Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα κτίρια μιλούν για τον μύθο της πόλης

Το μυθιστόρημα της Μυτιλάνας

(απόσπασμα)

Το βουνό είδε την πόλη να χτίζεται και να ξαναχτίζεται, τέσσαρες χιλιάδες χρόνια στον ίδιο τόπο και με τις ίδιες πέτρες.

Η πόλη είναι δημιούργημα των γενιών του παρελθόντος. Κρύβει μέσα της τα ζεστά μυστικά των ανθρώπων που πέρασαν, με πολλά δοξαστικά μεσημέρια. Μπορεί ο χρόνος στη ροή του να ρούφηξε τους περήφανους άντρες. Μπορεί να ’φυγε η χτεσινή ευμάρεια, να γκρεμίστηκαν τα περίκαλλα μέγαρα, με τις εντοιχισμένες ελπίδες. Μα η πόλη έμεινε σύμβολο, που ζει ακόμα με τη δόξα των περασμένων καιρών. Με το αγκομαχητό των φτωχών, με την περηφάνια των πλούσιων, με τους μύθους, την τέχνη, τις εκκλησίες. Τα κτίρια είναι το σώμα της πόλης, που τρέφει τους ανθρώπους της, με την τέχνη που πάνω τους άφησαν τα θερμά χέρια των προγόνων. Μέσα στα νεκροταφεία οι άνθρωποι των περασμένων γενιών, π’ έζησαν με την ψυχή στο στόμα, ν’ αφήσουν ένα σήμα μέσα στο χρόνο, ένα φωτεινό άγγελμα, έχουν γίνει σκόνη. Κάτι όμως σώζεται από σένα σκλάβε που έχτισες με αγγαρεία αυτά τα ψηλά τείχη, που τώρα έγιναν ντουσεμέδες. Πανάρχαιες πέτρες, μάρμαρα μ’ επιγραφές ελληνικές και τούρκικες, σαρμουσάκια μελτζανιά, μάρμαρα κόκκινα και σταχτιά μ’ απόχρωση φιλντισιού, τόσες άλλες πέτρες παράξενες, λαξεμένες απ’ τα χέρια των προγόνων σου, μιλάν για τον μύθο της πόλης αυτής που οι δεσποτάδες της την έλεγαν θεοφρούρητη.

Στα τείχη μέσα βλέπει κανένας εντοιχισμένους παλιούς αρχαίους ναούς. Κιονόκρανα, σπόνδυλους, υπέρθυρα σκαλοπάτια, βωμούς βαλμένους ανάποδα. Η ιστορία εδώ ανακατεύτηκε παράξενα. Κι όμως ακόμα μιλά ζωντανά. Οι φτωχές συνοικίες είναι ξορισμένες στα υψώματα. Το Νιο Χωριό, χτισμένο σ’ απρόσιτη ανηφοριά, φωνάζει με τους χαμάληδες του λιμανιού, που βρήκαν με κόπο τόπο να βάλουν θεμέλιο, σ’ αυτό τον κακοτρόχαλο τόπο. Το ίδιο στην Καμάρα και στην Λαγκάδα, π’ ακόμα οι φτωχοί πατούν τα βράχια τα μαύρα της απρόσιτης πλαγιάς που κάποιος για να σώσει την ψυχή του τα δώρισε στην εκκλησιά. Στον Άγιο Παντελέμονα, βρίσκουνται οι εργατικές συνοικίες, γιατί εκεί βρέθηκε φτηνή γη, π΄ άφησαν οι αρχόντοι. Ο συνοικισμός χτίστηκε πάνω σε μαύρα βράχια, που δεν τα πατούσε κανείς. Άλλοι ρίχτηκαν στ’ αφιλόξενα υψώματα του Μιντάτ. Ο Κάτω Γιαλός με τα μονόπατα σπίτια σε μια ανήλια πλαγιά στέγασε τους μαγουνιέρηδες, για να ’ναι κοντά στο μουράγιο. Ένας τοίχος ψηλός με πολλά δέντρα χώριζε αυτή τη φτωχογειτονιά, με τ’ αρχοντικά του Κιοσκιού, τα χτισμένα μέσα σε πλούσιους κήπους και πλατείς δρόμους με βρωμούσες για να φεύγουν τα κουνούπια. Ο αρχοντομαχαλάς στέγασε τους καινούριους πλούσιους, ενώ τ’ αρχοντικά των παλιών είναι γύρω απ’ τη Μητρόπολη, τον Άγιο Συμεών, τους Άγιους Απόστολους.

Ύστερα γιόμισε αρχοντικά ο Μακρή Γιαλός κι η Σουράδα μέσα σε καταπράσινους κήπους, που η φτωχολογιά τα καμάρωνε μέσα απ’ τα κάγκελα, στοίχους σιδερένιων δοράτων, ενώ στις γειτονιές του Άγιου Γιώργη, του Άγιου Θόδωρου, τόνα το σαχνισί κοίταζε μέσα στ’ άλλο, ακούγοντας τα μυστικά του.

Η πόλη με τις συνοικίες της μιλά ακόμα για τους ανθρώπους που έφυγαν. Εδώ αν σκάψει κανείς θα βρει τις κάστες που τις χώριζαν αόρατα τείχη.

Η πόλη αγκαλιάζει σφιχτά τους ανθρώπους της, που περιμένουν τις ιεροτελεστίες της Ανάστασης να ξεχυθούν στους δρόμους της.

Ροβολούν απ’ τους δρόμους των απόκρυφων σελίδων ιστορίας που γράφτηκε με αίμα και θάνατο.

Θανάσης Παρασκευαΐδης, Τό μυθιστόρημα τῆς Μυτιλάνας, Αθήνα, χωρίς εκδοτικό οίκο, σσ. 82-83.