Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Παλαιά και νέα ωδή

Τόσο μου ομόρφυνες τη δυστυχία — που ξέρω:
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ΄ έφερε μέσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Κρούοντας βότσαλα μέσ’ στο νερό ν’ ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Πώς ανάσκελα θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Σ’ έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα
Και μυγάκια πάνου από τα σαπισμένα φύλλα
Μυριάδες φωσφόριζες! Πώς μετέωρα όλα! Και βαθύς
Ο θόρυβος της ρόδας μέσ’ στη νύχτα…

Ή φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια
Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα
Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα
Να με τρομάξεις. Όμως τί θα πει νεκρός δεν ήξερα

Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία
Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά
Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου
Η Αγάπη κι ο Θάνατος — να πω δεν ήξερα…

Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα
Μόνο που έσταζαν τα φύλλα μόνο που ανεξήγητα
Είχα μέσ’ στη Μητέρα κατεβεί
Της ηχώς το βάθος το άπατο
Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε
Από μέσα μου κι έριχνε μέσ’ στο πηγάδι
Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ’ το πέλμα μου
Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο
Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου
Ένιωθα ν’ αναβλύζουν δάκρυα…

Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη
Τ’ άλλα παιδιά τ’ ανέβαζε η φωνή
Τ’ ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα
Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σα διωγμένος έκλαιγα
Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα!

*

Όχι που ήμουν άτυχος — θέλω να πω
Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό
Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας
Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε
Μέσ’ στον άλλο ουρανό — Μα που πια κανείς κανείς
Ν’ αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο
Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω
Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία — και ξέρω:

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ
Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω
Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ

Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες
Έν’ αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα
Μέσ’ στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»;
Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα ύψη
Ένα-ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος
Κι ο μισός έμενα έξω απ’ τον Καιρό
Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο Θάνατος
Πάλι ν’ αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό.

Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας
Και βασκανίες του καπνού των κήπων. Αλλά τι
Κόπος ο ποιητής με τ’ αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο.
Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα.

Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν
Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών
Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε
Μακριά μέσ’ στα θαλασσινά χαράματα
Το φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε
Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό

Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη
Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί
Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν
Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα.

Οδυσσέας Ελύτης, «Της σελήνης της Μυτιλήνης», Τα ετεροθαλή, Αθήνα, Ίκαρος, 1980, σσ. 24-26.