Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το κόκκινο στην πράσινη γραμμή

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη Το κόκκινο στην πράσινη γραμμή, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2009
  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Η πρώτη του φροντίδα φτάνοντας στο ξενοδοχείο ήταν να ξετυλίξει ένα χάρτινο ρολό με το πρόγραμμα του συνεδρίου. Ζήτησε τη βοήθεια της ρεσεψιόν, και ο υπεύθυνος του έδωσε μια κοπέλα που τον βοηθούσε προσφέροντάς του καρφίτσες.

Το ξενοδοχείο τους παραχώρησε τη μικρότερη αίθουσα συνεδριάσεων, εφόσον ο αριθμός των μελών που τελικά ήρθαν στην Κύπρο ήταν μικρότερος από τον δηλωθέντα. Στην οργάνωση υπήρχε μεν ενθουσιασμός για την ψυχαναλυτική εκδρομή στην Κύπρο, ωστόσο την τελευταία στιγμή διάφοροι παράγοντες, κυρίως ψυχολογικοί, εμπόδισαν αρκετούς να κατέβουν. Αλλά και οι μέρες που επελέγησαν, στην καρδιά του καλοκαιριού, με ημέρα αναχώρησης ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, απέτρεπαν όσους είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν πίσω, στην Ελλάδα. Τρόπον τινά, εδώ ήρθαν οι αφιερωμένοι στο σκοπό – και φυσικά αυτό δεν ήταν έξω από τις προθέσεις του Προέδρου και του Δ.Σ. Το βέβαιο είναι ότι δεν είχαν οργανώσει μια ψυχαγωγική εκδρομή, έστω κι αν η ψυχαγωγία δεν αποκλειόταν.

Ο Πρόεδρος, με τη βοήθεια της μελαχρινής υπαλλήλου, μιας μικρόσωμης ζουμερής κοπέλας με τριχοφυΐα ως χαμηλά στις φαβορίτες, ανάρτησε το πρόγραμμα στον τρίποδο πίνακα ανακοινώσεων. Πήρε απόσταση, οπισθοχωρώντας δυο τρία βήματα, για να εκτιμήσει την αισθητική του προγράμματος και τη σωστή θέση. Καλαίσθητα γράμματα, μαύρα, στο πάχος ενός δαχτύλου, ανακοίνωναν ότι κάποιες πρωινές και απογευματινές ώρες, αρχής γενομένης από αύριο, θα συνεδριάζουν εδώ οι βετεράνοι, με θέματα όπως: Μαρτυρίες, ενοχές, ψυχώσεις – προτάσεις αντιμετώπισης, Ψήφισμα-παρέμβαση στη σχολική Ιστορία. Και κάπου ανάμεσα σ’ αυτά αναγγελλόταν… «Επίσκεψη στα Κατεχόμενα». Ο Πρόεδρος ανασήκωσε –όχι χωρίς κάποια δυσκολία– τον πίνακα, ώστε να τον φέρει πλησιέστερα προς το σαλόνι, σε περίοπτη θέση, εφόσον η υπάλληλος τον είχε βάλει κάτω από το κοίλωμα της σκάλας, για να μην εμποδίζει. Αυτό τον έκανε να δυσφορήσει και ανέλαβε μόνος του την τοποθέτηση.

Ο υπεύθυνος της ρεσεψιόν, ένας νεαρός γύρω στα τριάντα, απευθύνθηκε αγγλικά στην υπάλληλο. Της ζητούσε να επαναφερθεί ο πίνακας στην αρχική του θέση. Μάλιστα πρόσθεσε: «Μόνοι τους είναι, δεν θα χαθούν».

Ο Πρόεδρος αντιλήφθηκε την παρατήρησή του. Στράφηκε προς το μέρος του και, με αποφασιστική φωνή, είπε ελληνικά: «Αλίμονο σε όποιον τον μετακινήσει αποδώ!».

Η απειλή υποχρέωσε τον κύπριο διευθυντή να βγει από το γραφείο του. Καθόταν μέσα, με μισάνοιχτη την πόρτα, και έβλεπε σε επανάληψη μια χειμωνιάτικη ελληνική σειρά από το αθηναϊκό κανάλι After. Πλησίασε χαμογελώντας και στάθηκε ανάμεσα στη ρεσεψιόν και τον Πρόεδρο, ο οποίος φαινόταν να φρουρεί τον πίνακα όπως ο άγρυπνος δράκος το χρυσόμαλλο δέρας της Κολχίδας. Έδειχνε ότι τον αναγνωρίζει και είχε απέναντί του διάθεση οικειότητας. Τον καθησύχασε: «Κύριε συνήγορε, μην ανησυχείτε. Όλα θα γίνουν στην εντέλειαν». Πράγματι τον αναγνώρισε από παλαιότερες τηλεοπτικές εμφανίσεις, γιατί συνεχίζοντας είπε: «Τελευταίως σας χάσαμεν, αλλά θυμάμαι πόσο μαχητικός ήσαστε στο σκάνδαλο του παραδικαστικού. Μεγάλη σαπίλα και σ’ εσάς εκεί πάνω…»

Ο Πρόεδρος έδειξε να χαλαρώνει και να αφήνει κατά μέρος την αδικαιολόγητη επιθετικότητά του. Έγινε προσηνής, χωρίς όμως να απαντήσει στις παρατηρήσεις του διευθυντή.

Ήταν ένας αφράτος άντρας, γύρω στα σαράντα, με κοντομάνικο λευκό πουκάμισο και λεπτή επαγγελματική γραβάτα σκούρου χρώματος. Τρίφτηκε ευγενικά δίπλα στον Πρόεδρο. «Το γενάκι δεν σας κρύβει, όμως είναι αλήθεια ότι σας ομορφαίνει. Σας πάει» συνέχισε, σαν να μιλούσε σε κάποιον πολύ γνωστό του που είχε περίπου ένα δύο χρόνια να τον δει.

Η αναγνώριση έκανε καλό στην ψυχολογία του Προέδρου και το έδειξε μ’ ένα χλωμό φως στο γκρίζο πρόσωπο, σαν κάτι να έλαμπε πίσω από μια σκονισμένη απλίκα. Ο διευθυντής συνέχισε να καλλιεργεί το κλίμα οικειότητας. Τον πλησίασε και του άγγιξε φιλικά το μπράτσο. Ήταν πιο κοντός από εκείνον και, παρά τη διαφορά ηλικίας, λιγότερο κομψός. «Πάντως χαίρομαι που υπήρξατε πολεμιστής στο νησί μας εκείνα τα δύσκολα χρόνια».

«Όχι μόνο εγώ. Και όλοι οι άλλοι εδώ μέσα».

Εκείνος έδειξε ότι συμφωνεί, αλλά είχε κάποιες απορίες και ήθελε ασφαλώς να τις λύσει: «Μου κάμνει περιέργεια πως αυτό δεν έγινε γνωστόν. Πολύ θα κολάκευεν τους Κυπρίους. Αν μάλιστα το ξέραμε ένα δύο χρόνια πριν, θα σας δεχόταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Όμως νομίζω ότι και τώρα δεν είναι αργά. Κάποιοι σας θυμούνται. Εγώ πάντως μπορώ να φροντίσω για την ανάδειξην του θέματος».

Τον κοίταξε ευγενικά αλλά αποτρεπτικά: «Ευχαριστώ, αλλά μόνο αυτό δεν θέλουμε. Εδώ τώρα δεν ήρθαμε για σας αλλά για μας».

Ο διευθυντής αντιλήφθηκε το πνεύμα του. «Ήμουν επτά ετών τότε. Η οικογένειά μου ήταν από την Λάπηθον. Ευτυχώς ο πατέρας μου πρόλαβεν και μας έφερεν στον νότον. Όμως έχουμε πίσω πολλούς συγγενείς αγνοούμενους».

Ο Πρόεδρος φάνηκε να αιφνιδιάστηκε: «Όταν λέτε αγνοουμένους, τι εννοείτε; αγνοουμένους ζωντανούς ή νεκρούς;».

«Καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε, κύριε συνήγορε» κούνησε το κεφάλι ο διευθυντής. «Μεγάλη ιστορία κι αυτή… Πάλι καλά που δεν μπήκεν στην Βουλήν το κόμμα των αγνοουμένων». Άλλαξε διάθεση. «Ευχαρίστως, κύριε συνήγορε, να σας προσφέρομεν κάτι. Αρκετή ώρα σας έχουμεν όρθιον. Αποδώ το κορίτσι μας» (έδειξε με τα μάτια τη μελαχρινή κοπέλα, που καθόταν εκεί ακίνητη και υποτακτική) «η Ελέφ, θα μας φέρει κάτι να δροσιστούμε».

Εκείνη έδειχνε ότι καταλαβαίνει τα ελληνικά και κοίταξε το διευθυντή, έτοιμη να πάρει εντολές. «Ένα μπουκάλι νερό για μένα» είπε ο Πρόεδρος. Το κορίτσι απομακρύνθηκε. Ρώτησε, κοιτάζοντάς τη να ξεμακραίνει: «Ελέφ! Τι είναι; Ιορδανή; Αιγύπτια;».

«Α μπα, δικό μας κορίτσι είναι. Παφίτισσα, αλλά γεννήθηκε στα Κατεχόμενα. Ζει με την οικογένειάν της στο Δίκωμον, πρόσφυγες από τον νότον στον βορράν».

«Τους απασχολείτε εδώ, στις ελεύθερες περιοχές…»

«Υποτίθεται ότι μπαίνουν το πρωί και γυρίζουν το βράδυ. Εδώ κοιμούνται οι δυστυχείς. Η κοιλιά, κύριε συνήγορε, είναι χαμηλότερα από την καρδιά, δεν έχει πατρίδα».

Εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά τους βιαστικός ο κορίνθιος οφθαλμίατρος. Είχε κάνει ένα ντουζ και πήγαινε προς το εστιατόριο, όπου οι άλλοι είχαν ήδη αρχίσει την κατανάλωση φαγητών και ποτών. «Γιατρέ!» φώναξε ο Πρόεδρος.

Γύρισε τινάζοντας με το γνωστό τικ το σαγόνι του: «Τι είναι, Πρόεδρε;»

«Σε παρακαλώ, έχε το νου σου σ’ αυτούς τους πεντέξι. Μην το παρακάνουν με τις μπίρες…»

«Όσο μπορώ, Πρόεδρε».

«Επιστράτευσε και τον Λάτσιο».

«Τώρα σωθήκαμε!»

Ο διευθυντής αποχώρησε, αφού πρώτα ρώτησε τον Πρόεδρο: «Πού πολεμήσατε, κύριε συνήγορε; Ο πατέρας μου πολύ θα ήθελε να σας γνωρίσει. Πολέμησε στην Πράσινη Γραμμή, με ταγματάρχη τον δικό σας Αλευρομάγειρο, μεγάλο παλικάρι».

«Εγώ ακόμη πολεμώ…» του απάντησε σιβυλλικά ο Πρόεδρος.

Τον προσέγγισε ο γιατρός-αντιπρόεδρος του συλλόγου:

«Λοιπόν, τι μαθαίνεις, Πρόεδρε, από την άλλη πλευρά;»

«Ό,τι ξέρεις ξέρω».

Η Ελέφ έφερε το εμφιαλωμένο νερό πάνω σε δίσκο. Ο Πρόεδρος ευχαρίστησε και το κράτησε με έκπληξη. Είπε φωναχτά: «Νερό από την πατρίδα μου: Ζαγόρι! Για φαντάσου!». Το άνοιξε και με βουλιμία ήπιε σχεδόν το μισό. Πρόσεξε ότι στο εστιατόριο υπήρχε οχλαγωγία δυσανάλογη προς τον αριθμό των πελατών και προς την ηλικία τους. Ήταν προφανές ότι η αίθουσα του εστιατορίου, με τα αργυρά σερβίτσια και τις λινές πετσέτες, είχε μετατραπεί διαμιάς σε ΚΨΜ στρατοπέδου. Έπρεπε να έχει το νου του για την τήρηση κάποιας κόσμιας συμπεριφοράς.

Δύο παρέες Ρώσων είχαν εγκλωβιστεί σε μια άκρη, αλλά έδειχναν να το απολαμβάνουν. Με τα ροδαλά τους μάγουλα, κοίταζαν αγαθά τους ταραχοποιούς. Είχαν ήδη ενημερωθεί περί τίνος πρόκειται. Τους χαιρετούσαν εγκάρδια σηκώνοντας τα δικά τους αφρισμένα ποτήρια μπίρας.

Αυτή η αναταραχή δεν άρεσε στον Πρόεδρο. Τα γκριζοπράσινα μάτια του είχαν σκιές ενόχλησης. Δεν ήθελε να δώσουν την εντύπωση ότι ένα γκρουπ από ανάγωγους Έλληνες κατέλυσε το ξενοδοχείο τεσσάρων αστέρων και το έκανε καταγώγιο. Από τη στιγμή της άφιξης στο αεροδρόμιο της Λάρνακας και ύστερα από το πρώτο μούδιασμα και ξεμούδιασμα, στο αισθητήριό του χτύπησε ένας μικρός προειδοποιητικός συναγερμός. Υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι αρκετοί βετεράνοι, ανεξάρτητα από μόρφωση και επαγγέλματα, θεωρούσαν υποσυνείδητα ότι αυτός ο τόπος, η Κύπρος, κάτι τους χρωστά από παλιά και πρέπει κάπως να το πάρουν πίσω – έστω συμβολικά, έστω με τη μορφή μιας παγωμένης μπίρας που πρέπει να τους σερβιριστεί κατά προτεραιότητα, προτού σερβιριστούν οι Ρώσοι και κάποιες γηραλέες παρέες Εγγλέζων και Γερμανών. Αισθανόνταν κάποιοι ότι μπήκαν στο σπίτι του οφειλέτη τους, για χάρη του οποίου κατέθεσαν τόσα κορμιά στα νεκροταφεία της Λακατάμειας, της Μακεδονίτισσας και κυρίως σε άγνωστα ρέματα και υψώματα.

Ήταν χρέος του Δ.Σ. να εντοπίζει τέτοιες συμπεριφορές προτού γίνουν παρεξηγήσιμες και ανεξέλεγκτες. Ο Πρόεδρος μπήκε δυο φορές στο εστιατόριο και χτύπησε παλαμάκια, για να αποκαταστήσει κάποια κοσμιότητα στην οχλαγωγία: «Συνάδελφοι, εδώ δεν ήρθαμε για χαβαλέ! Ήρθαμε για κάποιο σκοπό. Μην γινόμαστε ενοχλητικοί!».

Τον άκουγαν ώσπου να ξαναφουντώσουν. Χωρίς αμφιβολία, επιβαλλόταν στους βετεράνους. Η τηλεοπτική μνήμη δεν είχε εντελώς ξεθωριάσει και ένα κάποιο δέος το αισθανόνταν οι γύρω του από τη ζωντανή παρουσία του, όσο κι αν απομυθοποιείται ο άνθρωπος έξω από το γυαλί.

 

Ποιος όμως ήταν ο Πρόεδρος; Υπήρχε κάτι ακαθόριστο σ’ αυτόν. Το βέβαιο είναι ότι δεν είχε πολεμήσει με την ΕΛΔΥΚ και τους ελλαδίτες καταδρομείς. Ωστόσο δυο αξιόπιστοι μάρτυρες τον θυμήθηκαν αναδρομικά στο υπαίθριο στρατόπεδο στο Σταυροβούνι, μετά τα γεγονότα, να νοσηλεύεται με τραύμα σε κάποιο πόδι. Τώρα που τον βλέπουν ζωντανό και όρθιο μπροστά τους, και όχι πάντα καθιστό στην TV, το αριστερό μάλλον ήταν, αφού ακόμη το σέρνει κάπως, σαν να έχει άκαμπτο πέλμα ή πλατυποδία μόνο στο ένα πόδι. Θυμήθηκαν το πόδι του τυλιγμένο με γάζες, ίσως και νάρθηκα, εξαιτίας πολεμικού τραύματος. Αυτοί ήταν και οι μάρτυρες που τον υπερασπίζονταν, εν αγνοία του, απέναντι σε όσους αμφισβητούσαν την πολεμική του δράση.

Ο ίδιος ως τώρα αρνήθηκε πεισματικά, ίσως υπεροπτικά, να διηγηθεί τα κατορθώματά του, αν είχε κατορθώματα, για να πείσει τους δύσπιστους και να δρέψει δάφνες από τους πιστούς του. Γι’ αυτόν όλοι όσοι πήραν μέρος στην αποστολή στην Κύπρο ήταν ή νεκροί ή τραυματίες, έστω κι αν κάποιους δεν τους άγγιξε σφαίρα.

Τον θυμήθηκαν επίσης απείθαρχο σε βαθμό παραφροσύνης. Έφτυσε μετά τον πόλεμο ένα συνταγματάρχη που ήθελε να επαναφέρει την πειθαρχία και ζητούσε κι από τους τραυματίες να στέκονται προσοχή και να χαιρετούν τους ανωτέρους. «Προδότες, φασίστες, γυναικούλες, χουντικοί!» ούρλιαζε ενώπιον αρκετών αντρών και αξιωματικών. «Σηκώσατε τα πόδια στον Ιωαννίδη, ολόκληροι στρατηγοί και ναύαρχοι. Να τώρα πως καταντήσαμε!» Το βαρύ παράπτωμά του το κατάπιαν ευτυχώς η εσπευσμένη ανάκληση του συνταγματάρχη στην Ελλάδα και η εσκεμμένη απώλεια της προανάκρισης, που τον παρέπεμπε στο στρατοδικείο.

Πού πήγε όλη εκείνη η νεανική τρέλα; Πώς συμμαζεύτηκε και χώρεσε στα κουστούμια ενός ποινικολόγου, σε δυο γαμπριάτικα κουστούμια, στις κούνιες τριών παιδιών; Τώρα συρρικνώθηκε ακόμα πιο πολύ. Έγινε, όπως φαίνεται, αλτρουισμός και αφοσίωση σε κάποιο ιδανικό, έστω κι αν το συνάντησε –σαν οραματική αποκάλυψη– έπειτα από τριάντα χρόνια. Άξια λόγου η συγκρότηση του νέου συλλόγου, προκλητικά ενδιαφέρουσες η διοργάνωση συνεδρίου στον ίδιο τον τόπο των γεγονότων, με τη συμμετοχή μάλιστα κάποιων από τους πρωταγωνιστές, η οικονομική και ηθική ανεξαρτησία του συλλόγου, δίχως ελεημοσύνες και καπελώματα από υπουργεία και χορηγούς, χωρίς εξαρτήσεις από πολιτικές συγκυρίες και σκοπιμότητες. Εντυπωσιακή επίσης η μεθόδευση μετακίνησης ανθρώπων με δεδομένα ψυχολογικά συμπλέγματα και πολεμικές αναπηρίες. Κι όμως κατόρθωσε και τους έφερε στη Λάρνακα, σαν σμήνος χελιδονάκια, χωρίς κωμικοτραγικές καταστάσεις.

Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος κυβερνούσε ένα ιδιαίτερο σύνολο ανθρώπων, ευαίσθητων και δύστροπων, ικανών ανά πάσα στιγμή να παρεξηγήσουν και τις πιο ανιδιοτελείς προθέσεις. Ανάμεσά τους υπήρχαν και άτομα με δύσκολα ιστορικά ψυχικής υγείας. Οι περισσότεροι βετεράνοι ήταν άγνωστοι μεταξύ τους, είχαν υπηρετήσει σε διαφορετικές μονάδες και θέσεις, αλλά συγκολλήθηκαν σε δύο τρεις συνελεύσεις του συλλόγου, ανταλλάσσοντας μνήμες και πληροφορίες, νοθευμένες ασφαλώς από τα χρόνια και την ιδιαίτερη παθολογία του καθενός – συν ο πειρασμός της μυθομανίας, όταν δεν αναχαιτίζεται από άλλους αυτόπτες μάρτυρες.

Όλοι τους ανέβηκαν τις σκάλες του αεροπλάνου των Κυπριακών Αερογραμμών, εκτός από κάποιον που εκδήλωσε πανικό την τελευταία στιγμή και έτρεχε στην πίστα βουλώνοντας με τα χέρια τ’ αυτιά του. Του έστειλαν τη βαλίτσα ασυνόδευτη πίσω στην Αθήνα. Ήταν κάποιος καταδρομέας που κυριεύτηκε από κρίση. Η μικρότερη ασφαλώς απώλεια που μπορούσε να σημειωθεί σ’ ένα τέτοιου είδους ταξίδι. Τους άλλους, τους δύσκολους, τους τακτοποίησαν διακριτικά ανάμεσα στους θορυβώδεις βετεράνους και στα ήδη εκδηλωμένα πειραχτήρια, ώστε να φτάσουν στη Λάρνακα προτού καν καταλάβουν ότι απογειώθηκαν. Δυστυχώς πολλοί, είτε το έδειξαν είτε όχι, βασανίστηκαν στο ταξίδι.

Μυστήρια υπόθεση ο πόλεμος· αρχίζει πραγματικά όταν τελειώσουν οι μάχες. Οι μάχες είναι αιματηρά παιχνίδια που τα παίζουν ανώριμα, σχεδόν αμούστακα, παιδιά σαν υπνοβάτες. Την ώρα ωστόσο των ένοπλων παιχνιδιών κάποιος αόρατος κινηματογραφιστής τους βιντεοσκοπεί άγρυπνα, στην παραμικρή λεπτομέρεια, στις απολύτως προσωπικές τους στιγμές. Πολύ πολύ αργότερα, μπορεί και στα γεράματά τους, τους καλεί –πάντα όμως τους καλεί– για να τους παίξει το βίντεο. Τους καλεί να πάρουν θέση, να τοποθετηθούν στα γεγονότα. Τότε αυτοί συνήθως ξεχνούν ό,τι θυμόνταν και θυμούνται ό,τι είχαν ξεχάσει.

 

Το πρώτο βράδυ στη Λευκωσία ήταν ελεύθερο, με την παράκληση ωστόσο να θυμούνται ότι είναι πολίτες μεσήλικες και όχι νεαροί στρατιώτες. Στην πραγματικότητα είχαν ξαναγίνει λόχος, αλλά απείθαρχος λόχος, μόνο έτσι όπως μπορούσαν να γίνουν – και επιπλέον δεν ίσχυαν σ’ αυτούς διαταγές, ούτε η παράβασή τους είχε κυρώσεις. Ήταν μια κατάσταση παρεμφερής με εκείνη που παρατηρήθηκε στους στρατιώτες μετά τα πολεμικά γεγονότα, όταν δεν υπολόγιζαν και δεν πειθαρχούσαν στα χρυσά αστέρια των ανωτέρων αλλά μόνο σε εκείνους τους οποίους είδαν κοντά τους στην πρώτη γραμμή. Στη συνείδησή τους είχαν λειτουργήσει άτυπα στρατοδικεία, όπου είχαν καθαιρέσει πάρα πολλούς ανώτατους αξιωματικούς και προήγαγαν επίσης μερικούς.

Από τύχη και ένστικτο απόψε συγκροτήθηκαν κάποιες παρέες εξοδούχων. Σχηματίστηκε μια παρέα από τέσσερις βετεράνους. Ο ένας, ο οφθαλμίατρος από την Κόρινθο, αντιπρόεδρος του Δ.Σ., άχαρα ψηλός, διοπτροφόρος με χοντρούς φακούς, παρά την ιατρική ειδικότητά του –ίσως η πάθησή του τον οδήγησε σ’ αυτή την εξειδίκευση–, δεν έκανε καμία προσπάθεια να περιορίσει ένα νευρωτικό τικ: τίναξε ξαφνικά το σαγόνι, όπως ο αλιγάτορας, και χτυπούσε κατόπιν τα δόντια, σαν να άρπαζε κάτι στις μασέλες του. Κάποιες στιγμές έντονης διέγερσης θύμιζε εκνευρισμένο σκύλο ο οποίος κυνηγάει με τα σαγόνια του τις ενοχλητικές μύγες. «Το δικό μου τικ είναι καλύτερο από του Τάσου» έλεγε. Αναφερόταν στον γιαννιώτη φιλόλογο. Εκείνος έτρωγε βαθιά τα νύχια, σαν φοβισμένο παιδί που κάτι περιμένει να του συμβεί. «Γενικώς» σχολίαζε ο γιατρός «από την ώρα που μαζευτήκαμε στο “Ελευθέριος Βενιζέλος”, όλα τα τικ βγήκαν στη φόρα. Είμαστε σαν ένα ίδρυμα ανθρώπων με ειδικές ανάγκες που το έφεραν εκδρομή στην Κύπρο».

Είχε σαρκαστικό χιούμορ· σάρκαζε ακόμα και το άχαρο κρεμανταλίστικο μπόι του […]. Είχε ένα επιπόλαιο ξυστό τραύμα χαμηλά.

Δεύτερος της παρέας ο Τάσος Παπασταύρου, ο κοζανίτης δικηγόρος. Αυτός ήταν γραμματέας του συλλόγου. Είχε άσπρα μαλλιά σαν προβατίνα και άσπρο παχύ μουστάκι, που το μετακινούσε έντονα στην ομιλία, σαν να κρατούσε στα δόντια λευκό χάμστερ. Τρίτος ήταν ο Νίκος, υπάλληλος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ένα φιλήσυχο παιδί. Δεν εκδήλωνε κάποια σωματοποιημένη νευρικότητα, σαν να μην είχε περάσει από μάχες.

Τέταρτος ο Λεωνίδας Καρκανιάς, πρώην καταδρομέας, εργολάβος οικοδομών στην Αθήνα. Ανήκε στην Α΄ Μοίρα Καταδρομών και είχε επιβιβαστεί στο πέμπτο αεροσκάφος Νοράτλας, που τους έφερε νύχτα από την Κρήτη στην Κύπρο. Εκτός από την περπατησιά, που μαρτυρούσε σταθερότητα, το κορμί του είχε πετάξει τέτοια κοιλιά που μόνο η συστηματική κατανάλωση μπίρας δημιουργεί.

Κατέβηκαν από το ταξί στην αρχή της οδού Λήδρας. Η έντονη κάψα του Αυγούστου δεν μετριάστηκε αισθητά, παρά το γύρισμα της μέρας. Αντιθέτως, φάνηκε αποπνικτική, καθώς συγκρίθηκε με την ψύξη του ξενοδοχείου και του ταξί. Κατάπιαν φλογερό αέρα σαν αερόστατα και με γρήγορο βάδην προχώρησαν βόρεια, προς την Πράσινη Γραμμή. Είχαν ακούσει ότι εκεί, προς το οδόφραγμα της Πράσινης Γραμμής, είχε χτιστεί ένα πολυκατάστημα έντεκα ορόφων, με παρατηρητήριο εξαιρετικής θέας στον τελευταίο όροφο και καφετέρια-εστιατόριο στον έκτο.

Ο καύσωνας δεν τους επέτρεπε, όπως και το πρωί, να εκδηλώσουν τη συγκίνησή τους ενώ περνούσαν από γνώριμα μέρη, όπου ως στρατιώτες είχαν σουλατσάρει, φλερτάρει κ.λπ. Με την άκρη του ματιού προσπαθούσαν να εντοπίσουν παλιά στέκια, τα μπαρ με τα κορίτσια. Τώρα σχεδόν όλα είχαν αλλάξει προσόψεις και χρήσεις και έκαναν πολύ δύσκολη τη δουλειά της μνήμης. Μία δύο καφετέριες ήταν αναγνωρίσιμες, αλλά κι αυτές αλλοιωμένες. Τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά λόγω των αυγουστιάτικων διακοπών. Ο ιδρώτας άπλωνε στα ελαφρά σκούρα ρούχα των βετεράνων ολόκληρες λίμνες υγρασίας, που άρχιζαν από την πλάτη και τις μασχάλες και απλώνονταν ως τη ζώνη.

Επιτέλους πέρασαν την πόρτα του πολυκαταστήματος. Εδώ η ψύξη ήταν ή έδειχνε αφόρητη. Αισθάνονταν τώρα ότι η έρημος Σαχάρα απέχει από τη Σιβηρία μια δρασκελιά το πολύ! Βρήκαν καταφύγιο στην ευρύχωρη είσοδο. Αποκεί κυλιόμενες σκάλες θα τους ανέβαζαν στους ορόφους. Σχεδόν καμιά κίνηση δεν παρατηρούνταν στο πολυώροφο κατάστημα και οι υπάλληλοι, που οπωσδήποτε κάπου θα βρίσκονταν, ήταν αόρατοι. Το πιθανότερο ήταν να ξεγελαστείς και να ρωτήσεις κάποια πλαστική κούκλα για πληροφορίες. Τόση ερημιά έβγαζε φόβο. Υποσυνείδητα θυμήθηκαν μια έρημη Λευκωσία, ανάμεσα Ιούλιο και Αύγουστο το 1974, όταν έντρομοι οι κάτοικοι άφησαν την πόλη και κατευθύνθηκαν προς Λεμεσό και Πάφο.

Εμπρός τους κινήθηκε ένας σεκιουριτάς και αμέσως ο κοζανίτης δικηγόρος τον ρώτησε πώς θα ανεβούν στο παρατηρητήριο. Τους έδειξε με το χέρι ότι θα πρέπει να βγουν πάλι έξω, να στρίψουν αριστερά και να πάρουν αποκεί ξεχωριστό ασανσέρ. Αυτή η άσκοπη κυκλωτική κίνηση, που θα τους έβγαζε, έστω για λίγο, στο καυτό ύπαιθρο, έκανε κάποιους, και ιδίως τον καταδρομέα, να υποστηρίξουν ότι θα ’πρεπε να αναβάλουν την επίσκεψη στο παρατηρητήριο για άλλη, δροσερότερη, στιγμή.

Ο Κοζανίτης είπε: «Πρώτα να δούμε και μετά να πιούμε. Θα πέσει το σούρουπο και δεν θα βλέπουμε τίποτα».

«Εγώ προτείνω το ανάποδο: πρώτα να πιούμε και μετά να δούμε» είπε ο καταδρομέας.

Ο κοζανίτης δικηγόρος ανταπάντησε: «Αν πρώτα πιούμε, θα τα βλέπουμε διπλά».

Επικράτησε η πρώτη γνώμη. Ο γιατρός χτύπησε τα σαγόνια λέγοντας «πάμε!» και τον ακολούθησαν οι άλλοι, προς την κατεύθυνση που τους έδειξε ο σεκιουριτάς. Βρήκαν την πλαϊνή είσοδο. Το ασανσέρ, με ήρεμη ταχύτητα, τους ανέβασε κατευθείαν στον ενδέκατο όροφο· το άνοιγμα της πόρτας έβγαζε ακριβώς στο παρατηρητήριο: μια γυάλινη κατασκευή, με εκτεταμένες επιφάνειες τζαμιών, που θύμιζε πιλοτήριο σε υπερωκεάνιο είτε πύργο ελέγχου αεροδρομίου. Ήταν ορατά στο εσωτερικό κάποια κιάλια κρεμασμένα με σπάγγους και ένα στερεωμένο τηλεσκόπιο, το οποίο εκείνη τη στιγμή ήταν γερμένο προς την οροφή.

Μπήκαν στο χώρο με βουλιμική διάθεση. Κανείς δεν φαινόταν να υπάρχει κι εδώ. Όμως μια γυναικεία φωνή τους σταμάτησε «Tickets, please!» Αιφνιδιάστηκαν. Γύρισαν και είδαν μια ξανθιά πίσω από ένα ξύλινο γκισέ.

Πρώτος αντέδρασε ο καταδρομέας, με αμφιβολία και έκπληξη: «Τίκετς; […]» είπε κοιτάζοντας τα ξεπλυμένα γαλανά μάτια της Σλάβας – ένα θραύσμα κι αυτή του σοσιαλισμού που τινάχτηκε ως τον ενδέκατο όροφο του πολυκαταστήματος της Λευκωσίας. Η κοπέλα έδειξε ανήσυχη, καθώς τέσσερα ζευγάρια αντρικά μάτια την κάρφωναν έκπληκτα και νευρικά, σαν να τους είχε ζητήσει μια ολόκληρη περιουσία για να περάσουν στο χώρο.

Πρόσεξαν μια χάρτινη πινακίδα στο γκισέ που καθόριζε την τιμή του εισιτηρίου τη μισή λίρα. «Εντάξει, παιδιά, τα πληρώνω εγώ – σιγά το πράγμα!» είπε ο Νίκος χώνοντας το χέρι στην τσέπη να βρει τις λίρες.

Ο καταδρομέας τον άρπαξε από το μπράτσο τραβώντας το χέρι του βίαια, για να βγει η παλάμη από την τσέπη. «Δεν είναι για τα λεφτά. Να πληρώσουμε για να δούμε τα χάλια μας, τη μισή Λευκωσία σκλαβωμένη και τη σημαία τους στον Πενταδάκτυλο;» Άρχισε να εξοργίζεται προοδευτικά από τα ίδια του τα λόγια: «Δεν πληρώνω […]! Πάμε για μπίρες στον έκτο. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας».

Όλοι έδειχναν να σκέφτονται το ηθικό δίλημμα. Ο Παπασταύρου, ο κοζανίτης δικηγόρος, είχε αντιρρήσεις. Έπαιξε λίγο με το λευκό μουστάκι και αποφάνθηκε: «Εγώ λέω ν’ αφήσουμε τις μαγκιές. Είναι ευκαιρία να δούμε αποδώ. Έχουν κιάλια, τηλεσκόπιο. Από τη Μακεδονίτισσα δεν φαινόταν τίποτε».

Ο καταδρομέας του απάντησε: «Εσύ, δικηγόρε, κάτσε. Εμένα θα με βρείτε κάτω». Αυτό κλόνισε την αντίσταση και των άλλων. Ο γιατρός δεν μίλησε. Τίναξε το σαγόνι σαν να άρπαξε έναν ξηρό καρπό που, παίζοντας, τον τίναξε ψηλά και τον περιμένει πάλι στο στόμα του. Έστρεψε την πλάτη του στην ταμία.

Εκείνη τους κοίταζε με ιδιαίτερη έκπληξη. Τα μάτια της είχαν το χρώμα της θάλασσας, κάποιοι ρύποι όμως επέπλεαν μέσα στο γαλάζιο. Προφανώς απορούσε πώς τέσσερις ώριμοι άντρες, που φαίνονταν αξιοπρεπώς σουλουπωμένοι, δεν πληρώνουν μισή λίρα εισιτήριο! Τόλμησε να εκφράσει την απορία της : «…but it’s only half a pound!».

Ο καταδρομέας δεν κατανοούσε την αγγλική έκφραση. Στράφηκε στο γιατρό για τη μετάφραση: «Τί λέει;».

«Λέει ότι το εισιτήριο κάνει μόνο μισή λίρα».

[…]

Η κοπέλα αποτραβήχτηκε ενοχλημένη στο βάθος του κουβουκλίου.

[…]

Προχώρησαν προς το ασανσέρ. Έπρεπε να κατέβουν πάλι στο ισόγειο, να κάνουν στροφή, να μπουν από την κύρια είσοδο και να σκαρφαλώσουν με τις σκάλες ή το ασανσέρ στον έκτο όροφο, στην καφετέρια. Ο γιατρός πάτησε το κουμπί. Το ασανσέρ ήταν εκεί, δεν το είχε καλέσει κανείς. Ανοίγοντας τα φύλλα του είπε στους άλλους με σαρκαστικό ύφος: «Σκεφτείτε να έρθουν οι σακατεμένοι μας εδώ και να τους ζητήσει αυτή εισιτήριο. Για φανταστείτε τον Κατσιάνο, με το ξύλινο πόδι, να κοιτάει με τα κιάλια κατά το Κιόνελι, μήπως ασπρίζει πουθενά η καλαμίδα του…».

Ο δικηγόρος γέλασε: «Εγώ φαντάζομαι τον Οικονομάκο εδώ μέσα. Θα τη βιάσει επιτόπου την Ταμάρα, αν του ζητήσει εισιτήριο…».

Το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει. Ο Νίκος παρατήρησε: «Τον Οικονομάκο τον ελέγχει ο Πρόεδρος, δεν τον αφήνει ρούπι».

«Σιγά μην τον ακούει ο τρελός» είπε ο καταδρομέας.

«Θα του κόψει το επίδομα. Καλά να είναι ο άνθρωπος, βοηθάει όσο μπορεί. Ποιος άλλος μας τα έκανε αυτά; Έχει βάλει πεντέξι στο συσσίτιο – έτσι λένε».

Ανέβηκαν με το εσωτερικό ασανσέρ στον έκτο. Μπήκαν στην ευρύχωρη αίθουσα. Δύο πλευρές της, η δυτική και η νότια, είχαν εκτεταμένες τζαμαρίες. Αν δεν ήταν Αύγουστος, πιθανόν εδώ να συνωστίζονταν περισσότερα από εκατό άτομα. Τώρα ζήτημα αν υπήρχαν διασκορπισμένες δυο τρεις παρέες νεαρών, κυρίως ζευγάρια χαζοερωτευμένων παιδιών. Κοίταξαν διερευνητικά τον άδειο χώρο. Ο κοζανίτης δικηγόρος τράβηξε προς το βορινό μέρος, όπου υπήρχε μια τζαμένια κόχη. Ήσυχο μέρος, αν εξαιρέσει κανείς τη ρυθμική μουσική, η ένταση της οποίας ξεπερνούσε τις αντοχές μεσήλικων ανθρώπων.

Από το σημείο αυτό, απ’ αυτήν τη γυάλινη κόχη, υπήρχε καλή ορατότητα προς την κατεχόμενη Λευκωσία και προς τον Πεντaδάκτυλο. Η αχλή του ζεστού απόβραδου έκανε το βουνό κάπως να θαμπώνει, πίσω από ένα διάφανο πέπλο υδρατμών που υψώνονταν από το λεκανοπέδιο της Λευκωσίας. Το πρώτο πράγμα που βλέπει κανείς αποδώ είναι μια τεράστια, σε μέγεθος πολλών ποδοσφαιρικών γηπέδων μαζί, τουρκοκυπριακή σημαία, ανάγλυφα σκαλισμένη ή χτισμένη στην πλαγιά του Πενταδάκτυλου. Πολύ πιο κοντά τους, στη νεκρή ζώνη πάνω από την κατεχόμενη Λευκωσία, ήταν κρεμασμένες από σχοινιά, από μιναρέ σε μιναρέ, δύο τεράστιες υφασμάτινες τουρκικές σημαίες, οι οποίες δίνουν την εντύπωση της εθνικής μπουγάδας – άπλωσαν οι τούρκοι υπερπατριώτες τις σημαίες στο μπουγαδόσχοινο να στεγνώσουν. Οι σημαίες αυτές αντικρίζονταν ανταγωνιστικά με δυο μεγάλες, αλλά σαφώς ταπεινότερες, ελληνικές γαλανόλευκες, αναρτημένες σε ιστούς.

Οι βετεράνοι κοίταζαν το βουνό και τα εθνικά σύμβολα, δικά τους και ξένα, με μελαγχολική διάθεση. Τους πλησίασε ένας μελαχρινός νεαρός σερβιτόρος. Τους μίλησε αγγλικά. Ο καταδρομέας, δείχνοντας με τα μάτια του την τούρκικη σημαία στο βουνό, «Αυτό, ρε, πέρα εκεί τι είναι;» του είπε με ύφος εκνευρισμένο, σαν να ήταν ο σερβιτόρος υπεύθυνος για τη σημαία που σχεδιάστηκε εκεί και παραμένει ακόμη.

Ο σερβιτόρος κάπως ταράχτηκε. Ψέλλισε μόνο με σπασμένα κυπραίικα: «Ίντα λες…».

Ο γιατρός προσγείωσε τον πρώην καταδρομέα: «Μην περιμένεις απάντηση. Τουρκοκύπριο ρωτάς».

Ο καταδρομέας έδειξε έκπληξη: «Αλήθεια γιατρέ;».

«Ναι, ρε […] δεν το ξέρεις; Η Πράσινη Γραμμή είναι μόνο για τους στρατιωτικούς χάρτες. Οι Τουρκοκύπριοι δουλεύουν αποδώ».

Ο Λεωνίδας, ο καταδρομέας, συνέχισε την κουβέντα, οδηγώντας την εκεί όπου αυτός είχε κατά νου. Έπαιξε τα χείλη του φιλήδονα με τον αφρό της μπίρας: «Μου κάνει εντύπωση, παιδιά, γιατί οι Κύπριοι άνοιξαν παράθυρο από τούτη τη μεριά που φαίνεται ο Πενταδάκτυλος. Γιατρέ, μήπως οι Κύπριοι πάσχουν από πρεσβυωπία και δεν βλέπουν μακριά;». Δεν περίμενε απάντηση από τον οφθαλμίατρο. Συνέχισε μονολογώντας: «Εγώ, μα τον Θεό, αν ζούσα εδώ, δεν θα την ανεχόμουν. Θα μπορούσαμε να πάμε μια νύχτα –γιατί όχι κι απόψε;– καμιά δεκαριά κομάντος και να ανακατέψουμε τα λιθάρια της σημαίας. Το πρωί θα φαίνεται σαν μουτζούρα».

Ο γιατρός… γάβγισε αρχικά χωρίς ήχο και ύστερα είπε: «Αφήστε τις κοιλιές σας στο ξενοδοχείο και μετά τρέξτε να τη χαλάσετε!».

[…]

Έμειναν για λίγο αμίλητοι κοιτάζοντας μια προς την ελεύθερη Λευκωσία, μια προς την κατεχόμενη, πέρα από την Πράσινη Γραμμή. Οι μιναρέδες ήδη φωταγωγήθηκαν, φώτα δρόμων και οικοδομημάτων άλλαξαν την όψη της νύχτας. Ο Λεωνίδας φαινόταν να έχει χάσει το κέφι του. Ζήτησε για τον εαυτό του και τέταρτη μπίρα, εφόσον οι άλλοι είχαν σταματήσει στην τρίτη. Έδειχνε φανερά ενοχλημένος. Δεν το βόλευε μάλλον το κάθισμα. Ζήτησε να αλλάξει θέση με το δικηγόρο. Ήταν ανήσυχος και χλωμός. Γύρισε την πλάτη προς τη φωταγωγημένη πόλη και έβλεπε ντουβάρι κι ένα ανάγλυφο χάλκινο πινακάκι, κρεμασμένο στην ευθεία του ματιού του. Χώθηκε βαθιά στο κάθισμα και άπλωσε τα πόδια όσο πιο χαλαρά μπορούσε.

Οι γύρω του τον κοίταζαν διερευνητικά. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του τρίβοντάς το ελαφριά. Τον ρώτησε με ιατρική σοβαρότητα: «Πώς νιώθεις;».

Ο καταδρομέας, με σιγανή κουρασμένη φωνή, προσπάθησε να τους καθησυχάσει: «Δεν είναι τίποτε, παιδιά, θα μου περάσει. Απλώς καθίσαμε ψηλά».

«Κι αυτό τι ενοχλεί;» είπε ο δικηγόρος με απορία.

«Μην ανησυχείτε, πρόβλημά μου».

«Υψοφοβία σίγουρα!» παρατήρησε ο Νίκος.

Ο Λεωνίδας μίλησε με φανερό παράπονο: «Εγώ είμαι σκέτος καταδρομέας, ρε παιδιά. Τι με φέρατε τόσο ψηλά; Δεν είμαι αλεξιπτωτιστής».

«Πληρώνουμε και κατεβαίνουμε» τον καθησύχασε ο γιατρός τρίβοντας τον σκληρό μηρό.

Ο Λεωνίδας συνέχισε τώρα με τύψεις: «Με συγχωρείτε, ρε σειρούλες, αν σας τη σπάω. Μου ’μεινε κουσούρι από τότε: αν είμαι ψηλά και νυχτώνει, χαλιέμαι. Ξέρετε, από τότε που μας φέραν νύχτα τα Νοράτλας από την Κρήτη. Εσείς εδώ πατάγατε στο χώμα, εμείς ήμασταν φτερό στον άνεμο. Άμα είμαι ψηλά και βλέπω κάτω νυχτερινά φώτα, θυμάμαι τα τροχιοδεικτικά των δικών μας αντιαεροπορικών που μας γκρεμίζαν. Ναι, ρε, εμάς γκρεμίζαν οι Κύπριοι, αντί να γκρεμίζουν τα τούρκικα, που γυρόφερναν στο Κιόνελι και στη Μια Μηλιά και ρίχναν αλεξιπτωτιστές».

Ο Νίκος τον μάλωσε, με υποκρυπτόμενη κατανόηση: «Και γιατί δεν έλεγες να καθίσουμε κάτω στο δρόμο, στο Πάνθεον; Εσύ επέμενες για ψηλά και για θέα».

«Είπα, ρε Νικόλα, να το πολεμήσω εδώ, στον τόπο του. Όπως μας λέει και ο Πρόεδρος, να τα ξεπεράσουμε εδώ τα ψυχολογικά μας μια για πάντα. Άλλο, ρε παιδιά, να πατάς χώμα, να ρίχνεις, να σου ρίχνουν, κι άλλο να σε χτυπάνε σαν την μπεκάτσα στο σκοτάδι. Εγώ αυτό τον πόλεμο δεν τον παραδέχομαι. Δεν ήταν καθαρός πόλεμος, είχε πολλές τρικλοποδιές. Ντρέπομαι να λέω ότι πολέμησα στην Κύπρο. Δηλαδή τι να εξηγήσεις στους Έλληνες; Και πώς να το καταλάβουν; Αν ήταν ποδόσφαιρο, θα τους έλεγα: “Να τι έγινε εκεί, στην Κύπρο: ήταν να παίξουν μπάλα Ελλάδα-Τουρκία και προτού η ελληνική ομάδα μπει στο γήπεδο, οι Τούρκοι είχαν βάλει όλα τα γκολ”»

Ο γιατρός τίναξε το σαγόνι, χτύπησε τα δόντια και σχολίασε: «Α, γι’ αυτό έχεις φαγούρα να τους χαλάσεις τη σημαία… Θέλεις να ξαναπαίξεις πόλεμο, με διαιτητή και με λάινσμαν. Καλός είσαι, Λεωνίδα! Μάλλον έχεις το “σύνδρομο Γλέζου”».

Όλοι γέλασαν και ο Νίκος πρόσθεσε: «Όλα τα γκολ μετράνε σαν έγκυρα. Και τα αυτογκόλ. Αλίμονο στην ομάδα που τα τρώει. Όπως λέμε, παιδιά, το σκορ μετράει».

Κούνησαν τα κεφάλια αμίλητοι, με συγκατάβαση. Ζήτησαν λογαριασμό. Ο Λεωνίδας προθυμοποιήθηκε, όπως πάντα, να πληρώσει πρώτος. Αυτήν τη φορά δεν τον άφησαν. Σηκώθηκαν και βάδισαν προς το ασανσέρ.

Έδειχνε ότι κάπως στερεώθηκε. Το πρόσωπό του άρχισε να βρίσκει το φυσιολογικό του χρώμα. Η κρίση πανικού έκανε τον κύκλο της. Ευτυχώς την έβγαλε καθαρή, με λίγο κρύο ιδρώτα και χλωμάδα. Ζωήρεψε: «Πάντως αυτό που είπα πριν για τη σημαία ισχύει. Σειρούλες, εμένα μου κάθισε αγκάθι στο μάτι. Απορώ πώς την ανέχονται οι Κύπριοι, μισό βουνό σημαία».

«Άμα σου μπει το παλούκι, άντε βγάλ’ το…» είπε ο κοζανίτης δικηγόρος.

Κατέβηκαν από το πολυκατάστημα και βάδιζαν στον πεζόδρομο, με κατεύθυνση προς την πλατεία. Ο γιατρός σαν κάτι να θυμήθηκε, έδειξε προς μια βιτρίνα καταστήματος γυναικείων ρούχων. Σταμάτησε για λίγο. «Εδώ ήταν τότε η καφετέρια Ολύμπια 2. Περνούσαμε με τις στολές μας μ’ έναν ηγουμενιτσιώτη δικηγόρο, κάποιον Άλκη Φάτσιο, μετά τα γεγονότα. Μια μεγάλη παρέα Κυπρίων που καθόταν εδώ απέξω μας πρόσβαλε: “Καλώς τους καλαμαράδες!”. Μας ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Εγώ ήθελα να φύγουμε από ντροπή. Ο Φάτσιος μ’ άρπαξε και πήγαμε καταπάνω τους. Τραβήξαμε καρέκλες και καθίσαμε να τα πούμε, να εξηγηθούμε ή να πλακωθούμε. Ήταν ο Φάτσιος μανούλα σ’ αυτά. Τα ’χασαν. Μας άκουγαν με προσοχή. Άρχισαν τότε να ντρέπονται αυτοί. “Παιδιά, τι θα πιείτε;” μας έλεγαν. Το πράγμα είναι… χέσε μέσα όταν τσακώνονται δυο κι έχουν δίκιο και οι δυο».

Συνέχισαν τώρα σιωπηλοί το δρόμο προς την πλατεία. Η ατμόσφαιρα φαινόταν ανεκτή, κάπως ανεκτή, γιατί ένα αεράκι ψηλά από τον Πενταδάκτυλο σούδιαζε ανάμεσα από τα κτίρια της οδού Λήδρας και έριχνε αυτός ο γιγάντιος φυσικός ανεμιστήρας από πολύ μακριά κάποιες εκπνοές στη φρυγμένη πόλη. Στα έρημα τραπεζάκια της πλατείας συνέχισαν με παγωτό. Ο Λεωνίδας κράτησε λίγο ακόμα ζεστή την κουβέντα του. Ήταν εμμονή της μέθης, γιατί μετά το παγωτό ζήτησε πάλι μπίρα.

Ο γιατρός κοίταξε το ρολόι. Τίναξε το σαγόνι και είπε: «Σε λίγο ο Πρόεδρος θα χτυπήσει σιωπητήριο στη μονάδα. Πρέπει να πηγαίνουμε. Αύριο όλη μέρα τέτοια θα λέμε».

Ο Λεωνίδας επέμενε: «Γιατρέ, έχω δίκιο σ’ αυτά που λέω;».

Εκείνος τον διαβεβαίωσε με σοβαρό ύφος: «Απόλυτο, αλλά να τη χαλάσετε αύριο τη σημαία, με φως. Μην πέσετε απόψε σε κανένα ναρκοπέδιο και σας μαζέψουμε με το κουταλάκι…».

«[…] τα γράμματά σας και τα πτυχία σας!» αντέδρασε ο καταδρομέας. «Να μην με λένε Λεωνίδα αν δεν τη χαλάσω».

Ο δικηγόρος τον χτύπησε στην πλάτη πειράζοντάς τον: «Φέρε και τον συνονόματό σου από τις Θερμοπύλες, να είστε δύο!».

Ο Νίκος είχε το νου του στο δρόμο. Σταμάτησε ένα ταξί. Χώθηκαν όλοι μέσα, με κατεύθυνση το ξενοδοχείο.

 

Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκινο στην πράσινη γραμμή, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2009, σσ.31-50