Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

(απόσπασμα)

Τα χρόνια πήγαιναν με τον τιμάριθμο και τα εποχικά προϊόντα της αγοράς. Κατά καιρούς, άλλαζαν και τα χαρτονομίσματα που χρησιμοποιούσαμε στις καθημερινές συναλλαγές μας με τους εμπόρους. Όταν έβγαινα για ψώνια, σχεδόν ξεχνούσα να γυρίσω στο σπίτι. Ο χρόνος της αγοράς επηρέαζε τον προσανατολισμό μου, δημιουργώντας μεγάλη απόκλιση προς όλες τις κατευθύνσεις. Περιπλανιόμουν αφηρημένος στους εμπορικούς δρόμους και θαύμαζα κρυφά τις νεράιδες και τις κομψές σιλουέτες των διαφημίσεων, που μου χαμογελούσαν με μισάνοιχτα φορέματα. Διάφορα έγχρωμα είδη του εμπορίου και πρόσωπα και γράμματα της καλλιγραφίας, ζωγραφισμένα ή τυπωμένα σε χαρτόνια μεγάλων διαστάσεων, ειδοποιούσαν τον κόσμο για την ποιότητα. Ολόκληρα κάδρα που έδειχναν σαπούνι από αγνό λάδι ελιάς, γυαλιά ηλίου και μακαρόνια, ομπρέλες, αχνιστόν καφέ και υποδήματα, μια οδοντόκρεμα μέσα στο χιόνι, τα κιάλια και το καπέλο ενός πλοιάρχου που κάπνιζε αρωματικό καπνό και μια σοκολάτα, δαγκωμένη στην άκρη της, που έλιωνε ακουμπισμένη στα ζεστά χείλη μιας κοπέλας. Σ’ αυτούς τους αγοραίους πίνακες που διαφήμιζαν τις καθημερινές μας ανάγκες, πρωτοείδα ζωγραφική. Όμως το παράξενο ήταν ότι δεν πουλούσαν τον πίνακα, παρά μόνο τα είδη που εικόνιζε —και μάλιστα χειροπιαστά, στην αγορά. Οι χρωματιστοί ήρωες με τα προϊόντα, είχαν μια ζεστή φιλική έκφραση, αλλά κι εκείνη την αδιόρατη θλίψη των πορτρέτων που σε κοιτάζουν με το παράπονο μιας ξεχασμένης φιλίας.

Περνώντας μπρος από τα καταστήματα χονδρικού εμπορίου, κοντοστεκόμουν κι έβλεπα μέσα με δέος τα χρηματοκιβώτια που ασφάλιζαν τις ενοχές μου. Η αμυντική τους καστρόπορτα —σχεδόν απόρθητη— άστραφτε τα μπρούτζινα πόμολά της, τους μοχλούς και τις βαριές κλειδαριές, κατά των αλλοφύλων. Ήταν κάτι διαμπερή κτίρια και είχαν για γραφείο τους ένα ένθετο καμαράκι, ξύλινο με τζαμαρία, σα παροπλισμένο βαγόνι. Πάνω σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι, που χρησίμευε για την διεκπεραίωση των εμπορικών υποθέσεων, χάζευα θαυμάζοντας από το τζάμι τα διάφορα έγγραφα, το στυπόχαρτο, τις σφραγίδες και το κρυστάλλινο μελανοδοχείο και σεβόμουν τους τόμους των λογιστικών βιβλίων στα ράφια.

Η αγορά βούιζε κόσμο. Ένα καλόβολο πλήθος έκανε αργά τη βόλτα του, διαλέγοντας με δισταγμό από τις στολισμένες πραμάτειες. Στα κρεοπωλεία, στα μανάβικα, στα παντοπωλεία, λαμποκοπούσε ένας διαφημιστικός στολισμός από χρυσόχαρτο, πολύχρωμους ηλεκτρικούς λαμπτήρες, χάρτινες γιρλάντες, μυρσίνες και δάφνες, που ακόμα και στις μέρες των εθνικών επετείων δεν τις έβλεπες.

Μέσα στην κίνηση έσκαζαν σαν ημιεπαναστατικά συνθήματα οι φωνές των αχθοφόρων που προσπαθούσαν ν’ ανοίξουν δρόμο αγανακτισμένοι ανάμεσα στο πλήθος, μεταφέροντας κιβώτια, τσουβάλια, κρέατα, δοχεία, στον ώμο ή με το καρότσι. Άραγε πόσες Μαρίες πηγαινέρχονταν εκείνη την ώρα; Μέσα στα ξέφωτα που άφηνε ανάρια ο περίπατος των πελατών, ξεχώριζαν κάτι αρχάριες δεσποινίδες με φουσκωτά μανίκια στους ώμους, με κορδέλες και διάφανα φορέματα σαν εσώρουχα εξόδου. Τα μισάνοιχτα χείλη τους γυάλιζαν βαζελίνη, ενώ απ’ την επιδερμίδα τους έβγαινε μια ανεπαίσθητη ομίχλη από ταλκ. Έμοιαζαν με υψίφωνες ή μυροφόρες που είχαν δραπετεύσει από ερασιτεχνική όπερα κι έχασαν τα νερά τους μέσα στην εμπορική ζώνη της πόλης. Τις ακολουθούσα όσο άντεχα και κατάπινα διακριτικά τους λαρυγγισμούς και τα γάργαρα λόγια τους κι ένιωθα τις γουλιές να κατεβαίνουν μέσα μου —σπασμοί— σ’ ένα λόξιγκα με αναφιλητά. Ύστερα γέμιζαν τα μάτια μου ταλκ και τις έχανα· σα να είχε γίνει τεχνητή έκλειψη και φύσαγε παγωμένος βοριάς στα νοσοκομεία.

Οι λογιστές δούλευαν στα γραφεία τους, διευθύνοντας τις συναλλαγές. Βουτούσαν την πένα στο κρυστάλλινο μελανοδοχείο, στέγνωναν τους λογαριασμούς με το στυπόχαρτο, σφράγιζαν… Η μυρωδιά που ανάδιναν στην ατμόσφαιρα τα προϊόντα της αγοράς (έφτανε σε μεγάλη ακτίνα μέσα στην πόλη), μ’ έζωνε καθώς τραβούσα σιγά σιγά με τα ψώνια μου για το λιμάνι. Ήταν ένα αργόσχολο δρομολόγιο που με παράσερνε συχνά προς τα κει.

Σ’ όλο το μάκρος της προκυμαίας, πάνω στα πλοία και στις προσόψεις των κτιρίων τρεμόπαιζαν οι ανταύγειες της θάλασσας. Η ατμόσφαιρα μύριζε πετρέλαιο, σαπούνι και γλυκάνισο. Δυο διπλοτυπωμένοι εραστές, πνιγμένοι στα τριαντάφυλλα, χαμογελούσαν —χρόνια— πάνω στο ημερολόγιο ενός καφενείου, δίπλα στο τελωνείο. Φαίνεται πως το ξέχασαν κρεμασμένο στον τοίχο όταν τέλειωσε ο χρόνος που περιείχε κι από τότε δεν το ξεκρέμασε κανείς. Δεν μπορώ να ξέρω ποιο ήταν το έτος εκείνου του ημερολογίου. Πήρε μαζί του το εορτολόγιο και τα στοιχεία του αστεροσκοπείου κι άφησε πίσω δυο θαμπούς εραστές, αγκαλιασμένους μέσα στην ανθοδέσμη τους, να κοιτάζουν έξω προς τη θάλασσα.

Το λιμάνι ήταν πάντα πολιορκημένο από διάφορα εμπορεύματα, στοιβαγμένα σε οχυρά που ψήλωναν ή χαμήλωναν, ανάλογα με τα επιτελικά σχέδια του χρηματιστηρίου και των ιθυνόντων. Σ’ όλα τα ντοκ απλωνόταν μια υπαίθρια αποθήκη, με τα φορτία σε άτακτη ταξινόμηση, όπου ένιωθες διάχυτη εκείνη την ατμόσφαιρα ανταγωνισμού των μεγαλεμπόρων, αποκρυσταλλωμένη σε ογκώδεις συσκευασίες. Ένα μόνιμο ύφος υποψίας, για το ενδεχόμενο κλοπής ή δολιοφθοράς, είχαν οι τελωνοφύλακες και οι λιμενικοί που περιπολούσαν.

Ανάμεσα στους τόνους των εμπορευμάτων, οι λιμενεργάτες έμοιαζαν παράνομοι και αντάρτες. Φορούσαν πάνω τους τσουβάλια, ριγμένα σα μπέρτες, που σκέπαζαν το κεφάλι, το σβέρκο και την πλάτη, για προστασία. Μούσκεμα στον ιδρώτα, ξεθύμαιναν σκόνη κι ατμούς. Κουβαλούσαν στον ώμο τα βαριά φορτία τους και τα έσφιγγαν με μια δύναμη εκδίκησης, λες και περιείχαν εκρηκτικές ύλες, εν γνώσει μάλιστα του αρμοδίου σωματείου και των υπηρεσιών που τους επέβλεπαν. Στις ανάπαυλες της δουλειάς κάπνιζαν ένα τσιγάρο, έτρωγαν το κολατσιό τους ή έπιναν στα όρθια ένα ούζο στα καφενεία της προκυμαίας, σκεφτόμενοι τα σπίτια τους και το λιμενικό ταμείο. Άλλοι, εκεί προς την αποβάθρα των πλοίων της γραμμής, κυλούσαν τα κενά βαρέλια σα να μπουμπούνιζαν μακρινές καταιγίδες που συννέφιαζαν μέσα τους τ’ όνειρο μιας Καίτης.

Στην περιοχή της ιχθυόσκαλας πάλιωνε, παροπλισμένο από χρόνια, ένα καράβι μ’ αλλήθωρα μάτια. Φαίνονταν ακόμα έντονα τα ίχνη από παλιό κλάμα σκουριάς. Με πλημμύριζε μια ένοχη συμπάθεια όταν το κοίταζα —έτσι μέσα στην εγκατάλειψή του, χωρίς ούτε καν δυο τρεις ευκαιριακούς επιβάτες. Μια ανεξήγητη αγαλλίαση με οξείδωνε μαζί του κι ένιωθα να ελλοχεύουν σμήνη θαλασσινά πουλιά μέσα στα κύτη, έτοιμα να πετάξουν απ’ τα φινιστρίνια και την τσιμινιέρα, για να ξεψυχήσουν σαν άχρηστες προκηρύξεις αναμνήσεων στον εναέριο χώρο της πόλης.

Συχνά, το αλλήθωρο αυτό καράβι με ταξίδευε σε νυχτερινές αϋπνίες. Σάλπαρε ξαφνικά, με μοναδικό φως το καντηλάκι που άναβε από νωρίς η μητέρα Αφροδίτη μπροστά στα εικονίσματα της κάμαράς μου. Κι ο άγιος Νικόλαος ήταν ο πανούργος του πλοίαρχος, που ευλογούσε μ’ εκείνο το μακρύ δάχτυλο τα σωματεία των ναυτικών κι όλα τα λιμάνια με το λαθρεμπόριο και τους παράνομους εραστές. Μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα θα στενάζουν ο ένας πάνω στον άλλο, κρυμμένοι πίσω απ’ τα οχυρά εμπορεύματα… Όπως τότε, μετά το τέλος του έργου, που παίξαμε μιαν απροσδόκητη σκηνή εκεί στο λιμάνι. Φορώντας ακόμα τα ρούχα της ερασιτεχνικής παράστασης που είχαμε δώσει πριν λίγο, με το μακιγιάζ των ηρώων μας έντονα στα πρόσωπά μας, η παρτενερ μου κι εγώ καταφύγαμε —Σάββατο βράδυ— εκεί στις Κεντρικές Αποθήκες… Ξαπλώσαμε πάνω στα τσουβάλια. Γύρω μας, κιβώτια, δέματα, βαρέλια κι άλλες διάφορες συσκευασίες, ανάδιναν μια μυρωδιά από τυροκομικά είδη, ξυλεία, λάδι και δημητριακά, μοσχοβολώντας την ερημιά και την ασφάλεια του κτιρίου. Την ίδια ώρα, στην αγορά, τα εσώρουχα των βιτρινών, θα έπαλλαν στο ρίγος… Παρά τη διάθεση και την επιθυμία, οι κινήσεις μας ήταν δειλές και αφύσικες, όπως και στην παράσταση. Μονάχα όταν περνούσε πότε πότε κάποιος διαβάτης, γέρναμε ο ένας κοντά στον άλλο και σφιγγόμασταν αγκαλιασμένοι και αμίλητοι, ώσπου να σβήσουν τα βήματα.

Όταν θα παντρευόμουν, την ήθελα Μαρία. Μ’ αυτό το όνομα ερωτευόμουν τις κοπέλες με τ’ ατσαλάκωτα φουστάνια, όπως τις παρουσίαζαν στις βιτρίνες τους τα καταστήματα μόδας, και τις γυμνούλες μέσα στη μπανιέρα τους ή στη θάλασσα, που τις δημοσίευαν τα τολμηρά περιοδικά. Το αισθανόμουν —αξεχώριστο— με το άρθρο του: η μαρια. Ήταν έτσι πιο θηλυκό, σα να μ’ ακουμπούσε.

Τα ρολόγια των κοσμηματοπωλείων έδειχναν πια την ώρα που η μυρωδιά των φαγητών είχε απλωθεί κιόλας μέσα στην πόλη. Άρχισα να παίρνω σιγά σιγά τον δρόμο για το σπίτι, αλλάζοντας το βαρύ δίχτυ με τα ψώνια, απ’ το ένα χέρι στο άλλο. Εν ανάγκη ας την έλεγαν και Μαίρη… Κι ας με διαφήμιζε στους δικούς της, με το αρωματικό της χαμόγελο, πολιορκημένη απ’ το μελλοντικό μας νοικοκυριό ν’ απαστράφτει —τρεμοπαίζοντας— την αντανάκλαση της ευτυχίας μας.

Άφησα πίσω μου το λιμάνι κι έμπαινα με το πάσο μου στην αγορά. Στον ρυθμό των πετάλων, ένα κάρο περνούσε κείνη την ώρα και ξοπίσω του έτρεχαν συλλέκτες και αντικέρ. Χοροπηδούσε πάνω στο λιθόστρωτο με τις λακκούβες. Οι ρόδες ξετύλιγαν την τεθλασμένη του δρόμου σε πάταγο.

«Ώστε λοιπόν καλπάζουσα!…»

Έστριψα προς τον δρόμο για το σπίτι και μπήκα στα στενά που βγάζουν στις γειτονιές. Σε μια ταμπέλα μετέωρη, ένα χέρι μου έδειχνε με μανία: «Επισκευάζονται ομπρέλες εδω». Μια άσπονδη σιωπή με συνόδευε καθώς αραίωνε πίσω μου ο απόηχος της αγοράς. Άκουγα κιόλας στην ησυχία τα τριζάτα παπούτσια και τον ψίθυρο από τα ρούχα των περαστικών. Ας επισκεύαζαν όσες ομπρέλες ήθελαν… Πήγαινα, και μου περνούσαν μία μία διάφορες σκέψεις, σα βουρκωμένα σύννεφα που τα διέτρεχαν δυο πανσέληνα στήθια Μαρίας… Ολόγυμνα, γεμάτα φως… Και στην κορυφή τους —θαμπά— τ’ αλωνάκια με τις καταμελάχρινες εκρήξεις φαλλίσκων. «Όπου να ’ναι θα βρέξει», σκέφτηκα κι άρχισα να βαδίζω πιο γρήγορα, κοιτάζοντας επίμονα τα λούκια και τις μαρκίζες που προστάτευαν απ’ το νερό. Θ’ άνοιγα και το ραδιόφωνο για ν’ ακούσω τα παράσιτα των αστραπών από τον επίσημο σταθμό, αδιαφορώντας για τις μουσικές ή τα δελτία ειδήσεων που θα τύχαιναν εκείνη τη στιγμή στο πρόγραμμα. Με τις πρώτες σταγόνες θα μούσκευαν οι δρόμοι και τ’ αλεξικέραυνα.

[…]

Όταν ξημέρωσε, ο ήλιος μπήκε απ’ το παράθυρο και φώτισε την υψωμένη γροθιά του με τα δυο ανοιχτά δάχτυλα στο σήμα της νίκης, που η σκιά της προβαλλόταν πάνω στον τοίχο σαν κουνελάκι με ορθάνοιχτα αυτιά. Τότε τα λουλούδια που ήταν πάνω στο βήμα έβγαλαν μια δυνατή λάμψη κι έναν καπνό αναφλέξεως από παλιές φωτογραφήσεις. Αμέσως ακολούθησαν τα χειροκροτήματα, στον χαρακτηριστικό εκείνο θόρυβο που προκαλούν οι ξαφνικές καταρρακτώδεις βροχές στην πόλη μας. Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα, περιτυλιγμένος με τα σκεπάσματα. Έκανε φοβερή ζέστη. Η Μαριάνθη, μόλις είχε ανάψει το καντήλι κι έβγαινε αθόρυβα για να μη με ξυπνήσει. Τώρα η δυνατή φλόγα του καντηλιού έφεγγε το εικονοστάσι, όπου, εκτός από την Παναγία με τον Χριστό, υπήρχαν τα γαμήλια στέφανα της μητέρας Αφροδίτης και του νεκρού πατέρα, ένα μπουκαλάκι με αγιασμό, δάφνες απ’ την Κυριακή των Βαΐων, ξερά λουλούδια της ημέρας του Σταυρού, ένα κόκκινο αυγό από το τελευταίο Πάσχα και αντίδωρο της Μεγάλης Πέμπτης. Κατά διαστήματα η πρεσβυτέρα έβαζε, κρυφά απ’ την Αφροδίτη, ένα κρατικό λαχείο και το καμουφλάριζε ανάμεσα στις δάφνες των Βαΐων, γιατί πίστευε πως η Θεία Πρόνοια θα το ευνοούσε στην προσεχή κλήρωση.

Ξετύλιξα τις κουβέρτες από πάνω μου, σηκώθηκα κι άνοιξα το παράθυρο με το εκτυφλωτικό φως. Όλα τα δέντρα είχαν πρασινίσει στις γύρω αυλές και βούιζαν τα τζιτζίκια. Η ατμόσφαιρα μύριζε έντονα θάλασσα και ατμοκαθαριστήρια. Στη νεραντζιά που ήταν μπροστά στο παράθυρο είχαν σχηματισθεί κιόλας τα νεραντζάκια για το γλυκό που φτιάχνει κάθε χρόνο η μητέρα Αφροδίτη και κερνάει μ’ αυτό τους επισκέπτες. Ο ήλιος έκαιγε, όπως στις μεγάλες εκείνες ζωγραφιές των τοιχοκολλήσεων που δείχνουν παραθεριστές με μαγιό σε μια μαγευτική παραλία εκτυπωμένη απ’ την πραγματικότητα, ν’ αλείβονται με ειδικά λάδια και αλοιφές για ν’ αποφύγουν τα φοβερά εγκαύματα των ανθρώπων που κατακάηκαν όταν ο άπειρος Φαέθων οδήγησε κάποτε το άρμα του Ήλιου σε χαμηλό ύψος από τη γη —όπως ακριβώς εικονίζεται μέσα στο πολύχρωμο κάδρο που υπάρχει στο κουρείο της συνοικίας μας.

Μ’ αυτή την υπερβολική καλοκαιρία, σίγουρα θα έχουν βγάλει στην αγορά και τη γνωστή μου κοπέλα. Είναι μια όμορφη μελαχρινή σε φυσικό μέγεθος, από γυαλιστερό χαρτόνι κομμένο ακριβώς στο περίγραμμα του κορμιού της, που υπενθυμίζει στους περαστικούς μια μάρκα φωτογραφικού φιλμ, έξω από ένα κατάστημα οπτικών ειδών. Φοράει μαγιό και το κορμί της στάζει θάλασσα. Τον χειμώνα τη διατηρούν στο βάθος του καταστήματος για να την προφυλάξουν από την υγρασία. Προς το τέλος της άνοιξης τη βγάζουν και τη στερεώνουν δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού, πάνω στο πεζοδρόμιο. Οπόταν περνώ από κει την κοιτάζω διακριτικά, κι εκείνη δείχνοντάς μου το φιλμ με παρακολουθεί με το βλέμμα της σα να είμαι η μηχανή που την έχει φωτογραφίσει. Κάθε φορά που κοιταζόμαστε, η τρυφερή λαγνεία πυρακτώνει το πρόσωπό μου και μου βάφει κόκκινη την έκφραση, ενώ συγχρόνως φουντώνει μέσα η αντιζηλία για την υπερβολική φροντίδα του καταστηματάρχη που, ερήμην μου, εναρμονίζει την έκλειψη και την επανεμφάνιση της κοπέλας με τις εποχές του έτους.

Έτσι, κάποτε αγόρασα ένα φιλμ σαν αυτό που κρατάει στο χέρι της και παρακάλεσα εμπιστευτικά κάποιον φίλο να μας φωτογραφίσει με τη μηχανή του. Πήγαμε κατά ο απομεσήμερο μιας αυγουστιάτικης μέρας, που ο δρόμος ήταν έρημος. Στάθηκα δίπλα της, ακούμπησα το χέρι μου ελαφρά στον ώμο της και μας τράβηξε.

«Απίστευτο! Μα είναι ολοζώντανη Φάνη!» μου είπε ο φωτογράφος που μας εμφάνισε. Τη βάφτισα Φίλμα και φύλαξα τη φωτογραφία στο πορτοφόλι μου που, εκτός από τις θέσεις για τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, είχε και μια θήκη από ζελατίνα για να τοποθετείς διάφορα χαρτιά και φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων. Αυτό το πορτοφόλι έμελλε να χαθεί μετά από χρόνια, όταν είχα —μόλις— αρχίσει να βάζω στην ειδική θέση τα χαρτονομίσματα που κέρδιζα πια ο ίδιος από τη δουλειά μου. Το έχασα ένα βράδυ, μαζί με τη Φίλμα, όταν βρέθηκα μπλεγμένος χωρίς να το καταλάβω, σε δημόσια επεισόδια, να παρασέρνομαι απ’ το εξαγριωμένο πλήθος που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του.

[…]

Μόλις έλυσαν τους κάβους κι άρχισε ν’ απομακρύνεται το πλοίο απ’ την αποβάθρα, πήγα κατευθείαν στην καμπίνα κι έγειρα στην κουκέτα μου. Δε νύσταζα καθόλου. Απλώς ήθελα να περάσω το ταξίδι μου, εκεί μέσα στην ησυχία. Μια ησυχία που —περιέργως— οφειλόταν στον μονότονο θόρυβο των μηχανών. Αφαιρέθηκα κοιτάζοντας γύρω τον μικρό χώρο. Σ’ αυτή την καμπίνα τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Το φως αναγνώσεως, πάνω απ’ το κεφάλι μου, δεν ήταν όπως εκείνο το γυάλινο καμπανάκι που έμοιαζε με κρίνο, αλλά ένα γυάλινο σωληνάκι με νοσοκομειακό φωτισμό. Δίπλα στον νιπτήρα υπήρχαν δύο ποτήρια τοποθετημένα σε θήκες και μια κανάτα. Το τραπεζάκι δεν ήταν πτυσσόμενο αλλά στερεωμένο μόνιμα κάτω απ’ το φινιστρίνι. Όπως το τραπεζάκι με τα καλλυντικά της μητέρας Αφροδίτης, μέσα στην κάμαρά της, είναι κολλημένο μπροστά στο παράθυρο που βλέπει στην αυλή. Το τοποθέτησε η ίδια σε κείνο το σημείο, μετά την τελευταία μετακόμιση.

Από καιρό δεν χρησιμοποιούσε πια τα καλλυντικά της αλλά τα φύλαγε με πολλή επιμέλεια σ’ εκείνη τη γωνιά, σα να είχε παγιδεύσει μέσα στα φιαλίδιά της όλα τ’ αρώματα και το νέκταρ απ’ τα λουλούδια της αυλής, που έφταναν μέχρι το περβάζι του παραθύρου. Μόνο την τελευταία φορά που την έβγαλα έξω, πήρε από κει λίγη κρέμα και άλειψε τα χέρια και το πρόσωπό της. Κάναμε μαζί έναν μεγάλο περίπατο. Φτάσαμε ψηλά, μέχρι τα τελευταία σπίτι. Κοίταζε από κει την πόλη κι έλεγε σα να παραμιλούσε: «Τί ωραία που είναι η Μυτιλήνη! Όλα φαίνονται από δω. Το λιμάνι, ο λιμενοβραχίονας, τα δικαστήρια, η μητρόπολη, το άγαλμα της ελευθερίας…». Καθίσαμε λίγη ώρα σ’ ένα πεζούλι να ξεκουραστεί και μετά κατηφορίσαμε σιγά σιγά προς το κέντρο. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχε αρχίσει να συγχέει τα πράγματα και να ξεχνάει ακόμα και τα πιο πρόσφατα συμβάντα. Όμως, κατά παράδοξο τρόπο, μερικές φορές θυμόταν —κρυστάλλινα— στιγμές από το μακρινό παρελθόν της, που ακόμη και σε μια ισχυρή μνήμη θα είχαν σβήσει. Καθώς προχωρούσε αργά, στηριζόμενη στο μπράτσο μου, έστρεφε παντού με απληστία το κουρασμένο βλέμμα της. Έβλεπε γύρω τα κτίρια και τον κόσμο, με την έκπληξη του πρωτόγνωρου, και ξαφνικά μου παραμιλούσε την ανάμνησή της.

«Αυτό εδώ είναι το εστιατόριο που ήρθαμε με τον πατέρα σου ένα βράδυ, όταν προήχθη στον βαθμό του ανθυποπλοιάρχου. Πήραμε διάφορα φαγητά και μεζέδες, αλλά δεν θα ξεχάσω εκείνο το κοκκινιστό με τις τηγανητές πατάτες! Τί νοστιμιά ήταν εκείνη! Θα ήμασταν γύρω στα δεκαπέντε άτομα… Είχα λερώσει και το φουστάνι μου καθώς έτρωγα. Έπεσε λάδι επάνω κι έβαλα μπροστά την τσάντα μου για να μη φανεί και γίνω ρεζίλι…»

Περάσαμε όλο το λιμάνι —από την μιαν άκρη ως την άλλη— και καταλήξαμε στο καφενεδάκι που είναι πάνω στον μώλο. Μπροστά μας, βλέπαμε όλη την προκυμαία. Το αεράκι της φυσούσε τα λιγοστά μαλλιά της κι εκείνη κοίταζε απέναντι τα κτίρια μονολογώντας.

«Εκείνο εκεί το κοκκινωπό κτίριο, μετά τις αποθήκες, είναι το πρώτο ξενοδοχείο που χτίστηκε στη Μυτιλήνη. Κάποτε ήταν στις δόξες του. Όλοι οι ταξιδιώτες εκεί πήγαιναν. Τί ωραία που φαίνεται και το καμπαναριό της μητροπόλεως… Εκεί δίπλα στην εκκλησία εργάσθηκα ένα διάστημα σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, πριν γνωριστούμε με τον πατέρα σου. Είχα αρχίσει να μαθαίνω και γραφομηχανή. Μια μέρα, μάλιστα, ο δικηγόρος μου είπε ότι τα δάχτυλά μου ήταν σα να έπαιζαν πιάνο επάνω στα πλήκτρα. Όταν αρραβωνιάστηκα όμως με τον πατέρα σου, αναγκάσθηκα να σταματήσω γιατί ζήλευε».

Κάθε τόσο, έπαιρνε με προσοχή το ποτήρι που ήταν βαρύ για τα δάχτυλά της κι έπινε λίγη πορτοκαλάδα, σα να ξέπλενε το στόμα της από τα λόγια που της έφερναν οι μικρές αυτές αναμνήσεις. Στο πρόσωπό της έπαιζαν οι φωτεινοί λεκέδες απ’ την ανταύγεια της θάλασσας και οι ρυτίδες της ζάρωναν την επιφάνεια του νερού καθώς φυσούσε το αεράκι. Καθόταν στην καρέκλα της υπομονετικά, σε μια στάση αναμονής, σαν τους ταξιδιώτες που περιμένουν την ώρα στο πρακτορείο των λεωφορείων και σαν εκείνους που είχαν μαζευτεί απέναντι στην αποβάθρα.

Το πλοίο έφτασε στην ώρα του. Μόλις κατέβηκα τη σκάλα κι ανακατεύτηκα με τον κόσμο, μου φάνηκε πως είχα βγει σε άλλο λιμάνι κι έμεινα για λίγο σαν χαμένος. Μέχρι ν’ αποφασίσω τι θα κάνω, πέρασε αρκετή ώρα. Όταν ερήμωσε πια η αποβάθρα, πήρα τον δρόμο της προκυμαίας. Βάδιζα πάνω στο πεζοδρόμιο σα να είχα ξεφύγει από παρέλαση. Προχωρώντας, διάβαζα πάνω από τα καταστήματα τις επιγραφές, που πάλιωναν αργά σε επιτύμβιες. Τριγύρω, οι δρόμοι και τα κτίρια είχαν μικρύνει λίγο. Μερικοί χώροι που παλαιότερα φάνταζαν τεράστιοι, τώρα είχαν ελαττωθεί σε διαστάσεις σκηνικών θεάτρου.

Πέρασα το καφενείο με τους διπλοτυπωμένους εραστές πάνω στον τοίχο. Ήταν μισοάδειο. Από μια πάροδο, λοξοδρόμησα και μπήκα στην αγορά. Κι εκεί ο δρόμος είχε στενέψει και τα κτίρια είχαν χαμηλώσει. Όμως ο κόσμος φαινόταν περισσότερος από άλλοτε και ήταν σα να κυκλοφορούσε μέσα σ’ έναν μεγάλο εξωτερικό διάδρομο. Στην αναλογία τους, είχαν μικρύνει και οι βιτρίνες των καταστημάτων. Κοίταζα τις τζαμαρίες τη μία μετά την άλλη κι ένα κύμα λαχτάρας ανέβαινε μέσα μου, όσο πλησίαζα. Σα να μην είχε περάσει καθόλου ο καιρός. Δυο νεόνυμφοι, σε ολόσωμη πόζα, μου χαμογελούσαν απ’ τη βιτρίνα του φωτογραφείου τους. Οι πετεινοί που λάλησαν το ξημέρωμα, έσταζαν αίμα κρεμασμένοι στα κρεοπωλεία της αγοράς.

Όταν έφτασα πια σε απόσταση αναπνοής, άρχισα να μετρώ τις βιτρίνες που απέμειναν. «Άλλες τέσσερις, άλλες τρεις, άλλες δύο…». Σταμάτησα κεραυνωμένος. Παράλυσα μόλις είδα το κατάστημα οπτικών με τη Φίλμα, όχι απλώς να έχει χαμηλώσει αλλά και να έχει εξαφανισθεί. Στη θέση του είχε ανοίξει ένα χρυσοχοείο. Αμέσως το χέρι μου πήγε στο πορτοφόλι. Το έβγαλα απ’ την τσέπη και στάθηκα στην άκρη του δρόμου. Κοίταξα στη θήκη τη Φίλμα που μου χαμογελούσε πίσω απ’ τη ζελατίνα. Φαινόταν ικανοποιημένη με την αντίδρασή μου. Το έδειχνε η τρυφερότητα που είχε πάρει το πρόσωπό της καθώς με κοιτούσε. Σα να μου έλεγε «Τι σημασία έχει που άλλαξε το κατάστημα χαζούλη; Αφού εμείς είμαστε διαρκώς μαζί…».

Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω ένα κουλούρι από το πανέρι που μου άπλωσε ως τη μύτη μου κάποιος κουλουράς, μόλις με είδε να στέκομαι κρατώντας το ανοιχτό πορτοφόλι. Με γρήγορο βήμα, βγήκα πάλι στο λιμάνι. Δεν τολμούσα να σκεφτώ τίποτα σχετικό με την τύχη της Φίλμας. Δεν ήθελα να μάθω ούτε καν πότε άλλαξε το κατάστημα, ούτε πού τη μετέφεραν κατά την μετακόμιση. Ασφάλισα τη σκέψη μου μακριά από κάθε συλλογισμό, κοιτάζοντας τη θάλασσα. Ένα πλοίο ξεφόρτωνε τσουβάλια, τυλιγμένα σ’ ένα τεράστιο δίχτυ που κρεμόταν από το βίντσι. Έριξα το κουλούρι στο νερό. Άρχισε να παρασέρνεται απ’ το αεράκι προς το βάθος του λιμανιού. Έπειτα κατέβηκαν οι γλάροι κι άρχισαν να το τσιμπολογούν κρώζοντας. Πέρασα τις Γενικές Αποθήκες και πήρα τον δρόμο για το ίδρυμα, κόβοντας μέσα απ’ τις αρχοντικές συνοικίες.

[…]

Πέρασε λίγη ώρα κι έφυγα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, δραπετεύοντας απ’ τ’ όνειρο που ίσως έβλεπε τη στιγμή εκείνη. Πέρασα την ανοιχτή πόρτα σαν τα παιδιά που έμπαιναν κι έβγαιναν στο σπίτι, μόλις την έπαιρνε ο ύπνος. Η σκάλα ήταν ατέλειωτη. Χωρίς να θέλω, την κατέβηκα με τον αργό ρυθμό που την ανέβαιναν δύο ένοικοι του ιδρύματος. Μόλις βρέθηκα έξω, μου ήρθε απότομα ένα κύμα δροσιάς, λες και είχε κρυώσει τεχνητά η ατμόσφαιρα. Το φως έδειχνε ότι πλησίαζε μεσημέρι. Τράβηξα για το σπίτι της κυρίας Δήμητρας, να πάρω το κλειδί. Έπρεπε κάποια στιγμή να τηλεφωνήσω και στον Λέανδρο για να του πω τα καθέκαστα και ότι πήρα την απόφαση να εργαστώ μαζί του, στην ίδια δουλειά, όταν θα επέστρεφα. Δεν χρειαζόταν πια να το σκέφτομαι. Οι όποιες αντιρρήσεις μου είχαν υποχωρήσει στο μηδέν. Το ένιωθα πως δεν είχα τίποτ’ άλλο να διαλέξω.

Έκοψα δρόμο από κάτι γειτονιές γιατί δεν ήθελα να ξαναπεράσω απ’ την αγορά ή το λιμάνι. Έτσι μπορούσα ν’ αποφύγω συναντήσεις με γνωστά πρόσωπα. Γρήγορα όμως κατάλαβα πως δεν υπήρχε τέτοιος φόβος. Όσο προχωρούσα, οι άνθρωποι που έβλεπα στον δρόμο φαίνονταν καινούργιοι. Δεν τους είχα ξαναδεί ποτέ τόσα χρόνια. Έμοιαζαν μάλλον με πρόσφυγες που τους είχαν φέρει από αλλού· σα να είχαν ανταλλάξει τον πληθυσμό της πόλης. Νόμιζες ότι παραπατούσαν έτσι καθώς βάδιζαν, ρυθμίζοντας τα βήματά τους πάνω στο χαλασμένο λιθόστρωτο. Από ένα σπίτι έβγαινε η μυρωδιά του φαγητού που μαγείρευαν. Την ένιωθα στην ανάσα μου αρκετή ώρα, μέχρι που έφτασα και χτύπησα την πόρτα.

Η κυρία Δήμητρα με καλωσόρισε και προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει. «Εδώ θα μείνεις. Έχω ετοιμάσει και το κρεβάτι σου». Με πολύ κόπο της έδωσα να καταλάβει ότι προτιμούσα να μείνω στο σπίτι μας. Έπειτα έφερε καφέ και κουλουράκια. «Την είδες πώς κατήντησε η καημένη;» Όση ώρα κάθισα μου μιλούσε με λεπτομέρειες για την κατάσταση της μητέρας Αφροδίτης· για το πόσο απότομα είχε χειροτερέψει τους τελευταίους μήνες. Όταν σηκώθηκα να φύγω, αναγκάστηκα να της υποσχεθώ πως θα πήγαινα πότε πότε να τρώω στο σπίτι της, όσο διάστημα θα χρειαζόταν να μείνω για να πηγαινοέρχομαι στο ίδρυμα. Έτσι τελείωσαν οι διαπραγματεύσεις και μου έδωσε το κλειδί.

Τα σφραγισμένα παράθυρα και η εξώπορτα είχαν ξεβάψει. Στην αυλή, ακόμα ήταν ανθισμένα μερικά λουλούδια. Γυρίζοντας το κλειδί άκουσα μέσα την αντήχηση απ’ το ξεκλείδωμα, σα να έπεσαν πυροβολισμοί. Άνοιξε η πόρτα, τσιρίζοντας έναν ήχο από κούρδισμα βιολιού. Όλες οι γνώριμες μυρωδιές του σπιτιού είχαν συγχωνευθεί σε μία, με το βαρύ εκείνο άρωμα που ελκύει το παρελθόν όταν αρχίζει ν’ αποσυντίθεται. Άφησα την τσάντα μου στην άκρη του διαδρόμου, δίπλα στην πόρτα της κουζίνας. Ο μπαγιάτικος αέρας που είχε παγιδευτεί μέσα στο σπίτι, δεν ήταν άλλο από τις αναπνοές μας που είχαν μαζευτεί τόσον καιρό στα δωμάτια και τον διάδρομο. Στην κρεμάστρα ήταν ένα παλιό καπέλο του αδελφού Νικολάου, η ρόμπα και μια ξεχειλωμένη ζακέτα της μητέρας Αφροδίτης. Δίπλα στην κρεμάστρα, είχε ακόμα κρεμασμένο το χάλκινο ταψί για τις πίτες.

Άναψα το φως στην κουζίνα. Πάνω στο τραπέζι, ο καζαμίας και οι βελόνες πλεξίματος. Πιο πέρα το ρολόι μ’ εκείνο το κουδούνι σαν μπερεδάκι από πάνω του. Φυσικά δεν δούλευε, γιατί ο χρόνος πια γύρω έπαιρνε την ίδια στιγμή απρόβλεπτες διαστάσεις, δίνοντας την αίσθηση ότι τα μέλη του οικογενειακού συλλόγου μπορεί να έφυγαν από το σπίτι, εδώ και τρεις αιώνες, αλλά και πριν μερικούς μήνες ή μόλις πριν δύο λεπτά. Σίγουρα είχα ξεκλειδώσει μια παράξενη φυλακή, όπου φυλακισμένοι δεν ήταν οι ίδιοι οι κατάδικοι αλλά τα σύνεργα της ζωής τους. Μερικά ήταν τακτοποιημένα στη θέση που τα έβαζε χρόνια, σα να είχε συγυρίσει πριν λίγο. Άλλα ήταν αφημένα σε διάφορα σημεία, όπου τα είχε ακουμπήσει την τελευταία φορά. Κοίταζα ένα ένα τα πράγματα γύρω. Είχαν υποστεί όλα τους την απόλυτη χρήση και η ξαναχρησιμοποίησή τους από άλλο άτομο φάνταζε παράλογη.

Καθώς έβγαινα απ’ την τραπεζαρία, σκόνταψα. Ήταν που εξείχε κάτω από το ντιβάνι το κοντάρι με τη σημαία τυλιγμένη πάνω του. Κοιτάζοντας από την ανοιχτή εξώπορτα τα τελευταία σπίτια της πόλης και πίσω τον μικρό λόφο, αισθάνθηκα ελαφρώς να κυματίζω, σα να μ’ έβλεπε κάποιος στ’ όνειρό του. Η βαριά μυρωδιά του σπιτιού είχε αρχίσει να με ναρκώνει και βγήκα στην αυλή ν’ αναπνεύσω λίγο καθαρόν αέρα. Κοιτάζοντας τα λουλούδια, έφτασα ως τον φράχτη και πέρασα στο διπλανό οικόπεδο. Έπρεπε να περπατήσω λίγο για να μου φύγει αυτή η αλλόκοτη νύστα που με τριγύριζε.

Μόλις προχώρησα μερικά βήματα βρήκα μέσα στα χόρτα κομμάτια της κανάτας με τα μπλε και κίτρινα λουλούδια. Λίγα μέτρα πιο πέρα είδα τον τρίφτη πατημένο και το μικρό κηροπήγιο ανάμεσα σε ξύλα και πέτρες. Κοντά σε μια σκουριασμένη λαμαρίνα βρήκα το γυάλινο πώμα απ’ το μπουκάλι του λικέρ, που είναι τοποθετημένο στον δίσκο με τα ποτηράκια, πάνω στον μπουφέ. Πέρσα στο παραδίπλα χωράφι. Πάνω στον φράχτη, μπλεγμένο στα κλαδιά ενός θάμνου, ήταν ένα κομμάτι απ’ την κορνίζα της θαλασσογραφίας. Τελευταίο είδα το κατσαρολάκι με το χέρι, χωμένο το μισό στο χώμα, όταν άρχισα ν’ ανηφορίζω προς το ύψωμα.

Έφτασα ψηλά σ’ ένα ξέφωτο, κάθισα καταγής κι έγειρα στον κορμό ενός δέντρου. Μακριά φαινόταν ένα μέρος του λιμανιού. Το τοπίο τριγύρω, ήταν ολόκληρο μια καμένη φωτογραφία. Κοιτάζοντας τα κτίρια της πόλης, ένιωσα να βαραίνω. Από το μέρος της παραλίας φυσούσε γλυκά ένας αέρας λεκιασμένος, υγρός σαν ομίχλη, που αντί να με συνεφέρνει, με βύθιζε αργά σε μια νάρκη. Κάθε ανάσα γινόταν μέσα μου διάθλαση των αισθήσεων, όταν το φως ελαττώθηκε απότομα, λες και πέρασε βίαια μια ολόκληρη ώρα χωρίς να τη μετρήσουν τα ρολόγια. Ήταν λοιπόν μια ώρα αργότερα απ’ την κανονική, που τύχαινε να είναι και η ώρα αναχωρήσεως του πλοίου. Μέσα στη νάρκη που βάθαινε, το άκουσα να σφυρίζει και σε λίγο το είδα να βγαίνει απ’ το λιμάνι, ώσπου χάθηκε ξαφνικά μέσα στα βλέφαρά μου που έκλεισαν. Ο αέρας είχε αρχίσει να φρεσκάρει κι έφερνε από μακριά το ιώδιο των φαρμακείων και της θάλασσας.

Νάσος Θεοφίλου, Με ταχύτητα ηλικίας, Αθήνα, Εστία, 1991, σσ. 20-25, σσ. 36-39, 258-262, 266-270.