Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Στην καρδιά της πόλης Μεγάλες Ταβέρνες-Κεντρική Αγορά
Εκτός από το Φραγκομαχαλά, που εκπροσωπούσε την Ευρωπαϊκή αγορά, στη Σμύρνη υπήρχαν και αγορές λαϊκότερες, στημένες με τα ελληνικά πρότυπα. Οι Μεγάλες Ταβέρνες ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Η τοποθεσία τους βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου. Η ομώνυμη οδός των Μεγάλων Ταβερνών κατέληγε στο περίφημο τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής, σταυροδρόμι της Ευρωπαϊκής Οδού, των Γυαλάδικων και των εκκλησιών της Αγίας Φωτεινής και του Αγίου Γεωργίου.
Οι Μεγάλες Ταβέρνες ήταν ελληνική αγορά τροφίμων, που πήρε το όνομά της από τις ταβέρνες που υπήρχαν στην περιοχή, στέκια που σερβίρανε νόστιμους μεζέδες στους κουρασμένους από τα ψώνια περαστικούς. Μπακάλικα, ψιλικατζίδικα, ψαράδικα, χασάπικα και καφενέδες, όλα συγκεντρωμένα εδώ, στις υπηρεσίες και τις ορέξεις των Σμυρνιών για φαγητό και για ζωή.
Σε συνδυασμό με την ενότητα Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια και το Φραγκομαχαλά που υπάγονται κι αυτές στις αγορές της Σμύρνης, να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές στις νοοτροπίες και στις συνήθειες που ασκούνταν βάσει του χώρου στην κάθε αγορά. Να διακρίνετε τη σημασία του φαγητού στον καθημερινό βίο, τις ανατολίτικες εκφάνσεις του, αξιολογώντας το ως μέσο σύσφιξης των κοινωνικών σχέσεων.
Όταν οι άγγελοι πέθαιν...
Μια συμφωνία
Οι δυο φίλοι είχαν καθίσει στην ταβέρνα του Γιαννούλη, την πιο ξακουστή στη Σμύρνη και σε όλη την Ανατολή. Αν και ποια από τις Μεγάλες Ταβέρνες δεν ήταν ξακουστή;
Ήταν μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη οι Μεγάλες Ταβέρνες. Αραδιασμένες κατά μήκος ενός στενού δρόμου, που ξεκινούσε από το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής και έφτανε μέχρι τα αρμένικα, ήταν ένας μαχαλάς πολύβουος, γεμάτος ζωή πάντοτε.
Κάθε βράδυ κατέφθαναν εκεί τα παλικάρια της Σμύρνης –που το είχαν καύχημα να λένε πως πήγαν στις Μεγάλες Ταβέρνες- , τζελέπηδες από τα βάθη της Ανατολής, αλλά και πολλοί πλούσιοι καλοστεκούμενοι Σμυρνιοί καλοφαγάδες.
Ούτε στη Λέσχη των Κυνηγών ούτε στου Κραίμερ μπορούσε να φάει κανείς, να γλεντήσει, όπως στις Μεγάλες Ταβέρνες.
Όταν ο Αλέξης πάτησε στα δεκαοκτώ, ο Συμεών τον πήρε μαζί του, παρέα με φίλους του, στην ταβέρνα του Γιαννούλη.
-Πρόσεχε, του είπε, θα δοκιμάζεις λίγο λίγο τους μεζέδες, γιατί σερβίρουν πολλούς και είναι όλοι τους να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Μη βαρυστομαχιάσεις, τον πείραξε.
- Πατέρα, είμαι άντρας πια, απάντησε πειραγμένος.
-…Και μην ξεθαρρέψεις που φέρνουν το ούζο με τις καράφες. Είναι για τους τζελέπηδες και τους κοντραμπατζήδες οι καράφες. Αυτοί είναι μαθημένοι. Κι εγώ προσέχω. Γλυκόπιοτο μα άτιμο ποτό το ούζο. Έτσι και μεθύσεις είσαι δυο μέρες άρρωστος.
Ήταν όλα όπως του τα είχε πει. Μεζέδες, άφθονοι μεζέδες, παστά και θαλασσινά, ψάρια από τα νησιά, καλκάνι από τη Μαύρη Θάλασσα. Ακολουθούσαν τα κυνήγια, τσίχλες, πέρδικες, λαγοί και αγριογούρουνο ακόμα.
Οι Τούρκοι σκότωναν τα αγριογούρουνα που τους κατέστρεφαν τα καλαμποχώραφα. Αλλά δεν τα έτρωγαν. Το απαγόρευε η θρησκεία τους. Και οι χριστιανοί τα αγόραζαν πάμφθηνα.
Αλλά όταν έφτασαν τα φρούτα, ο Αλέξης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν σκεπασμένα με άφθονο χιόνι, και δεν είχε ξαναδεί ποτέ του χιόνι. Οι μερακλήδες του Γιαννούλη δεν καταδέχονταν τον πάγο. Ήταν καλός μόνο για τα ψάρια.
-Να σκεφτείς, του εξήγησε, ότι τον φέρνουν με τις καμήλες από το Μποζ Νταγ μέσα σε τρίχινα τσουβάλια για να διατηρείται. Από τα δέκα τσουβάλια που φορτώνουν, δε φτάνει εδώ πάγος αρκετός για να γεμίσει δυο, άντε τρία τσουβάλια, αν έχει πιάσει το κρύο.
Ένιωθε λεύτερος στις Μεγάλες Ταβέρνες ο Αλέξης ακόμα κι εκείνες τις δύσκολες μέρες. Και δεν είχαν άδικο. Τούρκος δεν πατούσε το πόδι του, κι όσοι είχαν ντράβαλα με τους ζαπτιέδες, αν το είχαν σκάσει από το καρακόλι, έβρισκαν εκεί καταφύγιο. Τους έκρυβαν, τους τάιζαν, τους έδιναν χαρτζιλίκι και με το πρώτο καραβάνι τους φυγάδευαν στα Βουρλά. Εκεί ήταν πια ελεύθεροι.
Από τότε που είχαν πιάσει τον πατέρα του, πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ στου Γιαννούλη ο Αλέξης. Όχι για να γλεντήσει. Προσπαθούσε να πνίξει στο ούζο την οργή του.
Έτσι έκανε και μια αποκοτιά. Ένα μεσημέρι πήρε μαζί του και τον Χασάν. Ήταν αδερφοποιτοί. Χρόνια τώρα, και ας ήταν φλογερός Ρωμιός ο ένας, πιστός Τούρκος ο άλλος.
Ο μαγαζάτορας στραβοκοίταξε, είναι αλήθεια, τον ξένο. Δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του. Τα γκρίζα μάτια του δεν ήταν εγγύηση. Του έφτανε όμως ότι ήταν παρέα με τον Αλέξη και δεν είπε λέξη.
Στου Γιαννούλη ήταν καθισμένοι οι δυο φίλοι και τα κρυφομιλούσαν.
-Άφησε τώρα το Θανασάκη, είπε ο Χασάν. Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις;
-Αυτές τις μέρες ο κατής θα πάρει την απόφασή του για τον πατέρα. Δεν ξέρω τι θα κάνω, αλλά δε θα τον αφήσω να σαπίσει στο καρακόλι.
- Μην ξεχνάς ότι έχεις μητέρα και αδερφές. Άσε που κινδυνεύεις κι ο ίδιος. Έτσι και σε στείλουν στα Αμελέ Ταμπουρού…
-Μα πλήρωσα το πατέλι. Έχω απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία.
- Μωρέ, θα πήξει ποτέ το μυαλό σου; Έχει καταλάβει σε τι χρόνια ζούμε; Πλήρωσες και πήρες ένα χαρτί. Έτσι και το δείξεις σ’ έναν τσέτη θα το σκίσει και θα σε σύρει στο Μπεϊλέρ Σοκάκ να πάρει το μπαξίς. Πληρώνουν όποιον τους παραδώσει φυγόστρατο.
-…
- Τι σκέφτεσαι;
- Τα λόγια σου. Είσαι σίγουρος, μωρέ Χασάν, πως είσαι με τη μεριά που σου αξίζει;
- Αλέξη, κατάλαβέ το, Τούρκος είμαι και…
- Μίλα πιο σιγά. Θα μας ακούσουν και τότε…
- Βλέπεις; Στην Τουρκιά είμαι και φοβάμαι να φωνάξω πως είμαι Τούρκος. Και να ’ταν μόνο αυτό;
-…
- Το μιλέτι μας κινδυνεύει. Ο σουλτάνος σκύβει το κεφάλι και κάνει ό,τι τον προστάξουν οι ξένοι. Οι ιμάμηδες κι οι χοτζάδες καλούν τους πιστούς να υποταχτούν στο κισμέτ και να μην ξεσηκωθούν. Και οι Αρμένηδες θέλουν να αρπάξουν ένα κομμάτι της πατρίδας μας να φτιάξουν δικό τους μιλέτι.
- Σταμάτα, Χασάν. Δεν αντέχω άλλες σκοτούρες. Μου φτάνουν οι δικές μου. Αυτή τη στιγμή ο πατέρας μου σαπίζει στο καρακόλι. Μάτι δεν κλείνω τη νύχτα. Έμεινε για λίγο συλλογισμένος και πρόσθεσε. Βρε ας μην είχα τις αδερφές μου, τη μάνα μου, και ήξερα…
- Αν θέλεις, παίρνω τους δικούς σου στο τσιφλίκι. Κανείς δε θα τους πειράξει.
- Έτσι που πάνε τα πράγματα, φοβάμαι. Φοβάμαι πως κανείς δε θα είναι σίγουρος πουθενά.
- Κι εγώ το έχω σκεφτεί. Έχω σκεφτεί πολύ χειρότερα, και για μας τους δυο.
- Δηλαδή;
- Αν τα μιλέτια μας πάνε ξανά σε πόλεμο, τι θα κάνουμε;
- Θα πολεμήσουμε, ο καθένας για το δικό του μιλέτι.
Βαθιά συλλογή έπεσε. Ανάκατες οι σκέψεις, όλες βαριές, συννεφιασμένες.
Βρε Αλέξη, μίλησε πρώτος ο Χασάν, έχεις σκεφτεί αν ποτέ βρεθούμε σ’ αντικριστά μετερίζια; Ο ένας απέναντι στον άλλο;
- Θα τουφεκιστούμε, το ξέρεις και το ξέρω.
- Ναι, το ξέρω, αλλά… οι τουφεκιές πολλές φορές σκοτώνουν.
- Κισμέτ. Αν ο Θεός ή ο Αλλάχ το ’χουν γράψει έτσι, μπορεί και να με σκοτώσεις. Δε θα σου κρατήσω κακία.
- Ούτε εγώ…αν με σκοτώσεις εσύ.
- Ένα μόνο θα ’θελα.
- Σαν τι;
- Αν με σκοτώσεις…θέλω εσύ, μωρέ Χασάν, να μου κλείσεις τα μάτια. Θα το κάνεις;
- Κι εσύ. Εσύ να μου κλείσεις τα δικά μου μάτια, αν πάω από δικό σου βόλι.
Είχαν βουρκώσει. Έσφιγγαν δυνατά τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι, τόσο δυνατά που το αίμα σταμάτησε να τρέχει στις φλέβες τους. Το ίδιο σφιχτά όπως τότε στο τσιφλίκι. Μόνο που τότε έπαιζαν. Θυμήθηκε…
* * *
Είχαν μείνει, εκεί στου Γιαννούλη, στις Μεγάλες Ταβέρνες, σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, έτσι όπως και τότε στο τσιφλίκι.
Αμίλητοι. Έβλεπαν τη ζωή τους να αλλάζει χωρίς να μπορούν να τη συγκρατήσουν. Και χωρίς να θέλουν. Δεν τους τρόμαζαν οι μέρες που έρχονταν. Μόνον ο ένας για τον άλλο νοιαζόταν.
- Αλέξη, σε παρακαλώ, μίλησε πρώτος ο Χασάν, πήγαινε στο τσιφλίκι, κρύψου για λίγο.
- Απόψε μ’ έχει φωνάξει ο Καρίμ. Μου παράγγειλε πως είναι κάτι πολύ σημαντικό. Όταν πέσει το σκοτάδι, θα ξεκινήσω για το τσιφλίκι,
- Στη γέφυρα των καραβανιών θα περιμένω μ’ έναν αραμπά και δυο δικούς μου. Θα χωθείς μέσα στο χόρτο και δε θα σε πάρει μυρουδιά κανείς.
- Σύμφωνοι.
- Θα περιμένω, όσο κι αν χρειαστεί.
Ένας Γκρέκο από τον Τσ...
Οι μεγάλες ταβέρνες
Ποιός Σμυρνιός, ποιος ξένος που επισκέφθηκε τη Σμύρνη μπορεί να ξεχάσει ποτέ τις Μεγάλες Ταβέρνες;
Ήταν ένας μικρός στενός δρόμος, που άρχιζε από το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής και έφτανε ίσαμε την Αρμενιά. Ο δρόμος αυτός ήταν η καρδιά της Σμύρνης και την ονομασία του τη χρωστούσε στις άφθονες ταβέρνες, που δεν ήταν μόνο άφθονες αλλά και τεράστιες, τόσο, που κάθε μία από αυτές ήταν ένας σωστός μαχαλάς. Ένας μαχαλάς πολύβουος, ζωηρός, γεμάτος ζωή, γεμάτος κίνηση, λεβεντιά, παλικαρισμό και …ελληνικότητα.
Στις Μεγάλες Ταβέρνες σύχναζαν κάθε βράδυ οι λεβέντες της Σμύρνης, οι Τζελέπηδες από την Ανατολή, αλλά και όχι λίγοι αριστοκράτες, που ήξεραν να γλεντούν και να πίνουν.
Κάθε ταβέρνα ήταν και ένα κέντρο εθνικό, ένα καταφύγιο ασφαλές για κάθε Ρωμιό που είχε δοσοληψίες με την τουρκική αστυνομία. Όποιος καταδιωκόμενος κατόρθωνε να καταφύγει στις Μεγάλες Ταβέρνες εσώζετο, είχε εξασφαλισμένα για κάμποσες μέρες τροφή και ύπνο, και σε πρώτη ευκαιρία θα οδηγείτο με ισχυρή φιλική συνοδεία και με τις τσέπες γεμάτες χαρτζιλίκι στα Βουρλά, όπου ήταν πλέον ελεύθερος και ακαταδίωκτος.
Τα βράδια, όταν κλείναν τα μαγαζιά και τα καταστήματα και τα εργοστάσια, άρχιζε η νυχτερινή και πολυθόρυβη ζωή των Μεγάλων Ταβερνών. Από κάθε μία απ’ αυτές αντηχούσαν φωνές ζωηρές, χαρούμενες, και τραγούδια ανατολίτικα, νοσταλγικά, αμανέδες, σαμχιά, μινόρε, σαντούρια, βιολιά, ούτια και μαντολίνα.
Και το τσίπουρο σερβιριζότανε με καράφες και το κρασί με κανάτες μεγάλες, και οι μεζέδες άφθονοι, προκλητικοί, σωστοί ανατολίτικοι. Και τα ξακουσμένα φρούτα της Μαγνησίας και του Νυμφαίου και του Μπουνάρμπασι ήταν σκεπασμένα με χιόνι, που το κατέβαζαν από τις κορυφές του Μποζ Νταγ καραβάνια με τρίχινα τσουβάλια.
Στις Μεγάλες Ταβέρνες ο τεχνητός πάγος ήταν απαράδεκτος, αφού υπήρχε το λευκότατο και το καθαρότατο και άφθονο χιόνι.
Όλα κι όλα, η παρουσία γυναικός ουδέποτε εμόλυνε καμιά από τις Μεγάλες Ταβέρνες. Η θηλυπρέπεια δεν είχε πέραση μέσα στην αρρενωπή και γεμάτη ανδροπρέπεια ατμόσφαιρα των Μεγάλων Ταβερνών.
Τι ήθελε γυναίκα ανάμεσα στους ηλιοκαμένους Τζελέπηδες, στους αρειμάνιους κοντραμπατζήδες του Σεβδίκιοϊ και του Βουρλά και του Αϊβαλιού, που αποτελούσαν την πλειονότητα της πελατείας των Μεγάλων Ταβερνών.
Πολλές και άφθονες ήταν οι Μεγάλες Ταβέρνες. Πού να τις θυμάται κανείς; Ήταν η ταβέρνα του Ι. Καπή, που είχε καλά τσεσμελίδικα κρασιά. Η ταβέρνα του Σαμίου, η «Τζιτζιφιά», η ταβέρνα του Παττακού κ. ά. Αλλά η επισημότερη, η ονομαστότερη σε όλη την ανατολή, ήταν η ταβέρνα του Γιαννούλη.
Ήταν ξακουσμένη η ταβέρνα αυτή όχι γιατί ήταν μεγάλη –η μεγαλύτερη απ’ όλες-, γιατί έβγαζε το καλύτερο ούζο της Ανατολής, το περίφημο «Γιαννούλη Νο 9», και διότι ο ιδιοκτήτης της, ο αλησμόνητος Γιαννούλης, ήταν ο αγαθότερος, ο πραότερος και ο πιο μεγάλος κουβαρντάς της Σμύρνης.[…]
Οι Μεγάλες Ταβέρνες σήμερα δεν υπάρχουν. Έχουν καεί κι αυτές, όπως όλη η Σμύρνη, και στον τόπο που ήταν κτισμένες διέρχεται μια ωραία αλλά σιωπηλή και μελαγχολική λεωφόρος. Νομίζω η λεωφόρος Ισμέτ Πασά.
Στου Χατζηφράγκου...
Ο παπα-Νικόλας κατέβηκε από τη Μητρόπολη κεφάτος που θα καθησύχαζε την παπαδιά του. Τον θέλανε μονάχα για να του δώσουν καινούργιες οδηγίες πως να κρατάει πιο συστηματικά τα ληξιαρχικά βιβλία της ενορίας του.
Πέρασε πάλι κάτω από την καμάρα του καμπαναριού. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και εικοσιπέντε. Αντί να τραβήξει ίσια στο Φραγκομαχαλά, έστριψε δεξιά στις Μεγάλες Ταβέρνες.
Δεν ήτανε συνοικιακές ταβέρνες, που ο κοσμάκης πήγαινε μονάχα για να πιει. Η κάθε μια είχε τα δικά της πατητήρια και καζάνια, κι έφτιανε κρασιά, κονιάκ, τσίπουρο και μαστίχα. Είχανε τεζιάκι και τραπεζάκια για τη λιανική κατανάλωση, μα η δουλειά τους ήτανε προπάντων χοντρική, και φέρνανε τις μπόμπες το σπίρτο από την Οντέσα κι από το Τριέστι. Σπουδαία επιχείρηση.
Εδώ ήτανε και η κεντρική αγορά με τα μεγάλα ξακουστά μπακάλικα, ψαράδικα και χασαπιά. Τα κριάσια, ολάκερα σφαχτάρια, βόδια και βιδέλα —τ’ αρνιά δεν είχανε μεγάλη πέραση— κρεμόντουσαν απ’ τα τσιγκέλια ξαντεριασμένα, μπούτια, στηθούρια, μελτζανιά τζιέρια, πράσινες χολές, βούρκος χάμω τα αίματα, κόκκινες ποδιές, μουστάκες, μαχαίρες και μπαλτάδες —γκαπ γκουπ, σπάζανε τα κόκαλα πάνω σε πλάκες από μάρμαρο ή μέσα σε κοφίνια, η σιναγρίδα τράντσα, τα μπαρμπούνια, οι τσιπούρες, τα μελανούρια, τα σαλάχια, οι σφυρίδες, οι κωβιοί, κοιτάζανε με μάτια που είχανε χάσει την κακία τους —αλήθεια, δεν υπάρχει πιο μοχθηρή ματιά απ’ του ψαριού.
—Σπαρταράνε! σπαρταράνε! Να, δες, αφεντικό, τα σβάραχνά τους!
—Εδώ οι αστακοί! Εδώ οι γαρίδες!
—Μύδια! Κυδώνια! Κρασομουρμούρες! Χτένια! Χάβαρα!
Και τα μπακάλικα μοσκοβολούσανε τουλουμοτύρι, κασκαβάλι, βουτούρατα, τουρσιά, παστές σαρδέλες, ρέγκες, ταραμά —η μπακαλική σηκώνει λίγδα, λέγανε οι καλοφαγάδες: γιατί από δω ψουνίζανε οι μερακλήδες του τσαρσιού, γυρίζοντας στα σπίτια τους. Στράτσο χαρτί, παστή σαρδέλα ή κολιός πάνω σε κληματόφυλλο. Άλλο πράμα, βέβαια, τα μπακάλικα του Φασουλά. Σ’ αυτά έβρισκες αυγοτάραχα, ζαμπόνια, ροκφόρ, γκραβιέρα, ρούσικο μαύρο χαβιάρι, όσο θες, με το βαρέλι. Και στα ομορφοτυλίγανε μέσα σε λαδόχαρτο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο παπα-Νικόλας έμεινε αμίλητος κάμποση ώρα, κοιτάζοντας το αδειανό ποτήρι πάνω στο τραπέζι.
—Πάρε μεζέ κανένα βρεχτοκούκι, είπε ο ταβερνάρης.
—Βρεχτοκούκι; Πα πα πα! έκανε με ύφος κωμικό ο παπάς. Βρεχτοκούκι; Ο μέγας Πυθαγόρας απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές των πεθαμένων.
—Α! έκανε ο κυρ Αργύρης. Ώστε να μην τρώω κουκιά;
—Θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το πιστέψεις, γιατί με πότισες και δεύτερο τσίπουρο και μ’ έφερες στο κέφι. Μα, να πεις, πρέπει μάλλον να σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Σηκώθηκε, λίγο βαρύς. Ο ταβερνάρης τον πήγε ώσαμε την πόρτα.
—Μη νοιάζεσαι, είμ’ εντάξει, τον καθησύχασε ο παπα-Νικόλας, αναστηλώνοντας το ανάστημά του. Μονάχα κοίταξε να κάνεις για το τέμπλο, ό,τι περνάει από το χέρι σου.
Με του Βορηά τα κύματα...
Οι Μεγάλες Ταβέρνες
Ας εισέλθωμεν εις την πόλιν της Σμύρνης. Πλην της Παραλλήλου, όπου πριν κατασκευασθεί η προκυμαία, ην η παραλία της πόλεως, ουδεμία άλλη οδός αξία λόγου. Όλαι στεναί και τεθλασμέναι (τσικμά σοκάκ) εν αις περίφημος κρυφτός παίζεται. Όλαι όμως λιθόστρωτοι, με μελαψάς πλάκας της Σικελίας· όλαι καθαραί.
—Η δημαρχία! η δημαρχία! επανελάμβανεν ο συνοδός μου, γηράσας εν Σμύρνη. Που άλλοτε αυτή η καθαριότης! Έφεραν καραβιές τις πλάκες από την Μεσσίνα.
Πανταχού λοιπόν η δημαρχία, ης μόνον το όνομα εν Ελλάδι γιγνώσκομεν. Και θορυβούμεν τόσον και δαπανώμεν και εκτιθέμεθα, ίνα εν ξηρόν όνομα αναστηλώσωμεν, και τιτλοφορήσωμεν ένα, που δεν είχε τι να κάμει, δήμαρχον.
—Που ημπορούσες πρωτύτερα να περπατήσεις από την λάσπη!
—Τ’ ακούτε, Έλληνες; –(Τ’ ακούμε, να λέτε).
Ουδεμία πλατεία. Ουδεμία αγορά. Φαίνεται ότι εις τα απολυταρχικά κράτη είναι περιτταί αι αγοραί. Και αυτή η των εδωδίμων αγορά έχει σήμα οδού, μακράς οδού και υγράς —Οι Μεγάλες Ταβέρνες— Εκεί υπάρχουν τα κρεοπωλεία με τα τρυφερά βόεια, και τα ιχθυοπωλεία με τα γερλίσια οψάρια, του Ερμαίου δηλαδή, και με τας ευώδεις θαλασσομυρισμένας γαρίδας, εκεί και τα παντοπωλεία με το μαύρο χαβιάρι. Εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Κασαμπά–εις τον Μουμχανέ–υπάρχει είδος πλατείας και δένδρα ολίγα, και κρήνη διαυγούς και καλού ύδατος. —Πάσα η πόλις υδρεύεται δι’ αρτεσιανών–νερό νερόβραστο. —Άλλη πλατεία πάλιν υπάρχει εις άλλο άκρον της πόλεως, όπου ο σταθμός του σιδηροδρόμου Αϊδινίου· και δένδρα εκεί πολλά και πλάτανοι κατάσκιοι, και οικοδομαί αγγλικού ρυθμού, λιθόκτιστοι με εκλεκτούς λίθους, εκεί όπου τερματίζεται ο διa του quais διερχόμενος τροχιόδρομος. Υπάρχει ακόμη άλλη μία πλατεία εύμορφος, πλην αόρατος, η περίκλειστος αυλή του Μεγάλου Διοικητηρίου, με τας καθαράς και ευπρεπείς αιθούσας του, και με την σεμνοτάτην αίθουσαν των δικαστικών συνεδριάσεων.
Μετάβαση στο σημείο: Στην καρδιά της πόλης