Θεσσαλονίκη

Σε καιρό πολέμου

Συγκρότηση ενότητας: Ελένη Κοσμά

Κάστρα/Άνω Πόλη Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914–1918) και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939–1945)

Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914 – 1918), γνωστός και ως Μεγάλος Πόλεμος, ήταν η πρώτη γενικευμένη πολεμική σύγκρουση στην οποία πήραν συμμετείχε το σύνολο των ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο προκάλεσε η βαθιά οικονομική ύφεση, ο οικονομικός ανταγωνισμός και ο συνακόλουθος επεκτατισμός πολλών κρατών. Η αφορμή, ωστόσο, δόθηκε στις 28 Ιουνίου του 1914, όταν ένας Σέρβος φοιτητής δολοφόνησε τον διάδοχο του θρόνου της Αυστρίας και τη σύζυγό του στο Σεράγεβο. Η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον αμέσως τον πόλεμο στη Σερβία και σε μικρό χρονικό διάστημα, παρασυρούμενα και από τις συμφωνίες συνεργασίας, μπήκαν στον χορό και τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, στις Ενωμένες Δυνάμεις ή αλλιώς Αντάντ (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ρωσία, Η.Π.Α.) και τις Κεντρικές Δυνάμεις ή αλλιώς Τριπλή Συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία). Ο πόλεμος τελείωσε στις 11 Νοεμβρίου 1918, με επικράτηση των δυνάμεων της Αντάντ. Η ανθρωπογεωγραφία της Ευρώπης άλλαξε σημαντικά και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Η Ελλάδα μπήκε στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, παίρνοντας το μέρος της Αντάντ, έπειτα από μια μακροχρόνια έρειδα μετατξύ του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον διχασμό του ελληνικού λαού. Το τέλος του πολέμου βρήκε την -ταλαιπωρημένη και από τους πρόσφατους Βαλκανικούς Πολέμους- Ελλάδα με το μέρος των νικητών. Η Θεσσαλονίκη μέσα στη δίνη των εξελίξεων είχε καίριο ρόλο, αφού δεξιώθηκε το βενιζέλικο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του βασιλιά Κωνσταντίνου και την κρισιμότατη κρίνοντας και από το τελικό αποτέλεσμα συμπόρευση της Ελλάδας με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (1939 – 1945) είναι ένα μνημείο εξαθλίωσης, σκληρότητας και έκπτωσης της ανθρώπινης ταυτότητας. Η Ελλάδα μπήκε στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1940, μετά τον τορπιλισμό του καταδρομικού Έλλη από τους Ιταλούς και την κήρυξη από τους τελευταίους του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Οι ελληνικές δυνάμεις απέκρουσαν την ιταλική επίθεση, απωθώντας τα ιταλικά στρατεύματα στα αλβανικά σύνορα. Οι γερμανικές δυνάμεις, όμως, εισέβαλαν στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1941 προς ενίσχυση των συμμαχικών τους δυνάμεων που κινδύνευαν, αλλα και για να αποκλείσουν την όποια σοβιετική επικουρία στον ελληνικό χώρο. Ένα από τα πιο ηχηρά στιγμιότυπα του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ήταν το Ολοκαύτωμα των Εβραίων. Η πόλη της Θεσσαλονίκης επλήγη σημαντικά από τη ναζιστική βιομηχανία θανάτου, χάνοντας μαζί με την πολυπλυθέστατη εβραϊκή της κοινότητα, τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Στις αρχές του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης της Θεσσαλονίκης μοιραζόταν ανάμεσα σε δύο γλώσσες: την ισπανοεβραϊκή και την ελληνική. Όταν ο πόλεμος είχε φτάσει στο τέλος του, ο πληθυσμός αυτός έπαψε ίσως να είναι μοιρασμένος γλωσσικά, ήταν όμως αποδεκατισμένος αριθμητικά και πολιτισμικά: οι ελάχιστοι θεσσαλονικείς Εβραίοι που επέζησαν μετά τη ναζιστική θηριωδία επέστρεψαν στην πόλη τους, με ένα φορτίο δυσμεταχείριστο και με την ηθική, ψυχολογική και πολιτισμική ανάγκη να αφηγηθούν όσα έζησαν και όσα είδαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν από την Αθήνα στις 12 Οκτωβρίου 1944, αφήνοντας πίσω τους μια «έρημη χώρα», ανθρώπους εξαθλιωμένους, οργισμένους και πεινασμένους. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε ήταν μια προέκταση των δεινών που προκάλεσε στην Ελλάδα η ναζιστική εισβολή. Στην ενότητα αυτή θα παρακολουθήσουμε ορισμένα από τα στιγμιότυπα των δύο μεγάλων πολέμων, έτσι όπως αυτά καταγράφηκαν μέσα από την αφήγηση της πόλης της Θεσσαλονίκης.

Μετάβαση στο σημείο: Κάστρα/Άνω Πόλη