Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σιλβέστρος ο πολυμήχανος (αφήγημα)

Τον Οχτώβρη του '81 φύγαμε από τη Βαλτινών. Πήγαμε στην Άλυος, πλάι στο Χίλτον. Άλλοτε το «πλησίον Χίλτον» ήτανε τίτλος «τιμής» για ένα σπίτι: αυτομάτως ανέβαζε την τιμή του. Ήτανε από τις κυριλέ περιοχές της Αθήνας. Όταν πήγαμε εμείς, είχε αρχίσει η υποβάθμιση. Έτσι το σπίτι που νοικιάσαμε ήτανε αρκετά μεγάλο, είχε ως και τραπεζαρία πλάι στην κουζίνα, ένα στενόμακρο μπαλκόνι μπροστά και μια σκεπαστή βεράντα στον ακάλυπτο - όπου εγκαταστάθηκαν άνετα οι γάτες μου - και, το κυριότερο, ήταν ακριβώς πίσω από τα γραφεία της εφημερίδας όπου δούλευα τότε. Εκεί, στο σπίτι της Άλυος, οι γάτες μου είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουνε όλα τους τα ταλέντα. Ιδιαίτερα ο δεύτερος Σιλβέστρος, που αναδείχτηκε σε μηχανικό της παρέας. Όσο για τη Γάτα, ολοκλήρωσε την προσωπικότητα της μητριάρχισσας.

Στην καινούργια εφημερίδα είχαν αλλάξει οι όροι της δουλειάς μου. Δεν ήταν πια όπως παλιά, που έγραφα τα κομμάτια μου στο σπίτι και έφευγα μόνο για να τα παραδώσω στην εφημερίδα. Τώρα είχα αναλάβει ρεπορτάζ, κι αυτό σήμαινε ότι έλειπα ατέλειωτες ώρες από το σπίτι. Δεν μπορούσα να αφήνω ασύδοτες τις γάτες, άλλωστε είχανε αρκετό χώρο στη διάθεση τους — την, άδεια ακόμη, τραπεζαρία και τη βεράντα πίσω, στον ακάλυπτο. Έκλεινα λοιπόν όλες τις άλλες πόρτες όταν έφευγα για να μην αφήνουνε τις τρίχες τους παντού, σε κρεβάτια, σε καθίσματα και στα κατσαρολικά μου.

Στην αρχή το καινούργιο περιβάλλον τα ξένισε τα γατιά. Τρυπώνανε όπου μπορούσανε και δύσκολα βγαίνανε απ' τους κρυψώνες τους. Κι όταν συνηθίσανε, πάλι περιορίζονταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου ήταν η δική τους εγκατάσταση. Πέρασε κανένας μήνας, κι ήμουνα ήσυχη. Έκλεινα τις πόρτες του καθιστικού και της κουζίνας όταν έφευγα, και τις έβρισκα κλειστές όταν γύριζα. Πρέπει να πω πως όλες οι πόρτες στο σπίτι της Άλυος ήτανε συρτές. Ένα βράδυ, γυρίζοντας εξουθενωμένη στο σπίτι, βρήκα μισάνοιχτη την πόρτα του καθιστικού και τα γατιά μου ξαπλωμένα με όλη τους την άνεση στον καναπέ. Είπα πως θα την άνοιξε ο Νίκος κι ήμουνα έτοιμη να τα βάλω μαζί του. «Όχι, εγώ δεν ήρθα καθόλου όσο έλειπες», με βεβαίωσε ο γιος μου. Ωραία, λοιπόν την είχαν ανοίξει οι γάτες μου. Δεν μου πήρε πολύ καιρό να βρω τον ένοχο. Τσάκωσα τον Σιλβέστρο να ανοίγει με δυο κινήσεις την πόρτα του καθιστικού, και με τρεις κινήσεις την πόρτα της κουζίνας.

Όσα οχυρωματικά έργα κι αν έκανα αποδείχτηκαν μάταια, κλειδί είχε μόνο η πόρτα της κουζίνας, μια ακόμη φορά υποτάχθηκα στη μοίρα που οι γάτες μου επιβάλλανε. Τουλάχιστον η κουζίνα ήταν ασφαλισμένη όσο έλειπα. Όταν όμως ήμουνα στο σπίτι, όταν είχα να μαγειρέψω, δεν έπαιρνα τόσο αυστηρά μέτρα. Ώσπου ανακάλυψα πως για τον Σιλβέστρο δεν υπήρχαν άπαρτα κάστρα. Όχι μόνο κατάφερνε να ανοίγει αθόρυβα την ξεκλείδωτη πόρτα, αλλά και τα ντουλάπια της κουζίνας. Αυτά πάλι κλείνανε με το είδος της σούστας που πιάνει στο κάτω μέ­ρος. Κι ο μηχανικός Σιλβέστρος δεν άργησε ν' ανακαλύψει πως, βάζοντας το ποδαράκι του κάτω από την πόρτα και τραβώντας με λίγη δύναμη, τα ντουλάπια ανοίγανε κι οι γάτες αλωνίζανε. Γινότανε σωστή λεηλασία, ρύζια, μακαρόνια σκορπίζονταν, κι ας μην προσφέρονταν για φάγωμα, το ψωμί μεταβαλλόταν σε στοίβες από ψίχουλα, κι ας μην καταδέχονταν να φάνε σκέτο ψωμί αν τους το πρόσφερα εγώ.

Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήτανε να κλειδώνω την κουζίνα έστω κι αν ήτανε να απομακρυνθώ για λίγα λεπτά — πράγμα ανέφικτο. η να έχω συνεχώς το νου μου και να προλαβαίνω το κακό. Αυτή η λύση με έκανε να ανακαλύψω πόσο είχε προχωρήσει η μητριαρχική συμπεριφορά της Γάτας. Η οποία δεν έπαιρνε μέρος στις επιχειρήσεις, αλλά δεν αρνιόταν να επωφεληθεί απ' αυτές. Για να πούμε την αλήθεια, κάτι πρόσφερε κι αυτή: κρατούσε τσίλιες. Την έπιασα πολλές φορές να στέκεται έξω από την πόρτα, δήθεν αδιάφορη, όσο ο γατούλης άνοιγε κάποιο ντουλάπι. Κι αν τους τσάκωνα σ' αυτή την προπαρασκευαστική φάση, τότε εκτυλισσόταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σκηνή. Καθώς τους έβαζα τις φωνές, η Γάτα… χιμούσε στον Σιλβέστρο και τον άρχιζε στις φάπες. Ρίχνοντας έτσι πάνω του όλες τις ευθύνες. Σαν να ήθελε να μου πει πως αυτή ήταν αθώα και πως όλα τα έκανε εκείνος. Ή μήπως τον τιμωρούσε γιατί πιάστηκε επ' αυτοφώρω; Αυτές οι γάτες μου! Ποτέ δεν έπαψαν να με ρίχνουν από έκπληξη σε έκπληξη.

Στην Άλυος πλήθυναν τα γκρίζα γατάκια. Κάθε δεύτερη γέννα είχαμε κι από ένα τέτοιο μικρό αριστούργημα. Γατάκια σαν χυμένα σε καθάριο ασήμι, άλλα πιο σκούρα κι άλλα σε απόχρωση πιο φωτεινή, άλλα με τρίχωμα φουντωτό σαν γατιά Άγκυρας κι άλλα με τρίχωμα λείο. Πολλά φιλικά σπίτια έχουν ακόμη δείγματα από κείνο το σπάνιο είδος. Σ' εμάς έχει μείνει ο Λέων, από τις τελευταίες γέννες της Γάτας. Ο πιο ωραίος γάτος που έχω δει ποτέ — κι ο πιο καταπιεσμένος.

Στην Άλυος μείναμε ως το 1986. Τότε μετακομίσαμε στου Ζωγράφου. Το σπίτι είναι αρκετά ευρύχωρο και φωτεινό, με μεγάλη βεράντα μπροστά, που γρήγορα γέμισε με γλάστρες, και δυο μικρά μπαλκόνια πίσω. Αντίθετα από την Άλυος, που το σπίτι σε καταδίκαζε στην εσωστρέφεια, αυτό σε κρατάει σε επαφή με τον έξω κόσμο. Από τη βεράντα βλέπεις όλα τα βουνά της Αττικής, τον Υμηττό νομίζεις πως έτσι κι απλώσεις το χέρι σου θα τον ακουμπήσεις, και τα πίσω μπαλκονάκια βλέπουνε στον Λυκαβηττό. Στο μπαλκόνι του δωματίου μου, στον ακάλυπτο, εγκαταστήσαμε τις γάτες. Ένα σπιτάκι (για σκύλους, αλλά γιατί όχι και για γάτες;), ένα μεγάλο πανέρι, το χώμα τους και γλάστρες με πάπυρο — που τρώνε τα φύλλα του με απόλαυση. Ιδιαίτερα η Γάτα που, όταν πρωτοείδε τη γλάστρα με τον πάπυρο, έκανε σαν μεθυσμένη. Τριβότανε στα φύλλα του, τα έγλειφε, λες και της θύμιζε τη μακρινή κοιτίδα της, την Αίγυπτο. Έχουνε και οι γάτες τις «ρίζες» τους. Ο δρόμος μας έχει και όνομα απολύτως ποιητικό. Ιπποκρήνης. Από την πηγή που ανάβλυσε όταν χτύπησε με το πόδι του τη γη του Ελικώνα ο διψασμένος Πήγασος και οι αρχαίοι την αφιέρωσαν στις Μούσες και στον Απόλλωνα και σ' όλους τους ποιητές, που αντλούσαν έμπνευση από το αγιασμένο νερό της, το «ένθεον ύδωρ» ή το «κρήνης νοήμονος ίππιον ύδωρ», όπου λούζονταν οι Μούσες. Γι' αυτό μ' αρέσει ο δρόμος μας που, κατά τα άλλα, είναι από τους χειρότερους δρόμους της περιοχής, στενός, ανηφορικός τόσο όσο να τον προτιμούν οι μηχανόβιοι για ν' αφήνουν ελεύθερη την εξάτμιση της μηχανής τους, και άνοδος για όλα σχεδόν τα αυτοκίνητα που πάνε στην Πολυτεχνειούπολη και στο νε­κροταφείο. Όσοι κατοικούν στα χαμηλά διαμερίσματα δεινοπαθούν, και κάνανε πολλές διαμαρτυρίες και «καταλήψεις». Αλλά αυτά γίνονταν όταν ήταν στην εξουσία η κυβέρνηση της οκταετίας του '80. Με την επόμενη κυβέρνηση οι περισσότεροι βρέθηκαν φιλοκυβερνητικοί και σταμάτησαν οι διαμαρτυρίες.

Όταν ήρθαμε σ' αυτό το σπίτι, η γάτα είχε συμπληρώσει τα δέκα χρόνια της. Ήταν πια μεγάλη στην ηλικία, αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει ακόμη στη ζωή της και στη συμπεριφορά της. Φαίνεται όμως πως είχε δυσκολίες στον τοκετό, κι ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο Σιλβέστρος. Ήταν οι μέρες της να γεννήσει, της είχα ετοιμάσει, όπως πάντα, την κούτα που θα δεχόταν τα νεογέννητα, όταν, ένα πρωί, είδα τον Σιλβέστρο να την κυνηγάει όπως έκανε την εποχή των ερώτων τους. «Παράξενο, αυτό δεν έχει ξαναγίνει», είπα. Λίγο αργότερα η Γάτα πήρε θέση στη φωλιά, κι ο Γατούλης βρισκότανε πάνω της, σε στάση που «προσποιότανε» — δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω — προσποιότανε τη στάση των ερώτων, μόνο που της πίεζε με δύναμη την κοιλιά από πάνω προς τα κάτω και με τα τέσσερα πόδια του. Κι η Γάτα όχι μόνο δεν τον απόδιωχνε, μα δεχόταν με προθυμία τις πιεστικές κινήσεις του. Σε λίγο αρχίσανε να βγαίνουν τα γατάκια.

Τότε κατάλαβα αυτό που ο Σιλβέστρος είχε καταλάβει από μόνος του, κι όχι μόνο το κατάλαβε αλλά έκανε αυτό που οι στιγμές απαιτούσαν. Πώς να μη ζηλεύεις αυτόν το δεσμό που έχουν τα ζώα με τη φύση, αυτόν τον αδιάλειπτο διάλογο μαζί της, που οι γάτες μου, μου έδειξαν πως δεν διακόπτεται ούτε κι όταν είναι έγκλειστες, απομονωμένες από τον κόσμο κι από τη φύση. Η φύση είναι μέσα τους ή, καλύτερα, οι ίδιες είναι μέρος της φύσης, κι όταν εγωιστικά τις κλείνουμε για να τις έχουμε κοντά μας, αυτές μας φέρνουν τη φύση μέσα στο σπίτι όπου εμείς είμαστε οι έγκλειστοι.

Από τότε ήξερα πια ότι σε λίγες ώρες θα γεννούσε η Γάτα. Με ειδοποιούσε ο «μαιευτήρας» που τη βοηθούσε στον τοκετό, ο δεύτερος Σιλβέστρος. Για να είμαστε όμως δίκαιοι με όλα τα ζώα κι όχι μόνο με τις γάτες — που στο κάτω κάτω θεωρούνται υψηλής νοημοσύνης — πρέπει να πούμε πως και ζώα με χαμηλότερο I.Q. κάνουν ό,τι και ο Σιλβέστρος. Μόνο που δεν είναι του αντίθετου φύλου. Αυτό έκαναν οι κοτούλες της μάνας μου. Ήτανε στο σπίτι της οδού Κουντουριώτου, στον Πειραιά, εκεί όπου παίχτηκε το δράμα της Ραμόνας. Στην αυλή υπήρχε κι ένα κοτέτσι, καλοχτισμένο, περιποιημένο. Η μανά μου πήρε τρεις τέσσερις κοτούλες, για να μου δίνει και κανένα φρέσκο αυγό. Πιστεύοντας πως η γονιμότητα των πουλερικών είναι ευθέως ανάλογη με την ποσότητα της τροφής, η μάνα μου τις παρατάιζε, τους έδινε ως και αποφάγια, ώσπου οι κότες της χοντρύνανε τόσο που δεν μπορούσανε να γεννήσουνε τα αυγά τους. Και τότε είδαμε με κατάπληξη τις άλλες κότες να ανεβαίνουνε στη ράχη της κάθε ετοιμόγεννης και να την πιέζουνε για να διευκολύνουνε την έξοδο του αυγού. Αρσενικό, όμως, να βοηθάει το θηλυκό ζώο στη γέννα δεν ξέρω αν είναι κάτι συνηθισμένο στο ζωικό βασίλειο.

Στο σπίτι της Ιπποκρήνης, με τη βοήθεια του Σιλβέστρου, γεννήθηκε κι ο Αραφάτ — έτσι τον βάφτισε η φίλη μου η Νίνα Κυβέλου που τον υιοθέτησε. Ήταν ένα από τα αριστουργήματα της Γάτας και του Σιλβέστρου. Τρίχωμα από καθαρό ασήμι, κι όλα τα χαρακτηριστικά γάτου Αγκύρας. Όσο μεγάλωνε μεγαλώνανε κι οι φούντες στα αυτιά του και φούντωνε η ουρά του τόσο που να μοιάζει με σκιουράκι. Η Νίνα κι ο Λάκης είχανε μια σκυλίτσα σπάνιελ, τη Νόρα. Όταν της πήγανε το γατάκι, η Νόρα τρελάθηκε από τη χαρά της. Το αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Γίνανε αχώριστοι. Μαζί παίζανε, μαζί τρώγανε, μαζί κοιμούνταν στο ξύλινο σπιτάκι της. Στο εξοχικό των Κυβέλων, στα Βασιλικά, η Νόρα κι ο Αραφάτ περάσανε εκείνη τη χρονιά ένα ευτυχισμένο καλοκαίρι.

Ένα απογεματάκι πήγα να δω τους φίλους μου. Ο Αραφάτ κάθισε στην αγκαλιά μου, μα η Νόρα άλλα είχε στο νου της. Ήρθε κοντά μου, άρχισε να τρίβει το μουσούδι της στον Αραφάτ και να με κοιτάζει σαν να ήθελε να μου πει να της τον παραδώσω. Της τον έδωσα. Και τότε άρχισαν οι δυο τους να εκτελούνε μπροστά μου όλο το ρεπερτόριο των παιχνιδιών τους. Η Νόρα κυλούσε τον Αραφάτ σαν μπάλα, ο Αραφάτ πηδούσε πάνω της και της τραβούσε τ' αυτιά, η Νόρα τον έριχνε κάτω και τον σήκωνε από το σβέρκο όπως κάνουνε οι γάτες. Κι όταν εκτελέσανε όλα τα νούμερα τους, ήρθε κοντά μου η Νόρα και με κοίταζε στα μάτια σαν να ήθελε να εισπράξει το χειροκρότημα. «Αυτό δεν το έχουνε ξανακάνει», είπε η Νίνα με απορία. Καταλήξαμε πως η Νόρα είχε καταλάβει πως κάποια σχέση είχα με τον Αραφάτ και θέλησε να μου δείξει πόσο καλά περνούσανε οι δυο τους. Ίσως να ήταν έτσι. Ποιός να το ξέρει.

Το χειμώνα ο Αραφάτ πέθανε από εσωτερική αιμορραγία. Οι κακές γλώσσες είπανε πως αιτία ήταν μια κλοτσιά που του έδωσε ο Λάκης όταν κάτι έκλεψε. Κι αυτό κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Σε λίγο καιρό εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και η Νόρα. Την είχε βγάλει, βράδυ, περίπατο ο Λάκης, στάθηκε να μιλήσει μ' ένα γείτονα του, και όταν αναζήτησε τη Νόρα δεν τη βρήκε πουθενά. Φαίνεται πως κάποιος την έκλεψε. Ήταν ωραίο ζώο κι από ράτσα. Τώρα πια έκλεισε ολότελα εκείνο το σπιτικό. Δεν ζει κανείς. Ούτε ο Λάκης ούτε η Νίνα.

Έλλη Παππά,«Σιλβέστρος ο πολυμήχανος», Βίος και έργα της γάτας της Σοφής, Κέδρος 2007, σ. 74-84