Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης Όρος Πάγος-Άγιος Πολύκαρπος
Δύο χιλιόμετρα μακριά από την ακτή, βρίσκεται o Πάγος (Kizildag), ονομασία για το λόφο αλλά και για το κάστρο που δεσπόζει στην κορυφή του. Το Βελούδινο Κάστρο (Kadifekale) είναι φρούριο που χτίστηκε σε θεμέλια της Ελληνιστικής περιόδου, αρχικά 40 πύργων, στους οποίους αργότερα οι ανά την ιστορία κατακτητές της Σμύρνης, —Ρωμαίοι, Γενοβέζοι, Οθωμανοί— προσέθεταν νέα οχυρωματικά κτίσματα. Δυτικά του κάστρου, βρισκόταν το στάδιο της Σμύρνης, όπου κατά το 155 μ.Χ. μαρτύρησε ο επίσκοπος Σμύρνης, Άγιος Πολύκαρπος. Ανατολικά του κάστρου, βρισκόταν το αρχαίο Θέατρο της Σμύρνης. Τόσο το Στάδιο όσο και το αρχαίο θέατρο καταστράφηκαν από το σεισμό του 178 μ.Χ. και ελάχιστα ίχνη τους σώζονται ως σήμερα.
Η πανοραμική θέα της πόλης από την κορυφή του Πάγου είναι καταλυτική τόσο σε μια επιτόπια επίσκεψη στη Σμύρνη όσο και σε μια εικονική περιήγηση.
Εξίσου σημαντική είναι και η διαδρομή της ανάβασης, πραγματοποιούμενη μέσα από τις φτωχογειτονιές της Σμύρνης.
Στα κείμενα της ενότητας να εντοπίσετε και να καταγράψετε τους διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται, ώστε να αποδοθεί η περιδιάβαση και η πανοραμική εποπτεία της πόλης. Τι μας προσφέρει αλλά και τι μας στερεί η «ανάγνωση» της πόλης από ψηλά; Να χρησιμοποιήσετε τις φωτογραφίες της ενότητας επικουρικά σ’ αυτή σας την προσπάθεια.
Οδοιπορικό-Η Ελλάδα το...
Οι Έλληνες ξεκινώντας από μια συνοικία της Εφέσου που τη λέγαν Σμύρνα, χτίσαν λίγες καλύβες στο βάθος του κόλπου, που πήρε τ’ όνομα της πρώτης τους πατρίδας. Ο Αλέξανδρος, θέλοντας να τους συγκεντρώσει όλους μαζί, τους έχτισε μια πόλη κοντά στον ποταμό Μέλη. Ο Αντίγονος, εκτελώντας τις διαταγές του Αλεξάνδρου, άρχισε αυτό το έργο κι ο Λυσίμαχος το αποτελείωσε. Η επιτυχημένη τοποθεσία της καινούργιας πόλης, άξια του θεμελιωτή της Αλεξάνδρειας, έμελλε να της εξασφαλίσει την ευημερία. Μέλος πια της συμμαχίας των ιωνικών πόλεων, η Σμύρνη έγινε, με τον καιρό, το κέντρο του εμπορίου της Μικράς Ασίας. Η ευμάρειά της τράβηξε όλες τις τέχνες, ώστε γρήγορα τη στόλισαν μεγαλόπρεπα μνημεία και την πλημμύρισαν ξένοι, που έρχονταν να την πλουτίσουν με τα προϊόντα των πατρίδων τους και να διδαχθούν από τους ποιητές της και τους ρήτορές της. Η γλυκιά διάλεκτος αυτής της χώρας έδινε μια νέα γοητεία σ’ αυτή την ευγλωττία, που φαίνεται πως είναι έμφυτη στους Έλληνες. Η ωραιότητα του κλίματος επηρέαζε την ωραιότητα των κατοίκων, που πρόσφερναν στους καλλιτέχνες πρότυπα τα οποία αποκάλυπταν στον υπόλοιπο κόσμο τη φύση και την τέχνη τέλεια συνταιριασμένες.
Η Σμύρνη ήταν μια από τις εννιά πόλεις που διεκδικούσαν την τιμή ότι γέννησαν τον Όμηρο. Έδειχναν μάλιστα στις όχθες του Μέλη τον τόπο όπου η Κριτεΐς, η μητέρα του, τον έβγαλε στο φως και το σπήλαιο όπου ο ποιητής κατέφυγε, για να συνθέτει τους αθάνατους στίχους του. Ένα μνημείο, στημένο στη δόξα του και φέρνοντας τ’ όνομά του, υψωνόταν στο κέντρο της πόλης. Κάτω από τις πλατιές του στοές, κάναν τις συνελεύσεις τους οι πολίτες. Τέλος, στα νομίσματα των Σμυρναίων ήταν χαραγμένη η εικόνα του Ομήρου, σαν να αναγνώριζαν όλοι για βασιλέα τους τη μεγαλοφυΐα, που τόσο τους είχε δοξάσει.
«Η Σμύρνη διατήρησε πολύτιμα λείψανα της αρχαίας της ευημερίας ως ότου η Αυτοκρατορία άρχισε να παλεύει εναντίον των βαρβάρων. Την κυρίεψαν οι Τούρκοι, την πήραν ξανά οι Έλληνες. Και τις δυο φορές λεηλατήθηκε και ερημώθηκε. Στις αρχές του 13ου αιώνα, από τη Σμύρνη δεν υπήρχαν πια παρά μόνο τα ερείπια της Ακρόπολης της, που το επισκεύασε ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Κομνηνός. Αυτό το φρούριο δεν μπόρεσε ν’ αντέξει στις επιθέσεις των Τούρκων, που πολλές φορές το κυρίεψαν, αν και τους ενοχλούσαν οι ιππότες της Ρόδου. Βρίσκοντας οι ιππότες μια ευνοϊκή ευκαιρία, ύψωσαν εκεί ένα φρούριο και κρατήθηκαν ως ότου ο Ταμερλάνος το κυρίεψε μέσα σε δεκατέσσερις μόνο μέρες, ενώ ο Βογιατζής το πολιορκούσε επτά ολόκληρα χρόνια.
«Η Σμύρνη άρχισε να ξαναζεί μέσα από τα ερείπια της, από τότε που οι Τούρκοι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και σε λίγο, εξ αιτίας της τοποθεσίας της ξανακέρδισε την ευημερία της, που την είχε χάσει με τους πολέμους. Έγινε το επίνειο του εμπορίου όλων αυτών των περιοχών. Οι κάτοικοι, έχοντας ξεθαρρέψει, παράτησαν τις κορυφές των βουνών και χτίσαν καινούρια σπίτια στην παραλία, χρησιμοποιώντας για το χτίσιμό τους τα μάρμαρα των αρχαίων μνημείων από τα οποία σώζονται σήμερα λίγα μόνο συντρίμματα. Και κανένα λείψανο δεν μένει στη θέση που υψωνόταν το Στάδιο και το Θέατρο. Του κάκου κανείς θα ζητούσε να βρει σε ποιο μνημείο ανήκαν τα λείψανα κάποιων θεμελίων και τα κομμάτια κάποιων τοίχων, που φαίνονται ανάμεσα στο φρούριο και στην καινούργια πόλη».
Οι σεισμοί, οι πυρκαγιές και η πανούκλα, ταλαιπώρησαν πολλές φορές τη νεότερη Σμύρνη, όπως οι βάρβαροι την αρχαία. Η πανούκλα, μάλιστα, έδωσε σ’ έναν δικό μας ιεραπόστολο την ευκαιρία να δείξει αφοσίωση σπάνια ακόμα και σ’ αυτούς τους ιερωμένους. Κι είναι πολύ αξιόπιστη η ιστορία αυτή, αφού την αναφέρει λειτουργός της αγγλικανικής εκκλησίας. Ο αδελφός Λουδοβίκος, από την Παβία, του τάγματος των Ρεκολλέ ιδρυτής στη Σμύρνη του νοσοκομείου «Άγιος Αντώνιος» αρρώστησε κι αυτός από πανούκλα κι έταξε στο Θεό πως, αν γινόταν καλά, θα αφιέρωνε τη ζωή του στην περίθαλψη των χτυπημένων από την ίδια αρρώστια. Ο αδελφός Λουδοβίκος σώθηκε ως εκ θαύματος από το θάνατο και πραγματοποίησε στο ακέραιο το τάξιμό του. Αμέτρητοι είναι οι μολυσμένοι που φρόντισε και λογαριάζουν πως έσωσε τα δυο τρίτα από τους δυστυχισμένους που συνέτρεξε.
Στη Σμύρνη δεν είχα να δω τίποτα το αξιοπερίεργο, εκτός από τον Μέλη, που όμως κανένας δεν τον ξέρει, για τρεις η τέσσερες χείμαρροι διεκδικούν αυτό το όνομα. Όμως εκείνο που μου έκαμε μεγάλη εντύπωση και που μου ξάφνιασε ήταν η εξαιρετική γλυκύτητα του κλίματος. Ο ουρανός, αν και όχι τόσο καθάριος όσο ο αττικός, είχε εκείνο το χρώμα, που οι ζωγράφοι ονομάζουν «θερμό τόνο», ήταν δηλαδή γιομάτος λεπτότατους αχνούς, χρυσορόδινους από το φως. Κι όταν τύχαινε να μην έρχεται αεράκι από τη θάλασσα, ένοιωθα μια χαύνωση, σχεδόν κάτι σα λιποθυμία –γνώρισμα της μαλθακής Ιωνίας. Η διαμονή μου στη Σμύρνη με υποχρέωσε να ξαναπάρω το ύφος και τους τρόπους του πολιτισμένου ανθρώπου, να δέχομαι και να ανταποδίδω επισκέψεις. Οι έμποροι, που μου έκαμαν την τιμή να με επισκεφθούν ήταν πλούσιοι, κι όταν ερχόταν η σειρά μου να τους ανταποδώσω την επίσκεψη, στα σπίτια τους έβρισκα γυναίκες κομψότατες, που θα έλεγες πως τα φορέματά τους τα είχαν αγοράσει το πρωί από τα καταστήματα του Λερουά. Ανάμεσα στα ερείπια των Αθηνών και τα λείψανα της Ιερουσαλήμ, το άλλο αυτό Παρίσι, στο οποίο είχα φτάσει μ’ ένα ελληνικό πλοίο κι απ’ όπου ετοιμαζόμουν να φύγω μ’ ένα τούρκικο καραβάνι, έκοβε ειδυλλιακά τις σκηνές του ταξιδιού μου: Ήταν είδος πλουτισμένης όασης, μια Παλμύρα ανάμεσα στις ερημιές της βαρβαρότητας. Πρέπει όμως να ομολογήσω ότι, έχοντας μια φυσική ροπή προς τον πρωτογονισμό, δεν είχα έρθει στην Ανατολή για να ζητήσω κοινωνικές συναναστροφές, μα ανυπομονούσα να δω καμήλες∙ και ν’ ακούσω τις κραυγές του οδηγού.
Με του Βορηά τα κύματα...
Επί του Πάγου. —Η ακρόπολις. —Το αρχαίον Θέατρον και το Στάδιον.
—Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου.Μίαν εκτάκτως δροσεράν πρωίαν, μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας—απερίγραπτον ευχαρίστησιν ησθανόμην ν’ ακούω την ιεράν Λειτουργίαν εν τη Αγία Φωτεινή, καθ’ εκάστην τελουμένη, πότε εν τω δεξιώ παρεκκλησίω, και πότε εν των αριστερώ, τω τιμωμένω επ’ ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, ου η εικών εζωγραφισμένη μεγάλη όπισθεν του στασιδίου του Λαμπαδαρίου, ήτοι του αριστερού ψάλτου, και να ακούω την περιπαθή μελωδίαν του τυφλού Ψαλτάκου—Μετά την θείαν λειτουργίαν λοιπόν, κατελθών από το Τρίστρατον εις την παραλίαν, εκεί οπού ητοιμαζόμην να καθίσω ολίγον εις το μαγαζάκι του καλού φίλου μου Τσιριγώτου, και συνεννοηθώ περί των οψωνίων του γεύματος, να και μου παρουσιάζεται το συμπαθητικώτατον Γεροντάκι μου, ο ανεψιός του Καρασούτσα, και μου λέγει, με την ξηράν άχρουν φωνήν του.
—Σήμερα θάχωμεν δροσιά, αγαπητέ ταξιδιώτα. Διακρίνω καλά σημεία κάτω βαθιά προς την είσοδον του Ερμαίου. Ο ζέφυρος θα πάρει ενωρίς. Δεν θέλεις να κάμωμεν ένα περίπατον έως εις τον Πάγον;
Και εσιώπησεν, αναμένων την γνώμην μου.
Εκοίταξα προς τα ύψη επάνω οπού εφαίνετο ολίγον το ωραίον της Σμύρνης βουνόν, ο Πάγος, εις το άκρον επάνω της πόλεως, εύμορφα στολισμένος με καταπράσινον φυτείαν. Εκοίταξα την είσοδον του Ερμαίου· εκοίταξα και τον καλώτατον γηραλέον οδηγόν μου.
—Πάμε, του είπα.
Επίομεν από ένα καφέν κατά πρώτον, συνοδευμένον με σμυρναϊκόν ευώδες τσίπουρο.
Απεχαιρετίσαμεν τον περιποιητικόν μαγειράκον, και εξεκινήσαμεν.
—Θέλω να ιδείς, μου λέγει, πριν φύγεις, την Αρχαίαν Ακρόπολιν. Να ιδείς που ήτο κτισμένη η αρχαία πόλις. Να ιδείς το Θέατρόν της, τα ερείπιά του δηλαδή, να ιδείς το Στάδιον. Να ιδείς το μέρος όπου εμαρτύρησεν ο άγιος Πολύκαρπος, ο πρώτος Επίσκοπος της Σμύρνης…
Εγώ ακούσας το ιερόν όνομα του Ιεράρχου αθλητού, εν από τα προσφιλέστερα του αρχαίου Μαρτυρολογίου, δεν ήθελα άλλην παρότρυνσιν, ίνα αναβώ εις το ύψος εκείνο της πόλεως, το οποίον σπανίως οι ξένοι πάροικοι αναβαίνουσι· διότι είναι πολύ επίπονος η ανάβασίς του, μάλιστα εν ημέρες θέρους, επειδή αι οδοί είναι παρά πολύ στεναί, και αι συνοικίαι πυκνώς στενοχωρημέναι και ασφυκτικαί. Διερχόμενοι τα κάτω μέρη της πόλεως, έως ν’ αναβώμεν, θαυμάζομεν ιστάμενοι εδώ κ’ εκεί το φιλανθές των Σμυρναίων, αι οποίαι τας οικίας των εις ωραίους δροσερούς κηπίσκους έχουν μεταβάλει.
Αναβαίνοντες είτα και αναβαίνοντες, δια μέσου εν συνωστισμώ συσσωρευμένων οικίσκων διερχόμενοι, εφθάσαμεν τέλος επί του Πάγου. Απερίγραπτον εντεύθεν το ευφρόσυνον πανόραμα οπού εξαπλούται πολύ πολύ, μέχρι της εισόδου του Ερμαίου.
—Να εδώ, τα λείψανα της αρχαίας Ακροπόλεως, μου λέγει ο προσηνέστατος συνοδός μου.
Και εβαδίζαμεν ωσάν περιηγηταί, παρατηρούντες το έδαφος.
—Αυτά εδώ τα λείψανα, είναι ερείπια του Θεάτρου και του Σταδίου. Είμεθα τώρα μέσα εις το αρχαίον Στάδιον, όπου εμαρτύρησεν ο Άγιος Πολύκαρπος.
Αποκαλυφθείς εγονάτισα επί του εδάφους.
Ως εν ριπή περιήστραψε τότε ενώπιόν μου μία σελίς της παναρχαίας Εκκλησιαστικής ιστορίας. Σελίς των πρώτων Χριστιανικών χρόνων, ότε μόλις απελθόντων των μακαρίων Αποστόλων, εισήλθον εις το Στάδιον του μαρτυρίου οι Απολογηταί και οι άλλοι Αποστολικοί Πατέρες. Σελίς ολοχρυσος της Εκκλησίας μας, με κατακόκκινα γράμματα γραμμένη, βαμμένα εις τα μαρτυρικά των Αίματα.
Κατά τας αποκρύφους Πράξεις του Πολυκάρπου ούτος εν Ασία γεννηθείς εμαθήτευσε παρά τω Επισκόπω Σμύρνης Βουκόλω, όστις κατέστησεν αυτόν Επίσκοπον Σμύρνης. Το βέβαιον όμως είναι ότι ούτος εχρημάτισε μαθητής Ιωάννου του Θεολόγου, όστις εν τη Αποκαλύψει του ονομάζει αυτόν Άγγελον του Θεού. Αφού δε κατελάμπρυνε την Εκκλησίαν της Σμύρνης επί πολύν χρόνον δια της αρετής του και της διδασκαλίας του, απέθανε τελευταίον μαρτυρικόν θάνατον δια πυρός.
Συλληφθείς επί Μάρκου Αυρηλίου υπό του ανθυπάτου της Ασίας, κηρυχθέντος διωγμού κατά των Χριστιανών, κεκρυμμένος εν τινι αγριδίω, απήχθει εις την πόλιν επί όνου. Καθ’ οδόν τω λέγει ο ειρήναρχος, παραλαβών αυτόν φιλικώς ένδον του οχήματός του.
—Ειπέ μόνον: Κύριε Καίσαρ, και θυσίασον εις τα είδωλα, αν θέλεις να σωθείς.
Ο Πολύκαρπος δεν απήντησον αυτώ κατά πρώτον. Επειδή δε ο ειρήναρχος επιμόνως εζήτει την απάντησίν του:
—Αδύνατον να το πράξω αυτό· είπε.
Τότε οι συμπορευόμενοι ειδωλολάτραι εκρήμνισαν τον σεπτόν γέροντα εκ της αμάξης, όστις πεσών συνέτριψε το αντικνήμιον αυτού. Αναστάς δε, ως να μη έπαθε τίποτε, επορεύετο ήσυχος προς το Στάδιον.
—Βλασφήμησον τον Ιησούν Χριστόν, τω λέγει ο ανθύπατος Στάτιος Κουαδράτος, καθήμενος επί θρόνου εν τω Σταδίω, προς ον παρέστησαν τον ιερόν Πολύκαρπον.
—Ογδοήκοντα εξ χρόνους, απήντησεν ο Άγιος, δουλεύω τον Ιησούν Χριστόν, και καμίαν αδικίαν δεν μου έκαμε. Και ημπορώ να βλασφημήσω τον βασιλέα μου, τον Σωτήρα μου;
—Δε ημπορώ αλλέως να σε σώσω. Τω λέγει ο ανθύπατος. Τι να σου κάμω. Δεν ακούεις τον όχλον πώς φωνάζει εναντίον σου; Προσπάθησε να πείσεις τον όχλον, αν θέλεις να σωθείς.
Τότε ο Πολύκαρπος απεκρίθει:
—Εις εσένα μεν απήντησα, διότι εδιδάχθημεν από τον Ιησούν Χριστόν να απονέμωμεν την προσήκουσαν τιμήν εις τας αρχάς και εξουσίας οπού ετάχθησαν από τον Θεόν. Τον όχλον δε οπού κατακραυγάζει, δεν τον θεωρούμεν άξιον απαντήσεως.
Κατόπιν ο ανθύπατος απείλησεν τον Άγιον δια των αγρίων θηρίων και της πυράς. Αφού δε είδεν ότι ο γηραιός Ιεράρχης εσιώπα, διέταξε τον κήρυκα και απήγγειλε την καταδικαστικήν κατ’ αυτού απόφασιν, αναφωνήσας τρις εν μέσω του Σταδίου:
—Ο Πολύκαρπος ομολόγησεν ότι είναι Χριστιανός.
Εις το κήρυγμα τούτο περιείχετο και η καταδίκη.
Τότε όλον το πλήθος των Ιουδαίων και Εθνικών, οπού είχαν γεμίσει το Στάδιον, σπεύσαντες εκόμισαν εκ των εγγύς εργαστηρίων και βαλανείων τα αναγκαία ξύλα, ίνα αναφθεί η πυρά, διότι ο ανθύπατος απεφάσισε τον δια πυρός θάνατον του Ιεράρχου. Κατά την συνήθειαν οι δήμιοι ηθέλησαν να καρφώσουν τον Ιεράρχην επί δοκού, ίνα μένει ακίνητος εν πυρά. Αλλ’ ο γηραιός και σεβάσμιος θύτης λέγει:
—Όχι. Αφήσατέ με έτσι. Εκείνος οπού μου έδωκε την δύναμιν να υπομείνω την φλόγα, αυτός θα με ενισχύσει, ώστε και χωρίς να προσηλωθώ, να υπομείνω αυτήν ασάλευτος.
Και ούτω δεδεμένος μόνον τας χείρας, ο σεβάσμιος της Σμύρνης Ιεράρχης, αφού πρώτον απέτεινε μίαν ωραιοτάτην προσευχήν προς τον Θεόν, ερρίφθει μετά σπάνιας γενναιότητος μέσα εις τας φλόγας της αναφθείσης πυράς, ήτις προς έκπληξιν πάντων των παρεστώτων σχηματίσασα καμάραν περιεκάλυψε το ιερόν του σώμα σώον και αβλαβές· έως ου οι άνομοι ιδόντες ότι δεν κατηναλώθει υπό του πυρός, διέταξαν ένα δήμιον όστις δια του ξίφους εκέντησεν αυτό, το δε εκρεύσαν αίμα κατέσβησε το πυρ.
Στου Χατζηφράγκου...
Η παροιμία βγήκε σωστή. Ξημέρωσε μια μέρα ηλιόχαρη και δροσερή. Και τόσο το καλύτερο, γιατί οι δυο τελευταίες τάξεις του δημοτικού θα πηγαίναν εκδρομή στο ρημαγμένο φράγκικο κάστρο του Απάνω Μαχαλά. Έτσι, στις οχτώ το πρωί, τα παιδιά μαζευτήκανε στο σχολείο, με τα καλαθάκι ή με τα πακετάκια τους. Θα τα συνοδεύανε δυο δάσκαλοι, ο κύριος Κουρμέντιος κι ο κύριος Δερβέρης.
Ξεκινήσανε, δυο δυο στη γραμμή, καμιά εβδομηνταριά παιδιά. Το πρόγραμμα ήτανε να περάσουν πρώτα από την εκκλησιά του Αι-Γιάννη του Απάνω Μαχαλά, κι έτσι, αφού διασχίσανε το κέντρο της Αρμενιάς βγήκανε στης Χάβρας το σοκάκι, κι από τα παρασόκακα της οβραιακής ανηφορίσανε στο μικρό απομονωμένο ρωμιομαχαλά, σφηνωμένο ανάμεσα στην οβραιακή και τον τουρκομαχαλά. Στα παράθυρα του δημοτικού σκολειού του Αι-Γιάννη, βγήκανε τα σκολιαρόπουλα και κοιτάζανε με κάποια ζήλια τα ευτυχισμένα παιδιά που πηγαίναν εκδρομή.
Αφού προσκυνήσανε τον Άγιο συνεχίσανε τον ανήφορο μέσ’ από τον τουρκομαχαλά. Μια γαλήνη ανατολίτικη βασίλευε σε τούτα τα σοκάκια. Οι δύο δάσκαλοι αποφεύγανε, για το ασύγχυστο, να σηκώσουνε τα μάτια τους στα καφάσια, που από κει πίσω σίγουρα κρυφοβλέπανε οι χανούμισσες. Πού και πού ένας Τούρκος, περαστικός ή στην πόρτα κάποιου μικρομάγαζου, τους έριχνε μιαν αδιάφορη ματιά. Μα ένας ή δυο, φτύσανε από πίσω τους. Καθώς περνούσανε μπρος από ένα τζαμί, ένα σμάρι περιστέρια σηκώθηκε απ’ τη αυλή και φτεροκοπούσε, γκρίζο με πρασινογάλαζες νεροφεγγιές, αέρινο, γύρω στους μολυβένιους τρούλους και στον άσπρο μιναρέ. Ένας χότζας, με καφτάνι και πράσινο σαρίκι, που έβγαινε απ’ την αυλή του τζαμιού, χαιρέτησε τους δάσκαλους με τεμενέ, φέρνοντας το χέρι του πρώτα στην καρδιά ύστερα στα χείλια και στο κούτελο. Τον αντιχαιρετίσανε βγάζοντας το καπέλο τους.
Τέλος, αφήσανε πίσω τους τον τουρκομαχαλά, βγήκανε στ’ ανοιχτά και πήρανε το ανηφορικό μονοπάτι για το κάστρο. Ερημιά και χέρσα. Σε μια μεριά της πλαγιάς, κάτι σα μεγάλο μισοστρόγγυλο βαθούλωμα. Λίγο σπανό χορτάρι εδώ μέσα, μ’ εδώ κι εκεί ένα μικρό μπουλούκι απελπισμένες παπαρούνες, μισομαδημένες. Ο κύριος Δερβέρης εξήγησε στα παιδιά, πως εδώ «κατά πάσαν πιθανότητα», βρισκότανε το αρχαίο θέατρο, και πως σ’ αυτό το λόφο ήταν χτισμένη η ακρόπολη της παλιάς ξακουσμένης πολιτείας. Ο ήλιος άρχιζε να καίει, κόντευε μεσημέρι.
Ξανασάνανε σα φτάσανε στα χαλάσματα του κάστρου και καθίσανε στον ίσκιο τους. Ο τόπος, μέσα από το κάστρο ήτανε μόνιμα κατοικημένος. Οι άνεμοι θα ’χανε φέρει απ’ αλάργα κάποια γύρη ανοιξιάτικη, γιατί στις χαραμάδες, ανάμεσα στις πέτρες της ξερολιθιάς, φύτρωναν κάτι πουλουδάκια, μπλάβα και μενεξελιά. Ναι, ήτανε κιόλα μεσημέρι: από τους μιναρέδες του τουρκομαχαλά, ανέβαινε ώσαμ’ εδώ, μακρόσυρτη, η πρόσκληση του μουεζίνη για τη μεσημεριανή προσευχή. Την ίδια στιγμή, ακουστήκανε οι δώδεκα χτύποι της καμπάνας του ρολογιού της Άγιας Φωτεινής.
Ο κύριος Κουρμέντιος σηκώθηκε:
—Όρθιοι, και σιγή ενός λεπτού, δια να τιμήσωμεν την δόξαν της αρχαίας Ελλάδος. Εις το θέατρο τούτο αντήχουν αι τραγωδίαι του Αισχύλου και του Σοφοκλέους. Εδώ έψαλλε τα αθάνατα έπη του ο Μελησιγενής Όμηρος.
Τα παιδιά δεν είχανε ακόμα ιδέα για αρχαίο θέατρο. Τον κοιτάζανε και ξεροκαταπίνανε διψασμένα.
Αφού πέρασε το ένα λεπτό, ο κύριος Κουρμέντιος έδειξε χάμω με την παλάμη του ανοιχτή:
—Πως λέγεται ο λόφος ούτος;
—Πάγος! αποκριθήκανε με μια φωνή όλα μαζί.
Αυτό ήταν εύκολο να το θυμούνται. Πάγος το βουναλάκι, πάγος και το μπούζι.
Αμανατζή! ρώτησε συνέχεια το Σταυράκη, πως λέγεται το υψηλόν εκείνο όρος προς βορράν; — κι έδειξε πάλι με το χέρι του.
—Μανισά Νταγ.
—Η ελληνική ονομασία του!
—Μμ…
—Η ελληνική ονομασία του, Αμανατζή!
—…
—Το εδιδάχθητε εις το μάθημα της πατριδογραφίας. Το ελληνικόν του όνομα! Εσύ, Μαυρέα; ρώτησε τον Αρίστο.
—Σίπυλος, κύριε.
—Αμανατζή! Το άλλο, το υψηλότερον όρος ανατολικώτερον;
—…
—Λέγε, εσύ, Σεκέρογλου.
—Το Μποζ Νταγ, κύριε;
—Ναι. Την ελληνικήν ονομασίαν του.
—…
Ο Αρίστος σήκωσε το δάχτυλό του.
—Λέγε, Μαυρέα.
—Τμώλος, κύριε.
—Εύγε!
Άνοιξε τα μπράτσα του διάπλατα κι αγκάλιασε το μισό ορίζοντα:
—Όλα αυτά ήσαν ελληνικά. Όλα αυτά (η φωνή του τρεμουλιαστή ξαφνικά, τα μάτια του γυαλίσανε από δάκρυα που πάσχιζε να τα συγκρατήσει) ήσαν, είναι και θα είναι ελληνικά…
Γύρισε από την άλλη για να κρύψει τη συγκίνησή του, και τέλειωσε μέσα σ’ ένα λυγμό — σα να μην ήτανε δικός του ο λυγμός, μα σα ν’ ακούγανε τα λόγια του και να θρηνούσανε από τώρα τα όνειρα κ’ οι ελπίδες:
—…εις αιώνα τον άπαντα.
Μια ξεχαρβαλωμένη πέτρα κατρακύλησε από κάποιο μεντερίσι, κι ο αντίλαλός της πλήθυνε από τοίχο σε τοίχο, γέμισε το κάστρο μια βουή. Τα παιδιά τιναχτήκανε ξαφνιασμένα. Ο κύριος Δερβέρης πήγε κοντά στο συνάδελφό του και κάτι του ψιθύρισε. Μα εκείνος, πάντα με την πλάτη γυρισμένη και με τα μπράτσα του ανοιχτά ξεφώνισε:
—Κοιτάξετε γύρω σας! Κοιτάξετε τι ωραιότης!
Τα παιδιά κοιτάζανε την πλάτη του σαν υπνωτισμένα. Νιώθανε κι αυτά ένα κόμπο στο λαιμό, κάτι σα σφίξιμο στο στομάχι. Μες στη βαριά σιωπή, άλλη μια πέτρα κατρακύλησε. Τα παιδιά πάλι ξαφνιαστήκανε, ύστερα ξαναπέσανε στη χαύνωση εκείνης της ώρας. Μερικά, βρήκανε μια διέξοδο σκαλίζοντας τη μύτη τους.
Ο κύριος Δερβέρης έσωσε την κατάσταση:
—Παιδιά, καθίσετε να φάτε… Και να μην απομακρύνεστε πολύ! τους φώναξε.
Αυτό το τελευταίο, επειδή, σα να ξαναζωντανέψανε ξαφνικά στον ήχο της φωνής του, ροβολήσανε τρέχοντας για να ξεδιψάσουν σε μια κρήνη που είχαν επισημάνει ανεβαίνοντας, πιο δω από τον τουρκομαχαλά.
Το φαΐ τους ήταν το κλασικό για εκδρομές: κρύοι κιοφτέδες, κανένα φρούτο ή μια φούχτα σταφίδες. Μερικά, είχανε μονάχα ψωμοτύρι, μα τσιμπήσανε και κανένα κιοφτέ. Ο κύριος Δερβέρης έβαλε το μπράτσο του γύρω στους ώμους του κύριου Κουρμέντιου, τον πήρε λίγο πιο πέρα, καθίσανε χάμω κι αυτοί κι ανοίξανε τα πακέτα τους. Τα παιδιά αποφεύγανε να κοιτάξουν την πλάτη του κύριου Κουρμέντιου. Λες και τη βλέπανε, ασύνειδα, σαν ένα κακό οιωνό.
Όμως, αλήθεια, τί ωραιότης από δω πάνω, — δηλαδή, τί ομορφιά. Ο ουρανός αγκάλιαζε τα νιάτα. Μες στο μαγιάτικο καταμεσήμερο, ένα θάμπος από χρυσογάλανη αποθέωση άχνιζε τον ορίζοντα και καταστάλαζε στα διάσελα. Μα λίγο πιο κάτω από τα κορφοβούνια, ο ήλιος έκανε την απογραφή της πλάσης. Ο κάθε βράχος, το κάθε φαράγγι, ως και η κάθε πέτρα, ξεχωρίζανε πάνω στα δύο βουνά, τον Τμώλο και το Σίπυλο, τα λάξευε ο ήλιος με τα χίλια καλέμια της αχτιδοβολιάς του — και ύστερα, στον κάμπο, καταπιανότανε ψιλοδουλειά τις φυλλωσιές, ένα ένα φυλλαράκι, κοσκινίζοντας απάνω τους χρυσόσκονη. Μοναχικοί κουλάδες, περήφανοι στη μοναξιά τους, αναβλύζανε μέσ’ από το πράσινο, πέρα, κατά το Καζαμίρ και το Σεβδίκιοϊ, εκεί που φλόκωνε μακρόσυρτος ο άσπρος καπνός του τρένου, και πιο δώθε, έτσι που ν’ άνοιγες απεθαμή το χέρι σου θα τ’ άγγιζες, πνιγμένοι μες στ’ αμπέλια, μες στα πρεβόλια, μες στα λιόδεντρα και τους μπαξέδες, πράσινο παραλήρημα ο ψηλοθώρητος Κουκλουτζάς, ο Μπουρνόβας με τα πλατάνια και τα τρεχάμενα νερά, κι εκεί που σκαρφαλώνουν κάτι τσάμια είναι το Κοζαγάκι, και πλάι του ο χιλιοαγαπημένος ο Μπουτζάς — όλ’ αυτά μιαν άλλη ατόφια ρωμιοσύνη… Ο Έρμος φίδωνε ασπροασημής, αλάργα, ξεμπουκάριζε γλυκαίνοντας τα νερά της θάλασσας κοντά στις Φώκες, άλλη δική μας θαλασσινή πολιτεία με ταρσανά και καλοτάξιδα καράβια, κι ο Μέλης κύλαγε τα νερά του εδώ κοντά, δώθε από τον Παράδεισο, πέρναγε κάτω απ’ το γιοφύρι, πλάι στον Αι-Κωνσταντίνο, δούλευε μερονύχτι τους νερόμυλους μες στο ντερέ της Άγιας Άννας, και κάτω απ’ τον προφήτ’ Ηλία οι Καμάρες με τα δυο πατώματα δρασκελίζανε τη ρεματιά, κουβαλώντας το νερό από τη μια πλαγιά στην άλλη…
Δυο ή ώρα το απομεσήμερο. Τα παιδιά είχανε αποφάει και κουβεντιάζανε παρέες παρέες, γιατί όλα δεν ήτανε από τον ίδιο μαχαλά.
—Για δε θένε από το σπίτι να πηγαίνομε στην εκκλησιά του Αι-Κωσταντίνου:
—Δεν ξέρω. Μπορεί γιατί περνάνε πολλές ντεβέδες πάνω στο γιοφύρι. Να, κοίτα, ξεχωρίζουνε ολοκάθαρα, μια, δυο, τρεις… έντεκα δεμένες στην αράδα, και μπροστά ο ντεβετζής πάνω στο γαϊδουράκι του. Σαν αγριέψουνε, δαγκάνουνε οι ντεβέδες.
—Όχι, βρε. Δεν είναι για τις ντεβέδες που δε μας αφήνουνε. Έχει κακές γυναίκες στον Αι-Κωνσταντίνο.
—Αυτές που λένε «τα κορίτσια»;
—Δεν ξέρω. Άκουσα τον αδερφό μου να λέει του Παντελή του φαναρτζή, πως είναι όμορφες και σου κάνουν ούλα σου τα χατίρια.
Πάνω στο γιοφύρι περνούσανε κι άλλες καμήλες, φορτωμένες, κουβαλώντας, τούτη την εποχή, γλυκόριζα και αφιόνι από τα βάθια της Ανατολής. Μπροστά ο ντεβετζής, χειμώνα καλοκαίρι μέσα στην άσπρη κετσεδένια κάπα του. Τα κουδούνια τους δεν ακούγονταν ώσαμ’ εδώ πάνω.
—Βρε συ! κάνει ξαφνικά ο Σταυράκης του Αρίστου, γιατί σήκωσες το δάχτυλό σου σα με ρώτησε ο δάσκαλος για κείνο το βουνό; Δίκιο είχε ο Μηνάς, κάνεις τον έξυπνο. Θα σου κάτσω καμιά μέρα δυο καρπαζιές να τις θυμάσαι.
—Όχι, βρε Σταυράκη, δε σήκωσα το δάχτυλό μου σα ρώτησε ο δάσκαλος εσένα. Ύστερα, σα δεν το ’ξερε ο Σεκέρογλου. Με ξέρεις για φίλο σου;
—Άσε με ήσυχο!
—Μα όχι, πες μου πως με ξέρεις για φίλο σου.
—Καλά, βρε! Άσε με ήσυχο.
—Να! πετάχτηκε ο Πάνος της κυρα-Φιλιώς. Ξεκινάει το βαποράκι του Κοκάργιαλι.
Τα παιδιά γυρίσανε κατά τη θάλασσα. Ήταν μπουνάτσα, όχι ασπριδερή, μια μπουνάτσα ζωντανή, ανοιχτογάλανη. Η άπλα της θάλασσας λαμπύριζε στον ήλιο. Μονάχα πέρα, στο μπουγάζι, στα ρηχόνερα κοντά στο ξώκαστρο, ανατρίχιαζε πιο σκουρωπή, και στο βάθος, ένα λευκό συννεφάκι, ολομόναχο σ’ ολάκερο τον ουρανό, έδειχνε πως από κει θα φρεσκάριζε ο καιρός. Μπορεί, όπως τύχαινε καμιά φορά, να σηκωνότανε ο μπάτης βραδινός. Ο ήλιος μάτιζε κι αρμολογούσε τη θάλασσα με τη στεριά.
Ο Στάθης πετάχτηκε να κυνηγήσει με μια πέτρα ένα σαμιαμίδι, μα το σερπετό πρόφτασε και τρύπωσε μες στην ξερολιθιά.
—Βρε Τσεσμελή, φαίνεται ο Τσεσμές από δω;
—Ο Τσεσμές; Πως να φανεί από δω, είναι από την άλλη μεριά, καρσί στη Χίος.
—Από τον Τσεσμέ θα ’ρθει, ο ελληνικός στρατός, είπε ο Γιακουμής.
—Θα πάρομε πρώτα τη Χίος, κι από κει ώσαμε τον Τσεσμέ είναι μονάχα μια ώρα με το βαπόρι.,/p>
—Βρε παιδιά, είπε ο Περικλής, τι μεγάλος που ’ναι ο κόσμος! Θέλω να γνωρίσω ούλες τις πολιτείες και ούλα τα μιλέτια. Να, τώρα που μιλάμε, υπάρχουνε στον κόσμο τόσα μέρη, που δεν είμαστε.
—Η νονά μου η πριγκιπέσσα, είπε ο Κίμων με την ψιλή φωνή του, μου χάρισε ένα βιβλίο που το λένε «ο γύρος του κόσμου εις ογδοήκοντα ημέρας».
Δεν του δώσανε προσοχή. Κοιτάζανε, κοιτάζανε αχόρταγα μπροστά τους. Ξεχώριζε κατακάθαρα το τσιφλίκι του Αι-Γιωργιού, ζερβά, κάτω από τα Δυο Αδέρφια, το βουναλάκι με τις δίδυμες κορφές. Από κει, η στεριά στρογγύλευε κατά δώθε, κι έφτανε, γιαλό-γιαλό, στ’ αμμουδερά του Κοκάργιαλι. Μπορείς να πεις, πως από αρχίναγε η πολιτεία κι έζωνε σαν πέταλο τον κόρφο, μονοκόμματη, δίχως τίποτα αδειανό στη μέση, ώσαμε το Νταραγάτσι, δεξιά. Κάπου έξι μίλια μάκρος, μπορεί και περισσότερο, γιατί ξεγελιέται το μάτι. Κοκάργιαλι, και, κολλητά, συνέχεια κατά δω, Γκιόζ Τεπές, Καραντίνα, Σαλαχανές, Καρατάσι, Μπαχρί Μπαμπά, Κονάκι.
—Θα ’θελα να καθόμουν από κει μεριά, Γκιόζ Τεπέ, Καραντίνα, είπε ο Αρίστος. Σ’ ένα από τα όξω σπίτια, που ’ναι χτισμένα πάνω στη θάλασσα. Πέφτεις από το σπίτι σου ολόισια και κολυμπάς.
—Καλά, βρε! Πάλι θα παινευτείς για το κολύμπι σου;
—Δεν παινεύομαι. Λέω.
Από το Κονάκι αρχίναγε το Κιαί, με το Κουμέρκι, το λιμάνι, το Πασαπόρτι, έπειτα οι μεγάλοι καφενέδες, τα ξενοδοχεία, τα θέατρα, οι λέσχες, τα κονσολάτα και τα πλουσιόσπιτα, ώσαμε την Πούντα. Μα η πολιτεία συνεχιζότανε, ακέρια, στο παρακατιανό Νταραγάτσι.
Τα θωρούσανε όλ’ αυτά, θωρούσανε και τα βαπόρια μέσα στο λιμάνι. Μετρήσανε οχτώ φουγάρα, χώρια το βαπόρι που στεκότανε απ’ όξω και σφύριζε για να πάρει πράτιγο, προσταχτικά, σα να ’τανε δικαίωμά του. Ένα ρεμούλκο έμπαινε στο λιμάνι, σέρνοντας πίσω του τρεις μαούνες. Και τα θαλασσοπούλια, σκόρπια, μέσα στη λάμψη τ’ ουρανού, ζυγιάζανε με ορθάνοιχτες φτερούγες και βουτούσανε από ψηλά.
Και στην καρσινή μεριά του κόρφου, η Άγια Τριάδα, το Μπαϊρακλί, το Κορδελιό, προφτάσανε να καθρεφτιστούν μια τελευταία φορά, για σήμερα, στ’ ασάλευτα γαλαζωπά νερά. Γιατί το αναρίγισμα της θάλασσας προχωρούσε απ’ το μπουγάζι, ολοένα κατά δω, κι ανέβαινε κιόλα μια φρεσκάδα, παλεύοντας την κάψα του βουνού. Τα θωρούσανε όλ’ αυτά, δίχως να τα χορταίνει η ψυχή τους. Τα χάραζε βαθιά ο νους μέσα στη θύμηση, σα να προαισθανότανε από τώρα, πως σε είκοσι χρόνια, μονάχα στ’ όνειρό τους θα τα βλέπανε. Όσα θα γλιτώνανε.
Με του Βορηά τα κύματα...
Η προκυμαία της Σμύρνης, ήτοι το Και. —Αι αίθουσαι των οίκων
εις την είσοδον. —Η Σμύρνη εντός λάκκου.Είναι η προκυμαία ο καθρέπτης της Σμύρνης, μυστηριώδης πλαξ, όπισθεν της οποίας φαντάζεσαι τας πυκνάς συνοικίας της χωρίς να τας βλέπεις. Αποτελείται εκ μακράς δρεπανοειδούς πλακοστρώτου, ευρείας οδού, του λιμένος κρηπιδώματος, ην πλουσιώτατα στολίζει, εν δρεπανοειδεί γραμμή μακροτάτη, σειρά κομψών ομοιομόρφων μεγάρων, λευκών, κροκοβαφών, με γλυπτά γεισώματα αρχιτεκτονικά ομοιόμορφα, όλων συγκεκολλημένων αδελφικώς ως εν χορώ, ως εν τινι παιγνιδίω, ότε ο ιστάμενος έξω του κύκλου αποκωλύεται να εισδύσει εν αυτώ. Μόλις εδώ κ’ εκεί κατά μακρά διαστήματα αφίενται στεναί, ή εστεγασμέναι πάροδοι, εισάγουσαι εις την Paralléle, την παράλληλον της προκυμαίς οδόν, πνιγομένην εις τον ιδρώτα του καύματος, του ζεφύρου μη εισδύοντος εν αυτή. Και εκτείνεται το μέγα και επίμηκες δρέπανον πολύ κάτω, μέχρι των λουτρών, καμπτόμενον είτα μέχρι του σταθμού του σιδηροδρόμου Αϊδινίου, εις τον μυχόν του Ερμαίου, του τερματιζομένου εις καλαμοφύτευτα τέλματα. Και κτίζοντα ακόμη νέα μέγαρα, με τον αυτόν ρυθμόν, το αυτό ύψος, τα αυτά ποικίλματα, με ταις ίδιαις πόρτες, τα ίδια υελόφρακτα μπαλκόνια, ως να είναι όλα τείχος της Σμύρνης, ήτις εντός αυτού, αόρατος από του λιμένος, εκτείνεται μεγάλη, καθαρά, πλην με στενάς πλακοστρώτους οδούς, από πλάκας της Αίτνης μελαψάς, ασφυκτιώσα, καίουσα και βράζουσα. Δια τούτο λοιπόν αι ευτραφείς και ζωηραί Σμυρναίαι την είσοδον του οίκου των μετέβαλον εις αίθουσαν υποδοχής και εστιατορίου. Ούτως εξηγείται και το προσηνές των Σμυρναίων, αι οποίαι διημερεύουσιν εις τα δροσερά οπωσδήποτε πλακόστρωτα, των τόσον κομψώς εστολισμένων εισόδων των, απλούστατα και ελαφρότατα ενδεδυμέναι, όπου βυθισμέναι εις τας τρυφηλάς πολυθρόνας των, αναγινώσκουσιν ή κεντώσι, διαλεγόμεναι μέχρι της ώρας, ότε θα εξέλωσι μελισσηδόν εις το quais ν’ αναπνεύσωσι φαιδραί, ομιλητικαί, τύποι γνήσιοι γυναικείας πρωτοπλάστου ωραιότητος, τέκνα ιθαγενή της Ανατολής, της γης του παραδείσου και της τρυφής, και απόγονοι αληθείς της Εύας, ούτω πλασθείσης υπό του Δημιουργού αυτού. Το έθιμον αυτό του μετασκευάζειν την είσοδον του οίκου, το αντρέ λεγόμενον, εις κομψήν αιθουσίτσαν, εύρον πολύ εύμορφα συνηθισμένον εις το Φανάριον· και ακόμη πλουσιώτερον και επιδεικτικώτερον εις το Βουγιουδερέ.
Και τι άλλο να κάμουν; Να εξέλθουν εις το παράθυρον ως αι Αθηναίαι; Ν’ αναβώσιν εις την ταράτσαν; Δεν βλέπουν τίποτε. Μόνον τον απέναντι γείτονα, προς ον διαλέγονται, τας νύκτας, αι μη εξερχόμεναι, τας γειτονικάς καπνοδόχους και τον ουρανόν. Και αυτόν μικρόν, στενόν, μίαν πτυχήν μόνον, μίαν λωρίδα· κάθε ένας την λωρίδα του. Αυτή η κατάστασις η ως είδος ειρκτής, παρατηρείται εις όλας τας συνοικίας από την ελληνικήν μέχρι του φραγκομαχαλά, από την αρμενικήν μέχρι της ασφυκτιώσης εβραϊκής και της οθωμανικής με το απέραντον Διοικητήριον. Και μέχρι του Πάγου τέλος, καταφύτου βράχου, με φρούριον, οπόθεν δύνασαι μόνον να εννοήσεις εις τι είδους έδαφος είναι κτισμένη η πόλις. Περιπατείς εις τας στενάς οδούς της και δεν ημπορείς να εννοήσεις, αν κατέρχεσαι ή ανέρχεσαι· ή αν επί ομαλού βαδίζεις. Δεν βλέπεις την θάλασσαν. Άρα κατέρχεσαι τον κατήφορον. Αναβαίνεις επί λόφου. Πλην κορυφήν δεν διακρίνεις πουθενά. Τουναντίον αι άμαξαι κυλίονται ομαλώς ως επί της οδού Πατησίων. Κρυφή και δολία πόλις. Φασουλάς ύποπτος. Το επικρατέστερον συναίσθημα είναι ότι κατέρχεσαι από λόφου. Και όμως τα πέριξ σημεία σε διαψεύδουσι. Μόνον όταν φθάσεις επί του Πάγου, έκπληκτος θεωρείς ότι η Σμύρνη, η κυανή της Ιωνίας μητρόπολις, είναι εστιβαγμένη εντός λάκκου, ως τα ωραία σύκα της εντός του κουτίου.
Γεωγραφία της Μικράς Α...
ΣΜΥΡΝΗ
(Ισμύρ τούρκ.) Κάτοικοι της πόλεως (άνευ των προαστίων) 270.000. Έλληνες 140.000. Τούρκοι 80.000. Αρμένιοι 12.000. Εβραίοι 20.000. Ευρωπαίοι και Λεβαντίνοι 15.000.
Ολίγαι πόλεις, λέγει ο γερμανός Rath, έχουν τόσον ωραία και τόσον μεγαλοπρεπή προάστια και εξοχάς, όσον η Σμύρνη. Και η ωραιότης των αύτη και η μεγαλοπρέπεια καταφαίνεται κυρίως, όταν τα βλέπει κανείς από τον Πάγον, το βουνόν, το φέρον άλλοτε την αρχαίαν ακρόπολιν και προς τα ΝΑ της πόλεως κείμενον. Κατά το θέρος ιδίως, όταν ο δύων ήλιος αποστέλλει τας λοξάς του ακτίνας επί των θαυμασίων περιχώρων της Σμύρνης, αφήνει δε να εναλλάσσονται σκιαί και χρωματισμοί, δύναται κανείς να απολαύσει την έξοχον γοητείαν της Σμύρνης, καθήμενος επί των ερειπωμένων μεσαιωνικών τειχών της παλαιάς ακροπόλεως, των ανεγερθέντων με τα αρχαιότερα λείψανά της, εις μόνωσιν και ησυχίαν, όπου αντηχούν ως απολεσθέντες ήχοι του ανθρωπίνου κόσμου ο βαρύς πάταγος της μεγάλης πόλεως, το σφύριγμα του ατμοπλοίου, του ετοιμαζομένου κατά σύμπτωσιν εκείνην την ώραν προ αναχώρησιν ή η εσπερινή προσευχή του μουεζίνη.
Η τουρκική συνοικία κάτω από τον Πάγον έχει αγυιάς ησύχους, πολυαρίθμους μιναρέδες και λευκούς θόλους τζαμιών και λουτρών. Οι δρόμοι αναρριχώνται εις το ύψος του Πάγου με τα οικίας των, με τας περιτοιχισμένες αυλάς, εντός των οποίων κυπάρισσοι και πυκνόφυλλα δένδρα υψούνται, σκιερά, μεταξύ των λιθίνων όγκων των οικιών. Κάτω της τουρκικής συνοικίας ακολουθεί η γωνιώδης εβραϊκή. Η κυρία πόλις απλούται επί πεδινής εκτάσεως. Εις τον λιμένα επικρατεί εκκωφαντική συγκοινωνία, ιδίως κατά τους μήνας της εξαγωγής (αρχάς Ιουν. Μέχρι τέλους Σεπτεμβρ.). Μέσα δε εις τον θόρυβον όλων των εθνών της Δύσεως και της Ανατολής συνωθούνται οι κραυγάζοντες πωληταί και τα βαρέως φορτωμένα κάρα, βαδίζουν δε με την κεφαλήν ωρθωμένην αι τεράστιαι φορτηγοί κάμηλοι, ενώ έξω εις τον λιμένα κροτούν αι αλύσεις των πλοίων, αι ανασύρουσαι τα εξαγόμενα προϊόντα. Αναλόγως δε της εποχής φορτώνονται εις τα πλοία κυρίως σάκοι με σιτηρά (ιδίως κριθή) και με κηκίδια, κιβώτια σταφίδων ή σύκων, δέματα καπνού, βάμβακος, οποίου, τάπητες εκ του εσωτερικού και σπόγγοι εκ των νήσων.
Περαιτέρω δε και προς Β του λιμένος η προκυμαία, η με ευρείς τετραγώνους λίθους εστρωμένη, παρουσιάζει άλλο θέαμα. Αντί των καταστημάτων και των εμπορικών γραφείων, των πρακτορείων ατμοπλοϊκών εταιρειών και των ατμομύλων του λιμενικού μέρους παρατάσσονται προς αυτήν ζυθοπωλεία, καφενεία, καφωδεία, θέατρα. Εδώ συνωθείται ιδίως τας εσπερινάς ώρας το πλήθος των αργοσχόλων, αλλά και εκείνων, οι οποίοι εξετέλεσαν την εργασίαν της ημέρας. Κάθηνται, ζωηρώς διαλεγόμενοι, εις μικράς τραπέζας προ των καφενείων ή περπατούν άνω και κάτω απολαύοντες τον δροσερόν θαλάσσιον αέρα. Ευρωπαίοι, Λεβαντίνοι και Έλληνες με ευρωπαϊκήν ενδυμασίαν, Τούρκοι χωρικοί με τα ποικιλόχροά των υποκάμισα, με κοντά βρακιά και με ευρείας ζώνας, νησιώται με βαθυκύανα βρακιά, Αλβανοί, Μαυροβούνιοι, Άραβες και δερβίσαι με τας διαφορετικάς ενδυμασίας των, γραφικώς στολισμένοι καβάσηδες, Τούρκοι (άλλοτε) αξιωματικοί με τα στολάς των, κυρίαι προς τούτοις των χριστιανών Σμυρναίων με τουαλέττας παρισινάς, κομψάς, κίνησις τέλος και τύρβη και βίος τόσον ποικίλος και πλούσιος εις αντιθέσεις, όπως μόνον εις την Ανατολήν, αλλά και εδώ δεν το βλέπει κανείς παντού με τόσην ποικιλίαν, όπως εις την προκυμαίαν της μεγάλης εμπορικής πόλεως. Έτι περαιτέρω προς Β, όπου σχηματίζεται δέλτα, είναι η «Πούντα» με τα λουτρά της, η οποία είναι μάλλον μονήρης. Εκεί υπάρχουν τα κομψά και ευπρεπή οικήματα των πλουσίων Ευρωπαίων και Λεβαντίνων και τα περισσότερα προξενεία.
Προς την ξηράν από της ευρείας προκυμαίας εισδύει ο οδοιπόρος εις στενάς, πνιγηράς και περιπλεγμένας οδούς. Προς το νότιον μέρος του λιμένος συνέχεται, συνορεύον με την τουρκικήν και εβραϊκήν συνοικίαν, «το παζάρι», το οποίον υπολείπεται μεν ως προς το μέγεθος του παζαριού της Κωνσταντινουπόλεως, όχι δ’ όμως και ως προς τον ιδιαίτερον της κινήσεως χαρακτήρα, καθώς και των εκτεθειμένων εμπορευμάτων. Βορείως τούτου εκτείνεται παράλληλος προς την προκυμαίαν η οδός του Φραγκομαχαλά, η κυρία οδός των ευρωπαϊζόντων καταστημάτων, τα οποία κατευθύνονται προς Β κατ’ ολίγον εις την ευρείαν συνοικίαν (άλλοτε) των Φράγκων και των Ελλήνων, εκτεινομένην όπισθεν της προκυμαίας και μέχρι της Πούντας.
Η μοίρα μιας πολιτείας...
Πάνω από τη Σμύρνη είναι ο Πάγος. Ένας μικρός λόφος, που κυριαρχεί σ’ ολόκληρη την πολιτεία. Ανεβαίνει κανείς ανηφορίζοντας, ανάμεσα από φτωχόσπιτα, με παιδιά βρώμικα που παίζουν μέσα στις λάσπες του δρόμου. Εκεί είναι η τούρκικη συνοικία, σαν αποτραβηγμένη από τον κόσμο. Μια εντύπωση εγκατάλειψης και ένδειας κυριαρχεί, αντίθετα από την άλλη Σμύρνη, την Ελληνική, που λάμπει από πάστρα και σφύζει από ζωή. Αλλά πό κει πάνω, η θέα είναι μαγευτική. Κάθε μεγάλη πολιτεία έχει κάποιον λόφο, κάποιο ανυψωμένο τοπίο, για να μπορεί κανείς να την δει ολόκληρη, να γεμίσει τα μάτια του με το όραμά της. Το λιμάνι της Σμύρνης, με το θωρηκτό «Λήμνος» μεγαλόπρεπο, σαν πλεούμενο νησί, αγκυροβολημένο στα νερά του, σου φωνάζει πως η ελληνική αυτή πολιτεία ανήκει πια στην Ελλάδα, της έχει κατακυρωθεί οριστικά, ανέκκλητα. Η Σμύρνη ήταν η πρωτεύουσα του αλύτρωτου ελληνισμού, πιο ζεστή από την Αθήνα, πιο εγκάρδια –θάλεγα αδίστακτα- πιο ελληνική. Εδώ οι καρδιές έπαλλαν μ’ έναν ρυθμό αναμονής, που είχε κρατήσει αιώνες, και που τώρα γινόταν ένας ρυθμός χαράς, γρήγορος και βαθύς. Ένιωθες σα να είχε μετακινηθεί η ίδια η καρδιά της Ελλάδας, σα να είχε βρει πραγματικά τη θέση της σ’ αυτό το ζεστό σώμα.
Γιάννης Χατζίνης, «Η μοίρα μιας πολιτείας», περ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1972.
Μετάβαση στο σημείο: Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης