Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κέρκυρα – Αγάπη Αγέραστη

Σπύρου Πλασκοβίτη, «Κέρκυρα – Αγάπη Αγέραστη», σ.266-269, περιοδικό Η Λέξη, τεύχος 127: Αφιέρωμα «Ταξίδια στην Ελλάδα», Ιούνιος 1995.

Την ίδια εποχή –κι ακόμα μισόν αιώνα μετά την απελευθέρωση– ούτε μια αληθινή πολιτεία δεν έβρισκες στην υπόλοιπη Ελλάδα· η Πάτρα, η Καλαμάτα, το Μεσολόγγι, η Λαμία, τα Γιάννενα, η Αθήνα–μικρά ή μεγάλα τουρκοχώρια όλες τους…

Κι ο εφτανησιώτης λαός κράτησε τη γλώσσα του – τη φυσική γλώσσα της μάνας του και του σπιτιού του, την ελληνική – μέσα απ’ όλους αυτούς τους αιώνες, για να την παραδώσει, σαν ήρθε ο καιρός, στους δασκάλους του και τους ποιητές του, χωρίς ν’ αφήσει να του την κάμουν πρόβλημα οι λογιώτατοι – καθαρεύουσα ή δημοτική. Γλώσσα του στάθηκε ως το τέλος η γλώσσα του Σολωμού. Κράτησε και τη θρησκεία του, αλλά δεν άφησε να του την κάμουν μαύρο φανατισμό και μισαλλοδοξία. Ανέχθηκε τον λατίνο σαν αδελφό χριστιανό. Κι από τον δικό του παπά ζήτησε περισσότερη γνώση και λιγότερο προσευχητάριο. Με τα ήμερα ήθη του, με την πειραχτική του ειρωνία καιτ ην αγάπη του για τη ζωή και τον έρωτα, με το βαθύ σεβασμό του για τη Φύση, τη Μουσική και τις Τέχνες – μακάρι να είχε διώξει τον αθηναϊκό μεγαλοϊδεατισμό, πριν αγγίξει τα όρια της εθνικής συμφοράς! Πόσα προβλήματα, που δεν παύουν να βασανίζουν και σήμερα τον τόπο μας, δεν θα είχαν ίσως έγκαιρα ξεπεραστεί…

Μισόν αιώνα τώρα, μετά τον τελευταίο πόλεμο, η Κέρκυρα –λιγότερο τ’ άλλα νησιά– εξακολουθεί να ζει από τους ξένους πουλώντας το χώμα της και κατασπαράζοντας τις ακτές της και τις δασωμένες της πλαγιές. Τούτος ο βιασμός της ομορφιάς της ξεπέρασε στη διάρκεια της δικτατορίας των απριλιανών κάθε προηγούμενο. Θα χρειαζόταν, σίγουρα, ειδικό δικαστήριο και μόνο για να λογοδοτήσουν οι φονιάδες του «Κανονιού» – μιας από τις μαγευτικότερες τοποθεσίες στον κόσμο – που το κατάστρεψαν, το ανασκολόπισαν, το θάψανε μέσα στο μπετόν, παραδίδοντας το νεκρό του στην ξενοδοχειακή βουλιμία και στην ταβερνόβια αδηφαγία, ανάμεσα σε δυο στενές λουρίδες άσφαλτο, όπου πανικόβλητος ο διαβάτης θ’ αποπειραθεί να φυλαχτεί – μην τον τσακίσουν τ’ αυτοκίνητα –, δίχως να το καταφέρνει πάντοτε…

Η τουριστική «αξιοποίηση» της Κέρκυρας, όπως έγινε κι εξακολουθεί να γίνεται, δεν είναι υπερβολή να τη χαρακτηρίσει κανένας σα μια δεύτερη φάση βομβαρδισμού της, έπειτα από τους βομβαρδισμούς του ’40 και του ’43 που εξαφάνισαν ένα μεγάλο μέρος της παλιάς πόλης. Εκείνοι γκρέμισαν γειτονιές και σπίτια, μα δεν μπόρεσαν να παραμορφώσουν το κορμί του νησιού. Η «αξιοποίηση» όμως σώριαζε κάθε χρόνο χιλιάδες τόνους μπετόν πάνω στα πιο ευαίσθητα σημεία του, σε κάθε σπιθαμή της κερκυραϊκής ακρογιαλιάς, σε κάθε τρυφερό κόλπο ή κολπίσκο. Μόνο όποιος δε γνώρισε την Κέρκυρα – την υπαίθρια και θαλάσσια Κέρκυρα – στα παλιότερα ειρηνικά της χρόνια μπορεί σήμερα να θαυμάζει τη..δόξα των ξενοδοχείων της και την πλημμύρα των αυτοκινήτων της τα καλοκαίρια! Πόσο χτίσιμο θα μπορέσει ν’ αντέξει ακόμα; Ως πότε ο αριθμός των «προσφερομένων κλινών και διανυκτερεύσεων» θ’ ανεβαίνει, χρόνο με χρόνο, απειλώντας να καταπιεί όλη την ύπαιθρο και να μετατρέψει τις μοσκοβολημένες αμμουδιές της σε γη καταυλισμών;

Είναι φόβος να σκεφτείς ότι αν υποχωρήσει κάποτε ο τουρισμός, που σήμερα εμπνέει τη μέθη του κέρδους στους ντόπιους και στους μη κερκυραίους ξένους επιχειρηματίες (οι οποίοι εκμεταλλεύονται το κερδισμένο χρήμα έξω από την Κέρκυρα), το νησί θα έχει απομείνει δίχως άλλους οικονομικούς πόρους, με την εγκατάλειψη των χωραφιών, τη σταθερή ελάττωση του αγροτικού πληθυσμού που παρατηρείται, την παραμέληση της ελιάς και την αδιαφορία για την όποια άλλη βιομηχανία εκτός της τουριστικής. Η άνοδος και η πτώση του τουριστικού ενδιαφέροντος για τη μια ή την άλλη περιοχή του κόσμου είναι γνωστό πως αποτελεί έναν αστάθμητο παράγοντα και κάθε χώρα θα πρέπει να υπολογίζει όλα τα ενδεχόμενα.

Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι, θα σου απαντήσουν οι «αρμόδιοι». Μα εμείς, οι … αναρμόδιοι, θα επιμένουμε να λέμε για την Κέρκυρα: ας κρατήσουμε τουλάχιστον την ελιά! Ψηλό, γέρικο δέντρο η ελιά της Κέρκυρας – ένας μεγάλος αριθμός τους βρίσκεται ριζωμένος στα ίδια χώματα από την εποχή των Βενετσιάνων. Είναι ο ίσκιος κι η ομπρέλα του νησιού, το προστατεύει από τον πολύ τον ήλιο, σώζει τη γη του στις μεγάλες κατηφοριές των λόφων της Κέρκυρας από το κατρακύλισμα και τη διάβρωση. Στην πείνα και στην πολιορκία του εχθρού, σε σκοτεινά χρόνια, το φυλαγμένο λάδι φτωχού και πλούσιου ήταν το καταφύγιο της ζωής κι η ελπίδα των σωμάτων για να σταθούν όρθια. Χρειάζονται χέρια σήμερα για τον αδυνατισμένο από την ηλικία των δέντρων καρπό – και που να βρεθούν τα χέρια, αφού έγιναν όλα χέρια γκαρσονιών και κουβαλάνε δίσκους; Πάλι καλά που…»οι συνήθως ύποπτοι» μετανάστες από την απέναντι Αλβανία έφεραν τελευταία μια κάποια λύση…

Ψηλά, γέρικα δάση – τα δάση της ελιάς στην Κέρκυρα. Κι αν δεν είναι πια εκείνο που ήταν, χρόνια και καιρούς, ως τα δικά μου παιδικά χρόνια, η πρώτη και κυριότερη εισοδηματική πηγή του αγρότη και του εμπόρου, μα και γενικότερα του μόνιμου κάτοικου του νησιού, τουλάχιστο χρησιμεύουν για να στήνουν τα τσαντίρια τους – σκηνές του ξανθού έρωτα, μέσα στον ίσκιο τους και τη δροσιά τους – οι καλοκαιρινοί σταυροφόροι της χαράς.

Είναι ένα χάρμα των ματιών όλη αυτή η αγκαλιασμένη νιότη, που φλυαρεί και γελοκοπάει μ’ εξωτικές φωνές ξεμπαρκάροντας από τα στολισμένα καΐκια στους παλιούς, αμμουδερούς όρμους των Φαιάκων. Που γιομίζει μελίσσι τα πράσινα βράχια ή σημαδεύει με τα ξυπόλητα πόδια της τα στενά «καντούνια» και την «Πάνω Πλατεία» της πόλης, και μαζεύει στις φούχτες της μπουγαρίνια έξω από κάποιες μάντρες αρχοντικών. Τα παλιά αφεντικά του «λιμπροντόρο», κι οι απόγονοί τους με τις κορακίσιες ρεδιγκότες τους, ξεθωριάζουν ολοένα και σβήνουν στα βάθη από τα σκοτεινά τους πορτραίτα, κρεμάμενοι στους τοίχους – όπου ακόμα σώζονται – και στα διοικητήρια της αγγλοκρατίας. Οι θλιμμένες αυτοκράτειρες του Χρηστομάνου, οι εγγλέζοι ναύαρχοι, οι «Μεγάλοι Δούκες» και πρίγκιπες επισκέπτες της «μπελ-επόκ», τίποτα περισσότερο πια από μια σκονισμένη επιγραφή σε σκουριασμένο μέταλλο, έχοντας κιόλας σαρωθεί από τον όλεθρο του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, βουλιαγμένοι για πάντα στα νερά της Γιουτλάνδης. Χιλιάδες επόμενοι νεκροί βιάστηκαν να τους σκεπάσουν στον Δεύτερο Παγκόσμιο – ποιος θυμάται ότι υπήρξαν κάποτε ζωντανοί…

Τούτη η σημερινή νιότη, με το δισάκι, την κονσέρβα και το φιλί στο στόμα, είναι οι καινούριοι πρίγκιπες, οι ανήσυχοι άγγελοι μιας ελπιζόμενης ειρήνης, διαφορετικής απ΄ όσες «ειρήνες» δοκιμάσαμε εμείς οι παλιότεροι, και κοιτάζοντάς την στα μάτια θέλεις να πιστέψεις ότι πρέπει να της έχεις εμπιστοσύνη· ότι δεν θ’ αφήσει να τη βουλιάξει σε άπατα βάθη ο άλλος τρίτος πόλεμος – ο παγκόσμιος των ναρκωτικών…

Ας ήταν, λες, αυτός μόνο ο καλοδεχούμενος τουρισμός, ο ακίνδυνος για το σχήμα και το χώμα του νησιού της Κέρκυρας! Δεν θα είχε το φόβο να την κατακερματίσουν σε οικόπεδα και να τη γιομίσουν αγκαθωτό συρματόπλεγμα όπου πατήσεις – σημάδια κυριαρχίας του «ιερού συνταγματικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας», στα πλαίσια μιας κοινωνίας ανίερης…

Αλλά το ξέρω πως θα χαμογελάσουν, αν τα διαβάσουν ετούτα που αραδιάζω εδώ, οι οικονομικοί μας σύμβουλοι και οι επί του τουρισμού παραχαράκτες του ελληνικού τοπίου. Γιατί, ίσα-ίσα, τους «υψηλής στάθμης» ξένους θα σου πουν ότι αγωνίζεται κάθε χώρα να τραβήξει κοντά της· αυτοί κουβαλούν στα φουστάνια και στα γιλέκα τους το μαγικό φίλτρο της εποχής μας, το συνάλλαγμα. Αυτοί στηρίζουν και δικαιολογούν τη ντόπια και την πολυεθνική «ατσιδωσύνη», την ξενοδοχειακή έκρηξη, το τράφικο και την αγοραπωλησία στο χώρο των ηθών. Οι άλλοι – νεαροί εργάτες και μικροϋπάλληλοι, φοιτητές, φτωχοεπαγγελματίες του ποδαριού – τι να τους κάνεις; Σπουργίτες και λιανοπούλια, που δεν θα γίνουν ποτέ τους φασιανοί και παγώνια, λογαριάζονται μονάχα για μπελάς…

Μα εμείς, οι πάντοτε «αναρμόδιοι»–τι δυστυχία, αλήθεια, να βρίσκεσαι διαρκώς με τόσους πολλούς στην πλευρά των «αναρμόδιων» και πάντα οι «αρμόδιοι» σε κάθε ζήτημα, οι κατέχοντες το «μυστικό», να είναι οι λίγοι, πολύ λίγοι, πολύ βλοσυροί και δύσκολοι να μιλήσουν! Εμείς λοιπόν, οι «αναρμόδιοι», έχουμε το δικαίωμα να φωνάζουμε πως για κανένα λόγο και για κανενός είδους «συμφέροντα» μια χώρα δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του εκμαυλιστή, μετατρέποντας σε γκαρσόνια, καμαριέρες και τσιτσερόνε το εργατικό δυναμικό της και σε ρουλέτες τα ιστορικά παλάτια της.

Η Φύση του νησιού ακόμα αντιστέκεται, ακόμα πρασινίζει τις πυρπολημένες πλαγιές, ανεβάζοντας στο φως καινούρια κλαριά και φύλλα μέσα από τις κρυμμένες ρίζες, χωρίς να περιμένει τη βοήθεια των …«Υπηρεσιών» αναδάσωσης. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Κέρκυρας, στον ίσκιο του Παλιού και του Νέου Φρουρίου της, περιτρέχοντας με το καΐκι τις κρυφές, τις ερωτικές καμπύλες του νησιού και ανασαίνοντας το θαλασσινό τους άρωμα, μοιάζει σα να χαϊδεύει το αγέραστο σώμα – πάντοτε νέο κι επιθυμητό, παρ΄ όλα τα χτυπήματα και τις αδικίες των καιρών. Καθώς σου το θυμίζει ο σολωμικός στίχος

Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα
…Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.

Μάης 1995