Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το μυθιστόρημα της Μυτιλάνας

(απόσπασμα)

Απ’ το βουνό ξεχωρίζει μέσα στην πόλη η οδός Κυδωνιών. Μια γραμμή μαύρη, που ξεκινά απ’ τη Χωράφα, για να χαθεί βορεινά κατά του Κουρτζή κι ίσια στ’ απέναντι βουνά τ’ Αϊβαλιού. Σπίτια σαράβαλα του συνοικισμού, απ’ τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου. Χωρίς καμιά γλύκα. Ντουβάρια άχρηστα μαυρισμένα απ’ την πατίνα του θλιβερού χρόνου, που πέρασε από πάνω τους. Έκλεισαν στα σωθικά τους, τα σιωπηρά, αυτούς τους πρόσφυγες της απέναντι γης. Ήρθαν γιομάτοι μνήμες, οι ξεριζωμένοι αυτοί, από Πολιτείες π’ άφησαν μ’ ανοιχτά παραθυρόφυλλα, που στις κρεμασμένες γλάστρες των, έμεινε το λουλούδι της ψυχής των χωρίς νερό κι έλεος. Ήταν αυτοί οι αλλοτινοί, οι ξανθοί, οι ωραίοι οι γιομάτοι όνειρο και μια λύρα εφτάχορδη στην καρδιά, που ξεκίνησαν με τις σφυρήλατες ασπίδες και ξεχύθηκαν μ’ ορμή πάνω σ’ αυτή την ευωδιαστή γη της Ασίας.

Η σπασμένη κυριαρχία της ακέριας θάλασσας, ανέβηκε οδύνη στα μάτια τους. Τώρα είναι η ανάστροφη εικόνα του ξεκινήματος. Το ατέρμον φως, που σβήστηκε πάνω στις κακοποθιασμένες φάτσες τους. Κάθονται τώρα στα πεζούλια και τις πέτρινες σκάλες των άνοστων σπιτιών τους και κοιτάν την Ανατολή. Στα σφικτά σαγόνια μένει μια ακατάλυτη δύναμη, τώρα που ρίγησαν οι θάλασσες.

Τι ζητά αλήθεια ο δρόμος αυτός ο μακρύς, με τα βαριά θλιβερά σπίτια, απ΄ την μια και την άλλη μεριά. Γιατί επιμένει να κυλά τον λογισμό, ως την απέναντι θάλασσα. Τώρα είναι ένα σημάδι μέσα στη σημερινή πόλη. Οι άνθρωποί του, που ’ρθαν μέσα σε φωνές πανάρχαιου χρόνου, ξεριζωμένοι, ζώντας την περιπέτεια της απαντοχής, πιάσαν δουλειά στα μαγαζιά της σημερινής πόλης. Μανιφατουριέρηδες ντενεκετζήδες, κατασκευαστές σκουπών, σαράφηδες, παπάδες, δεσποτάδες, ιεροκήρυκες, δάσκαλοι, ζωγράφοι, με εικόνες πανάρχαιες στα χέρια τους, αγωνίστηκαν να ξεπεράσουν το πεπρωμένο τους. Ξανάφεραν πίσω ό,τι είχε φύγει από δω, καταστραμμένο απ’ τον υποχθόνιο χρόνο.

Τ’ αυτιά τους θέλουν ν’ ακούσουν την πετρωμένη φωνή απ’ τον βιωμένο χρόνο των προγόνων τους.

Πάνω στο πέλαγος, μέσα στον πνιχτό άνεμο που το σκεπάζει, σα χαμένη πινελιά, προβάλλει το χαμένο θαλασσινό μεγαλείο της πόλης τούτης.

Απ’ εδώ, μια αυγή αλαζονική, οι αρχόντοι αιολείς, θωρούσαν τα καράβια που έστελναν στ’ αγέννητο φως, με στήθια που τα φούσκωνε ο στίχος του Όμηρου, που ’πλαθαν πάνω στα χείλια τους. Φύγαν, άνεμος ελληνικός, με τις σφυρήλατες ασπίδες και τα μακριά δόρατα κι απλώθηκαν πάνω στα χώματα της Ασίας, στους εριβώλακες αγρούς, εκεί που τ’ άροτρο χώνεται βαθειά στη μαύρη γη, της Αιολίας, της Τροίας, που την ξανακατάχτησαν, χωρίς την ωραία Ελένη.

Κορυφαντίς, Κιστίνη, Άττεα, Πριάπιον, Καρήνη, Κυτώνιον.

Στη βόλλα, οι άντρες αυτοί, μαντατοφόροι ενός καινούριου κόσμου, έπαιρναν αποφάσεις. Αυτοί έστειλαν στρατό ως πέρα στον Ελλήσποντο, για να κρατάν τα κλειδιά που και σήμερα διαφεντεύουν τον κόσμο. Έχτισαν το Αχίλλειο, δίπλα στον τάφο του Αχιλλέα, που αυτοί τον τραγούδησαν, ζώντας μέσα σε μέτρα ηρωικά στίχων. Θρεμμένοι καλά με κρέατα, με γερό λάδι και κόκκινο κρασί στα πλούσια συμπόσιά τους είχαν τους μοισοπόλους.

Τα μυαλά των έπλαθαν σύμπαντα. Στίχους καλούς, που έκλειναν μέσα τους το νόημα της ψυχής των. Μόρφωναν με κουβέντες σκέψη κι αίσθημα. Στον αιώνα τους, τραγούδησε η Σαπφώ το φως του ήλιου και της αγάπης, κι ο Αλκαίος σήκωσε το ηφαίστειο του πάθους, που μέσα του κάηκε αυτός ο αιολικός πολιτισμός.

Περήφανοι την αλαζονική αυτή αυγή, απ’ τα ύψη αυτά που τώρα βρίσκεται η οδός Κυδωνιών, έβλεπαν τα ροδόχρωμα όνειρά τους να πλανιούνται πάνω στα χώματα της Ασίας.

Η οδός Κυδωνιών… Με τους πρόσφυγες τώρα αιολείς απ’ τον παμπάλαιο χρόνο… Τι ζητά ο δρόμος αυτός ο μακρύς, με τα βαριά μαύρα σπίτια απ’ την μια και την άλλη και παίρνει τον λογισμό στην άλλη στεριά…

Στο βουνό απάνω ο Παρλαρίκας μασά τα λόγια του.

Θανάσης Παρασκευαΐδης, Τό μυθιστόρημα τῆς Μυτιλάνας, Αθήνα, (χωρίς εκδοτικό οίκο), 1977, σσ. 52-54.