Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο κήπος που άρχιζε με επιτήδευση
και τέλειωνε σε περιβόλι
ελεύθερο μα φροντισμένο
ενώνονταν σε μία σύζευξη αρμονική
με τ’ όλο τοπίο των ελαιώνων
της λυγαριάς και των σχίνων
ανάλαφρος μακάριος και ειρηνικός: Στην αρχή
αλέες σχήματα γύρω από σιντριβάνια
μεγάλες γλάστρες αρχαιοπρεπείς
με ιβίσκους και γεράνια
στα μάρμαρα τα περιστέρια
πέρα ψηλά οι βραγιές και τα σύδεντρα
κάπου κάπου μια γάτα εξαίσια
το σπίτι σχεδόν σβησμένο
στη ζέστη του καλοκαιριού.

Αλλ’ όμως μέσα
μόλις περνούσες το κατώφλι
στο δροσερό σκοτάδι άλλη πανίδα και χλωρίδα
τεχνητή
άγριας νύχτας: Απέναντι σκιά πυκνή σαν από ύλη
πουλιά νεκρά που κρέμονται, δράκοι αναπαυμένοι
δρυμός βαρύς που αναρριχάται κισσός
ξυλόγλυπτος όλο απειλές· ένας μπουφές.
Μέσα στον πάγο του καθρέφτη
χειμερινά ξερόκλαδα· πτυχώσεις.
Κι η οροφή συννεφιασμένη.
Βαθιά ο καναπές στο έρεβος
—η ράχη έπιανε τα μισά του τοίχου σε ύψος—
τον έστεφε μια σκέτη κεφαλή ελαφιού
βαρύτιμη και απαθής (μισοφαινόταν)
ενώ στην αγκαλιά του όγκος κρεάτων
μες σε βελούδα περιδέραια φτερά βεντάλιας
και μαξιλάρια σκοτεινά κουφάρι
ενός θηρίου· η σωριασμένη δέσποινα…

Κι αυτοί οι δύο κόσμοι συνυπήρχαν
ο ένας κλειστός μέσα στον άλλο—
σάρκα υπερώριμη άγουρου φρούτου.

Στρατής Πασχάλης, «Επαύλεις», από την ενότητα «Vue de Metelin», Στίχοι ενός άλλου, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002, σ. 68-69.