για νοικάρηδες εμάς τους ξένους, μολονότι μπορούν να μας πετάξουν έξω ό,τι ώρα θέλουν, ενώ τους Γάλλους ο νόμος τους προστατεύει. Κι εντούτοις. Ας είναι.

Με τα πολλά, έπιασα ετούτη τη σοφίτα την αθέρμαστη, η ιδιοκτήτρια μου το ξέκοψε απ’ την αρχή ορθά κοφτά. Ηλεκτρική σόμπα; Αδύνατον, κύριέ μου. Το ρολόι είναι κοινό, αν λοιπόν ανάψετε εσείς τη σόμπα στο έκτο και μου κόψετε το ρεύμα στην κουζίνα την ώρα που ψήνεται το ροζμπίφ… - Α πα πα, λέω, Θεός φυλάξοι…

Μένει η σόμπα του γκαζιού. Εξαερισμός στην κάμαρα μηδέν και το φωταέριο, φευ, τρώει το οξυγόνο. Μόλις λίγο ζεστάνει το δωμάτιο με πιάνουν τέτοιες ζαλάδες, τέτοιος πονοκέφαλος, ώστε τρέχω στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πριν τα κακαρώσω, τουλάχιστον να τελειώσω θέλοντας και μη το διδακτορικό μου «Προβλήματα σκηνογραφίας» στις «Χοηφόρες» του Αισχύλου. Ξέρεις, έτσι, με τις σπουδές, τον βγάζουν το χειμώνα εδώ οι αλήτες, οι clochards∙ είναι απ’ τις γραφικότητες του Παρισιού σαν τη φρουρά στο Ανάκτορο του Μπάκιγχαμ. Τη νύχτα ο Διογένης κοιμάται σους πάγκους του μετρό αγκαλιά με τη μπουκάλα, έχει την ησυχία του. Την ημέρα όμως; Την ημέρα πιάνει τις αίθουσες τις καλοθερμασμένες του Collѐge de France κι άλλων επιστημονικών Ιδρυμάτων και παρακολουθεί τους πιο σοφούς δασκάλους του κόσμου σ’ όλους τους τομείς του επιστητού, παπυρολογία, παλαιοντολογία, φιλοσοφία, πυρηνική φυσική, Ταμούλ, κινέζικα, ό,τι θέλεις. Ένας, φαίνεται, ξεχειμώνιαζε όλη του τη ζωή στο Κολέγιο της Γαλλίας κι ήξερε απ’ όξω τον Κομφούκιο και τον Φίληβο. Ένας άλλος πάλι είχε ανακαλύψει την οικονομική θεωρία του Λεόντιεφ πολύ πριν πάρει το βραβείο Νόμπελ ο κύριος καθηγητής.

Ξέρεις, Δανάη, ποια ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν περπάτησα πρώτη φορά στο Παρίσι; Βρε τι εύκολα μπορείς να κρυφτείς εδώ μέσα αν κυνηγιέσαι, σε τούτη την πηχτή, τη συνωμοτική πόλη, πόσοι κρυψώνες για να γλιτώσεις, θόλοι, καμάρες, περάσματα, υπόγεια, υπόνομοι, σπίτια, σπίτια, σπίτια, χώρια ο λαβύρινθος του μετρό.

Κι η δεύτερη σκέψη μου ήταν, ακριβώς, το μετρό, ένα πρόβλημα αριθμητικής. Άνθρωπος τις παραμένει υπό την γην ώρας δύο καθ’ έκαστην. Πόσα έτη ζωής εν τάφω θα διέλθη εν όλω εις ηλικίαν 60 ετών; Απάντησις, 5, μάλιστα, πέντε ολόκληρα χρόνια, ήγουν το 1/12 της ζωής του. «Γυρίστε-το-Παρίσι-με-το-μετρό» λένε κάτι τεράστιες ρεκλάμες στους τοίχους, αν και βρωμάει κάτουρο κι απλυσιά εκεί μέσα. Ωστόσο κάνει ζέστα, γι’ αυτό τη νύχτα, ναι τη νύχτα, βλέπεις, όπως σου είπα, τους απόκληρους της μοίρας, κουλουριασμένους στα παγκάκια, βλέπεις και προσπερνάς, πάλι καλά το δικό μου το τσαρδάκι, λες, τ’ αθέρμαστο, άλλα, βέβαια, τι σ’ ωφελεί, μήπως περνάει ο δικός σου πονόδοντος επειδή ο άλλος έχει καρκίνο; Ίσα ίσα, η αθλιότητα απλώνεται παντού και μια ομίχλη αδικίας τυλίγει και την πόλη και σένα.

Η ψυχή μου σφάλισε, Δανάη, δεν αφομοιώνω, δε θυμάμαι τίποτα απ’ ό,τι βλέπω. Μπορεί να φταίει το κλίμα, μπορεί και ένας μόνιμος φόβος, περπατάω σκιαγμένος, η ψυχή μου σκέβρωσε σα να μην είμαι ελεύθερος, θα πεις και πότε ήμουνα, περπατάω σαν διαρρήκτης σε ξένο σπίτι. Θυμάμαι την απελπισία του Προυστ, την πρώτη νύχτα στο Μπαλμπέκ το άγνωστο. Μόνο που εγώ δεν έχω γιαγιά να με παρηγορήσει. Ούτε σένα, αγάπη μου.

Απ’ το λίγο που είδα ως τώρα, το Παρίσι στρατοκρατείται. Δρόμοι, πλατείες, βουλεβάρτα έχουνε κατά κανόνα ονόματα πολεμικά, στρατηγούς, αρχιστράτηγους, στρατάρχες, ναυάρχους, λοχίες, μάχες, ναυμαχίες, κι αν πέσεις σε κανένα όνομα άγνωστο, 99%, μην αμφιβάλλεις, θα ’ναι στρατιωτικό. Μια μέρα διαβάζω στο μετρό τ’ όνομα μιας στάσης: Μουτόν Ντυβερνέ. Καμιά ειδική ράτσα προβάτου, θα ’ναι λέω. Μουτόν=πρόβατο. Ευτυχώς βρέθηκε κάποιος χριστιανός και με φώτισε. Τι ήτανε; Στρατηγός, βέβαια. Σεργιανώντας λοιπόν στην πόλη, ναι μεν γίνεσαι ξεφτέρι στη στρατιωτική ιστορία της Γαλλίας, αλλά τους δικούς σου ανθρώπους δεν τους βρίσκεις, είναι καταχωνιασμένοι σε γειτονιές απίθανες. Ακόμη δε βρήκα που πέφτει η οδός Μαρσέλ Προυστ, Ιουλίου Βερν, Μπωντλαίρ, Μπαχ, Βάγκνερ, Ζακ Κοπώ, όσο για τους κλασικούς Αισχύλο, Όμηρο, Κικέρωνα, έψαξα, έψαξα, δεν τους βρήκα στο χάρτη.

* * *

Ωστόσο έχουμε κι εδώ, πού και πού, ένα είδος άνοιξης. Πίσω απ’ τον τοίχο του σπιτιού ο ήλιος αγωνίζεται να σκαρφαλώσει στο παράθυρο της σοφίτας μου, κοπιάζει τόσο, ώστε όταν ακουμπήσει στο προσκέφαλό μου έχει πια ξεψυχήσει. Τότε μου ’ρχεται στο νου κάποιος στίχος «του-χάιδευε-ο-ήλιος-της-αυγής-το-μάγουλό-του-το-κιτρινισμένο» είναι, θαρρώ, απ’ τη «Λιτανεία» του Χάινε κι ο νέος πεθαίνει φθισικός.

Ναι, ίσως κάπου εδώ θα τριγυρίζει κι η άνοιξη, γιατί τα δέντρα ακούμπησαν τα μπράτσα τους στη μεσοτοιχία κι ο αφρός των φύλλων γέμισε πουλιά. Μπορεί να ’ρθε η άνοιξη μα δεν τη γνώρισα. Μόνο τις στέγες των σπιτιών πιστεύω γιατί στέκονται ψηλά, τραβάνε προς τα πάνω∙ τις στέγες και τις κορυφές των δέντρων. Εκεί, ναι, κάπως μπορώ ν’ ανασάνω. Αλλά δεν είδα ποτέ να βγαίνει ουράνιο τόξο μετά τη βροχή, ίσως επειδή δεν είσαι μαζί μου. Μπορεί και να μην ξέρουνε την Ίριδα εδώ.

Τη νύχτα, στο δρόμο, σηκώνω καμιά φορά το κεφάλι και βλέπω την πανσέληνο. Νομίζω πως τρώω κατακέφαλο. Πως βρέθηκε εδώ; Θα ’ναι σκηνικό θεάτρου, ένα τόπι σκληρό με χρυσόχαρτο απ’ τα τσιγαροκούτια. Α, πού ’ναι η γάργαρη, υδράργυρη σελήνη μας, Δανάη;

Κιότεψε το δόλιο το κορμί μου. Πώς να ’χεις εμπιστοσύνη στον ήλιο εδώ πέρα; Μάρτη μήνα χιόνιζε δυο βδομάδες κι όταν λιώσανε τα χιόνια, το Παρίσι πλημμύρισε από ’να ποτάμι λάσπη και πλατς πλουτς πλατς πλουτς τσαλαβουτάς εκεί μέσα∙ γίνονται μούσκεμα τα πάντα, πόδια κάλτσες παπούτσια. Σιγά σιγά το πήρα απόφαση ουτ’ εποχές υπάρχουν ούτε ουρανός∙ φοράω λοιπόν πάντοτε τα ίδια βαριά μάλλινα ρούχα για σιγουριά, σωστή πανοπλία, αμύνομαι συνέχεια μη τυχόν βρει ο εχθρός καμιά πόρτα αφύλαχτη και με χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο μου, στο κρύο. Ίσως να φοράω κάθε μέρα το πετσί μου απ’ την ανάποδη, το μέσα έξω γι’ αυτό νιώθω έτσι εκτεθειμένος. Τι λες και συ, Δημοσθένη;

[…]

Πάλι βρέχει Ιούνιο μήνα. Προσπαθώ να μυρίσω καλοκαίρι, ψάχνω τη γεύση του στον αέρα. Τίποτα. Μυρίζει μόνο υγρασία, όχι κείνη τη νεανική, ευλογημένη φρεσκάδα της ψιχάλας, μόνο μούχλα, σαπίλα και κούραση νιώθεις. Κρυώνω, κρυώνω, κρυώνω. Θυμάσαι, αγάπη μου , τι τρόπο είχαμε βρει να ’χουμε αιώνιο καλοκαίρι; Να φεύγουμε κάθε χρόνο Οκτώβριο για το Νότιο ημισφαίριο και να γυρίζουμε Απρίλιο στο Βόρειο. Αποχαιρέτα το κυνηγητό του καλοκαιριού. Εφηβικές τρέλες. Παν αυτά.

Τέτοια εποχή, Ιούνιο μήνα, στο τόπο μας οι μέρες θα ξεχειλίζουν από σφρίγος και τα βράδια, όπως άλλοτε, θα καίνε από τον πυρετό, ένα άλλοτε που σβήνει όσο πάει και χάνεται. Τα δρομάκια της Αθήνας θα κυλιούνται στη σκόνη αλευρωμένα, σκόνη λέγαμε τη γύρη του χρόνου, τη μαρμαρόσκονη της ιστορίας. Οι αγαπημένες γειτονιές θα μας περιμένουν με το οικείο τους πρόσωπο. Η λεωφόρος Συγγρού θα κατηφορίζει διψασμένη προς τη θάλασσα κι η οδός Ομήρου θα λαχανιάζει μες στο λιοπύρι να σκαρφαλώσει κει πάνω. Κι ο ήλιος ο μεσημεριάτικος θα βγάζει τις δαγκάνες του. Βλέπω μπροστά μου ολοκάθαρα τη Σχολή, με κάθε λεπτομέρεια. Τέτοια ώρα καθόμουν συνήθως στην τελευταία σειρά πάνω πάνω, κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα αγνάντευα το μέλλον, τεράστιο και φωτεινό. (Εδώ, κάθε φορά που πάν να κοιτάξω το μέλλον απ’ το παράθυρο, σκοντάφτω σ’ ένα μαύρο τοίχο.) Στις έξι τ’ απόγευμα, μετά το τελευταίο μάθημα, μέναμε στο προαύλιο η παρέα να συζητήσουμε τις πρώτες μας ανακαλύψεις, φουτουρισμό, υπερρεαλισμό, μαρξισμό, αφέλειες εφήβων που και σήμερα με συγκινούν για τη χαρά που μου ’δωσαν στην αρχή.

Εδώ δεν έχω καμιά όρεξη γι’ ανακαλύψεις και για δουλειά, έπαθα «πνευματική ανορεξία», έτσι λέει ο ειδικός, είναι μια μορφή αντίστασης.

Τώρα θα κάθονται άλλοι στη θέση μου. Οι φοιτητές αραίωσαν με τον εμφύλιο πόλεμο, μα τι να γίνει, η ζωή συνεχίζεται, το ’δαμε και στην Κατοχή, αν κι έκτοτε η κατάσταση χειροτέρεψε. Οι νέοι θα εξακολουθούν να ερωτεύονται, μα δε θα με ζεσταίνει εμένα η αγάπη τους, εδώ στους Υπερβόρειους που βρίσκομαι. Οι έφηβοι θα γράφουν ποιήματα, μα δε θα μου τα δίνουν πια να τα διαβάζω, πού να με βρούνε. Θα ’χω πεθάνει γι’ αυτούς.

Ψάχνω να βρω μια μάσκα, ένα ρόλο για τη περίσταση, προσπαθώ να δω τον εαυτό μου απ’ έξω, σαν άλλο άνθρωπο. Γελούσες άλλοτε με τη μανία μου να ταυτίζομαι μ’ ένα πρόσωπο φανταστικό, οποιοδήποτε, τον Άμλετ, την Αντιγόνη, τον πρίγκιπα Μιουσκίν. Ήταν ένα αλεξίπονο, η ασπιρίνη που αλάφρωνε την πραγματικότητα, απάλυνε τις αιχμές της, αφού δεν τη ζούσα εγώ, τη ζούσε ο ήρωάς μου και μέσα απ’ τη μανία μου αυτή αγάπησα το θέατρο και την τραγωδία. Στην προκειμένη περίπτωση το ιδεώδες πρότυπο θα ’ταν, βέβαια, ο Οδυσσέας, το ακρόπρωρο. Έλα όμως που το έπος μου φέρνει αλλεργία, δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, το στοιχείο μου, το βρίσκω θριαμβολογία χορτασμένων. Ο μακαρίτης δεν τουρτούριζε με το λιπαρό, δασύτριχο σώμα του και πού να τον πιάσει θλίψη ή κατάθλιψη στις ηρωικές του εξάρσεις. Είχε την Πηνελόπη, την Αθηνά, τον Εύμαιο να τον παραστέκονται, λεφτά δεν του χρειάζονταν για να ζήσει, άλλη σκοτούρα κι έγνοια δεν είχε εκτός απ’ το δακτυλικό εξάμετρο τζούμ-πα-πα. Τι προς εμέ, Δανάη;

Κατηφορίζω στις όχθες του Σηκουάνα, εδώ πέρα μυρίζει νερό, σχεδόν θάλασσα. Έτσι μιλάει η νοσταλγία μου «μα-είναι-παραδρομές-της-γλώσσας-μου-της-ξένης». Θάλασσα; Πού να τη βρεις, έφυγε κι αυτή για τη χώρα του ανέφικτου. Και θα την αποζητάω εδώ όλη μου τη ζωή, θα διψάω σαν τον Τάνταλο στην πόλη του φωτός.

Μου ’ρχονται στο νου όσα άφησα πίσω μου μισά κι ατελείωτα, όνειρα, σχέδια, την αγάπη τη δικιά μας, όσα τοπία ή άτομα δεν πρόφτασα να γνωρίσω. Αλλά κι όσα ήξερα τ’ αγαπούσα τόσο άσχημα, τόσο λίγο. Α, τι κρίμα, τι λάθος ανεπανόρθωτο, να ζω όπως όπως, πρόχειρα, επιπόλαια, λες και δεν ήμουνα θνητός κι έρχεται τώρα και με βαραίνει η μετριότητα η αμετάκλητη σα να ’ρθε η τελευταία μου ώρα, η ώρα της αλήθειας. Με πνίγει η αποτυχία, το έλλειμμα το φοβερό στο κατώφλι του θανάτου. Θα φταίει η μυρουδιά του νερού, καλύτερα να φύγω απ’ το ποτάμι, να στρίψω σε κανένα από κείνα τα λιπόσαρκα δρομάκια, τα παλιά καλντερίμια που βγάζουν στη λεωφόρο. Βήματα βήματα βήματα, τα δόλια μου τα πόδια από τότε που ζω τα ’χω ζέψει στο αλέτρι∙ πόσο άδοξα θα ’χουν οργώσει δρόμους δρόμους δρόμους, χρόνια ολόκληρα, ζωή ολόκληρη, πόσο άσκοπα θα ’χουν στο τέλος κουραστεί.

* * *

Δυο τρεις φορές είδα έναν εφιάλτη, τον ίδιο πάντα, φοβερό. Σε βλέπω να κλαις, να κλαις μ’ αναφιλητά και σιγά σιγά το πρόσωπό σου, μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα, αρχίζει να λιώνει, να διαλύεται, στο τέλος χάνεται. Ξυπνάω, πνίγομαι απ’ την αγωνία. Έξω, ακούω την καλημέρα των πουλιών, τις πρωινές τους συνωμοσίες, τις ανώφελες. Τ’ όνειρο γίνεται μέσα μου εικόνισμα.

Άλλοτε πάλι ονειρεύομαι ξύπνιος. Η πόρτα ανοίγει, πέφτεις στην αγκαλιά μου και φιλιόμαστε, φιλιά φιλιά φιλιά, και σε σφίγγω απάνω μου μη σε χάσω πάλι. Κι άλλοι συνάδελφοι, απ’ ό,τι μου λένε, ονειρεύονται ξύπνιοι: ανοίγει η πόρτα και μπουκάρουν μέσα όλοι οι δικοί τους, γονείς, αδέρφια, φίλοι, μπουλούκι. Ήρθανε χωρίς να ειδοποιήσουν, επίτηδες, να κάνουν έκπληξη στο παιδί.

Τότε το παιδί ξυπνάει.

Οι πιο πολλοί όμως ονειρεύονται πως γυρίζουν στην Ελλάδα και πετάγονται απ’ τον ύπνο τους ξεφωνίζοντας.

Δανάη, δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχουμε ούτε ο Δημοσθένης ούτ’ εγώ. Αν δεν καταφέρεις να πάρεις διαβατήριο να ’ρθεις εδώ να ζήσουμε μαζί, θα γυρίσω πίσω. Πάει, το πήρα απόφαση. Τι θα μου κάνουν στο κάτω κάτω. Κατηγορία σαφή, συγκεκριμένη δεν έχω καμία. Κι έπειτα, τι να σου πω, τούτη η «σιωπή-μου-εις-απάντησίν-σας», η περιφρόνηση, εδώ, μπορεί, τελικά να ’ναι πιο ψυχοφθόρα κι απ΄ το ξύλο, κι απ’ τη φυλακή, κι απ’ την εξορία. Εκεί, τουλάχιστον, στον τόπο μου, είμαι κάτι, είμαι εχθρός, ενώ εδώ δεν είμαι τίποτα, δεν υπάρχω σαν άνθρωπος, είμαι εκτόπλασμα. Στη στεριά δε ζει το ψάρι. Ποιος ζει χωρίς αγάπη; Ποιος άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς τ’ οξυγόνο της ψυχής που λέγεται σεβασμός;

Κανονικά, σ’ έξι μήνες η υποτροφία μου τελειώνει. Αν ως τότε δεν καταφέρεις να ρθεις εδώ, δε θα ζητήσω ανανέωση, θα γυρίσω πίσω. Έτσι κι αλλιώς, δουλειά της προκοπής δεν μπορώ να κάνω με τέτοια ψυχική ταλαιπωρία. Γράψε μου αν προχώρησε καθόλου η υπόθεση του διαβατηρίου. Γράψε μου γράψε μου γράψε μου.

Σε φιλώ παντού παντού και παντού κι αρχίζω το επόμενο γράμμα μου.

Πέτρος Μ.

Υ.Γ.1 Σου στέλνω διάφορες καρτποστάλ με απόψεις από τα αξιοθέατα του Παρισιού, μνημεία και άλλα, που εγώ δεν τα ’χω δει, τουλάχιστον να τα ξέρεις εσύ.

Υ.Γ.2 Ξέρεις πως είναι το χτένισμα της μόδας, εδώ, για τις γυναίκες; Μαζεύουν όλα τα μαλλιά τους πάνω απ’ το μέτωπο και φτιάχνουν ένα είδος διάδημα ή τρούλο κι έτσι όλα τα πρόσωπα μοιάζουν μ’ εκκλησιές. Εσύ πως χτενίζεσαι; Πες μου. Πες μου.

Π.

Κρανάκη Μιμίκα, Φιλέλληνες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998, σ. 55-60, 64-72.