Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Για τον Δημήτρη Σουρβίνο

Eρωτόκριτος Μωραΐτης, Για τον Δημήτρη Σουρβίνο, περιοδικό «Πόρφυρας», τεύχος 128

Πιστεύω ότι τα υλικά σημεία που χαρακτηρίζουν την ελεγεία του Σουρβίνου είναι η ίδια η πόλη.

Από τους τρεις βασικότερους κερκυραίους λυρικούς ποιητές, τον Ορέστη Αλεξάκη, για τον οποίο κάποτε χρειάζεται να γίνει αναλυτική μνεία όπου κυριαρχεί μια υπαρξιακή αγωνία, και τον Διομήδη Βλάχο, του οποίου η ανθρωπογεωγραφία είναι η ορεινή βόρεια Κέρκυρα, ο Σουρβίνος είναι ποιητής της πόλης. Εννοώ ότι αυτά είναι τα υλικά στοιχεία που τον έλκουν στο αίτημά τους να αναληφθούν. Χαρακτηρίζουν την ποίησή του στις πρώτες συλλογές Ένα Κλαδί της Πικροδάφνης και Τεφροδόχος, περνούν σε ένα μεταβατικό στάδιο στον Απόδειπνο για να καταλήξουν στην ανάληψή τους στις δύο τελευταίες συλλογές Προσευχητάριο για Νυχτέρι και Απόηχοι σε Πλάγιο Φως. Ανθολογώ τυχαία από το ποιητικό έργο την παρουσία αυτών των σημείων της πόλης:

Κι εντούτοις κάτω στα αδιέξοδα λιθόστρωτα / Της παλιάς μας πόλης / Το πλήθος κυμάτιζε μπροστά πίσω πολυκέφαλο πολυπόδαρο (Π.σ.10).

Μπρίκια τηγάνια και κάλπικα νομίσματα / δήθεν αρχαία και η γενική της πόλης άποψη / σε φωτογραφία κίτρινη από δίπλα / περί τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα (Π.11).

Τ’ άνθη τα νεογέννητα / οι εκκλησίες οι πασχαλιές /των επιταφίων οι πομπές / η σμύρνα και ο λίβανος (Τ.28).

Απ’ αιώνων / γηρασμένα σπίτια τετράψηλα / συναθροίζονται στην οδό Φιλελλήνων / το ένα του άλλου / τα μυστικά υποκλέπτει / σε κίτρινο μυστικά και σε μαύρο / και μία παλιά περιπλανώμενη βροχή / στο σκυθρωπό και σάμπως / δακρύβρεχτο λιθόστρωτο (Τ.35).

Τώρα / κρυώνει των ξυλουργών η εποχή / τους χρυσίζοντες κροτάφους / με τα ημίφωτα ισόγεια / μες στο πριονίδι / ο τεφρός γάτος εκοιμήθη / των Ουρανών καμπάνες μακρινές / ταξιδεύουν / λευκά μεγάλα ευλογημένα πουλιά / στον ύπνο των παιδιών (Τ.36).

Όταν στο σκοτεινό σαλόνι, / με τ’ άγρυπνα πορτραίτα στη σειρά / που δεν θέλουν να πεθάνουν… με το λεπταίσθητο πριόνι του / τις περίτεχνες γηραλέες πολυθρόνες / αυτοκρατορικού ρυθμού… σκαρφαλώνεις και αφυπνίζεις / ένα προς ένα / τα ετοιμόρροπα / θρηνητικά σκαλοπάτια / που τον Φόβο μου πολιορκούν / και τον Ύπνο μου (Τ.41).

Και στου υπέργηρου καθρέφτη / το βάθος βάραθρο / στη φευγαλέα καμπύλη / ανασταίνεται / μια θάλασσα λησμονημένη / σπινθηρίζει / χορεύει αφρός / και η τελετή των κυμάτων / ανεβαίνει (Α.17).

Έκλεισε πλέον / εξέπεσε / το καφενείο των ναυτικών απ’ το καρφί / ωσάν το ρούχο ενός νεκρού / κρέμεται αδέσποτη / μισή / μάταιη σκουριά (Α.31).

Όταν / στις αίθουσες των τελετών / με τους παμπόνηρους καθρέφτες / και τα μακρόμισχα / βοημικά ποτήρια / ακόμη ως τα μισά γιομάτα / ζεστό διεγερτικό κρασί / κοπάσουν της κραιπάλης οι φωνές / και κοιμηθούν στα ξάγρυπνα παράθυρα / τ’ άγρια φώτα (Α.39).

Ιδού / κρατιέμαι / σε τούτη πλέον / τη βαθειά ηλικία / κατάμονος / σκεβρός / στο σαπισμένο / πράσινο θρανίο / άνθρωπος / ο εξοφλημένος των ευκαλύπτων (Α.57).

Κι αυτή η επιμονή δεν επενδύεται μόνο στα αντικείμενα αλλά βέβαια η ατμόσφαιρα της πόλης διατρέχει από άκρο σε άκρο όλη την ποίησή του. Η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα και οι ψαλμωδίες είναι το πλέον χαρακτηριστικό ιδίωμα του ποιητή διαποτίζει την εικονοπλασία και την γλώσσα του. Όμως κι εδώ η υμνωδία του Σουρβίνου έχει μολονότι θα πει κανείς ότι μεταχειρίζεται τη βυζαντινή υμνωδία μεταπλασμένη ποιητικά και συντακτικά μέσω του Ελύτη, κάτι το υλικό καταθέτεται ένα στοιχείο μπαρόκ και σταυρικού μαρτυρίου, που διαφοροποιείται από το καθαρό πνευματικό φως της ανατολής. Είναι μια ιόνια θρησκευτικότητα, ασυνείδητη βέβαια στον ποιητή όπως και στους άλλους κερκυραίους που αναφέρονται στην πόλη κι η σκιά της έχει πέσει πάνω στους στίχους τους. Και θα ήταν αξιοσημείωτο να προσθέσουμε εδώ ότι η υλικότητα της πόλης είναι η ίδια η ιστορία της, οι νεκροί της που όμως έχουν βρει στα κτίρια και στους δρόμους το πλέον κατάλληλο σκηνικό του δράματός τους. Έτσι αυτό ορίζεται ως ο χώρος του φόνου της αθωότητας, και συγκεκριμενοποιείται σε δύο πρόσωπα, στον Κωσταντή στην Πικροδάφνη και στην αδικοχαμένη Πελαγία, χαμένη στο άνθος της ηλικίας, στην Τεφροδόχο (για τον ποιητή ο φυσικός θάνατος και φόνος σχεδόν ταυτίζονται ως αδικία, είτε αυτή την εκπροσωπεί η ιστορία ή η βιολογική μας μοίρα). Ο ποιητής είναι αυτός που ακούει τις φωνές των χαμένων που ζητούν απ’ αυτόν τη δικαίωσή τους, αλλά πρόκειται για μια δικαίωση στο εδώ και στο τώρα. Η επιστροφή τους δεν γίνεται σε ένα κόσμο καθαρού φωτός αλλά στους ίδιους βιωμένους χώρους. Σε ένα χαρακτηριστικό ποίημα, ίσως το αγαπημένο μου, ο ποιητής συλλέγει τις αιτήσεις των νεκρών και των αδικημένων πιο γενικά για να προωθήσει την υπόθεση του επαναπατρισμού της στον αγαπημένο χώρο που έχουν ζήσει στο χώρο της αθωότητας που δεν παύει να είναι ταυτόχρονα κι αυτός του φόνου, μια αντίφαση της λογικής αλλά όχι και της ποίησης που τοποθετείται πέρα από τη διαφορά και τη δομική οργάνωσή της.

Στην ταπεινή σοφίτα / μόνος του πλέον ο Ποιητής / ολωνών / ακούει ακόμα / της Σιωπή / τα ανείπωτά τους σημειώνει / γράφει / συμπληρώνει / καταγράφει / μάτι δεν κλείνει / όλη τη Νύχτα / με άγριαν Αγάπη / τα δικαιολογητικά / τα χαρτιά τους ετοιμάζει / να πάρουν / οι Νεκροί / μίαν ανάσα / κι εν τέλει στην γειτονιά τους να επιστρέψουν / οι καημένοι (Α.Π. Φ.54).

Το ποίημα αυτό ανήκει στην ύστερη περίοδο της ποιητικής διαδρομής του Σουρβίνου, μια τελευταία του αποστροφή, που μου φαίνεται συνοψίζει, αλλά με άλλο γλωσσικό καμβά που έχει αποβάλλει την υμνωδία, όλη την προηγούμενή του ποίηση. Αν θα θέλαμε να επεκτείνουμε μια τέτοια ευαισθησία θα έλεγα ότι αυτό που έχει αξία δεν είναι η πόλη που επιβιώνει και μεταλλάσσεται αλλά αυτή που έχει χαθεί. Δεν λέω ότι ο ποιητής το έχει συλλάβει σε τέτοιο βάθος το θέμα του αλλά θα πρέπει τουλάχιστον σ’ αυτό το ποίημα να του αναγνωρίσουμε μια νοοτροπία όπου η αθωότητα σώζεται μέσα απ’ την λογική και πέρα απ’ αυτήν. Ας μου συγχωρεθεί λοιπόν μια κάποια υπερβολή μου: μόνο σ’ ό,τι χάνεται οριστικά κι αμετάκλητα μπορεί να ελπίζει κάποιος σωτηρία κι αυτό είναι το βίαιο και καταστροφικό έργο της ποίησης, μολονότι ο ίδιος ο ποιητής τον θεωρεί ποίημα αγάπης. Στα λόγια του Ρίλκε, η Σαπφώ μιλά στην μαθήτριά της Ερρίνα και λέει: Ταραχή θα σου φέρω και βία. Θα σε τραντάξω σαν το κούτσουρο π’ έπνιξε το κλήμα. Σαν το θάνατο θα σε διαπεράσω ως πέρα θα σ’ αποδώσω στα πάντα σαν μνήμα. Στα αιώνια πράγματα που βλέπεις εδώ.

Η επιστροφή στο εδώ που είναι και το αιώνιο γίνεται μέσα από μια αποκαλυπτική καταστροφή που ο βασικός της άξονας είναι πρώτα απ’ όλα η αποδοχή της θνητότητας. Μόνο αυτοί που έχουν χάσει οριστικά το παιγνίδι, οι όντως μεταφυσικά και ιστορικά ηττημένοι μπορούν να τρέξουν στην απέλπιδα αυτή ηρωική και συνάμα τρελή πράξη της ποίησης. Ο Ρίτσος είχε πει: «Οι νεκροί δεν ανασταίνονται. Υπάρχουν». Αλλά είθισται τα λόγια των ποιητών να προσπερνιούνται προς χάριν πιο εφησυχαστικών υφολογικών αναλύσεων. Οι ποιητές επικοινωνούν αναμεταξύ τους μικροί ή μεγάλοι καθώς αντλούν από το τεράστιο αυτό απόθεμα της πνευματικότητας και της οξυμένης βαθύτερης ευαισθησίας που αναμοχλεύει τα βάθη μας, αυτό που μας βοηθά να δούμε τον κόσμο με μια άλλη ματιά. Για αυτό ο λόγος τους δεν είναι ποτέ απλά όμορφος αλλά θεσπίζει και μια νέα ηθική στάση. Δεν ταυτίζεται ποτέ με ένα γλωσσικό ταλέντο μήτε με την επίδειξη μιας ευφυΐας. Αντίθετα όμως από του Ρίλκε ή του Τσέλαν, το βλέμμα του Σουρβίνου είναι το βλέμμα ενός παιδιού και ποτέ δεν μας οδηγεί να υποπτευθούμε ότι η ποίησή του ηλικιακά εντάσσεται σ’ αυτό που ονομάζουμε ποίηση ωριμότητας. Έτσι το ποίημα που στη συλλογή ονομάζεται «Να πάρουν οι Νεκροί» δεν πρέπει να ξεχνάμε στην πρώτη του έκδοση είχε τον τίτλο «Γράμμα αγάπης». Ο γηραιός νέος δεν είχε χάσει μέχρι τέλους τις αυταπάτες του και την δροσιά της νεανικής προσέγγισης του κόσμου. Έτσι η μεταφυσική εμμονή στην οδύνη έρχεται αναγκαστικά σε δεύτερη μοίρα. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι αυτό τουλάχιστον το ποίημα του Σουρβίνου συνδιαλέγεται μ’ αυτή την κοινωνία των πραγματικών ποιημάτων όπου οι πραγματικά ηττημένοι χωρίς καν να τους ψευτίζει το θάμβος της γλώσσας της ποίησης ή να τους αναιρεί μια δογματική ανάσταση απαιτούν τα δικαιώματά τους στο εδώ και στο τώρα του βιωμένου (καταστραμμένου) χώρου της ζωής. Ή για να τω πω στην δική μου γλώσσα που νιώθω περισσότερο η πόλη των νεκρών είναι η πραγματική πόλη ακριβώς γιατί μας προσφέρει την θνητή της διάσταση κι όχι την ανακαινισμένη της εκδοχή στα μάτια των επιβιωσάντων. (Μήπως εδώ βρίσκεται και η ουσία του πένθους;)

Στην ποίηση του Σουρβίνου, κατά καθόλου περίεργο τρόπο αυτοί που επιβιώνουν αυτοί που την παρατηρούν και την καταγράφουν είναι οι Ιούδες, όπως μας λέει σε ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα στο οποίο με γενναιότητα δεν διστάζει να περιλάβει και τον εαυτό του. Αυτός είναι «Ο αειθαλής» και η άλλη η θνήσκουσα ανθρωπότητα. (Γέητς). Πρόκειται για ένα ποίημα εξαιρετικά πολύπλοκο κάτω από την απλή του μορφή. Στην ουσία πρόκειται για μια μεγάλη πρόταση που επεκτείνει απεριόριστα κι ελαστικά τόσο στην ρηματική όσο και την ονοματική της φράση κι αποκαλύπτει το υποκείμενο καθυστερημένα στο τέλος. Θ άξιζε ίσως κανείς να αναλύσει με προσοχή αυτή την σύνταξη η οποία στη συσσωρευτική της δύναμη φτάνει να υπερβαίνει την προτασιακή λογική και να καταλήγει σε μια τεράστια μουσική φράση. Η αμφισημία του φαίνεται ότι μας καθιστά συνένοχους μιας βέβηλης πράξης χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Γιατί μας αρέσει και μας όπως και στον ήρωα:

Του άρεσε / πόλεις παληές να επισκέπτεται / ιστορικές / μ ε κρύους σκιερούς Ναούς / καθεδρικούς… Του άρεσε / η εύκρατη χώρα μας /στα κυανόλευκα της Άνοιξης νησιά… Και του άρεσε προπάντων / τη Μεγάλη… Παρασκευή / βαρειάν επέτειο / βασανιστηρίων και θανάτων / κατόπιν προδοσίας / Εκείνου του μαθητευομένου / ξυλουργού και ποιητή.

Κι έτσι βαθμιαία μέσα από στίχους σε διαρκή αναδίπλωση χωρίς τελείες και παύσεις μας αποκαλύπτει την ουσία αυτής της περιδιάβασης και μας ξυπνά στον «εφιάλτη της ιστορίας». Εκείνο το απόγευμα του φονικού / με τα σφυριά και τα καρφιά / όλα τελείωσαν κατ’ ευχήν / γλυτώσαμε απ’ τον ξυλουργό / από τη τύψη της Ποιήσεως / από τα ωδικά πουλιά / κι από τη δοξασία εκείνη / περί αγάπης / εγλυτώσαμε. Ώσπου ως κατακλείδα μας αποκαλύπτεται ο συνένοχός μας περιηγητής πατρίκιος ξενύχτης… / άλυωτος μένει… / αειθαλής λεβέντης ο Ιούδας.

Η ποίηση του Σουρβίνου φαίνεται ότι είναι χωρίς εξέλιξη. Όμως θα τον αδικούσαμε. Στις τελευταίες συλλογές υπάρχει μια καταιγιστική μουσική που υπερβαίνει κάθε υλική αναφορά και μάλιστα και στην ίδια την γλώσσα: Και πάλι ο πεντασύλλαβος / λυγμός παύση τελεία (Π.Ν. σ.15). Και έπειτα ο βαθύς θρόος και οι συλλαβές ενός ποιήματος που δεν προφέρεται ποτέ: Φευγάτο πλέον / το Νησί / της Νεότητάς του / αλλά —Αγάθη! —Αριάδνη! —Αδριανή! Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο / ήχων απόηχοι προσφιλείς // Ενίοτε / με τ’ αεράκι του απογεύματος. (Α.Π.Φ. σ.33).

Η ποίηση αυτή αρχίζει σαν μια σκιαγράφηση της ιστορίας μιας πόλης αλλά φτάνει σε μια πλήρη ανάληψή της στους ήχους της γλώσσας, οι οποίοι με τη σειρά τους κι αυτοί απο-υλώνονται σε μουσικούς φθόγγους. Βασίστηκα στα ίδια τα λόγια του ποιητή μολονότι προσπάθησα να συνεχίσω και μια συνομιλία που είχα μαζί του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του καταθέτοντας και εγώ τη δική μου αγωνία. Δεν θέλω να δώσω την εντύπωση ότι η στάση του τελευταίου Σουρβίνου είναι στάση ενδοτική. Όντως είναι η κατάθεσή του στην κοινή τράπεζα της ποίησής του η οποία τώρα δεν είναι άλλο από απόηχους και φθόγγους. Όμως από εκεί ακριβώς το μακρινό αλλά και το κοντινό και δικό μας που βρίσκεται δεν θα πάψει να μας δίνει. Και καθ’ όσον όποιος δίνει εξακολουθεί να υπάρχει.