Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Εβραίοι

Δέσποινας Δρακοπούλου, Από την Κέρκυρα του Μητσάκη: Οι Εβραίοι (Ανακοίνωση ανέκδοτου πεζογραφήματος), περιοδικό «Πόρφυρας», τεύχος 56, Ιανουάριος – Μάρτιος 1991

Υπό το ρίζωμα του παλαιού κάστρου, ερρίζωσαν και αυτοί και ζουν. Ήρθαν ένα πρωί, δεν ξέρω πότε, φερόμενοι απ’ τον μοιραίον άνεμον που σέρνει ανά τον κόσμον την φυλήν των, απ’ την αντίκρυ Ιταλίαν, απ’ την Πούλια, πλάνητες παράδοξοι, παράδοξοι αλήται, κ’ ευρήκαν το νησί το μυροβολον, κ’ ευρήκαν το νησί το εύφορον, κ’ ευρήκαν το πλούσιον νησί, κ’ εγκαθιδρύθησαν σ’ αυτό, συν γυναιξί και τέκνοις, χρόνια και καιρούς, ανάμεσα στην Δύσιν όθεν έφευγαν, κ’ εις την Ανατολήν προς ην διευθύνοντο. Τους είλκυσε το κάλλος της θαλάσσης του, αναλυτού σμαράγδου και σαπφείρου, κυμαινομένου μεταξύ των στερεών, τους είλκυσε της γης του η παχύτης, μητρός γονίμου, ρωμαλέας, της οποίας τα ισχυρά και βαθειά σπλάχνα γεννούν τα δέντρα κολοσσούς, τινάσσουν προς το φως την βλάστησιν αδράν και γιγαντώδη, τους είλκυσαν τα μύρα των ανθέων του ή μη των γυναικών του η ως μουσική ηχούσα γλώσσα; Τους έκαμ’ η ανάγκη πιθανώς, η σιδηρά ανάγκη οπού σπρώχνει τους ομοίους των να τρέχουν από ενός εις άλλον τόπον, το διεσπαρμένον γένος των να ζητεί καταφυγή, εδώ κ’ εκεί, αναμέσον των εθνών, κισσός περιπλεκόμενος, υφέρπων, δια να στηριχθεί επί κορμού εδραιοτέρου. Να στηριχθεί; Ή και να καταφάγει; Δεν το ξεύρω. Ό,τι ξεύρω είναι ότι ζουν εκεί, υπό την σκιάν του παλιού κάστρου, τους μαυρισμένους τοίχους του, τις ζοφερές του πόρτες, —τις καμάρες του, το βρύον που σκεπάζει τα πλευρά του, βρύον και αυτοί, ανθρώπινον, κολλημένον εις τα πλάγια του. Είναι πολλοί; Άλλοι τους λογαριάζουν τρεις χιλιάδες, άλλοι τους ανεβάζουν πέντε-έξη. Αλλ’ όσοι και αν είναι, είν’ Εβραίοι καθαυτό, λαός του Ισραήλ, αληθινός, πλέμπα από εκείνην που κυλιέται εις της Μικράς Ασίας τα παζάρια, εις της Θεσσαλονίκης τα καντούνια, κ’ εις της Πόλης τα στενά. Ο μαχαλάς των δεν είναι ευρύς, —πού να βρεθεί ευρύτης στην μικρόπολιν αυτήν, την ως κυψέλην, ήτις δεν απλώνεται εις φάρδος αλλ’ εξαίρεται εις ύψος, όπως θα έλεγε ο μεγάλος κριτικός της εποχής, εις την σφηκοφωλιάν αυτήν, εις της οποίας τους λαβυρινθώδεις δρόμους, τα σκοτεινά κ’ υψηλά σπίτια, παστόνονται οι άνθρωποι ως ρέγγες και χωρούν κόσμοι ολόκληροι, —αλλ’ είν’ ο πολυανθρωπότερος βεβαίως και ο μάλλον ζωηρός. Πιάνει από τ’ ογκώδες κτίριον, το ως φρούριον, το οποίον έκαμαν οι Άγγλοι, κάτω στη Σπηλιά, ως αποθήκην διαμετακομίσεως, και όπου τώρα είν’ το Μόντε, το περίφημον, το ενεχυροδανειστήριον της Κερκύρας, παίρνει τον ανήφορο, τραβά εδώθε, σύρριζα του κάστρου, προς την Πόρτα τη Ρεάλα, που εγκρέμισ’ ο σιορ Μίκιος, και εκείθε προς την Πόρτα τη Ρεμούντα, διακόπτεται ολίγο, προς το τέλος της, από της Γκαρντελάκουες, τον δρόμον τον πλατύν και κεντρικόν, τον μόνον που επέχει θέσιν λεωφόρου στους Κορφούς, και προχωρεί επάνωθεν αυτού, λίγο ακόμη, σύμφυρμα σπιτιών και ατραπών και καντουνιών και σοκακίων, δαιδαλώδες. Πώς διαβιούν οι άνθρωποι αυτοί, εκεί μέσα εις των τρωγλών αυτών τα βάθη, μέσα εις των τρυπών αυτών τα έγκατα, υπό τον όγκον του φρουρίου άνωθεν, υπό το βάρος των υπερυψήλων οίκων, των σφιγμένων προς αλλήλους, εις των μονοπήχων καντουνιών αυτών το κλείσιμο, ως εις φυλακής τείχη, δίχως το φως το ζωοποιούν, δίχως το φως το τρέφον, δίχως το φως το ευθυμούν, δίχως το φως το λάμπον, χωρίς του ανοικτού αέρος την πνοήν, ήτις πληροί τα στήθη, εξεγείρει την ψυχήν, κινεί το αίμα εις τας φλέβας, φέρ’ εις τα νεύρα τον χυμόν, δίδει εις τους μυς τον τόνον; Πώς διαβιούν οι άνθρωποι αυτοί, εκεί, μέσα εις των πυργοειδών αυτών κτιρίων τους κρυψώνας, τας περιπλεκομένας κλίμακας, τα σκότη τ’ αδιεξίτητα, όπου ο μέγας Ήλιος δεν εισέρχεται, δεν στέλνει της μορφής του το χαμόγελο, δεν ρίχνει των μαλλιών του τον χρυσόν, δεν φθάνει να τοξεύσει μίαν καν ακτίνα, κατακόμβας σκιεράς, άντρα υγρά και ερεβώδη, τάφους νυκτός βαθείας, λέπρας στυγεράς, σαπίλας αναδιδομένης, διΐδρωμένης εκ των τοιχών, που σου πνίγει τον λαιμόν; Πώς διαβιούν οι άνθρωποι αυτοί, εκεί, μέσα εις των στενών αυτών την λάσπην, μέσα στων ατραπών αυτών τον ρύπον, μέσα στην βρώμαν την οικτράν, συσσωρευμένοι, ο ένας επάνω εις τον άλλον, πιεσμένοι συσφιγμένοι, συνδεμένοι, μάζα συμπαγής, οστρείδια καρφωμένα μεταξύ των και επί του βράχου τούτου, τον οποίον έρριξεν η Μοίρα μεταξύ τριών ηπείρων; Τι κρύβουν λοιπόν οι άνθρωποι αυτοί, για να φεύγουν έτσι του ουρανού την φαιδράν όψιν, για να φεύγουν το ευρύ του πρόσωπον, τι κρύβουν για να κρύβωντ’ έτσι ως κακούργοι, ως εκούσιοι δεσμώται, για να θάφτονται οι ίδιοι, ζωντανοί, μέσα εις των ειρκτών αυτών την πίσσαν, μέσα εις των βόθρων τούτων τα λιγδερά τάρταρα; Δεν το ξεύρω. Ό,τι ξεύρω είναι ότι ζουν εκεί, αγέλη μαντρωμένη, και μυρμηκιούν, κατά παντοίας διευθύνσεις, με το γαιώδες χρώμα των, το βλέμμα το λοξόν των, τα ερυθρά χείλη των, την μύτην των την μακράν και ασελγή.