Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σημειωματάριο ιδεών: «Αντιμέτωποι με το κακό»

Το σπουδαίο βιβλίο της Χάνα Αρεντ «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μια έκθεση για την κοινοτοπία του κακού» κυκλοφόρησε πρόσφατα στη γλώσσα μας (εκδόσεις «Νησίδες», μετάφραση: Βασίλης Τομανάς).

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα: Τον Μάιο του 1960, ο Αντολφ Αϊχμαν, πρώην αξιωματούχος του Γ' Ράιχ, συλλαμβάνεται από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή, όπου είχε καταφύγει, και οδηγείται στο Ισραήλ.

Η κύρια ευθύνη του Αϊχμαν στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήταν η οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη προς τα στρατόπεδα συγκέντρωσης - ένα «καθήκον» που το εκπλήρωσε με ιδιαίτερο ζήλο και αποτελεσματικότητα. Η δίκη του Αϊχμαν θα διαρκέσει από τις 11 Απριλίου ώς τις 14 Αυγούστου του 1961. Η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ παρακολούθησε όλη τη διαδικασία της δίκης ως απεσταλμένη της αμερικανικής εφημερίδας «New Yorker».

Η Αρεντ διαπίστωσε ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν από την αρχή ένας κακός και σκληρός εγκληματίας ή ένας παρανοϊκός δολοφόνος. Και το πιο τρομερό ήταν ακριβώς αυτό, το ότι δηλαδή επρόκειτο για ένα κοινό και συνηθισμένο πρόσωπο, το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν ανίκανο να σκεφτεί το βαθύτερο νόημα των ενεργειών του, να σταθεί και να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έκανε.

Ο Αϊχμαν δεν σκεφτόταν και σε αυτό έμοιαζε με τους περισσότερους από μας τους κοινούς ανθρώπους, που ενεργούμε πολύ συχνά χωρίς βαθύτερη σκέψη, υπό την πίεση των περιστάσεων, υποκινημένοι από τη συνήθεια ή τη επίδραση του περιβάλλοντος ή από κάποια «μηχανική» ώθηση.

Αυτός ο ναζί γραφειοκράτης ήταν η ζωντανή επιβεβαίωση ότι το κακό μπορούσε να γίνει «κοινότοπο», να διαπραχθεί δηλαδή από κοινούς και συνηθισμένους ανθρώπους.

Ο Αϊχμαν διέπραξε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά η ιδιαιτερότητα αυτού του μεγάλου κακού είναι το ότι διαπράχθηκε στο πλαίσιο του ναζιστικού καθεστώτος. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα συλλογικό έγκλημα, στη διάπραξη του οποίου εμπλέκεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός δραστών με διαφορετικό βαθμό ευθύνης και ενοχής. Επρόκειτο επίσης για ένα κρατικό έγκλημα. Στις συνήθειες του ολοκληρωτικού ναζιστικού καθεστώτος, αυτοί που εφάρμοζαν το νόμο ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από εκείνους που τον παραβίαζαν. Αυτός ο νέος τύπος του κρατικού εγκλήματος αναδείκνυε και ένα νέο τύπο εγκληματία. Τα κίνητρα του Αϊχμαν δεν διέφεραν από εκείνα ενός μεγάλου μέρους της γερμανικής κοινωνίας.

Το κυριότερο κίνητρό του ήταν η επιθυμία του για επαγγελματική άνοδο και επιτυχία. Αλλά η διαπίστωση αυτού του κομφορμισμού δεν αρκεί. Το δυσεπίλυτο αίνιγμα είναι να κατανοήσουμε το πώς ένας άνθρωπος που ήταν τέλεια πληροφορημένος για το αποτέλεσμα της «εργασίας» του -γνώριζε ότι οι Εβραίοι οδηγούνται στην εξόντωση- μπορούσε να αποσυνδέει τόσο αυτήν την «εργασία» από το αποτέλεσμά της, ώστε να μη νιώθει καμία τύψη γι' αυτό που διέπραξε.

Στον Αϊχμαν η απουσία της συμπόνιας συμβάδιζε με την απουσία της σκέψης και την έλλειψη φαντασίας. Πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο που δρα ως υπάκουος υπάλληλος μιας εξουσίας, της οποίας οι διαταγές είναι εγκληματικές, και που χάνει βαθμιαία την ικανότητα να κρίνει και να ξεχωρίζει το καλό από το κακό;

Η καταστροφικής επίθεση του ναζισμού στον ανθρώπινο πολιτισμό δεν εκφράστηκε μόνο με το γεγονός ότι αυθεντικοί και μεγάλοι εγκληματίες κατέλαβαν τις ηγετικές θέσεις της εξουσίας, αλλά και με το ότι το ναζιστικό καθεστώς οδήγησε τους απλούς και συνηθισμένους ανθρώπους να αποδεχθούν τα κρατικά εγκλήματα -ή και να συμμετάσχουν σε αυτά- χωρίς να θεωρούν ότι πρόκειται για κάτι κακό, στο βαθμό που η διάπραξή τους εμφανιζόταν σαν ένα είδος «εργασίας» ή εκτέλεσης καθήκοντος.

Η θέση που αποδίδει στο κακό τα γνωρίσματα του τερατώδους, της συνειδητής αγριότητας και της θηριωδίας λειτουργεί καθησυχαστικά, γιατί το απομακρύνει από τον ορίζοντα της καθημερινής μας εμπειρίας, το περιορίζει σε μια μακρινή περιοχή, στην οποία οι άνθρωποι αποφασίζουν να μπουν μόνον όταν είναι έτοιμοι να σκοτώσουν, να επαναλάβουν την αρχέγονη πρακτική της φονικής βίας και των ανθρωποθυσιών, από τις οποίες μας χωρίζουν χιλιετίες.

Ο φονιάς, ο δήμιος, ο σφαγέας παίρνει τα διαβολικά χαρακτηριστικά του «βάρβαρου» και γι' αυτό αναγνωρίζεται αμέσως και επομένως μπορεί πιο εύκολα να εντοπιστεί και να καταπολεμηθεί. Το κακό που εκφράζεται με τον τρόμο, την αγριότητα και τη φρίκη είναι πιο εύκολο να δαμαστεί. Το κακό που μας ζητάει η Αρεντ να αναγνωρίζουμε και να καταπολεμάμε είναι πιο ύπουλο και πιο επικίνδυνο, γιατί δεν έχει την όψη του «εχθρού», ούτε καν του διαφορετικού, και επομένως μπορεί να διαβρώνει από τα μέσα τα θεμέλια της πολιτισμένης συμβίωσης.

Τονίσαμε ήδη ότι το κακό που διέπραξε ο ναζισμός δεν το διέπραξε μια ολιγάριθμη ομάδα σαδιστών, αγρίων ή τεράτων (όσο και αν υπήρξαν στις τάξεις του και παθολογικές περιπτώσεις) αλλά το διέπραξαν εκατομμύρια άνθρωποι.

Δεν ωφελεί επομένως να αναζητήσουμε την εξήγηση στον χαρακτήρα αυτών των ανθρώπων, αλλά πρέπει μάλλον να ερευνήσουμε τις ιδιότητες της κοινωνίας που επιτρέπει τη διάπραξη τέτοιων μαζικών εγκλημάτων.

Προεκτείνοντας την προβληματική της Αρεντ, ο Τσβετάν Τόντοροφ στο βιβλίο του «Απέναντι στο ακραίο» («Νησίδες», 2002) υποστηρίζει ότι το βαθύτερο αίτιο αυτών των εγκλημάτων δεν βρίσκεται στο άτομο αλλά στο πολιτικό καθεστώς, δηλαδή στον ολοκληρωτισμό: «Ο ολοκληρωτισμός είναι ένα σύστημα αναμφισβήτητα χειρότερο από τη δημοκρατία, ιδού τι είναι (σήμερα) ξεκάθαρο. Οσο για τους ανθρώπους, δεν είναι φύσει καλοί ούτε κακοί, αλλά και τα δύο: εξίσου εγγενείς είναι ο εγωισμός και η φιλαλληλία». *

Θανάσης Γιαλκέτσης, Σημειωματάριο Ιδεών: «Αντιμέτωποι με το κακό», εφ. Ελευθεροτυπία, 21/06/2009.