Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Προτελευταία εποχή

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ήβης Μελεάγρου Προτελευταία εποχή, Κέδρος, 1981

ΟΣΜΑΝ ΧΑΚΚΙ – Η ΝΕΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

(— Και συ Οσμάν;… Με την γλυκύτητα στο βλέμμα, στο χαμόγελο, μα προπαντός τη λύπη, αυτή κυρίως, που τα συμπλήρωνε όλα μέσα στην καθαρή μελαχρινάδα του μακρουλού προσώπου σου…

— Οσμάν, με τα θαυμάσια αγγλικά, την αγγλική παιδεία και πρότυπο ζωής, τον civil servant της Αγγλικής Αυτοκρατορίας, τα Ο.Β.Ε, Μ.Β.Ε., Q.C. και Sir ακόμη, ναι, και το Sir αυτά να είναι η βάση και ο στόχος σου, αυτά τα αμετακίνητα ερείσματα ζωής στον τόπο τούτο, στον κόσμο τούτο…

— Συνεχιστής κι αργότερα του ίδιου περίπου πρότυπου, τι άλλο ήξερες, στη Νέα Αρχή όπου μεταφέρθηκες, τη μικρή Ανεξάρτητη Δημοκρατία, φτωχό υποκατάστατο της Αγγλικής Αυτοκρατορίας.

— Αυτός ο Τούρκος ήσουν, Οσμάν!

— … αφού και για γυναίκα δεν πήρες το πρότυπο ομορφιάς και τρόπων που αποτελούσε κανόνα απαράβατο για την κοινότητά σου, αλλά ένα κορίτσι που εργαζόταν στην Αγγλική Διοίκηση όπως εσύ, και με θαυμάσια επίσης αγγλικά, είχε σπουδάσει έξω κανένα χρόνο, ένα ψηλό κορίτσι, πιο ψηλό από σένα, κι όχι όμορφη κατά τη γνώμη των συνομήλικών σου. Αλλ’ όμως όμορφη, εσύ το ’ξερες, αργότερα το ’βλεπες, και στες δεξιώσεις όλες κείνες τες μεγάλες κι επίσημες, πως ξεχώριζε ανάμεσα σε ξένες και ντόπιες, η δική σου, ωραία αλλιώς, με το βαθύ μελαχρινό της χρώμα, τα ίσια κορακίσια μαλλιά, με τα χαρακτηριστική της προπαντός, μύτη, χείλη, φρύδια, από τα βάθη προέρχονταν της Ανατολής και των χρόνων.

— Και με ιδέες άλλες απ’ ό,τι οι γυναίκες των συνομήλικων σου. Ξέραν και κείνες αγγλικά, γαλλικά, μπορούσαν να συνομιλούν στα σαλόνια με τις ξένες, ακόμα και να γράψουν τ’ απαραίτητα, αν χρειάζονταν, τα μάθαιναν στο American Academy ή στες Καλογριές όπου τες στέλλαν οι γονιοί τους μετά τα πρώτα βιαστικά δυο τρία χρόνια στο Τούρκικο Δημοτικό. Διδάσκονταν επίσης ζωγραφική και μουσική, αντιγράφαν τοπία, παίζαν πιάνο, παίρναν μια μόρφωση ευρωπαϊκή… Για να επιστρέψουν μετά στα ίδια, σαν οι μάνες τους, εκτός οι φερετζέδες φυσικά, μα όλα τ’ άλλα ίδια, και για μυαλό να χρησιμοποιούν το μυαλό του άντρα τους, μ’ αυτό να σκέφτονται και να μιλούν. Το ψηλό μελαχρινό κορίτσι ωστόσο διέφερε, το καταλάβαινες, σου το’ πε επίσης η ίδια. Και την πήρες…

— And how did you fare then Osman, στα δέκα τούτα χρόνια μες στην κλειστή πόλη, αφότου άφησες στον μπάγκο του Αγγλικού Προεξενείου μονάχο τον μικρό Αχμέτ για το ταξίδι στο άγνωστο. Κι έκλαψες όταν γύρισες… Όταν κατόρθωσες, μέσ’ από τες βολές που πέφταν, να φτάσεις σώος στο κονάκι του Ζαΐμ όπου σας τοποθέτησαν. Έκλαψες, πρώτη φορά στην ώριμη ζωή σου, μπροστά η γυναίκα σου κι η μικρή κόρη σου.

— Λοιπόν, Οσμάν;).

Ξυπνά με κάτι σαν χαρά μέσα του και μ’ ένα φτερούγισμα κάθε πρωί τελευταία. Κι ευτύς θέλει να πεταχτεί, να ξεκινήσει την ημέρα του, δεν αντέχει περισσότερο την αδράνεια του ύπνου, όλο τούτο το χάσιμο ζωής. Από την ίδια ώρα που ξυπνά θέλει να νιώθει πως βγαίνει δουλειά από τα χέρια του, να κάνει τούτο, κείνο, να προχωρήσει παρακάτω σ’ αυτά που εκκρεμούν κι ύστερα σ’ άλλα, όσα θα σκεφτεί στο μεταξύ, τες ιδέες όλες που αναπηδούν ξαφνικά στη σκέψη του, που τον πλημμυρίζουν τελευταία.

Ίσως γιατί προάγεται· κι η νέα θέση του δείχνει αναμφισβήτητα αναγνώριση όχι μόνο της προσφοράς του αλλά και της αξίας του, που ο ίδιος δεν την εχτίμησε ποτέ τόσο… Άραγε συμβάλλει η αλλαγή της εποχής, το φως, το καλοκαίρι που από μικρός του άρεζε;… Σίγουρα ένας λόγος είναι και που θα ’ρθει από την Άγκυρα η κόρη του, μαζί κι ο άντρας της πρώτη φορά, να γνωριστεί με τους γονείς της και να περάσουν εδώ όλοι μαζί το καλοκαίρι… Για τούτα όλα, και γι’ άλλα δευτερεύοντα ίσως, δεν κάθεται να εξιχνιάσει περισσότερο ο Οσμάν. Κείνο που έχει σημασία είναι όλο τούτο το πράγμα που τον κρατά μέσα του, δεν κάθεται να εξιχνιάσει περισσότερο ο Οσμάν. Κείνο που έχει σημασία είναι όλο τούτο το πράγμα που τον κρατά μέσα του, δεν του ξανάτυχε, τουλάχιστον δεν το θυμάται ποτέ έτσι ακριβώς: Η αίσθηση σαν να ’γινε πάλι νέος και ξαναρχίζει… όπως περίπου όταν πέτυχε την πρώτη του θέση, όταν κατάλαβε πως το ψηλό μελαχρινό κορίτσι τον αγαπούσε, όταν απόκτησε παιδί, το γιο του. Αυτό το ίδιο κέφι είχε, τη διάθεση, μόνο που τώρα είναι σίγουρα καλύτερα, πιο τέλεια κι ολοκληρωμένα, ωσάν να συμπληρώνεται ένας κύκλος, ενώ ταυτόχρονα ξαναρχίζει ένας άλλος χωρίς τέλος, η ζωή είναι τώρα για τον Οσμάν ένας δρόμος ανοιχτός, μπροστά του μέλλον, μόνο μέλλον… Με δυσκολία συγκρατείται στο κρεβάτι το πρωί, μέχρι να προχωρήσει λίγο η ώρα, να φτάσει μια ώρα λογική, για να μπορεί να πάει στο νέο γραφείο του και να ξεκινήσει δουλειά.

(— Μελαχρινός, αδύνατος, ιδιαίτερα τώρα χλωμός).

Τις νύχτες ο Ζαΐμ συνεχίζει από πάνω τα ίδια ως πάντα. Δεν ενοχλείται τώρα ο Οσμάν που τον ταράζει και τον ξυπνά. Μήτε εκνευρίζεται που δυσκολεύεται να ξανακοιμηθεί μ’ αυτό το πηγαινέλα, σαν σύρσιμο ερπετού πάνω από τα κεφάλια τους και τη μονότονη φωνή που δε σταματά να λέει, αρχίζει κάποια ώρα και πάει μέχρι αργά που ο Ζαΐμ θα πέσει απότομα στον ύπνο. Ο Οσμάν τον περιμένει υπομονετικά τώρα να τελειώσει, κάποτε με τα μάτια ανοιχτά, κάποτε κλειστά. Αντέχει ατάραχος τη φωνή, όπως και το λυγμό που παρεμβάλλεται συχνά, τα πανικόβλητα βήματα που τρέχουν μετά στον οντά και χάνονται, τη φωνή που δυνατότερη, γρηγορότερη συνεχίζει χωρίς ποτέ να ξεχωρίζουν κάτω λέξεις και θα μπορούσε να γελαστεί κανένας πώς πρόκειται για αποστήθιση ή ψαλμουδιά, αν δεν γνώριζε για τον Ζαΐμ… Αλλά η γυναίκα μου πως άραγε αντέχει, πως μπορεί, αυτή την αναστάτωση όλη, διερωτάται ο ίδιος. «Τί είναι αυτά που λέει κάθε νύχτα ο Ζαΐμ, τι βρίσκει ολοένα και που καταλήγει αυτός ο χείμαρρος απορώ» παρατηρεί ο Οσμάν για να υποχρεωθεί κι αυτή να μιλήσει ώστε να καταλάβει περίπου τες αντιδράσεις της, γιατί νιώθει που ξυπνά και παρακολουθεί ακίνητη στα σκοτεινά. Δεν του απαντά, δε λέει τίποτα. Είναι αυτή η λύπη που την κρατεί, το έπαθε μετά τον ξεριζωμό, είχε περάσει πια αρκετός καιρός, και της έμεινε. Το άκουσμα τούτο της νύχτας είναι σίγουρα βλαβερό για την κατάστασή της, ένα άκουσμα θλιβερό για οποιονδήποτε. Φυσικά και για τον Οσμάν. Όμως δεν τον συνταράζει πια. Νιώθει μια στερεότητα τώρα μέσα του, καθετί βρίσκεται στη θέση του.

…Συντείνει αναμφίβολα κι η νέα διαδρομή του. Έξω πια από τα κλειστά σοκάκια, πηγαινέλα ο Οσμάν δέκα χρόνια, τόσα βήματα να κάνει εδώ, τόσα εκεί, τόσα ως τη στροφή, από κει ώς την πλατεία, και μετά προς το γραφείο όπου δε χωρούσε να πάει το αυτοκίνητο, αρκετές στροφές προς τα κει τον δυσκόλευαν, όταν ήταν ανάγκη να το πάρει για δουλειά. Τώρα αισθάνεται απαντοχή κάθε πρωί γι’ αυτή τη νέα διαδρομή κι η καλή του διάθεση αυξάνει. Κοντοστέκεται στην αυλή, πιάνει κουβέντα με τον Μεμεταλή, αν τύχει και τον συναπαντήσει ν’ ασχολείται με τα πουλιά του, γυρίζει στη Μεμεταλίνα, καθισμένη σ’ ένα σκαμνί να παρακολουθεί τον άντρα της, της χαμογελά και τη ρωτά για τους ρευματισμούς της, δεν αφήνει να του προσηκωθεί όπως γινόταν πάντα. Το βλέμμα του στέκει με συμπάθεια στα φουσκωμένα πόδια της, του έρχεται στο νου η εικόνα της όταν την πρωτογνώρισε ν’ ανεβοκατεβαίνει σβέλτα στο στάβλο, να κάνει για όλους δουλειές, πάνω στου Ζαΐμ, κάτω κοντά τους. Τώρα βάρυνε, χάλασε, μοιάζει φουσκωμένη όλη, η καημένη.

Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν το χωρισμό· κι ύστερα πια ο δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε μέσα στο δικό του θύλακο, την επικράτειά τους…

Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει ξαφνικά σαν να πετά, σαν να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να το βγάλει πέρα;

Και δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να επισκεφθεί ή ένα άλλο κτίριο… να η Πολυκατοικία Πεδιαίου, τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός… σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυόροφα κτίρια που φύτρωσαν στο μεταξύ.

Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δε βλέπει καν το δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα… Και πρώτα θα ζητήσει ένα σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές… Θα το θέσει σαν αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε Αμερικανούς διπλωμάτες… Θα ’ναι ωραία… Θα πηγαίνουν εκδρομές γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, θ’ ανεβούν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια… ίσως αποφασίσει, αδερφέ, να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί… θα κάνουν ταξίδια και προς τες άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά από τόσα χρόνια… όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για να κυκλοφορεί από κει σαν να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι ας πάνε, δε θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της… αυτός πιθανό να ’ναι αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος…

Ύστερα ο Οσμάν στρέφεται στα πράγματα που λογαριάζει ν’ αγοράσει· ρούχα, έπιπλα, στολίδια για το σπίτι, όλα τούτα που στερήθηκαν χρόνια ολόκληρα. Τώρα τα θέλει πια, τους χρειάζονται, θ’ αγοράζει κάθε μήνα κάτι άλλο, ο μισθός του είναι αρκετά μεγάλος, θα μπορούν να εξοικονομούν. Θ’ αλλάξει και αυτοκίνητο, πάλιωσε πια τούτο δω, το ’χει από… πριν το χωρισμό, και τώρα που θ’ αρχίσουν να βγαίνουν, γιατί το ’χει σκοπό ν’ αλλάξουν ζωή, να πηγαίνουν κάθε Κυριακή κάπου, τους χρειάζεται νέο αυτοκίνητο. Θα πάει και στερεοφωνικό πικ-απ μ’ όλα τα εξαρτήματα… και γραφείο οπωσδήποτε, δεν μπορεί πια να δουλεύει πάνω σε κείνο το έπιπλο, το παλιό λαβομάνο που τους παραχώρησε ο Ζαΐμ και το’ κανε γραφείο του… τόσα χρόνια ζήσαν μ’ ό,τι πρόλαβαν να φέρουν από το σπίτι τους και μ’ αυτά που τους έδωσε ο Ζαΐμ, φτάνει πια, θέλει πράγματα καινούρια, ανανέωση. Ίσως μάλιστα να αποφασίσει να χτίσει δικό του σπίτι, αυτή τη στιγμή του έρχεται η ιδέα, πάνω σ’ ένα από τα οικόπεδα αυτού του δρόμου, που’ ναι ακόμα άχτιστα, εδώ μέσα στην ανοιχτοσύνη. Μπορεί να πάρει άτοκο δάνειο από την Τουρκική Τράπεζα, ο Διοικητής είναι γνωστός του, θα θελήσει να τον εξυπηρετήσει, τώρα προπαντός… Α! Όλα αυτά τα σχέδια! Είχε ξεχάσει μέσα στα χρόνια πώς γίνονται, υπάρχουν, πώς κάνουν σχέδια οι άνθρωποι, για τη ζωή και το μέλλον… Δε θυμάται πότε έκανε σχέδια για τελευταία φορά, μήτε πώς ήταν ο ίδιος πριν το χωρισμό, τι είδους άνθρωπος ακριβώς. Αλλά τέτοιος θα ήταν περίπου όπως τώρα, μόνο που σαν νεότερος του έλειπε η σφαιρικότητα της σκέψης.

(— … με βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο, γύρω στο στόμα και λεπτές αχτιδωτές γραμμές στες άκρες των ματιών…)

Συνέρχεται κάθε λίγο ο Οσμάν και προσπαθεί να συγκεντρωθεί στο δρόμο, μην προσπεράσει τη γωνιά όπου πρέπει να στρίψει προς το γραφείο του. Τα σχέδια στη σκέψη του κοχλάζουν ανάκατα όλα, για τη ζωή και τη δουλειά του• σχέδια δράσης που θα εισηγηθεί στη Διοίκηση για τη μια περίσταση, την άλλη, και θα πετύχουν, είναι βέβαιος, θα συμβάλουν αποτελεσματικά στην προώθηση της υπόθεσής τους στους τομείς που τούτη χωλαίνει… σαν σύσφιξη σχέσεων με τα αδελφά Ισλαμικά κράτη… οργάνωση του φοιτητικού τους κόσμου στην Ευρώπη πάνω σε ορθές βάσεις… και για το εσωτερικό, α, πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο λαό τους, του Νότου που ζει υπό την ελληνικήν επικράτεια, εκεί το αίσθημα των ομοφύλων τους παρουσιάζεται κάπως χλιαρό, η στάση τους προς το θέμα δείχνει αδιάφορη, συντείνει ο συγχρωτισμός με τους Έλληνες και η κοινή ζωή σε χωριά μικτά, σε τόπους δουλειάς, λιμάνια, αμπέλια, εργοστάσια, εξασθενεί όσο να ’ναι τη σκοπιά τους, ενώ στους θυλάκους που τους κρατεί η Διοίκηση κλειστούς, ανένδοτη, εκεί ο λαός σκέφτεται και αισθάνεται ορθά… Αυτό πρέπει να το προσέξουμε! Θα χρειαστεί ν’ αποδυθούμε σε μια εκστρατεία γι’ αποκατάσταση στενότερης επαφής μ’ αυτόν τον κόσμο… να επιστρατευθεί ο Μουφτής να κάνει περιοδεία στα χωριά, να μιλήσει στα τζαμιά… αυτό δεν μπορεί να το απαγορεύσει η Ελληνική Διοίκηση, εντάσσεται μέσα στην άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα… αλλά κι οι ιμάμηδες των χωριών, οι δάσκαλοι, οφείλουν όλοι να βρίσκονται σε επαγρύπνηση, ώστε να τονώνεται το φρόνημα και να μην απομακρύνεται ο λαός τους από το στόχο… αυτό να τονισθεί σε κάθε παράγοντα μικρής ή μεγαλύτερης κοινότητας… Θα το φροντίσει σήμερα κιόλας ο Οσμάν.

Απέναντι φτάνει τροχάδην η ομάδα των στρατιωτών, νάτη. Ο Οσμάν τους συναντά κάθε πρωί σχεδόν, σ’ αυτόν το μακρύ δρόμο. Τα νέα παιδιά που κάνουν τη θητεία τους! Θα την κάνει κι ο γιος του οπωσδήποτε, όταν θα γυρίσει… Περνούν τώρα πλάι του. Είναι κάθιδροι, ασθμαίνουν. Θα έρχονται από μακριά. Ο εκπαιδευτής τους τρέχει ξέχωρα από τη φάλαγγα, σηκώνει το χέρι, τον χαιρετά. Ο Οσμάν το ανταποδίδει, χαμογελά.

(— Και πάντα σα λυπημένος. Η φυσική του έκφραση από παιδί, του κέρδιζε συμπάθειες, για τούτο τον ερωτεύτηκε κυρίως και το ψηλό μελαχρινό κορίτσι).

Ω, είναι βέβαιος πως θα μπορέσει πολλά να κάνει από τη νέα θέση του, νευραλγική πραγματικά. Ο προκάτοχός του δεν ήταν κατάλληλος, όχι. Είχε πολλά προσόντα οπωσδήποτε, ο Οσμάν δεν μπορεί να του το αρνηθεί, όπως το κάνουν άλλοι, ο Οσμάν είναι πρώτα και κύρια δίκαιος, πάνω απ’ όλα η δικαιοσύνη! Το διδάχτηκε παιδί στην Αγγλική Σχολή, το αντιλήφθηκε κι αργότερα στην Αγγλική Διοίκηση. Αλλά το’ λεγε κι ο πατέρας του πάντα, πως με τη δικαιοσύνη κυβερνούσαν οι Άγγλοι την οικουμένη… Είχε λοιπόν προσόντα αναμφισβήτητα, ο προκάτοχός του, αλλά δεν έκανε πια γι’ αυτή τη θέση. Η αντικατάστασή του ήταν πράξη δικαιοσύνης προς την εθνικήν υπόθεση, σκληρή βέβαια για τον ίδιον και την προσωπικότητα που υπήρξε, ένας αληθινός πρωτοπόρος στον αγώνα για τα δίκαια της κοινότητας, της φυλής. Τελευταία ωστόσο δεν ήταν ο ίδιος, παρουσίαζε σύγχυση… σαν ηττοπάθεια, σαν έλλειψη πίστης στην υπόθεση. Δεν είναι πράκτορας, όχι βέβαια… μήτε των Ελλήνων μήτε «κάποιων άλλων συμφερόντων» που επιθυμούν, όπως ισχυρίζονται μερικοί, «τερματισμό αυτής της ανοιχτής πληγής στην Ανατολική Μεσόγειο με αποκεφαλισμό των ιερών και αναφαιρέτων δικαιωμάτων της κοινότητάς μας, με το δικό μας ξεπούλημα…». Μια εφημερίδα έφτασε στο σημείο να τον κατηγορήσει για προδότη και να εισηγηθεί την προσαγωγή του σε δίκη… Και πετροβόλησαν το σπίτι του, τον έβρισαν στην αγορά, βάλαν βόμβα στην αυλή του… Ο Οσμάν διαφωνεί ριζικά. «Ανεύθυνα στοιχεία… δεν υπήρξαν ζημιές…» ανακοίνωσε στη Διοίκηση το Αστυνομικό Τμήμα. Όμως η είδηση μαθεύτηκε στον ελληνικό τομέα, μεταδόθηκε σ’ όλα τα δελτία ειδήσεων ραδιοφώνου – τηλεόρασης της Ελληνικής Διοίκησης, το ’μαθαν παντού οι ομόφυλοί τους στους άλλους θυλάκους, στα χωριά του Νότου, δημοσιεύτηκε ακόμα και στον ξένο τύπο. Τούτη είναι η ζημιά. Ο Οσμάν έχει έντονες αντιρρήσεις γι’ αυτές τις μέθοδες. Όμως δεν καταδίκασε την πράξη, όταν του ζήτησε ο προκάτοχός του να το κάνει. Ούτε απλή έκφραση συμπαράστασης δεν εξέδωσε, όπως ο άλλος θεωρούσε ότι του όφειλε η Υπηρεσία που διηύθυνε δέκα χρόνια. Και με κανένα δεν συζήτησε τα συμβάντα αυτά ο Οσμάν, δεν είπε πουθενά τες απόψεις του. Διαφωνεί αναμφισβήτητα με τέτοιες ενέργειες κι αυτό συνιστά βαθιά πεποίθησή του, από πάντα… οφείλει όμως να ομολογήσει ότι αποτελούσαν φυσική αντίδραση του λαού μέσα στες περιστάσεις, ο προκάτοχός του είχε προκαλέσει το κοινό αίσθημα, υπονόμευε την πίστη στον αγώνα…

(— Και λιγομίλητος. Τον ενοχλούν οι υψωμένες φωνές, τα πολλά λόγια, το πάθος. Ακόμα κι η φωνή του ιμάμη που ακούγεται από μεγάφωνα τώρα να ψάλλει την προσευχή στο μιναρέ, και τούτη ακόμα δεν μπορεί να τη δεχτεί. Άθελά του τον πειράζει).

Στο τέλος του ίσιου δρόμου, στη συμβολή του με τον αμαξιτό, φαίνεται το convoy[1]. Φτάνει από τη θάλασσα τούτη την ώρα, δεν το ’χει χάσει ούτε μια φορά ο Οσμάν, αφότου κάνει τη νέα διαδρομή. Κάθε πρωί το βλέπει απέναντι, πότε κοντύτερα, πότε πιο πέρα στην απόσταση, οι ώρες τους συμπίπτουν ακριβώς. Πάει αργά τώρα, το παρακολουθεί. Τα αυτοκίνητα, όταν φτάσουν στο ύψος του δρόμου, μοιάζουν να πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο καθώς πρέπει να πάρουν κάθετα τη στροφή για να παρακάμψουν το δρόμο τούτο που τους απαγορεύεται φυσικά, είναι κλειστός γι’ αυτά. Λίγο πιο κάτω ο Οσμάν σταματά εντελώς, σέρνεται στην άκρη, περιμένει. Δε θέλει να συναπαντηθεί με τ’ αυτοκίνητα του convoy. Το βλέμμα του άθελα τα παρακολουθεί που τραβούν και πάνω προς τα ανατολικά προάστια της πόλης «από κει», πάνω στο δρόμο που οι «άλλοι» αναγκάστηκαν να φτιάξουν για να συνδεθεί ο αμαξιτός της θάλασσας με το κέντρο της πόλης τους, ο Οσμάν δε γνωρίζει με ακρίβεια την πορεία τούτη, όλα έγιναν μετά… Η κορδέλα των αυτοκινήτων στο δρόμο κείνο τεντώνεται ολοένα, μεγαλώνει, τη βλέπει πως κινείται αργά, κανένας να μην προσπερνά, το όριο ταχύτητας ορισμένο. Το φούντωμα μέσα του αναπηδά στα ύψη… έτσι, ναι, υπάκουοι και πειθήνιοι στους νόμους που εμείς εδώ θέτουμε, αυτοί μόνο ισχύουν για την περιοχή, αποτελούμε εξουσία, ασ’ τους Ρωμιούς λοιπόν να ταξιδεύουν ακόμη, έχουν ολόκληρη διαδρομή να διανύσουν από το σημείο τούτο ώς το κέντρο της «πόλης τους», άλλο ένα ταξίδι, χα, χα, μέχρι τον τελικό προορισμό τους, εκεί που αισθάνονται, χα, χα, ότι έχουν ήδη φτάσει στη Χώρα, και πράγματι… ωραία, χα, χα, τα είχαν διευθετήσει όλα οι Έλληνες, ο δρόμος εδώ, φαρδύς και ίσιος, συνέδεε το κέντρο της πόλης κατευθείαν με τον αμαξιτό, συντόμευε πολύ το χρόνο προς τη θάλασσα. Ένα από τα πρώτα έργα του νέου κράτους, αναλογίζεται ο Οσμάν, για να εξυπηρετηθεί τάχατες ο τουρισμός, αλλά βασικά για να εξυπηρετηθεί η πόλη η ελληνική, είναι απόλυτα βέβαιος τώρα ο Οσμάν, ορίστε, να παρακάτω που σμίγει πάλι μαζί της μέσ’ από το δρομάκι του ποταμού, τον κλείσαμε βέβαια κι αυτόν, αδιέξοδο πια, έτσι το σωστό… Κι αυτός ο θαυμάσιος δρόμος έγινε με το χωρισμό δικός μας, πόσο χαίρεται ο Οσμάν, αληθινό απόκτημα για τη Διοίκηση, μέσα στα τόσα προβλήματα που είχε ν’ αντιμετωπίσει, πώς θα μπορούσε ν’ ασχοληθεί με δρόμους…

Και τέλος, το γραφείο του, νάτο. Ολότελα διαφορετικό από το πρώτο, κλεισμένο όπως ήταν μέσα σε σοκάκια, μόνιμα παγωμένο το χειμώνα και σκοτεινό από το μεσημέρι, ενώ το καλοκαίρι πνιγόταν στην υγρή ζέστη που ανάδινε η πυκνοχτισμένη γη, ύστερα από καταιγίδα προπαντός. Τούτο το νέο χτίστηκε τελευταία. Ο τομέας της λειτουργίας του κι οι σκοποί που εξυπηρετεί απαιτούσαν να ’χει όψη πολιτισμένη μέσα έξω. Το σχέδιο το έκανε αρχιτέκτοντας από την Τουρκία, και το κτίριο, σύνθεση σύγχρονης τέχνης και λαϊκών παραδόσεων της φυλής, αποτελεί αξιοθέατο για τους τουρίστες. Έρχονται για μερικές ώρες κι από δω, στο δικό τους τομέα μετά τον ελληνικό, για να επισκεφθούν την «κλειστή πόλη», αξιοθέατο η ίδια καθαυτή, αλλά και για τα ιστορικά τζαμιά τους, το χάνι των Μουλλάδων, τον τεράστιο ανδριάντα του Ατατούρκ, το Μουσείο που το δημιούργησαν οι ίδιοι από το άλφα μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, πλούσιο σε δείγματα πολιτιστικής κληρονομιάς της φυλής τους από την αρχαιότητα ώς σήμερα. Κι ύστερα έρχονται μέχρι το νέο γραφείο του. Ο δρόμος εκεί είναι ήσυχος, χωρίς περαστικούς, όποιος άλλος τύχει, δικός ή ξένος, έρχεται ειδικά για δουλειά με την υπηρεσία τους. Ο ήχος του τουριστικού λεωφορείου ξεχωρίζει από απόσταση, ενόσω ακόμα βρίσκεται στο μακρύ κι ίσιο δρόμο, πολύ πριν πλησιάσει στη γωνία της παρόδου τους. Βουίζει δυνατά μέσα στην ησυχία της περιοχής, ο Οσμάν δεν γελιέται ποτέ. Τα λεωφορεία, ένα ή περισσότερα, φτάνουν, παρκάρουν στην απέναντι μεριά του δρόμου, μέσ’ από το γραφείο του ο Οσμάν ακούει το χαμηλόφωνο βουητό των ξένων, την υψωμένη απότομα κάθε τόσο φωνή του ξεναγού, Τούρκος, που τους παραλαμβάνει στο σημείο ελέγχου του Λήδρα Πάλας, τους αφήνει πίσω εκεί. Ο Οσμάν, σηκώνεται αργά, πάει στο παράθυρο, παρακολουθεί.

(— … «πάντα σαν λυπημένος», για κείνους που τον γνώριζαν παλιά, παιδί. Όχι και για τους ξένους που τον γνωρίζουν τώρα. Αμερικάνους, Άγγλους, Ρώσους, Άραβες, όλους αυτούς τους έμπειρους, πολύξερους ανθρώπους που έχουν δει πολλά τα μάτια τους. Άλλο βλέπουν τώρα τούτοι, άλλο αποπνέει η «λυπημένη του έκφραση», κάτι αλλιώτικο χαράζει τη «γλυκύτητα που ’χει πάντα στο βλέμμα, στο χαμόγελο» ένα αδιόρατο άλλο που γίνηκε σφραγίδα πια πάνω του, συνταιριασμένη απόλυτα με τον αέρα του γραφείου του… Αυτά, οι ξένοι που συναντά συχνά, προπαντός τελευταία με τη νέα θέση του. Αλλά και η γυναίκα του. Η μόνη απ’ όλα τα παλιά δικά του πρόσωπα που μπόρεσε να δει, τον βλέπει…).

Οι τουρίστες έχουν σκορπίσει ανενόχλητοι έξω στο δρόμο, κοιτάζουν αντικρύ το κτίριο, έρχονται κοντά, τραβιούνται πέρα, δοκιμάζουν κάθε γωνιά μέχρι να πετύχουν την καλύτερη λήψη φωτογραφίας. «Τι άλλο γνωρίζουν για την κοινότητά μας; Πόσο πληροφορήθηκαν για την πραγματικήν αλήθεια; Την αντιλήφθηκαν αρκετά;» συλλογίζεται, τους κοιτάζει.


[1]Αυτοκινητοπομπή που ταξίδευε Λευκωσία-Κερύνεια κι αντίστροφα μεσ’ από τον τουρκικό θύλακο, δύο φορές τη μέρα, με συνοδεία των Ηνωμένων Εθνών.

Ήβη Μελεάγρου, Προτελευταία εποχή, Λευκωσία, «Κέδρος», 1981, σσ. 368-377.