Θεσσαλονίκη

Μια εβραϊκή πόλη

Συγκρότηση ενότητας: Ελένη Κοσμά

Η αφήγηση της μνήμης, η μνήμη της αφήγησης[1]

Έπειτα από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, οι σεφαραδίτες Εβραίοι που είχαν εγκατασταθεί εκεί σταδιακά ήδη από τον 15ο αιώνα, μετά τον διωγμό τους από την Ισπανία, αποτέλεσαν ένα πολυπληθέστατο και ιδιαιτέρως δυναμικό κομμάτι της πόλης. Η κοινότητα της θρησκείας, της γλώσσας, της κουλτούρας και της παράδοσης ήταν ο συνδετικός κρίκος που ένωνε τους Εβραίους της πόλης, μέχρι και το 1915, όταν με ειδική νομοθεσία που στόχο είχε την πολιτισμική τους αφομοίωση υποχρεώθηκαν να διδάσκονται την ελληνική γλώσσα. Στις αρχές του Β Παγκοσμίου Πολέμου ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης μοιραζόταν ανάμεσα σε δύο γλώσσες: την ισπανοεβραϊκή και την ελληνική. Όταν ο πόλεμος είχε φτάσει στο τέλος του, ο πληθυσμός αυτός έπαψε ίσως να είναι μοιρασμένος γλωσσικά, ήταν όμως αποδεκατισμένος αριθμητικά και πολιτισμικά: οι ελάχιστοι θεσσαλονικείς Εβραίοι που επέζησαν μετά τη ναζιστική θηριωδία επέστρεψαν στην πόλη τους, με ένα φορτίο δυσμεταχείριστο και με την ηθική, ψυχολογική και πολιτισμική ανάγκη να αφηγηθούν όσα έζησαν και όσα είδαν στα ναζιστικά στρατόπεδα.

Οι αφηγήσεις των ανθρώπων που επιβίωσαν από τη μαζική βιομηχανία θανάτου που έστησε ο Χίτλερ τη δεκαετία του 1940, η οποία μετριοπαθώς, όπως γράφει ο Ελί Βιζέλ στον πρόλογο της Νύχτας, ονομάστηκε «Ολοκαύτωμα», και που στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας και ιστορίας ταξινομούνται ως «μαρτυρίες», εξυπηρετούν έναν διπλό στόχο: τη «θεραπεία» του μάρτυρα και τη διατήρηση της μνήμης, καταστατικό πρόταγμα της εβραϊκής σκέψης πολύ πριν το Ολοκαύτωμα: η λέξη «ζαχόρ» [μνήμη] εμφανίζεται πολλές φορές στην Πεντάτευχο. Η εβραϊκή μνήμη, ακριβώς ως πράξη αντίστασης, καθίσταται δυνατή μέσα από την αφήγηση και ως αφήγηση, στο βαθμό ακριβώς που η αφήγηση συνιστά ένα βασικό στιγμιότυπο στον ευρύτερο κοινωνικό λόγο και εγκαθιδρύει έναν κοινωνικό και θρησκευτικό δεσμό ανάμεσα στον αφηγητή και τον ακροατή.

Ο ιταλοεβραίος επιζήσας των ναζιστικών στρατοπέδων Πρίμο Λέβι εξομολογείται στις σελίδες του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος πως η μεγαλύτερή του αγωνία και το δυνατότερο κίνητρο για την επιβίωσή του ήταν η εξασφάλιση της δυνατότητας αυτής της αφήγησης. Η καταγραφή της εμπειρίας του επιζήσαντος είναι η υπεσχημένη καταβολή των οφειλών του στην «τύχη» που του επέτρεψε την επιβίωση και την ίδια στιγμή ένα καθήκον προς την φιλοσοφική και ηθική παράδοση της φυλής του και μια ευθύνη προς τις επόμενες γενιές. Ποια είναι τα γλωσσικά υλικά, όμως, που θα επιστρατευτούν προκειμένου να καταγραφεί αυτή η αφήγηση και κατά πόσο αυτή η αφήγηση θα συνιστά ιστορικό τεκμήριο: θα εντάσσεται στο χώρο της ιστοριογραφίας; Αυτό το τελευταίο, σημειώνει η Ρίκα Μπενβενίστε («Εβραϊκή ιστορία, εβραϊκή μνήμη, μνημονικοί τόποι», στο: Εβραϊκή ιστορία και μνήμη, Πόλις, 1995), δεν ήταν ποτέ βασικό μέλημα της εβραϊκής παράδοσης, στην οποία ιστορία και μνήμη διακρίνονται σαφώς ως προς τη στάση που υποδεικνύουν απέναντι στη γνώση και αυτό που προκρίνεται ως σημαντικότερο είναι η μνήμη, ακριβώς μέσα από τις εκτροπές και τις επανοικειοποιήσεις της.

Στην ειδική περίπτωση του Ολοκαυτώματος, όμως, προκειμένου να διατηρηθεί η μνήμη, πρέπει να γίνει «ιστορία»: πρέπει να βρεθεί ο λόγος που θα καταστήσει «τη μνήμη μηχανισμό εγρήγορσης και κριτικής συνείδησης». Το διακύβευμα της μνήμης, με λίγα λόγια, είναι περισσότερο ηθικής, παρά ιστοριογραφικής τάξεως. Γι’ αυτό, ακριβώς, η τέχνη μπορεί εδώ να αποτελέσει ξεκάθαρα ιστορική μαρτυρία. Και για έναν λόγο ακόμη: ίσως μόνο μέσα στην τέχνη μπορεί να υπάρξει το μη αναπαραστάσιμο, το μη απεικονίσιμο: και άρα η ειδική συνθήκη του Ολοκαυτώματος οφείλει να πριμοδοτήσει αυτόν το χώρο –τον μόνο ίσως χώρο που μπορεί να την αφηγηθεί. Ποιες είναι οι λέξεις, όμως, που θα μπορέσουν να «κατασκευάσουν» αυτήν την αφήγηση; Που θα μπορέσουν να περιγράψουν τη ζωή του εβραίου haftling μέσα στο στρατόπεδο –ιδίως από τη στιγμή που η ίδια η γλώσσα υπέστη τον μεγαλύτερο εξευτελισμό από το ναζιστικό μηχανισμό;

Η απολύτως συνειδητή, προσανατολισμένη και κάθε άλλο παρά «διεκπεραιωτική» οικοδόμηση του ναζιστικού γλωσσικού μοντέλου είχε ως αποτέλεσμα την υπονόμευση της ίδιας της γλώσσας: «Είχα πάρα πολλά πράγματα να πω, μα μου έλειπαν οι λέξεις. […] Θα έπρεπε να επινοήσω μιαν άλλη γλώσσα. Πώς θα μπορούσα να αποκαταστήσω και να εξανθρωπίσω το λόγο, έναν λόγο προδομένο, διαβρωμένο και υπονομευμένο από τον εχθρό; Πείνα, δίψα, μετάθεση, διαλογή, φωτιά, καμινάδα: όλες αυτές οι λέξεις σημαίνουν κάτι, μα την εποχή εκείνη σήμαιναν κάτι άλλο», γράφει ο Ελί Βιζέλ στον πρόλογο της Νύχτας και είναι φανερό ότι αυτή η γλώσσα δεν διαπιστώνει, αλλά, επιτελεί –και καμουφλάρει: οι τσιγγάνοι και οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες υπέστησαν «ευθανασία», η εξόντωση των Εβραίων ήταν μια «τελική λύση», τα ποιητικά σλόγκαν, όπως «Νύχτα και Ομίχλη» (από τα Νιμπελούγκεν), όταν γράφονταν στην καρτέλα ενός κρατούμενου πρόγραφαν την εξόντωσή του, και η φοβερή «διαλογή» ήταν μια ταξινόμηση ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς.

Οι επιζήσαντες οφείλουν να γράψουν, διότι, σε τελική ανάλυση, γι’ αυτό επέζησαν, για να εξιστορήσουν «αυτήν την τεράστια κοινωνική και βιολογική εμπειρία» του Λάγκερ, όπως γράφει ο Λέβι. Οι μαρτυρίες από το Ολοκαύτωμα είναι μαρτυρίες θανάτου, γραμμένες από ανθρώπους σχεδόν νεκρούς, ή, τελοσπάντων, από ανθρώπους που και μετά την απελευθέρωση ακροβατούν σε ένα λεπτό σκοινί, που λίγα έχει να χωρίσει ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, από ανθρώπους που έφτασαν να λένε το «καντίς» για τους εαυτούς τους, ενώ ήταν ακόμη εν ζωή: «Γύρω μας έκλαιγαν. Κάποιος άρχισε να λέει το καντίς, την προσευχή των νεκρών. Δεν ξέρω αν έχει ξανασυμβεί ποτέ στη μακραίωνη ιστορία του εβραϊκού λαού κάποιοι άνθρωποι να πουν την προσευχή των νεκρών για τον εαυτό τους εν ζωή», γράφει ο Ελί βιζέλ στη Νύχτα.

Με αυτό το φορτίο στην πλάτη μας θα πρέπει να περιηγηθούμε στην πόλη της Θεσσαλονίκης: να ακούσουμε, να δούμε και να διαβάσουμε την ιστορία της, την ιστορία των Εβραίων πολιτών της, μέσα από τα δικά τους μάτια, αλλά και μέσα από τα μάτια των αλλόθρησκων συμπολιτών τους. Να συστηθούμε εκ νέου με την πόλη και να την αφήσουμε να μας συστήσει έναν άγνωστο –ίσως για αρκετούς– εαυτό της.

[1] Η εργασία αυτή οφείλει το κρισιμότερο κομμάτι της στην έρευνα, αλλά και στην μετάδοση της γνώσης, της ευαισθησίας και της διάθεσης της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, στην οποία, άλλωστε, οφείλουμε και την προσβασιμότητα στα περισσότερα από τα κείμενα που ανθολογούνται.