Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τ΄ όνομά του ήταν Γιάννης, όλοι όμως τον φώναζαν Νυχτερίδα γιατί έβαζε το κεφάλι του μέσα στο σκοτεινό θάλαμο της σαραβαλιασμένης φωτογραφικής μηχανής του, που ήταν στημένη στο προαύλιο της Μητρόπολης. Ο ίδιος πίστευε πως έβλεπε καλύτερα από τους άλλους ανθρώπους στα σκοτάδια, γιατί το μάτι του είχε ασκηθεί με τα φωτογραφικά χαρτιά και τις πλάκες στο κουβούκλιο της προπολεμικής μηχανής του.

Την υπεροχή του την επιβεβαίωνε ταχτικά κάνοντας νυχτερινό τεστ με τους γείτονες. «Μωρέλι μου, το βλέπεις εκείνο το μπαλκόνι εκεί δανά; Πόσες γλάστρες έχει κρεμασμένες στο κάγκελο;… τρεις και η μια έχει βασιλικό! Πάαινε κοντά να το δεις!» ή «τι λέει εκείνη η ταμπέλα, όχι τα μεγάλα γράμματα, τα μικρά! Στέργιος Σφετούδης… Τ΄ όνομα πατρός όμως; Σίγμα είναι ή νι; Σίγμα από το Σπυρίδων!»

Στα χρόνια της κατοχής, η Νυχτερίδα έπαιζε ποδόσφαιρο στον Αχιλλέα Μυτιλήνης. Είχε το δικό του δυναμωτικό, ένα μπουκαλάκι λάδι στην κωλότσεπη του άσπρου σώβρακου. Όταν παραέτρεχε, στεκόταν, έπινε δυο γουλιές μυτιληνιό λαδάκι και συνέχιζε. Παρόλο που έπαιζε αριστερό εξτρέμ, σπάνια σκοράριζε, εκτός κι αν έπεφτε σκοτάδι. Τότε ο άτολμος ποδοσφαιριστής, που συνήθως περιοριζόταν να κάνει σέντρες για τους άλλους, μεταμορφωνότανε σε δυναμικό γκολτζή: η Νυχτερίδα στο στοιχείο της. Το σκοτάδι λες και τον ντοπάριζε.

Ζούσε με το γιο του και τη μάνα του, η οποία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στο νησί που τον φώναζε με τ’ όνομά του το πραγματικό, «Γιάννη… μην ξεχάσεις το ψωμί…», γιατί ο Γιάννης ξεχνούσε τις παραγγελίες της μάνας του εκτός από το λάδι που φρόντιζε να το φέρνει –τρεις γκαζοντενεκέδες κάθε χρόνο– από έναν παραγωγό στον κόλπο της Γέρας. «Άμα έχεις λαδέλι, τάχεις όλα», έλεγε.

Η γυναίκα του έφυγε. Έτσι, αόριστα. Κανείς δεν έμαθε τι ακριβώς έγινε. Ένα πρωί, όταν ο γιος της ήταν επτά χρονών, με μια βαλίτσα στο χέρι, επιβιβάστηκε στο φορτηγό πλοίο Γεώργιος Φ και χάθηκε. Την ίδια μέρα όλες οι φωτογραφίες της εξαφανίστηκαν από το σπίτι, ακόμα και η φωτογραφία του γάμου τους και τα στέφανα από το εικονοστάσι. Από τότε ο Γιάννης έγινε λιγομίλητος. Η φωνή του λες και λιγόστευε, έγινε αδύναμη, μόλις που ακουγότανε. Χαιρετούσε τους γείτονες κι έλεγε το ναι ή το όχι με μικροκουνήματα του κεφαλιού του. Ακόμη και τους πελάτες του στο υπαίθριο φωτογραφείο τους έστηνε χωρίς πολλές κουβέντες, τους σήκωνε το κεφάλι με τις παλάμες του, τους έδειχνε πιο δεξιά ή αριστερά, τους έλεγε να σηκωθούν ή να καθίσουν με χειρονομίες, σχεδόν χωρίς μιλιά.

Κυκλοφορούσε στην πόλη με ένα παλιό αλλά πολύ περιποιημένο ποδήλατο. Γυάλιζαν τα στεφάνια, οι αχτίνες, οι ρόδες, τα φτερά, η αλυσίδα, το οδοντωτό γρανάζι, τα πετάλια. Ο ίδιος καθόταν σε μια μεγάλη πέτσινη σέλα που στηριζόταν σε χοντρές σούστες. Στη σχάρα πίσω του, συνήθως έβαζε το γιόκα του, το καμάρι του. Οδηγούσε το ποδήλατο αεράτα, με μεγάλη άνεση, χωρίς να φαίνεται πως καταβάλλει την παραμικρή προσπάθεια. Γύριζε τα πετάλια πατώντας τα με τις μύτες των παπουτσιών του και ανέπτυσσε αρκετά μεγάλη ταχύτητα. Το βράδυ σπανίως άναβε τον προβολέα του ποδηλάτου. «Αν συνηθίσει το μάτι σου, στο σκοτάδι βλέπεις καλύτερα», έλεγε, σαν να ήθελε και ο ίδιος να επιβεβαιώσει το παρατσούκλι του.

Εκείνο που του άρεσε περισσότερο ήταν η νυχτερινή ποδηλατάδα, με το γιο του πίσω στη σχάρα, στο Μακρύ Γιαλό, στην Επάνω Σκάλα, στα Τσαμάκια. Φεγγαράδα, και το ποδήλατο να γυαλίζει στο φως της σελήνης. Τότε πήγαινε όσο πιο αργά μπορούσε. Τα κανιά του, με τις μπανέλες που έσφιγγαν την άκρη του παντελονιού του, ανεβοκατέβαιναν σαν σε ταινία με αργή κίνηση. Μύριζε την αρμύρα της θάλασσας, τα φύκια, τα πεύκα, κι αναγνώριζε τον τόπο του.

Στο γήπεδο πήγαινε κάθε Κυριακή. Παρακολουθούσε το ματς ανέκφραστος και αδιάφορος για το αποτέλεσμα. Πρόσεχε μόνο πώς παίζουν τα δυο αριστερά εξτρέμ. Θεωρούσε τον εαυτό του εμπειρογνώμονα γι’ αυτή τη θέση. Όταν ο γιος του έγινε οκτώ χρονών, τον έπαιρνε μαζί του και του εξηγούσε τι σημαίνει καλό αριστερό εξτρέμ, κάνοντας κριτική στους παίκτες που έπαιζαν σ’ αυτή τη θέση. «Αυτός πρέπει να γίνει πολύ πιο γρήγορος», «πρέπει να σουτάρει με εσωτερικό φάλτσο», «πρέπει να παίρνει τη σωστή θέση και να βελτιώσει την τρίπλα του». Μόνο αν κάποιος ποδοσφαιριστής που έπαιζε σ’ αυτή τη θέση έκανε κάποια καλή κίνηση ή πετύχαινε γκολ, σηκωνόταν όρθιος και τον χειροκροτούσε.

Ο άνθρωπος που η Νυχτερίδα συναντούσε σχεδόν καθημερινά, ήταν ο υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης Ευστράτιος Σμυρλής. Γύρω στη μιάμιση μετά το μεσημέρι, η Νυχτερίδα περνώντας σαν σαΐτα μέσα από την πολυσύχναστη αγορά, προλάβαινε στο παρά πέντε ανοιχτή την Εθνική Τράπεζα και κατέθετε τις εισπράξεις της μέρας. Αν αργούσε λίγο, χτυπούσε το τζάμι από το πλάι στο γραφείο του Στρατή κι αυτός άνοιγε, έπαιρνε τα χρήματα κι έγραφε με το χέρι του την κατάθεση. Έτσι η Νυχτερίδα δεν έχανε ούτε μια μέρα τόκο. Άρχισε να καταθέτει από τη μέρα που γεννήθηκε ο γιος του. Το ’βαλε στόχο να μαζεύει λεφτά για τις σπουδές του παιδιού κι αυτό του έγινε έμμονη ιδέα. Ο κόσμος να χαλούσε, αυτός κάθε μεσημέρι ήταν στην Τράπεζα. Έδινε λίγα λεφτά στη μάνα του για το φαγητό και ξόδευε τα απολύτως απαραίτητα. Ούτε καφέ στο καφενείο δεν έπινε. Όταν έφυγε η γυναίκα του, οι καταθέσεις μεγάλωναν. Τα βιβλιάρια τελείωναν το ένα μετά το άλλο, τις περνούσαν σε καινούρια «εκ μεταφοράς» κι αυτός τα φύλαγε κι έκανε συγκρίσεις στις εβδομάδες, τους μήνες, τα χρόνια. «Το ’55 ήταν καλύτερο από το ’54, το Σεπτέμβριο που ανοίγουν τα σχολεία η δουλειά πάντα πάει καλύτερα, φέτος φτιάξαμε τη σκεπή στο σπίτι» ή «πέρυσι αρρώστησε η μάνα γι’ αυτό λιγόστεψαν οι καταθέσεις». Αυτά τα βιβλιάρια ήταν ένας καθρέφτης της δουλειάς του, της ζωής του.

Το στέκι του υπαίθριου φωτογραφείου της Νυχτερίδας στην αυλή της Μητρόπολης, στο κέντρο της αγοράς, ήταν πολύ καλό. Παρόλο που οι φωτογραφίες του βγαίνουν λίγο μελαγχολικές, γιατί ο ίδιος, αμίλητος όπως ήταν, δεν δημιουργούσε στους πελάτες και πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα, η πελατεία δεν έλειψε ποτέ. Ήταν πολύ συνεπής επαγγελματίας, οι τιμές του ήταν προσιτές και το σαράβαλο που λεγόταν φωτογραφική μηχανή, είχε έναν καταπληκτικό φακό που έκανε θαύματα. Επιπλέον, με μικρή πρόσθετη αμοιβή, για όποιους πελάτες το επιθυμούσαν, έβαφε με χρώματα ανιλίνης τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τις έκανε έγχρωμες. Ήταν ο μόνος στο νησί που είχε αυτή την ικανότητα. Εκτός από τη σταθερή δουλειά στο προαύλιο της Μητρόπολης, με μια μικρή μηχανή, φωτογράφιζε τις σχολικές γιορτές, τις παρελάσεις και τα πανηγύρια, κυρίως το Δεκαπενταύγουστο στην Παναγία της Αγιάσου, όπου τόχε τάμα και πήγαινε με τα πόδια από τη Μυτιλήνη.

Σταθερή πελατεία ήταν και οι ποδοσφαιρικές ομάδες. Η Νυχτερίδα τραβούσε τις επίσημες φωτογραφίες των ομάδων, αλλά και των ποδοσφαιριστών μεμονωμένα, από τα τσικό ως τους βετεράνους της πρώτης ομάδας. Η δυνατότητά του να χρωματίζει τις φανέλες με τα χρώματα της κάθε ομάδας, τον έκανε ασυναγώνιστο.

Οι καντηλανάφτες, οι διάκοι, οι παπάδες της Μητρόπολης με τις οικογένειές τους, φωτογραφίζονταν στη Νυχτερίδα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τον ανώτερο κλήρο, που προτιμούσε το μεγάλο φωτογραφείο του Βασιλείου στην προκυμαία. Εκείνο που είχε στούντιο με φωτισμό και έσβηνε τις ρυτίδες των προσώπων με το ρετουσάρισμα στις «εβδομαδιαίες» φωτογραφίες. Άλλωστε, θα ήταν κάπως περίεργο ένας Δεσπότης να ποζάρει στο ύπαιθρο, ενώ δίπλα πηγαινοέρχεται ο κόσμος της αγοράς.

Ο γιος του μεγάλωνε. Τελείωσε το Δημοτικό με άριστα και συνέχιζε στο Γυμνάσιο. Του ερχόταν να κλάψει από τη χαρά του, όταν οι καθηγητές του παιδιού του το παίνευαν για την αρετή και την επιμέλειά του. Δάγκωνε τη γλώσσα του για να συγκρατήσει τα δάκρυά του μέχρι να φτάσει στο ποδήλατό του, που τόχε παρκάρει στην είσοδο του σχολείου. Μετά έκανε ορθοπεταλιά κι άφηνε τον εαυτό του να ξεσπάσει στο κλάμα της χαράς. Έτρεχε, έκανε τσαλίμια κι ο αέρας τού στέγνωνε τα μάτια.

Στην αρχή ένιωσε πόνους άγνωστους, μετά κουραζόταν στις μεγάλες διαδρομές με το ποδήλατο, άρχισε να αδυνατίζει, έφεξε. Πήγε στο Βοστάνειο Νοσοκομείο κι έκανε εξετάσεις. Ο γιατρός, ο Γιώργος Μαρτίνος, ήταν συμπαίκτης του στον Αχιλλέα τα πρώτα μετακατοχικά χρόνια. Η Νυχτερίδα τον αγαπούσε γιατί ήταν ο μικρός της ομάδας και τον καμάρωνε μαζί με τους συμπαίκτες του όταν ξαναγύρισε μετά τις σπουδές του στο νησί. Η γνωμάτευση αργούσε. Ο γιατρός εξαντλούσε όλες τις δυνατότητες του επαρχιακού νοσοκομείου. Η Νυχτερίδα χειροτέρευε.

Ένα μεσημέρι ο Γιώργος Μαρτίνος σταμάτησε με το αυτοκίνητό του μπροστά στην αυλή της Μητρόπολης. «Νυχτερίδα, έλα! πάμε μια βόλτα». Ο Γιάννης κατάλαβε. Μετέφερε τη μηχανή στη μικρή τρύπα που ήταν το μαγαζί του και χωρίς να βιάζεται μπήκε στο αυτοκίνητο αμίλητος. Πέρασαν την προκυμαία, το Μακρύ Γιαλό, την ανηφόρα του Ναυτικού Ομίλου, κι έφθασαν στη Βαρειά. Εκεί, μετά από λίγα λεπτά σιωπής, η Νυχτερίδα ρώτησε ήρεμα «Γιωργιέλι, θα ζήσω;» Ο γιατρός βουρκωμένος. «Θα φροντίσω να πας στην Αθήνα». Η Νυχτερίδα ξαφνιάστηκε. «Θέλω να με γυρίσεις στο σπίτι».

Σ΄ ολόκληρη τη διαδρομή της επιστροφής το μυαλό του δούλευε με ένταση. Έκανε λογαριασμούς για το πόσο θα κοστίσουν τα ταξίδια, πόσο τα φάρμακα, πόσο τα νοσοκομεία και οι γιατροί.

Στο σπίτι το παιδί του διάβαζε. Στις μικρές τάξεις ο Γιάννης το βοηθούσε, στις μεγάλες όμως δυσκολευόταν. Του κρατούσε το βιβλίο της Ιστορίας ή της Γεωγραφίας και ο μικρός του ’λεγε το μάθημα ή έλυναν μαζί τα προβλήματα της πρακτικής αριθμητικής. Εκεί ο Γιάννης ήταν ασυναγώνιστος. Έκανε με αστραπιαία ταχύτητα τις πράξεις στο μυαλό του, χωρίς χαρτί και μολύβι. «Κωστέλι, ήρθα… Αύριο μετά το σχολείο θα πάμε μαζί στην Τράπεζα».

Τα τακτοποίησε όλα. Άφησε στο συρτάρι της μάνας του πενταπλάσια χρήματα απ’ ό,τι συνήθως και πέρασε όλες τις καταθέσεις του στο γιο του. Δεν σήκωσε ούτε δεκάρα. Το ποσό των 200.000 δραχμών από τις οικονομίες μιας ζωής, για την εποχή που μετρούσαν και οι πεντάρες, ήταν μεγάλο.

Σούρουπο ανέβηκε στη Σουράδα. Μπροστά του γκρεμίλα. Φάτσα η είσοδος του λιμανιού. Κάθισε σε μια πέτρα κοιτώντας τα καΐκια που έσχιζαν τη θάλασσα βγαίνοντας στο πέλαγος. Αναγνώρισε την Παναγιά την Οδηγήτρα και τον Ταξιάρχη τον Πανορμίτη, που ήξερε τους καπεταναίους τους. Αυτός δεν είχε βγει ποτέ από το νησί του. Έβλεπε τα καΐκια ν’ απομακρύνονται κι όταν έγιναν μικρές κουκίδες η Νυχτερίδα σηκώθηκε, σταυροκοπήθηκε και πέταξε στο μαύρο ουρανό, στο μαύρο πέλαγος.

Λάκης Παπαστάθης, «Η νυχτερίδα πέταξε», Η νυχτερίδα πέταξε, Αθήνα, Νεφέλη, 2002, σσ. 22-31.