Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εν μέρει ελληνίζων

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Μιλτιάδη Χατζόπουλου Εν μέρει ελληνίζων, Εστία, 2009

ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΕΛΛΗΝΙΖΩΝ

ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

( ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄)

Την επόμενη ο Δημήτρης εξύπνησε ενωρίς, λούσθηκε ολόκληρος και φόρεσε την καινούργια στολή της Αγγλικής Σχολής με το σακκάκι με την ούγια και το μικρό πηλήκιο που στάθηκε στην κορυφή του κεφαλιού του. Πριν κλείσει το ερμάρι του, έρριψε μια τελευταία ματιά στο μπλε πηλήκιο του Παγκυπρίου, που έμενε αζήτητο στο ράφι∙ κοντοστάθηκε μερικά δευτερόλεπτα νοσταλγικά∙ έπειτα, με μία αποφασιστική κίνηση έκλεισε την πόρτα του ερμαριού και κατέβηκε να προγευματίσει με τον πατέρα του.

«Για ποιον αυτοί οι καλλωπισμοί;» ερώτησε χαμογελώντας ο κύριος Δωρίδης. «Μήπως καμμία αισθηματική συνάντηση;»

«Όχι, πάω στην εκκλησία».

Ο ενσυνείδητα αντικληρικός κύριος Δωρίδης δεν επίστευε στ’ αυτιά του.

«Καλά, τι σ’ έπιασε, παιδί μου; Και γιατί κοιτάζεις όλην την ώρα το ρολόγι σου; Οι παπάδες, όταν αρχίσουν την λειτουργία τους, δεν λεν να πάψουν αν δεν περάσουν ώρες και ώρες. Δεν υπάρχει κίνδυνος να τους χάσεις».

«Πάω στην αγγλική εκκλησία κα η φίλη μου μου είπε να είμαι εκεί στες εννιάμισυ».

Ο κύριος Δωρίδης εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να καταλάβει τον γιο του και παρηγορήθηκε με την σκέψη ότι σε άλλες οικογένειες η εφηβεία των αγοριών επιφυλάσσει χειρότερες εκπλήξεις.

Ένα ίχνος λάσπης που ανεκάλυψε την τελευταία στιγμή την σόλα του αριστερού παπουτσιού του καθυστέρησε τον Δημήτρη, ώστε ήταν ήδη εννέα και είκοσι οκτώ λεπτά, όταν κρατώντας το δεματάκι της Σάρας στο ένα χέρι εμπήκε στον πνιγμένο στην τροπική βλάστηση κήπο της εκκλησίας του Αγίου Παύλου. Ήδη ουρά σχηματιζόταν στην είσοδο του ναού. Το βλέμμα του, που σάρωνε το ποίμνιο των πιστών, αναγνώρισε την Άννα την στιγμή που εισερχόταν στον νάρθηκα της εκκλησίας. Εμπρός στο δίλημμα να μην εκτελέσει την αποστολή που του ανέθεσε η Σάρα ή να διακινδυνεύσει να εισδύσει στην ανεξερεύνητη περιοχή του ξένου λατρευτικού χώρου ο Δημήτρης δεν εδίστασε. Ακολούθησε το ρεύμα και εισήλθε στον κυρίως ναό, όπου αντηχούσαν οι νότες κάποιας φούγκας του 18ου αιώνος. Όταν επεσήμανε την νεαρή Αγγλίδα, γλίστρησε και εκάθισε στο ίδιο στασίδι, στην κενή θέση αριστερά της. Η Άννα εγύρισε και τον εκοίταξε έκπληκτη.

«Γεια σου∙ η Σάρα μου εμπιστεύθηκε κάτι για σένα, αλλά δεν πρόλαβα να σου το δώσω πριν μπεις στην εκκλησία», είπε ο Δημήτρης, αφήνοντας επάνω στα γόνατά της το δεματάκι, και συνηθισμένος στην άνεση με την οποίαν οι ορθόδοξοι μπαινοβγαίνουν στους ναούς των την ώρα της λειτουργίας, σηκώθηκε να φύγει. Εκείνην την στιγμή όμως το αρμόνιο εσίγησε και ο πατέρας της Άννας, ντυμένος με τα ιερά άμφια, προχώρησε και εστάθηκε στον μέσον του ιερού βήματος, ενώ μία άλλη πιστή με ένα πράσινο καπελάκι ερχόταν να καταλάβει την κενή θέση αριστερά του Δημήτρη, αποκλείοντας την μόνη οδό υποχωρήσεως.

«Κάθισε∙ δεν μπορείς να φύγεις τώρα», του ψιθύρισε η νεαρή Αγγλίδα.

Έτσι ο Δημήτρης, υπό αιφνίδιο αίσθημα πανικού, βρέθηκε αιχμάλωτος μέχρι το πέρας της λειτουργίας μίαν ώρα αργότερα. Όλη η προσοχή του επικεντρώθηκε στο να περάσει απαρατήρητος μιμούμενος τις κινήσεις του λοιπού εκκλησιάσματος, οι οποίες του φαίνονταν τελείως απρόοπτες. Ήταν αδύνατον να μαντέψει πότε σηκώνονταν, πότε γονάτιζαν και πότε ξανακάθιζαν, αντίθετα δε προς την ορθόδοξη λειτουργία, του φάνηκε ότι η συμμετοχή των πιστών στα δρώμενα, λεγόμενα και αδόμενα ήταν συνεχής, απαιτητική και για έναν αρχάριο εξαντλητική. Η Άννα ανέσυρε από το πίσω μέρος του μπροστινού τους στασιδιού ένα βιβλίο και του έδειξε σε ποιο σημείο να το ανοίξει. Όταν ο πατέρας της παρέλειπε εδάφια και ο Δημήτρης πανικοβαλλόταν, του υπεδείκνυε χαμογελώντας την σωστή σελίδα, όταν δε έφθασαν σε ύμνο, ανέσυρε άλλο τομίδιο και τον σκούντησε ώσπου να καταλάβει ότι ο αριθμός του ψαλλόμενου ύμνου που πυρετωδώς αναζητούσε ήταν αναρτημένος στον τοίχο αριστερά του. Αν εξαιρέσει κανείς την δυσκολία να κάνει το σημείο του σταυρού ανάποδα, ο Δημήτρης μάθαινε γρήγορα. Σιγά σιγά χαλάρωσε κάπως και αφέθηκε στην απόλαυση των αρχαϊκών αγγλικών του Βιβλίου της κοινής προσευχής, όπου ξανάβρισκε την ποιητικότητα της αγγλικής μεταφράσεως της Βίβλου, που είχε ανακαλύψει χάρις στην Σάρα.

«The peace of God, which passeth all understanding, keep your hearts and minds in the knowledge and love of God, and of his son Jesus Christ our Lord: and the blessing of God Almighty, the Father the Son and the Holy Ghost, be amongst you and remain with you always»[1], είπε εν τέλει ο Σεβάσμιος Winslow.

Με ένα «αμήν» ανακουφίσεως ο Δημήτρης ακολούθησε την Άννα στην έξοδο της εκκλησίας, όπου με ανησυχία είδε ότι ο πατέρας της εχαιρέτιζε έναν έναν τους πιστούς.

«Δεν μπορείς να φύγεις έτσι», του είπε η Άννα. «Πηγαίνομε όλοι δίπλα, στην αίθουσα εορτών, για ένα φλιτζάνι τσάι».

Ο Δημήτρης, θέλοντας και μη, ακολούθησε. Στο κατώφλι η Άννα τον συνέστησε στον πατέρα της, έναν μικροκαμωμένον άνδρα έως πενήντα ετών, με λεπτά χέρια, λαμπερά γαλανά μάτια και ατίθασα λευκά μαλλιά.

«Δημήτρης Δωρίδης, από την Αγγλική Σχολή και φίλος της Σάρας», είπε απλά.

Ο Αρχιδιάκονος, ενώ έσφιγγε το χέρι του Δημήτρη, έρριψε ένα βλέμμα απορίας στην κόρη του, που εκείνη δεν φάνηκε να λαμβάνει υπόψιν. Οι δύο νέοι προχώρησαν στην παρακείμενη αίθουσα εορτών, όπου πίσω από ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο με λευκό τραπεζομάντηλο μία ομάδα κυριών σερβίριζε τσάι και μπισκοτάκια στο εκκλησίασμα, που σχημάτιζε πειθαρχημένες ουρές. Ανάμεσά τους ξεχώριζε μία επιβλητική στο ύψος γυναίκα με κατάλευκα μαλλιά και γαλανά μάτια. Τα υψηλά ζυγωματικά του προσώπου της μαρτυρούσαν ανατολικοευρωπαϊκή καταγωγή. Η Άννα, που ακολούθησε το βλέμμα του Δημήτρη, του ψιθύρισε:

«Είναι η μητέρα μου. Είναι Ρωσίδα».

Ο Δημήτρης αισθάνθηκε λιγότερο μόνος με την σκέψη ότι υπήρχε τουλάχιστον μία ομόδοξη μέσα στην ξένη ομήγυρη. Η Άννα, χαιρετίζοντας δεξιά και αριστερά, προώθησε τον Δημήτρη μέχρι το τραπέζι, όπου τον παρουσίασε λακωνικά και στην μητέρα της. Μία μεσόκοπη Αγγλίδα διέκοψε την σύσταση ζητώντας εξηγήσεις από την κυρία Winslow για την απουσία του Κυβερνήτη από την λειτουργία. Οι δύο νέοι, με τα φλιτζάνια στα χέρια, απομακρύνθηκαν σε μία γωνία της αίθουσας.

«Πώς σου φαίνεται η Κύπρος;» ρώτησε την Άννα, για να πει κάτι, ο Δημήτρης.

«Υπέροχη», απάντησε εκείνη, «αν και προς το παρόν έχω ιδεί μόνον την Λευκωσία. Οποιαδήποτε χώρα θα μου φαινόταν υπέροχη σε σύγκριση με ένα αγγλικό οικοτροφείο, αλλά εδώ έχω και το θαυμάσιο κλίμα, έχω και τα μοναδικά αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα που θέλω να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης».

«Και η πολιτική κατάσταση δεν σε φοβίζει;»

«Δεν μου αρέσει η βία. Τις προάλλες μάλιστα όπου ερχόμουν από την οδό Λήδρας βρέθηκα σχεδόν στο μέσον των ταραχών της πλατείας Μεταξά. Η πυρπόληση του Ινστιτούτου και η καταστροφή της βιβλιοθήκης του με αρρώστησαν. Δεν μπορώ να βλέπω να καίονται βιβλία. Αλλά δεν φοβήθηκα για τον εαυτό μου. Ήμουν βέβαιη ότι κανένα από τα παιδιά που διαδήλωναν και πέταγαν πέτρες και μπουκάλια δεν θα με πείραζε».

«Καλά τα παιδιά. Τα γνωρίζω και εγώ. Είναι παλαιοί συμμαθητές και συμμαθήτριές μου. Ασφαλώς και δεν θα σ’ επείραζαν. Αλλά η ΕΟΚΑ; Μετά την προχθεσινή καταψήφιση της νέας ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ είναι βέβαιον ότι οι διαμαρτυρίες και οι ταραχές θα ενταθούν».

«Δεν νομίζω ότι η Εκκλησία και όσοι εργάζονται εκεί θα γίνονταν ποτέ στόχος. Ο πατέρας μου λέει ότι δεν υπάρχουν Κύπριοι που δεν σέβονται την Εκκλησία, κάθε Εκκλησία». Και με νεανική αισιοδοξία η Άννα συνέχισε: «Άλλωστε η κατάσταση αυτή δεν θα διαρκέσει πολύ∙ είμαι βέβαιη ότι θα βρεθεί σύντομα λύση… Δες τι ωραία ημέρα κάνει», προσέθεσε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. «Δεν θέλεις να πάμε έναν περίπατο στον Δημοτικό Κήπο;»

«Γιατί όχι;» αποκρίθηκε κάπως αμήχανα ο Δημήτρης.

Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

(ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄)

Η Άννα αφού εξαφανίσθηκε για λίγα λεπτά προκειμένου να ζητήσει την άδεια των γονέων της, βγήκε στον ηλιόλουστο κήπο της εκκλησίας. Εκεί ο Δημήτρης την επερίμενε πάντοτε διστακτικός. Η ιδέα του περιπάτου με την Άννα τον ενθουσίαζε, αλλά θα προτιμούσε να αποφύγει τον Δημοτικό Κήπο, όπου κινδύνευε να συναντήσει την Ευδοξία ή την Ασπασία. Και μόνον η σκέψη ότι θα μπορούσαν να τον δουν με μιαν Αγγλίδα, ενώ είχε αφήσει να περάσουν μήνες χωρίς να δώσει σημείο ζωής στους παλιούς του φίλους, τον έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια.

«Ο Δημοτικός Κήπος δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον», είπε με αυτοπεποίθηση ειδικού, «και αυτήν την ώρα θα είναι γεμάτος από αργόσχολους και από μητέρες που φέρνουν τα παιδιά τους να παίξουν. Δεν θα βρούμε ούτε παγκάκι να καθίσομε. Πολύ γραφικότεροι είναι οι κήποι της τάφρου γύρω από το τείχος. Εκεί νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε τροπικό δάσος».

Η Άννα δεν είχε αντίρρηση και έτσι οι δύο νέοι επήραν τον δρόμο προς την πλατεία Βασιλέως Γεωργίου ΣΤ΄, απ’ όπου θα μπορούσαν να κατέβουν στην τάφρο. Οι δενδροστοιχίες εσκίαζαν τους δρόμους της εκτός των τειχών Λευκωσίας, όπου πεζοί και ποδηλάτες κινούνταν με τους αργούς ρυθμούς της κυπριακής Κυριακής. Γύρω από το άγαλμα του Σολωμού τα λεωφορεία που κατέφθαναν από ή αναχωρούσαν προς την Μόρφου, την Λεύκα ή το Τρόοδος και μερικά σπάνια ταξί και ιδιωτικά αυτοκίνητα ετάραζαν τον φθινοπωρινό λήθαργο. Στην τάφρο όμως εβασίλευε απόλυτη ησυχία. Μικρά φοινικόδενδρα και τεράστιες χαρουπιές, λεμονιές και άλλα οπωροφόρα έπνιγαν με την σκιά τους τα μονοπάτια και τα μεταξύ τους ενδιάμεσα γέμιζαν θάμνοι δάφνης και ανθισμένων ιβίσκων, ενώ στα παρτέρια ανθομανούσαν οι πετούνιες.

Οι δύο έφηβοι είχαν βαδίσει στους δρόμους της πόλεως σιωπηλοί, χαμένοι στις σκέψεις τους ή απλώς αμήχανοι, σαν η τολμηρή πρόταση της Άννας να βγει περίπατο με τον άγνωστο σχεδόν νέο να είχε εξαντλήσει το θάρρος της και να είχε βυθίσει σε ωκεανό αποριών τον Δημήτρη. Στην γαλήνια όμως ατμόσφαιρα των κήπων της τάφρου, που ύψωνε προστατευτικό τείχος ειρήνης από τον έξω κόσμο και τον ακήρυκτο πόλεμο που εμαίνετο εκεί, ευδοκίμησε και πάλι η εμπιστοσύνη και η αυτοπεποίθηση. Η Άννα, περίεργο μείγμα συστολής και θεληματικότητας, με το ήρεμο θάρρος της έσπασε πρώτη την σιωπή.

«Επειδή σου είπα πριν ότι οποιαδήποτε χώρα θα μου φαινόταν υπέροχή σε σύγκριση με ένα αγγλικό οικοτροφείο, ίσως θα νόμισες ότι εκεί έχω περάσει όλη την ζωή μου. Στη πραγματικότητα οι γονείς μου δεν με έστειλαν ποτέ σε οικοτροφείο. Η μητέρα μου ήταν απολύτως αντίθετη και άκαμπτη στο σημείο αυτό. Σ’ αυτήν άλλωστε οφείλεται ότι είμαι εδώ σήμερα και όχι εσωτερική στην Αγγλία. Οπωσδήποτε, όταν τελείωσα το δημοτικό σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, θέλοντας και μη, ο πατέρας μου συμφώνησε να με βάλουν σ’ ένα δημόσιο γυμνάσιο —δεν εννοώ Public School—[2], σ’ ένα Grammar School[3]. Δεν σου είπα βέβαια ότι πριν έλθομε εδώ μέναμε στο Καίμπριτζ, όπου ο πατέρας μου ήταν επί χρόνια “εταίρος”, στο Κολλέγιο της Αγίας Τριάδος, και όπου το τοπικό δημόσιο σχολείο είναι εξαιρετικό. Όπως βλέπεις, ήμουν πολύ τυχερή. Κανένα σχολείο, ακόμη και το Eton —αν έπαιρνε κορίτσια— δεν θα άλλαζα με το σπίτι μας. Μέναμε σ’ έναν ωραίο δρόμο, την Trumpington Road, σ’ ένα παλιό και στενό, αλλά ψηλό σπίτι με τρία πατώματα. Πίσω ήταν ένας μεγάλος κήπος και πιο πέρα κυλούσε το ποτάμι, ο Καμ. Στον κήπο η μητέρα είχε φυτέψει μπιζέλια, φασολάκια, φράουλες, σμέουρα, ραβέντι και ό,τι άλλο βάζει ο νους σου∙ γέμιζε κονσέρβες, έκανε μαρμελάδες, ακόμη και κρασί από γογγύλια. Ο πατέρας επάλευε με τις μέλισσες, διότι είχε στήσει κυψέλες και φιλοδοξούσε να καλύψει με αυτές όλες τις ανάγκες, όχι μόνον τις δικές μας, αλλά και των φίλων του, σε μέλι. Οι γείτονές μας —ένα νεαρό ζευγάρι βιολόγων, ο άνδρας ήταν tutor στο Pembroke— είχαν δύο κοριτσάκια που φύλαγα καμιά φορά τα βράδια, όταν ήσαν καλεσμένοι, και που το καλοκαίρι έτρεχαν ολόγυμνα στον κήπο κυνηγώντας τα κουνέλια που εξέτρεφαν οι γονείς τους. Το Καίμπριτζ είναι μικρό, σαν την Λευκωσία. Είχαμε αυτοκίνητο, αλλά σπανίως το έβγαζε ο πατέρας∙ πηγαίναμε, όπως εδώ, παντού με τα ποδήλατα. Βλέπεις, λοιπόν, δεν αισθάνομαι ξένη στην Κύπρο. Το αμερικανικό σχολείο είναι βέβαια διαφορετικό, αλλά θα συνηθίσω. Άλλωστε έχω πάρει μαζί μου και τα βιβλία του αγγλικού προγράμματος της τάξεώς μου, ώστε να μη δυσκολευθώ, όταν θα ανοίξει τμήμα θηλέων στην Αγγλική Σχολή».

Η δοκιμασία της αλλαγής σχολείου έκαμε τον Δημήτρη να αισθανθεί κάποια κοινότητα μοίρας με την Άννα. Έσπευσε λοιπόν να την διαβεβαιώσει ότι ετίθετο στην διάθεσή της για οτιδήποτε είχε ανάγκη: για τα γαλλικά, για τα αρχαία, ακόμη και για την αγγλική λογοτεχνία. Αλλά και αν ήθελε να ιδεί τα αξιοθέατα, ήταν πρόθυμος να την συνοδεύσει. Εκκλησίες και τζαμιά δεν είχαν κανένα μυστικό για εκείνον. Ακόμη και έξω από την πόλη ήταν έτοιμος να την ξεναγήσει. Ο πατέρας μου με χαρά θα εκτελούσε καθήκοντα οδηγού, προεξόφλησε ο Δημήτρης.

Οι δύο νέοι μιλώντας είχαν φθάσει κάτω από τον προμαχώνα Τ’ Άβιλα. Η Άννα πρότεινε να καθίσουν σ’ ένα παγκάκι.

«Ώστε η Σάρα δεν μου είπε ψέματα», είπε.

«Για ποιο πράγμα;» ερώτησε ο Δημήτρης.

«Ότι είσαι ο ιδανικός καβαλιέρος» —escort, όπως το είπε αγγλικά κοκκινίζοντας η κοπέλα.

«Πότε σου το είπε;»

«Δεν μου το είπε∙ μου το έγραψε στο γράμμα που περιείχε το δέμα που μου έφερες».

«Η Σάρα είναι καλή φίλη», είπε λακωνικά ο Δημήτρης, που αντιλαμβανόταν συγκεχυμένα ότι η Σάρα είχε αφήσει κάποιου είδους διαθήκη, προφορικά στον ίδιον και γραπτώς στην Άννα.

«Και εμένα μου φέρθηκε σαν μεγάλη αδελφή, παρ’ όλο που την εγνώρισα μόνον λίγες ημέρες, σχεδόν ούτε ένα μήνα. Δεν νομίζω ότι έχω συναντήσει άλλον τόσο αυθόρμητο άνθρωπο. Στην Αγγλία, ξέρεις, ο κόσμος είναι πολύ επιφυλακτικός. Δεν θέλουν ούτε αυτοί να φανούν ότι επεμβαίνουν στην ζωή των άλλων και φοβούνται εξίσου μήπως οι άλλοι ταράξουν τον ιδιωτικό τους βίο. Γι’ αυτό κλείνονται στον εαυτόν τους και, εάν τολμήσουν να απευθύνουν τον λόγο σε ξένο, το πολύ πολύ θα μιλήσουν για τον καιρό. Η Σάρα όμως δεν ήταν έτσι. Μέσα σ’ ένα μήνα έγινε στενή μου φίλη, η μόνη φίλη μου εδώ, και τώρα θα μου λείψει πολύ».

«Θα κάμεις τώρα νέους φίλους στην τάξη σου, στην Αμερικανική Ακαδημία», προσπάθησε να την παρηγορήσει ο Δημήτρης.

«Ίσως», αποκρίθηκε από ευγένεια μάλλον παρά από πειθώ η Άννα και συνέχισε: «Εσύ θα έχεις πολλούς φίλους, φαντάζομαι».

Ήταν η σειρά του Δημήτρη τώρα να σκυθρωπάσει.

«Είχα πράγματι πολλούς φίλους», είπε.

«Γιατί λες “είχα”, δεν τους έχεις πλέον;»

«Όσο παράξενο και αν σου φανεί, από χθες όπου έφυγε η Σάρα είμαι και εγώ σχεδόν στην δική σου θέση. Ο Anthony McBaine, που θα είναι συμμαθητής μου, είναι καλό παιδί, αλλά φοβερά κλειστός. Χαμογελάει, αλλά λόγο δεν βγάζει από το στόμα του. Συμπαθώ επίσης και την Λαίτα Νεοφύτου —θα είναι εφέτος τελειόφοιτη στο σχολείο σου— αλλά δεν υποφέρω την υπόλοιπη οικογένειά της και γι’ αυτό δεν την βλέπω πολύ».

«Από το παλιό σου σχολείο δεν έχεις φίλους;»

«Είχα, όπως σου είπα, και φίλους από το Παγκύπριο και φίλες από το Γυμνάσιο Θηλέων της Φανερωμένης, αλλά δεν τους βλέπω πλέον».

«Γιατί, Δημήτρη;»

«Είναι μεγάλη ιστορία και δεν θα ήξερα από που να αρχίσω».

«Μου αρέσουν οι μεγάλες ιστορίες. Αφού δεν έχομε άλλους φίλους, θα είμαστε εκ περιτροπής ο ένας η Σεχραζάτ του άλλου, και, όταν τελειώσομε, δεν θα κόψουμε τα κεφάλια μας, αλλά θα γράψομε μαζί ένα μυθιστόρημα και θα γίνομε πλούσιοι και διάσημοι».


[1] «Η ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν, ίνα φρουρή τας καρδίας υμών και τα νοήματα υμών εν γνώσει και αγάπη του Θεού και του Ιησού Χριστού, του υιού αυτού και κυρίου ημών. Αι δε ευλογίαι του παντροδυνάμου Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ίνα γένωνται μεθ΄ υμών και μένωσιν εν υμίν εις του αιώνας των αιώνων».

[2] Public schools είναι η παραπλανητική ονομασία ακριβών ιδιωτικών σχολείων στην Αγγλία.

[3] Κλασσικό δημόσιο γυμνάσιο και λύκειο.

Μ.Β. Χατζόπουλος, Εν μέρει Ελληνίζων, Αθήνα, Εστία, 2009, σσ. 113-122.