Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στα σφαιριστήρια του Παλλεσβιακού

Για να φτάσεις στην αίθουσα του σφαιριστηρίου του Παλλεσβιακού, έπρεπε ν’ ανέβεις τα ετοιμόρροπα σκαλιά της παλιάς πολυκατοικίας των αρχών του αιώνα, που βρισκόταν στην παραλία της Μυτιλήνης, στη γωνία που έστριβε το λιμάνι. Τετραώροφο κτίριο, πανύψηλο. Ταξιδιωτικά γραφεία, λαδάδικα και μπαχαρικά στο ισόγειο, γραφεία παλιών δικηγόρων και εμπορικών αντιπροσωπειών στους ορόφους. Στο τελευταίο πάτωμα βρισκόταν η τεράστια σάλα του σφαιριστηρίου που παλιά πρέπει να τη χρησιμοποιούσαν ως αίθουσα δεξιώσεων, γιατί ήταν ενιαία, χωρίς χωρίσματα, με τέσσερα μεγάλα παράθυρα και μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη θάλασσα.

Ιδιοκτήτης του σφαιριστηρίου ο κυρ-Πάνος, ερασιτέχνης ζωγράφος, προπονητής ποδοσφαίρου και εμπειρικός λαογράφος. Στα νιάτα του έγραφε λογοτεχνικά κείμενα κι έκανε παρέα με τον Βενέζη, τον Μυριβήλη και τους άλλους λογοτέχνες της Λεσβιακής Άνοιξης. Η γενική του καλλιέργεια και μόρφωση, παρόλο που τα τελευταία χρόνια τις παραμελούσε, ήσαν ολοφάνερες. Έφτανε στο σημείο να απαγγέλλει στίχους του Πινδάρου απ’ έξω, καθώς απένεμε ένα μήλο στο νικητή ενός παιχνιδιού μπιλιάρδου.

Στο χώρο, έξι-επτά ποδοσφαιράκια, δύο μπιλιάρδα, ένα τραπέζι πινγκ-πονγκ και τραπεζάκια για καφέδες, αναψυκτικά και χαρτοπαιξία. Μια μικρή κουζινίτσα με πετρογκάζ, μπρίκια, μπουκάλια και τα απαραίτητα για τους καφέδες και τα ούζα. Στο βάθος, μπροστά απ’ το «γραφείο του διευθυντή», κάτι σαν μικρό σαλονάκι. Πολυθρόνες και καρέκλες. Εκεί, στο κέντρο του ντουβαριού, σε δεσπόζουσα θέση, ψηλά, πάνω σε ειδική κατασκευή, ήταν τοποθετημένο ένα τεράστιο ραδιόφωνο μάρκας Vox. Για να το δεις, έπρεπε να τραβηχτεί το κάλυμμα, ειδική παραγγελία σε ράφτη, με το ίδιο κλαρωτό ύφασμα που είχαν οι πολυθρόνες του σαλονιού.

Ο κυρ-Πάνος δεν επέτρεπε σε κανένα να το πλησιάσει. Για να μην το φτάνουν, το είχε στηρίξει ψηλά. Ο ίδιος χρησιμοποιούσε ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι για να γυρίζει τα κουμπιά. Έψαχνε τους σταθμούς και ανεβοκατέβαζε την ένταση με κινήσεις πολύ απαλές. Μόλις που το ακουμπούσε, σαν να φοβόταν μην το φθείρει. Είχε ψάξει για την καλύτερη κεραία σ’ όλους τους ραδιοτεχνίτες της πόλης, γιατί τα παράσιτα τον ενοχλούσαν αφάνταστα. Κι όταν ανέβαινε στο μαγαζί του κάποιος σχετικός με τα ραδιόφωνα, το έβαζε να παίξει και τον ρωτούσε αν πιάνει καλύτερα από τ’ άλλα.

Στην εκκλησία είχε να πάει πολλά χρόνια, από τότε που πέθανε ο καλύτερος φίλος του. Όμως κάθε Κυριακή πρωί, άνοιγε το ραδιόφωνο για τη λειτουργία. «Έτσι, για λίγο ν’ ακούσω τον ήχο», έλεγε και υποτονθόριζε τα τροπάρια με μάτια υγρά· σχεδόν έκλαιγε.

Το ράδιο Vox είχε ενσωματωμένο στο πάνω μέρος του ένα πικάπ, που δεν το θεωρούσαμε ως κάτι ξεχωριστό, γιατί έπαιζε μέσα από το ραδιόφωνο. Το ξύλινο λουστραρισμένο καπάκι του άνοιγε σπάνια και μόνο από τον ιδιοκτήτη του, που συνήθιζε, όταν το σφαιριστήριο ήταν άδειο, να βάζει πολύ τελετουργικά δύο δίσκους 78 στροφών. Ο ένας ήταν η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν –το απόσπασμα της χορωδίας– με μαέστρο τον Τοσκανίνι. Είχε στο συρτάρι του και μια φωτογραφία του μαέστρου, που την έδειχνε λέγοντας: «Αυτός με το μουστάκι διευθύνει». Ο άλλος δίσκος ήταν η Τοκάτα και Φούγκα του Μπαχ. Τους άκουγε τον ένα μετά τον άλλο, στη διαπασών, και τότε ένιωθες πως ολόκληρος ο τέταρτος όροφος του κτιρίου ξεκολλούσε από τους υπόλοιπους και ανέβαινε πενήντα μέτρα ψηλά. Έκανε μια βόλτα πάνω από το λιμάνι και ξαναγύριζε μαζί με τα μπιλιάρδα, τις στέκες και τις μπάλες που ακολουθούσαν σε αργή κίνηση.

Ένα βράδυ ανέβηκα τα σκαλιά του Παλλεσβιακού πολύ αργά. Είχα ξεχάσει εκεί τη σχολική μου τσάντα και πήγα να την πάρω. Πίσω απ’ το μικρό τζάμι της κλειδωμένης του σφαιριστηρίου είδα τον κυρ-Πάνο να ψάχνει μόνος του σταθμούς στα βραχέα κύματα, πηγαινοφέρνοντας την κόκκινη βελόνα στο καντράν. Μπιλιάρδα, ποδοσφαιράκια στο ημίφως και το φωτισμένο Vox να ταξιδεύει τη μοναξιά του σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και σήμερα, όταν τον σκέφτομαι, μου έρχεται στο νου αυτή η μοναχική εικόνα. Φυσικά, εκείνο το βράδυ δεν τόλμησα να χτυπήσω την πόρτα.

Μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο, το ’61, φύγαμε από τη Μυτιλήνη οικογενειακώς. Σπούδασα στην Αθήνα και πήγα στρατιώτης. Ξαναγύρισα μετά από απουσία πέντε χρόνων. Με το που πάτησα το πόδι μου στο νησί, ανέβηκα στο σφαιριστήριο. Ο κυρ-Πάνος με υποδέχτηκε απαγγέλλοντας θεατρικά στίχους από την Γκόλφω: «Καλώς τηνα την πέρδικα που ’κανα μαύρα μάτια να τη δω». Όλα ήταν στη θέση τους. Πλησίαζε μεσημέρι και ο κυρ-Πάνος σηκώθηκε από το γραφείο του, όπου είχε τα κέρματα και τις μάρκες, και πλησίασε το ραδιόφωνο. «Ν΄ ακούσουμε τις ειδήσεις», μου είπε. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του, ίδιες όπως παλιά. Πλησίασε, ανέβηκε στο σκαμνάκι κι έβγαλε το κάλυμμα. Άναψε το μηχάνημα, έπιασε το σταθμό με πολύ απαλό γύρισμα του κουμπιού, ρύθμισε τη στάθμη της φωνής, περίμενε λίγο να βεβαιωθεί ότι όλα έγιναν καλά και ξαναγύρισε στο γραφείο του. Το ραδιόφωνο έπαιζε καμπάνα, πιο καλά από παλιά, γιατί το δαιμόνιο γεροντοπαλίκαρο είχε βρει τρόπους, με συνδυασμούς κεραιών, να νικήσει τα παράσιτα. Ακόμη και σήμερα, τριάντα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του κυρ-Πάνου, είμαι σίγουρος πως το ράδιο Vox θα βρίσκεται σε κάποια αποθήκη ολοκαίνουργιο, περιμένοντας να το βάλεις στην πρίζα, για να αρχίσει να κελαηδάει, ανοιγοκλείνοντας το πράσινο ματάκι του.

Λάκης Παπαστάθης, «Στα σφαιριστήρια του Παλλεσβιακού», Η νυχτερίδα πέταξε, Αθήνα, Νεφέλη, 2002, σσ. 32-36.