Σμύρνη
Πόλη χαμένη και ξανακερδισμένη
Συγκρότηση ενότητας: Καλλιόπη Μακαρώνη- Γνωριμία με την πόλη
- Το λιμάνι της Σμύρνης-Η Αποβάθρα
- Η προκυμαία-Το Και
- Πούντα
- Στην καρδιά της πόλης
- Ελληνικές Συνοικίες
- Άλλες Συνοικίες της Σμύρνης
- Πλατεία Κονάκ-Το Κυβερνείο-Το Ρολόι
- Μπεζεστένια-Τσαρσιά-Χάνια
- Περίχωρα και εξοχές της Σμύρνης
- Σιδηροδρομικός Σταθμός Κασαμπά
- Γέφυρα των Καραβανιών-Μέλης Ποταμός-Κοιλάδα Αγίας Άννας
- Βιβλιογραφικές Πληροφορίες
Περιοχές
Ελληνικές Συνοικίες Άγιος Τρύφωνας/Συνοικία Τσικουδιάς/Χατζηφράγκου
Αυτές οι γειτονιές διακρίνονται για το λαϊκό στοιχείο τους. Κατοικούνται από Έλληνες που ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, εργάτες, μικροεμπόρους, τεχνίτες και λογής άλλους. Ωστόσο η ελληνική κοινότητα της Σμύρνης στο σύνολό της έχει κοινά χαρακτηριστικά στα ήθη, κοινωνικά, πολιτιστικά και θρησκευτικά. Ένα από αυτά είναι η εξωστρέφεια και η τάση προς το δημόσιο παρά το ιδιωτικό. Συνομιλίες, συναθροίσεις, έρωτες και παιχνίδι δεν κρύβονται αλλά συχνά γιορτάζονται στη Σμύρνη.
Πώς αναπτύσσονται οι κοινωνικές σχέσεις στις «λαϊκές» συνοικίες; Πώς αποτυπώνεται η ποιότητα των κοινωνικών δεσμών στο κείμενο, στις εικόνες αλλά και στο τραγούδι της ενότητας;
Να συγκρίνετε τη ζωή των παιδιών εδώ, με αυτή των παιδιών στις αστικές ελληνικές συνοικίες, τότε και τώρα.
Στου Χατζηφράγκου...
Τώρα, στο προτελευταίο θρανίο, ήρθε να θρονιαστεί κι ο ίσκιος του Σταυράκη.
Οι βροχές του Σαραντάμερου —αλήθεια ο καημένος ο Σταυράκης, που του βαραίνανε την ψυχή— βάλανε μια κουρτίνα, που έκλεινε όξω από την καρδιά των παιδιών κάθε χαρά της ζωής. Το καλοκαίρι, θαρρείς πως ξεχνάει κανείς πιο εύκολα. Όλα, λες κ’ είναι πιο εύκολα το καλοκαίρι. Τις φθινοπωρινές καλοσυνάτες μέρες, ξεκλέβεις μια δυο ώρες, μετά το σκόλασμα, για να παίξεις αμάδες ή γκελέμ γκελέμ, με την ελπίδα να ξελογιαστείς. Μα πάλι, δίχως να το θες και δίχως να τ’ ομολογάς, θυμάσαι τις σερετιές του Σταυράκη, τους βλέπεις πλάι σου και ισκιάζεσαι. Ναι, ίσως να ’ναι προτιμότερες οι κακορίζικες μέρες του χειμώνα. Κλείνεσαι σπίτι σου το βραδινό, στην κάμαρά σου, ο «ωκύπους Αχιλλεύς», «ο Μέλης ποταμός διασχίζει…», και ύστερα: «Κωστάκη, το φαγητό είν’ έτοιμο». Μα όπως κι αν το πάρεις, ό,τι και να κάνεις, τέλεψε, σου εντυπώθηκε πια στο νου πως και τα παιδιά πεθαίνουν. Τί άνοιξη, τί καλοκαίρι, τί φθινόπωρο, τί χειμώνας! Τα παιδιά πεθαίνουν…
Και, να πάρ’ η οργή, φέτος που η βροχή σταμάτησε ένα διάστημα, κ’ ήταν ηλιόλουστα τα φράγκικα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, παραμονή τα δικά μας Χριστούγεννα ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού. Κογιονάρανε οι Φράγκοι. Και τα Φραγκάκια, με τα κασκέτα Σαιν Ζοζέφ και με τις πελερίνες τους, είχανε βγει στο Κιαί σεργιάνι, για επίδειξη, δυο δυο αράδα, με συνοδεία τους φρέρηδες.
Μια βδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, τα παιδιά του Χατζηφράγκου είχαν παρακαλέσει —ποιον άλλο;— τον Παντελή, και τους έφτιαξε από χοντρό χαρτόνι ένα βασιλικό καράβι, κοντά ένα μέτρο μάκρος, με όλα τα σουσούμια του. Δυο φουγάρα, δυο κατάρτια, κανόνια, ξάρτια, του ανέβασε και το μεγάλο σημαιοστολισμό, μ’ ελληνικές παντιέρες στην κορφή των καταρτιών, στην πλώρη και στην πρύμη. Το μπογιάντισε άσπρο με λαδομπογιά, και ζουγράφισε στις δυο του μπάντες, με κεφαλαία γαλάζια γράμματα, τ’ όνομά του: ΥΔΡΑ. Μ’ αυτό βγήκανε, παραμονή Χριστούγεννα, το βραδινό, να «τα πούνε». Οχτώ παιδιά μαζί, με φαναράκι, τρίγωνο και τουμπελέκι. Μα η νεροποντή τους έκανε χαλάστρες. Και η σύναξη ήταν μικρή, γιατί δε μπορέσανε να πάνε στα μαγαζιά του Φραγκομαχαλά. Έπαθε και το καράβι αρκετές αβαρίες, σα νά ’χε βγει από ναυμαχία.
Το ξαναβγάλανε ωστόσο και παραμονή Πρωτοχρονιά. Καινούργια νεροποντή —δε γίνεται, θα ’χανε κάνει μάγια οι φραγκοπαπάδες— και σαν ξαναγυρίσανε στο στέκι τους, στο μαγαζί του Παντελή, το βασιλικό καράβι είχε πια διαλυθεί. Ανήμερα Πρωτοχρονιά, ο καιρός γύρισε χιονιάς, έριξε κάμποσο ψιλό χιονόνερο, που τσίμπαγε τα χέρια και τα μάγουλα. Και σε δυο μέρες, σαν ξαστέρωσε ο καιρός, τα βουνά φανήκανε κάτασπρα ώσαμε τη μέση, κι ένα ξερό βοριαδάκι ξούριζε το πρόσωπο. Μα το καράβι, όπως είπαμε, είχε διαλυθεί, κι έτσι, σαν ήρθανε τα Φώτα —κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η κυρά μας η Παναγιά— τα ’πανε πόρτα πόρτα, κρατώντας δυο γιαπωνέζικα φαναράκια. Σίγουρα θα τα ’χανε σουφρώσει από τ’ αχτάρικο του κυρ Κώστα, όσο τον απασχολούσανε να μετράει μιας δεκάρας λεμοντρόφ.
Με το ξεροβόρι, σφίξανε τα κρέατα, ανάψανε τα αίματα, κοκκινίσανε τα μάγουλα, και το μυαλό ξαράχνιασε. Μαζί με τους καλικάντζαρους και με τα κουτσοδαιμονάκια, η αγιαστούρα του παπά έδιωξε κι εκείνους τους δυο ίσκιους που θρονιάζανε στην τάξη.
Αγοράσανε μια μεταχειρισμένη μπάλα του φουτμπώλ με τη σύναξη από τα κάλαντα. Δυο ραφές της ήτανε ξηλωμένες, μα, ύστερ’ από συμβούλιο, τη δώσανε σ’ εκείνο το μασόνο το σκιτζή και τις ξανάραψε. Δεν τους πήρε λεφτά. Όσο κι αν ήτανε παλιά η μπάλα, την κλώτσαγες μια χαρά, φώναζες άουτ, φάουλ, γκολ, φρίκετ —δηλαδή, φρη κικ— έσπαζες και κανένα τζάμι, έπεφτε και πάνω στην τάβλα του κουλουρτζή, και τότε γινότανε μεγάλο ταβατούρι.
Τ’ αγόρια θυμηθήκανε παλιούς λογαριασμούς. Σάββατο απόγεμα, μπροστά ο αρχηγός και πίσω του οι νταήδες (όχι ο Περικλής, ούτε ο Γιακουμής, ούτε ο Μηνάς κι ένας δυο άλλοι), ξεκινάνε για της Τσικουδιάς το Χάνι, με τις τσέπες γεμάτες πέτρες και στο χέρι τους μια σόπα.
—Βρε συ! φωνάζει ο αρχηγός, από μακριά, του Τσικουδιώτη αρχηγού. Τον περασμένο μήνα, που ανταμώσαμε στο Τσάι, γιατί με στραβοκοίταξες;
—Και τώρα σε στραβοκοιτάω! αντιφωνάζει ο άλλος.
—Βρε συ, ξέρεις ποιος είμ’ εγώ; Είμαι ανίψι του Κουταλιανού!
—Και δεν πα να ’σαι! Εγώ βαστάω από πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Νταβέλη!
—Βρε συ, θα σου πιω το αίμα!
Βζιτ! σφύριξε η πρώτη πέτρα από το αντίθετο στρατόπεδο και άναψε το γλέντι.
Έρχεται μήνυμα στου Χατζηφράγκου:
—Προφτάξτε! Σκοτώνουνται στης Τσικουδιάς το Χάνι!
Φωνές:
—Κώνα Παρασκευή!
—Κώνα Μαρία!
—Κώνα Παγώνα!
—Που είν’ ο Νίκος; Νίκο! Νίκο! Πήγε μαζί κι ο Νίκος;
—Κώνα Φωτεινή!
—Κώστα! Μήν το κουνήσεις από δω! Θα σε σκοτώσω!
—Κώνα Ζωή!
—Κώνα Μαρία!
Γιουρούσι καμιά δεκαπενταριά μανάδες. Και σε μια δυο ώρες, γυρίζανε ξεμαλλιασμένες, σέρνοντας μαζί τους το παιδομάνι, άλλος μ’ ανοιγμένη μύτη, κρατώντας ένα ματωμένο μαντίλι κάτω απ’ τα ρουθούνια του, άλλος με μάτι μελανιασμένο, άλλος με δεμένο κεφάλι. Τους κλείνανε στο σπίτι και δούλευε παντόφλα.
Μα όπως και να ’ναι, δόξα σοι ο Θεός, ο μαχαλάς καβατζάρησε την κρίση και ξαναβρήκε τον παλιό εαυτό του.
Και μεσοφλέβαρα, άνοιξε το Τριώδι.
Η κυρα-Μαρία, από τη θέση της στη γαρδαρόμπα, τα βλέπει όλα και δίνει λογαριασμό στο γυναικομαχαλά για το τι φορούσανε οι ντάμες στον ένα και στον άλλο χορό της Λέσχης. Ο κυρ Μήτσος, το γκαρσόνι, τις ενημερώνει για τα σκανδαλάκια, δίχως ν’ αναφέρνει ονόματα, πάντα με διάκριση και χιούμορ —το χιούμορ το γλεντάει μονάχος του, γιατί εκείνες δεν παίρνουνε χαμπάρι από τέτοια.
—Εκείνη που πέρναγε από δω με τ’ άλογο, την ξανάδες;
Τους είχε μείνει αξέχαστη. Και όχι λίγοι άντρες, από τους τοτινούς νταήδες νιώθανε στην καρδιά ένα τσίμπημα, χρόνια και χρόνια υστερότερα, όποτε βάζανε στο νου την Έλσα και τη χαραμισμένη ζωή της. Και όλοι αυτοί, που, σα να λέμε, παίζανε μετρημένο τζόγο, ήτανε βέβαιοι πως θα την είχαν κάνει ευτυχισμένη αν… Τι αν;… Κι αυτοί δεν ξέρανε. Και αναδεύανε μες στο μυαλό τους, όπως και τότε, άτολμες αοριστίες που, ξεθυμασμένες πια, φαίνονταν ακόμα πιο γελοίες και ανόητες.
Μέσα στα γιασεμιά...
ΤΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ ΤΟΥ ΣΚΙΝΤΖΗ
Όποιος έβλεπε την Άννα όταν εμπήκε στο δωμάτιό της, άναψε το φως και εκοιτάχθηκε στον καθρέφτη, θα έλεγεν ότι μέσα του αυτό το κορίτσι δεν είχε δράμι αίμα πια. Τόσο ήτανε ωχρή και χωρίς ζωή. Τα μάτια της, μεγαλύτερα παρά ποτέ, έβγαζαν μια αόριστη αντιφεγγιά τρόμου από το μαυράδι των. Κάτι υποψιαζότανε και κάτι σαν να εφοβότανε. Μήπως αλήθεια η καταστροφή ήτανε τόσον μεγάλη: Και αν ήταν, πώς έπρεπε να γλιτώσει από τα χέρια της μητέρας της, των θείων της, του κόσμου όλου; Γύρω της η Άννα άκουε από τώρα, τα όσα βρωμόλογα θα έλεγαν οι γειτόνισσες εναντίον της, και με τι ματιές και φαρμακερά χαμόγελα θα την αντίκριζαν όταν έβγαινε δειλά στο παράθυρο, προσέχοντας να μη φανεί κατώτερα από τη μέση, για να ποτίσει τις αγαπημένες της βιγόνιες με τα πλατιά φύλλα και τα κοραλλένια λουλούδια, που μοιάζουν σαν φουντίτσες από καρδιές. Δεν ήτανε η πρώτη φορά που το είχε σκάσει από το σπίτι της εκείνο το βράδυ. Οι δρόμοι της Σμύρνης, και προ πάντων οι απόκεντροι τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδινές όταν υπάρχει, ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, και η καθεμιά με τον γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην μύγδην εκεί καταλήγουν, πίσω από μάνδρες, όπου ούτε αστυνομία, ούτε καμιά άλλη επίβλεψις υπάρχει, για να επέρχεται ως κατευναστικόν του ακατασχέτου ενθουσιασμού της μικράς ηλικίας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά δεν συμβαίνουν μόνον εις τας αποκέντρους συνοικίας, αλλά και εις εκείνας που είναι «περαστικές» καθώς λέγουν στη Σμύρνη, από τα παράθυρα και από τις πόρτες των οποίων, ημπορεί να συμπεράνει κανείς ότι τα νιάτα σ’ αυτή τη πόλη κατέχονται από καλπάζουσα ερωτοπάθεια, που εξηγείται από μια αντίθεση, την οποίαν κανείς δεν θα επερίμενεν. Όχι δηλαδή, από εμπόδια, αλλά από την ευκολία με την οποίαν συνάπτονται τα συνοικέσια. Η Άννα είχεν εκείνο το βράδυ «ραντεβού» με το Τζάκο και όπως πάντα, αφού έκαμαν ένα γύρο στο μεγάλο ταρλά του Αϊ Τρύφωνα, όπου από τους πλησίον λαχανοκήπους ήρχετο αρωματισμένο αεράκι δυόσμου κατέληξαν όπως πάντα συνήθιζαν εις του Σάρλη του τσαγκάρη, ενός φράγκου παπουτσή ιταλικής καταγωγής, μακρινού συγγενούς του Τζάκου. Αυτός είχε ένα μαγαζάκι, εις το οποίον μόλις εχωρούσαν δυο άνθρωποι. Το μαγαζάκι ήτανε χωρίς παράθυρο και μπορούσε να χωρισθεί και εις δύο μέρη, χάρις σε ένα ρυπαρό ύφασμα, που εχρησίμευε άλλοτε γι’ αποκριάτικο ντόμινο, κιτρίνου χρωματισμού, το οποίον κρεμασμένο από ένα σπάγκο, ημπορούσε να συρθεί από τη μια ίσαμε την άλλη πλευρά. Επειδή ο Σάρλης ήτανε κουφός και είχε ναπολιτάνικες ιδέες περί έρωτος, τους εκαλησπέριζε όταν έμπαιναν μέσα, σφουγγίζοντας από τα δάκτυλά του τα τσιρίζια που εμαύριζαν τα νύχια του, για να τους σφίξει το χέρι.
Ετραβούσε μόνος του το παραπέτασμα για να περάσουν από πίσω —επειδή δεν έπρεπε να τους βλέπουν οι διαβάτες που θα ημπορούσαν να υποθέσουν ένα σωρό πράγματα σ’ εκείνο το απόκεντρο μέρος,— και εξακολουθούσε πάλι να ανοίγει τρύπες εις τους πάτους των υποδημάτων πτωχών χωρικών, δια να εφαρμόσει τη μεντζεσόλα με τον κηρωμένο σπάγκο και με τα ξύλινα εκείνα μικρά καρφάκια, τις ξυλόπροκες που τις έπαιρνε από το φλοιό ενός ινδικού καρυδιού κομμένου στη μέση. Πίσω από το παραπέτασμα, στους τοίχους εβρίσκοντο κολλημένες χονδροειδείς ζωγραφιές που παρίσταιναν άλλη τη δολοφονία του Βασιλέως Ουμβέρτου άλλη μία μάχη Ιταλών και Αβυσσινών και μέσα εις όλας αυτάς εξεδιπλώνετο και μια καρικατούρα από σατυρικό φύλλο.
Δύο σκαμνιά ήσαν πάντοτε εκεί, κατά υπόδειξιν ως φαίνεται του Τζάκου, δια τον οποίον ο Σάρλης έτρεφεν υπερήφανον αγάπην, αφού ήτο συγγενής ενός τέτοιου «τζόβενου» που εκαθότανε σε μεγάλο σπίτι, εκεί κοντά στις Κοπριές, την οδόν Ρόδων, όπως την μετεβάπτισαν αι ελληνικαί εφημερίδες της Σμύρνης, σύμφωνα με τας απαιτήσεις του ευπρεπισμού. Εφορούσε πάντοτε παντελόνι με τσάκισες της ώρας, μυρωδιά στο μαντήλι του και ήτανε «μουσιούς» με τα ούλα του. Ο Σάρλης με το να είναι κουφός δεν ημπορούσε να ακούσει τίποτε αλλά το μάτι του, έστω και λίγο θολό από το σκύψε-σκύψε, μολονότι επρόσεχε να περνά τον σπάγκο κανονικά από κάθε τρύπα που άνοιγε με κάποιο εργαλείο απολήγοντος σε χονδρή βελόνα. Εκοίταζεν όμως λοξά προς το παραπέτασμα αν εξαφνικά εκουνούσεν ή αν έμενε διαρκώς ακίνητον. Εκείνο το βράδυ ο Σάρλης ορκίζετο εις τον Άγιον Ιωσήφ, που ιδιαιτέρως εσέβετο ότι τίποτε δεν ημπορούσε να καταλάβει.
Πρώτον διότι η ώρα επερνούσε και οι φιλοξενούμενοι δεν έβγαιναν πια και δεύτερον διότι ο μπερντές ούτε μια πτυχή δεν έκαμε πουθενά προδίδοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί εκειδά πίσω. Όταν σε μία στιγμή που ο Σάρλης, καταφυτεύοντας ένα γυναικείο τακούνι είδε να ανοίγει ο Τζάκος απότομα το παραπέτασμα—ενώ είχε συνήθεια να βγαίνει μαζί με την «μπέλλα του» από τα πλαϊνά ανοίγματα— να φεύγει ταραγμένος χωρίς να τον χαιρετίσει και έπειτα την Άννα, κλαμένη αυτή και σαστισμένη να τινάζεται έξω στο σκοτάδι του έρημου δρόμου για να τον προφθάσει. Αισθάνθηκε τότε κάτι τι σαν ζάλη από την ταραχή που τον έπιασε. Εσήκωσε τότε τα μάτια του και αντικρίζοντας ένα σανίδι το οποίον είχε στηρίξει εις τον απέναντι τοίχον και το είχε φορτωμένο παλαιά καλαπόδια, του εφάνη ότι όλα αυτά είχαν μεταβληθεί έξαφνα εις απειλητικά ρύγχη θηρίων αγνώστων, που εζητούσαν να μπηχθούν εις το στόμα του και να τον βασανίσουν, διότι είχε συντελέσει και αυτός να γίνει ένα μεγάλο κακό.
Και αν ήτανε αλήθεια; Αν είχε πέσει μέσα εις το βάραθρον, επάνω από το οποίον οι σκληρόκαρδοι διαβάται πετούν από μίαν πέτραν αναθέματος; Οι Καρπούζενες της είχαν γράψει μέσον της Πελαγίας, της οποίας την εύνοιαν εκέρδισεν η Άννα, χαρίζοντάς της μια ψεύτικη αλυσιδίτσα του λαιμού, πως τον Τζάκο τον εταξίδευσαν οι γονείς του στο Αλγέρι και της εζητούσαν να τους εξηγήσει για ποιο λόγο έγινεν αυτή η εξαφνική απομάκρυνσις που δεν ημπορούσαν να καταλάβουν. Ώστε νά που όλα συντρέχουν για να κάμουν τους φόβους της περισσότερον πραγματικούς. Και αυτός, που ως πριν λίγες μέρες ακόμη τη βεβαιούσεν ότι με το παραμικρό που θα την εστενοχωρούσαν από το σπίτι της δεν θα είχε παρά να πάγει να κτυπήσει την πόρτα τους και να ριχθεί στην αγκαλιά της μητέρας του που την επερίμενε σαν κόρη της; Ίσως όμως και να μη είχε συνεπείας καταστροφής η τρέλα της, όταν έκλεισε τα μάτια υπνωτιζομένη από την μουσικήν φωνήν του ωραίου νέου, που κάθε λέξις του εχάϊδευε την ψυχήν της, όπως σε επιφάνεια νερού μαρμάρινης στέρνας περνούν τα σύννεφα του ουρανού και κυλιούνται ανάερα. Έπρεπε να περιμένει! Και κάμνοντας αυτήν την τρομεράν σκέψιν η Άννα εθυμότανε μία ζωγραφιά της Μαρίας Στοουάρτας, που εικονίζεται μέσα εις ένα από τα χρυσόδετα βιβλία, τα οποία της είχαν δώσει οι καλόγριες. Την έβλεπε πάλιν αυτήν την ζωγραφιά, όταν η βασίλισσα γονατιστή, με δεμένα τα μάτια, ακουμβά το κεφάλι επάνω εις ένα χονδρό ξύλο και επάνωθέν της είναι σηκωμένος ο πέλεκυς του δημίου. Της εφαινότανε ότι και αυτή εβρισκότανε εις τη στάση της θανατικής εκείνης αγωνίας και ότι ο πέλεκυς δεν εκινείτο για να πέσει, πολύ δε ολιγότερον για ν’ απομακρυνθεί· και ότι με τα μάτια της δεμένα με το κεφάλι σηκωμένο σ’ αυτήν την στάσιν του επικειμένου τσακίσματος των κοκκάλων και των σαρκών του λαιμού της, μέσα εις τας ανατινάξεις του αίματός της που το ησθάνετο τώρα γεμάτον από θάλπος ζωής να τρέχει εις τας φλέβας της, έπρεπε να περιμένει με τα αυτιά προσηλωμένα και εις τον μικρότερον ήχον που ημπορούσε να την προειδοποιήσει… Κάποτε, την νύκτα, ετινάζετο από το στρώμα της σε μόνη την υποψία ότι κάτι είχε να αισθανθεί. Επλησίαζε τότε στο παράθυρο και κοιτάζοντας κάτω το λιθόστρωτον του δρόμου, επάγωνε από μία παράξενη ανατριχίλα, που της έτρεχε σε όλο το κορμί, σαν το νερό που χύνεται ξαφνικά μέσα από τη ράχη. Τότε κάποια φωνή άγνωστη ίσαμε τώρα, της έλεγε: «Το πέσιμο. Το πέσιμο πάνω στις πέτρες. Σωριάζεται κανείς μονομιάς κατάχαμα, μισοπνιγμένος από το μεθύσι της ορμής και σπάζει σαν ένα βάζο πήλινο». Έπειτα η ίδια φωνή με ειρωνική κακεντρέχεια επρόσθετε: «Και μολονότι το βάζο είναι τόσο μεγάλο, δεν κάνει και κανένα κρότο.» Άλλες φορές πίνοντας ένα ποτήρι δροσερό νερό για να κατευνάσει τον πυρετό που της έκαιγε τα πορφυρά χείλια ήκουε και πάλι απαίσιες φωνές να κουδουνίζουν στ’ αυτιά της. [….]
Πολύ συχνά όμως το όνειρον έφευγε μακράν και η ζωή δεν αργούσε να πάρει την θέσιν της την κυρίαρχον, κάμνοντας να σιωπήσουν όλες οι συμβουλές της καταστροφής, αι οποίαι της εδίδοντο αρνητικώς, από κάθε εικόνα των καθημερινών εντυπώσεων. Ώστε να φύγει: Να πάγει μακριά. Μα πολύ μακριά. Το σπίτι της δεν θα επερνούσε πολύς καιρός να το ξεχάσει. Από τα μυθιστορήματα που είχε διαβάσει, χιλιάδες ηρωίδες ανέβαιναν αλληλοσπρωχνώμενες από το άγνωστον, ντυμένες επιδεικτικά, φτιασιδωμένες, μοσκομύριστες, που την επερικύκλωναν με γέλια πρόστυχα και χειρονομίες ξετσίπωτες, για να της ψιθυρίσουν η καθεμία στο αυτί από μία λέξη, που έκανε την Άννα να κάθεται ώρες κουβαριασμένη και σκεπτική. Έλα λοιπόν! Τι περιμένεις;
Στου Χατζηφράγκου...
Ο παπα-Νικόλας συχωρούσε του Πυθαγόρα κάτι τέτοιες αρλούμπες —όπως τα μαμούνια μέσα στα κουκιά— μια και είχε ανακαλύψει τη μαθηματική σχέση που έχουν μεταξύ τους οι νότες της μουσικής. Είχε μανία με τη μουσική. Φοιτητής, ήτανε περιζήτητος για το μαντολίνο του και για τη γλυκιά φωνή του, τενόρος μπαριτονάλε. Ακόμα τώρα, σου άγγιζε την καρδιά σαν έσερνε στην εκκλησιά το χερουβικό και το «Άξιόν εστιν ως αληθώς». Σ’ αυτή την αγάπη του για τη μουσική χρωστούσε και την αμαρτωλή φιλία του με το σιορ Ζαχαρία Σιμωνά. Κι αυτό που είχε φανταστεί, σαν τον καλέσανε σήμερα στη Μητρόπολη, ήταν πως θα του κάνανε παρατηρήσεις για τις σχέσεις του μ’ έναν Οβραίο.
Κοντεύανε δυο χρόνια που ο σιορ Ζαχαρίας ήρθε κι εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του σ’ ένα σοκάκι που κατέβαινε από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι, κι έβγαινε, σαν έστριβες τρία σοκάκια δεξιά, λίγο πιο πάνω από τη Μπελλαβίστα. Έγινε σούσουρο, ένας Οβραίος σε ρωμιομαχαλά! Οι μαχαλιώτες αργήσανε να το καταλάβουν, γιατί οι νεοφερμένοι μιλούσανε ρωμαίικα μεταξύ τους, με προφορά κάπως συρτή, σαν τους Εφτανησιώτες, κ’ η κόρη τους πήγαινε στο ελληνικό παρθεναγωγείο, στου Κατιρτζόγλου το σοκάκι. Περάσανε τρεις βδομάδες ώσπου ο παπα-Νικόλας, πρώτος ανακάλυψε πως ήτανε Οβραίοι.
Ένα μεσημέρι αντάμωσε στο δρόμο την κόρη τους, την Πέρλα, δεκαεξάχρονη κοπελίτσα, που γύριζε απ’ το σκολειό. Της χαμογέλασε:
—Κόρη μου, είσαι Οβραιοπούλα;
—Μάλιστα, παππούλη, του αποκρίθηκε.
—Το κατάλαβα από το άστρο του Σολομώντα —κι έδειξε το χρυσό εξάχτινο άστρο, που κρεμότανε απ’ το λαιμό της με μιαν αλυσιδίτσα. —Ξέρεις τι γράφει απάνω; Αυτά τα χαραγμένα οβραίικα γράμματα;
—Όχι, παππούλη.
—Πώς, Οβραιοπούλα και δεν ξέρεις; Γιατί δε ρωτάς τον πατέρα σου;
—Τον ρώτησα, μα κι εκείνος δεν ξέρει.
—Α, δεν είναι σωστό. Πρέπει να ξέρεις τα θρησκευτικά σου.
Γράφει «Αδωνάι». Είναι το πιο μυστικό όνομα του Θεού. Σε ποια τάξη είσαι;
—Στην τετάρτη. Του χρόνου βγάζω το γυμνάσιο.
—Α, ναι. Από τετρατάξιο, έγινε τώρα πεντατάξιο. Πληθύνανε αυτά που πρέπει να ξέρει ο άνθρωπος.
—Στους Κορφούς, ήταν ακόμα τετρατάξιο. Α, να κι ο πατέρας μου, είπε με την τραγουδιστή φωνή της. —Παπάκη!
Σίμωσε ο σιορ Ζαχαρίας με τη βαριά του βράκα. Κράταγε, σχεδόν αγκαλιαστά, κάτι μακρύ, που φούσκωνε στο κάτω μέρος, μέσα σε μια πάνινη σακούλα, πράσινη.
—Τα σέβη μου, γέροντα.
—Έχεις σπουδαίο κορίτσι.
—Η Πέρλα; Ναι, καλό παιδί. Πήγαινε, της λέει, στο σπίτι, και πες της μητέρας σου πως έρχομαι.
Σα μείνανε μονάχοι με τον παπα-Νικόλα, θεώρησε χρέος του να του εξηγήσει.
Δεν ήτανε, του λέει, ούτε Ισπανο-εβραίοι Σεφαρδείμ, ούτε Πολωνο-εβραίοι Ασκενάζι. Η οικογένειά του βαστάει από την Κόρινθο. Οι πρόγονοί του, όσο ξέρει, είχαν μεταναστέψει στην Ελλάδα πριν δυο χιλιάδες χρόνια, πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη διασπορά. Μα τώρα και καμιά ογδονταριά χρόνια, ο προπάππος του έφυγε από την Κόρινθο κι εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (χμ! στην Επανάσταση, σκέφτηκε ο παπα-Νικόλας, στα σίγουρα, μακριά απ’ τη φωτιά).
—Ούλη μας τη ζωή, με χριστιανούς και μ’ Έλληνες την περάσαμε. Θαμάστανε σαν ξένοι στην Οβραιακή. Δεν ξέρομε και τη γλώσσα τους.
Μα στους Κορφούς, μπορεί ν’ αγαπάνε οι άνθρωποι τη μουσική, είναι όμως φτωχό μέρος, κι έτσι, πήρε τώνε ματιών του κ’ ήρθε σ’ αυτόν εδώ τον πλούσιο τόπο. Ο παπα-Νικόλας έδειξε αυτό που κράταγε στην αγκαλιά του ο σιορ Ζαχαρίας:
—Όμορφο όργανο.
—Ναι, είναι η ζήση μου.
—Μπορώ να το δω;
—Είναι η ζήση μου, ξανάπε, και χάδεψε με το ελεύθερο χέρι του το ξυρισμένο του πηγούνι. —Τ’ όργανο; ρώτησε, σα να μην ήτανε και τόσο πρόθυμος.
Έλυσε, ωστόσο, τα κορδόνια της σακούλας, κι έβγαλε από μέσα του το όργανο, ένα πελώριο ούτι, είδος μπουζούκι, με κάσα μεγάλη ώσαμε τρία μαντολίνα, και με μακρύ μπράτσο. Όλο μαζί, θα ’φτανε τις δυο πήχες.
—Σπουδαίο! επιδοκίμασε ο παπα-Νικόλας, κι ένιωσε να τον τρώνε τ’ ακροδάχτυλά του.
Έτσι πρωτογνωριστήκανε ο παπα-Νικόλας, κι ο σιορ Ζαχαρίας. Όποτε ανταμώνανε στο δρόμο, λέγανε μια δυο κουβέντες.
—Ποιός σου δίνει το λα;
—Έχω διαπασών στο σπίτι.
—Εγώ, στα νιάτα μου, το ’βρισκα με τ’ αφτί μου.
Ή, άλλη φορά.
—Στην Πόλη, στην Άγια Ειρήνη, ήταν ένας δεξιός ψάλτης…
—Τον ξέρω, τον έκοψε ο σιορ Ζαχαρίας. Έκανα πάνω από ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσω τα βυζαντινά και τα σαρκιά. Πήγαινα και κρυφά στην εκκλησία για να τον ακούσω.
Κάποτε πάλι, αναστέναξε με παράπονο:
—Είμαι ο τελευταίος της γενιάς μου. Ώσαμε τώρα η τέχνη πήγαινε από πατέρα σε παιδί.
—Καλά, κι ο γιος σου;
—Δεν αγαπάει τη μουσική ο Γιάκωβος. Εμείς οι Οβραίοι, λέει, ξέρομε την πήχη, το γραμμάτιο, τον τόκο… Πάει για έμπορας.
Βέβαια, όλ’ αυτά, δεν ήτανε τίποτα σοβαρό, για να φοβάται τη Μητρόπολη ο πρωτόπαπας. Μα οι σχέσεις του με Οβραίο θα γίνονταν, με τον καιρό, ακόμα πιο στενές.
Όσο κι αν έλεγε ο σιορ Ζαχαρίας πως ένιωθε ξένος στην Οβραιακή, η οβραίικια κοινότητα τον είχε βοηθήσει για ν’ ακουστεί. Τον φέρανε σ’ ένα τραπέζι που είχε κάνει του βαλή ο πρόεδρος της κοινότητας, κι από τότε δεν γινότανε γλέντι στο Κονάκι ή σε μπέικο σπίτι, που να μην τον καλέσουνε να παίξει. Ακόμα κ’ οι δικοί μας χοντρέμποροι του τσαρσιού, τον παίρνανε σε κανέναν καφενέ, ή κλείνανε μια ταβέρνα, για να μερακλωθούνε με τα βυζαντινά. Δεν ήτανε καθαυτό αμανέδες, μάλλον κάτι σαν ψάλσιμο, μακρόσυρτο και μελαγχολικό, που ξαφνικά ζωήρευε σ’ ένα χαρούμενο σκοπό. Κι ο σιορ Ζαχαρίας είχε φωνή μπαριτονάλε, ίσως μια ιδέα πιο βαθιά απ’ του πρωτόπαπα.
Ο μαχαλάς, κάπως επιφυλαχτικός στην αρχή, τους δέχτηκε σιγά σιγά, και μάλιστα, για να μη φανεί πως τους ξεχώριζε, τους φερνότανε με υπερβολική τσιριμόνια. Εξωτερικά, δε διαφέρανε σε τίποτις. Φωνάζανε το αντρόγυνο σιορ και σιόρα, γιατί όταν εκείνος μιλούσε για τη γυναίκα του, έλεγε η σιόρα Φιόρα, κι εκείνη, για τον άντρα της, ο σιορ Ζαχαρίας. Τους άλλους Οβραίους — τους παλιορουχατζήδες, ας πούμε, που περνούσανε ταχτικά από το μαχαλά, με το σακί στον ώμο, τους φωνάζανε σινιόρ. Η σιόρα Φιόρα δε φορούσε στο κεφάλι το χαμηλό μαύρο ταφταδένιο καλπάκι, με τη σακούλα πίσω για να μπαίνουν τα μαλλιά, σαν τις βιζινίκες ασπριτζήδενες, που τριγυρνούσανε στα σοκάκια με τις μακριές τους βούρτσες. Όπως οι Οβραίοι του λαού είχανε σαν προνόμιο το επάγγελμα του παλιορουχατζή, έτσι και οι Οβραίισσες το άσπρισμα.
—Ασπρίσει τοί-οιχους!
Μερικοί λέγανε, πως αυτές οι βιζινίκες, χαλίσικες Οβραίισσες είχανε το κεφάλι τους ξουρισμένο, και πως κάτω απ’ το καλπάκι φορούσανε περούκα.
Στη μεγάλη σκόλη της Σκηνοπηγίας, η σιόρα Φιόρα μοίραζε στη γειτονιά γλυκά και φρούτα, κ’ οι χριστιανές νοικοκυρές της στέλνανε το Πάσχα τσουρέκια και κόκκινα αυγά. Μια γειτόνισσα, που τα πίσω παράθυρα του σπιτιού της βλέπανε, πάνω απ’ το μαντρότοιχο, στο πρεβολάκι των Σιμωνά, βεβαίωνε πως απ’ ό,τι μπόρεσε να δει, της φάνηκε πως είχανε στήσει κάτι σα τσαντήρι, και όσες μέρες κράταγε η σκόλη, άκουγε σιγανά τραγούδια, ίσως και να χορεύανε, και ο σιορ Ζαχαρίας έπαιζε σουρντίνα τ’ όργανό του.
Η στάση των παιδιών του μαχαλά, είχε, βέβαια, σημασία. Σταματούσανε τις κουβέντες τους όποτε ανταμώνανε κάποιον από τους Σιμωνά, σα να μαζεύονταν στον εαυτό τους. Λες και πλανιότανε κάποιο μυστήριο, που όπως κάθε τι το άγνωστο, τα φόβιζε μαζί και τα τραβούσε. Το ίδιο συναίσθημα που είχανε και μπροστά σ’ εκείνη τη σκουριασμένη καγκελόπορτα, σ’ ένα σοκάκι εκεί κοντά. Βρισκότανε ανάμεσα σε δυο σπίτια, και πίσω της, ήταν ένα χορταριασμένο πρεβόλι, ούτε πέντε πήχες φάρδος, μακρύ ώσαμ’ εκεί που ’φτανε το μάτι, ατέλειωτο, που το ’κλεινε στο βάθος μια πυκνή κι αδιαπέραστη πρασινάδα. χορτάρι όσο το μπόι τους ψηλό, ανάκατο μ’ αγκαθωτά βατόμουρα κι αγκαθωτούς αθάνατους, που ένας τους είχε πετάξει ένα θεόρατο κοτσάνι με μια φούντα στην κορφή. Ήταν φριχτό να βλέπεις το κοτσάνι, που ξεπερνούσε τα πλαϊνά σπίτια, ν’ αργοσαλεύει, ή να γέρνει καταπάνω σου σα φύσαγε βοριάς. Από τη μια κι από την άλλη, σ’ αυτό το στενάδι, τα τυφλά ντουβάρια των δυο πλαϊνών σπιτιών, ήτανε σκεπασμένα με κισσό. Κανένα σπουργίτι δεν τσίβιζε μες στα πλοκάμια του κισσού, που αφού φτάσανε ως την κορφή των ντουβαριών, ρίξανε μάκρος προς τα κάτω και ξαναριζώσανε στη γης κι αλληλοπνίγονταν με τις τσουκνίδες και την αγριάδα. Τα παιδιά ξεθαρρεύανε καμιά φορά, στέκανε μια στιγμή, ύστερα ο Σταυράκης, έμπηγε τη σκληριά του, το ’βαζε στα πόδια, και τ’ άλλα τρέχανε ξωπίσω του. Το ίδιο έκανε κι όποτε τύχαινε να βρίσκεται με τα παιδιά, όταν περνούσε ο σιορ Ζαχαρίας.
Μα τα παλικαράκια του μαχαλά καλοβλέπανε την Πέρλα. Αυτή κι ο Γιάκωβος —δυο χρόνια μεγαλύτερός της, υπάλληλος στο υφασματάδικο Τσάβες και Κόενκα, όξω απ’ το Ισάρ Τζαμί— ήταν φτυστοί ο πατέρας τους, μονάχα πως τους έλειπε το ψαλιδισμένο μουστάκι. Κάπως παχουλοί, στρογγυλοπρόσωποι, μεγάλα μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά, σαρκωμένα χείλια, μύτη μικρή, μια ιδέα πλακουτσωτή. Όμορφη κοπέλα η Πέρλα, η μυτίτσα της είχε κάτι το συγκινητικό, και τα μαυράδια των ματιών της πλέκανε, θαρρείς, μέσα σε μια γαλάζια άρμη. Όμορφη κοπέλα, φρέσκια, μα γούστο ανατολίτικο με τα παχιά της χείλια και τα φουσκωτά μάγουλα. Η σιόρα Φιόρα ήτανε άλλο πράμα.
Ούλο ματάκια μου και τζόγια μου, σα σου μιλούσε. Δε χωράει καμιά λεπτόλογη περιγραφή. Σα σου ’λεγε «αγάπη μου», όπως το συνήθιζε κάποιες φορές, έλιωνε η καρδιά σου, καμάρωνες για τον εαυτό σου, κι ας ήξερες πως ήτανε μονάχα τυπικό. Είχε μαθευτεί, άγνωστο από που, και ποιος ξέρει αλήθεια ή ψέματα, πως η προμάμμη της ήτανε Γιαννιώτισσα, στο χαρέμι του Αλή πασά, και πως αυτός τη χάρισε σε κάποιον Γιαννιώτη Οβραίο τραπεζίτη του. Κι έτσι, τη βγάλανε σχεδόν Ρωμιά και χριστιανή.
—Ώστε, είπε ο κύριος Κουρμέντιος, ο δάσκαλος, συνάδερφος της κυρα-Φροσύνης και της κυρα-Βασιλικής. Το αθάνατον ελληνικόν πνεύμα!
Αν ήταν αλήθεια αυτή η ιστορία με τον Αλή πασά, η προμμάμη της σιόρα Φιόρας θα ’τανε μάλλον Τσερκέζα, γιατί η δισέγγονή της είχε μάτια τσακίρικα που μπιρμπιλίζανε σαν τις σταλαματιές της βροχής πάνω στις φυλλωσιές, σα βγαίνει ο ήλιος μέσ’ από τα σύννεφα. Σου άπλωνε τη ματιά της σαν ένα χέρι χαρωπό. Τα μαύρα μαλλιά της, μπλάβα σχεδόν, τα χτένιζε τσιτωμένα πίσω και στριμμένα κότσο χαμηλά, πάνω από το σβέρκο. Όπως ήτανε σαραντάρα και παιδωμένη, η κορμοστασιά της, λίγο γεμάτη, αν και λυγερή ακόμα, είχε κάτι το μητρικό. Δεν ήξερες αν την επιθυμούσες σα γυναίκα, ή αν δε θα προτιμούσες να ’τανε συγγένισσά σου, θεια σου ας πούμε, ή και μητέρα σου, μόνο και μόνο για να ζεις κοντά της, μες στη γλύκα της. Μια επιδερμίδα σαν το σταρένιο ζυμωτό ψωμί. Ξεπέρναγε κάθε λεπτόλογη περιγραφή.
Πολλοί, περνώντας μπρος από το σπίτι της, χαμηλώνανε τα μάτια τους όταν τη βλέπανε στο παράθυρο, ή αν έβγαινε στην πόρτα να ψωνίσει, πάντα με τα μαύρα πασουμάκια της γαρνιρισμένα με σιντεφένια κουμπιά. Όλα τα ψουνίζανε από το μαχαλά, εξόν από το κρέας, που το ’φερνε ο Γιάκωβος, ή ο σιορ Ζαχαρίας, από οβραίικο χασάπικο, στης Χάβρας το σοκάκι, για να ’ναι το ζο σφαγμένο κατά πως όριζε η θρησκεία τους.
Μια μέρα, που περνούσε ο Παντελής, του φώναξε απ’ το παράθυρο:
—Φαναρτζιδάκι! Καλέ φαναρτζιδάκι!
Ο Παντελής αναθώρησε.
—Ξέρεις να μου διορθώσεις, μάτια μου, τη βρύση της κουζίνας;
—Πως, βέβαια…
—Πότε θες να ’ρθεις, ψυχούλα μου;
—Να ’ρθω… τ’ απόγεμα.
—Δε μπορείς τώρα;
—Μα… καλύτερα τ’ απόγεμα.
Δεν ήξερε κι ό ίδιος για ποιο λόγο τ’ ανέβαλε, μια και δεν είχε άλλη δουλειά αυτή την ώρα. Λες κ’ ήθελε να το συλλογιστεί, να το χωνέψει, πως θα ’μπαινε στο σπίτι της σιόρα Φιόρας —ίσως ακόμα και σε οβραίικο σπίτι.
Τις νύχτες, στο μαχαλά του Χατζηφράγκου, τα παλικαράκια κάνανε πατινάδες, με μαντολίνο και κιθάρα, στις γιαβουκλούδες τους ή σε όσες καψορέγονταν, ή κι έτσι, για να ξεθυμάνουνε μονάχα το μεράκι τους, κάτι αόριστο που λαχταρούσε η ψυχή τους και που δεν το βρίσκανε στον Αι-Κωνσταντίνο. Και μερικοί, πιο παραλήδες, από τις κάτω γειτονιές, παίρνανε τα παιχνίδια, σαντούρι και βιολιά, και κάποιος από την παρέα τράβαγε και μια πιστολιά στον αέρα, έτσι, από κουβαρνταλίκι και παλικαριά. Κανένας ζαπτιές δεν κόταγε να κάνει παρατήρηση.
Και μια νύχτα του Γενάρη, αφέγγαρη, που τ’ άστρα ρίχνανε την παγωνιά τους και ραγίζανε οι πέτρες, ακούστηκε τ’ οργανάκι:
Τρα λα λα, τρα λα λα, τραλαλαρί λαρά.
Και μια φωνή τενορίνου να τραγουδάει:
Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κεριακή πρωί,
επήγα για σεργιάνι εις τη οβραιακή.
Τρα λα, λα λα, λα λα, τραλαλαρί λαρά.
Βλέπω μια ’βραιοπούλα και ηλουζούτανε,
με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε.
Τρα λα λα, τρα λα λα, τραλαλαρί λαρά.
Της λέω ’βραιοπούλα γίνεσαι χριστιανή,
να λούζεσαι Σαββάτο, ν’ αλλάζεις Κεριακή;
Τράλαλα τράλαλα τραλαλαρά
τράλαλα τράλαλα τραλαλαρά
τρα λα, λα λα, λα λα, τραλαλαρί λαρά.—Ντλίγκ! τέλειωσε το ρουλό κουδουνιστά μες στ’ οργανάκι.
Αυτή η πατινάδα με τ’ οργανάκι, όξω από το κατάκλειστο σπίτι του σιορ Ζαχαρία, επαναλήφτηκε ακόμα δυο φορές. Ύστερα οι κανταδόροι τα παρατήσανε, είτε από εαυτού τους, είτε οι γειτόνοι τους είπανε πως ήτανε ντροπής.
Στου Χατζηφράγκου...
«Τα τσερκένια»
Καλώς τονε… Τι; Συγγραφέας; Δηλαδή; Α; γράφεις βιβλία. Χάρηκα πολύ. Τους έχω σε μεγάλη υπόληψη αυτούς που γράφουνε βιβλία - μιλάω σοβαρά. Κάτσε, λοιπόν. Να, σ' εκείνο το πεζούλι, δεν περισσεύει άλλη καρέγλα… Όμορφα είν' εδώ; Σαν εξοχή; Δηλαδή, το ανοιχτό γκερίζι που τρέχει ανάμεσα στην ξεραΐλα και τραβάει για κάτω; Άκουσε παλικάρι μου, για ν' αγαπιόμαστε, καλύτερα να παρατήσομε το κογιονάρισμα: και τη δικιά μου υπόληψη για τα βιβλία, και τα δικά σου παινέματα για το ρημάδι μου. Λοιπόν; Ά, γράφεις ένα βιβλίο για κείνη τη χαμένη πολιτεία και μου ζητάς να σ' αρμηνέψω. Άκουσε. Πάνε από τότε κάπου σαράντα χρόνια, σωστά σαράντα χρόνια. Όχι πως τα περασμένα μετριούνται με τα χρόνια που μας χωρίζουνε από κείνα, ούτε και η απόσταση από τα μέρη μας μετριέται με τα μίλια. Για τον έναν, είναι και τα δυο τόσο μακριά, σα να μην υπάρξανε ποτέ. Ο άλλος, τα 'χει πάντα μπροστά του ζωντανά, λες κ' είναι τούτη η ώρα. Ανάλογα με το αίσθημά μας είναι και τα δυο. Για μένα; Χμ, πώς να σου τ' ορίσω; Ας πούμε, πως η ψυχή μου καθαρίστηκε από την έχθρητα. Τι; Έχθρητα για κείνους που μας διώξανε από κει κάτω; Όχι μονάχα για κείνους. Ακόμα και γι' αυτούς που είχαν έρθει.
Τι φτιάχνω τώρα; Να: - Γιακουμή, μου λέει τ' αφεντικό, αρκέσου στις σαράντα σου δραχμούλες μεροκάματο. Εχτιμώ την εργασία σου, μου λέει, μα πρέπει να βάζω λεφτά στη μπάντα για να μεγαλώσω το εργοστάσιο… Όχι, δε δουλεύω στο εργοστάσιό του. Δουλεύω τη γης του, πρεβολάρης σ' ένα μεγάλο καρπερό περιβόλι. Τ' αγαπάω το πρεβόλι του, κι όπως εγώ δεν έχω τίποτα δικό μου ν' αναστήσω, του δίνω την κάθε στάξη του ιδρώτα μου. Το χώμα μου 'φαγε τα νύχια ίσαμε τις ρίζες. Μα, να πεις, ο κάθε άνθρωπος έχει τη φιλοδοξία του. Η φιλοδοξία του αφεντικού, είναι να μεγαλώνει το εργοστάσιο. Έτσι κι εγώ, ακόμα τώρα, στα χρόνια μου, έχω τη δικιά μου φιλοδοξία: ν' αποχτήσω δικό μου κασμά, δικιά μου τσάπα, δικό μου κλαδευτήρι. Εκείνα που 'χα εκεί κάτω, καήκανε - κάηκε το στειλιάρι τους και λιώσανε τα σίδερα. Μπορεί και να πετάξανε στον ουρανό, μαζί με την καμπάνα και το ράσο… Ήταν όμορφα σύνεργα, τα φούχτιαζες και τα 'νιωθες σα μάκρος του χεριού σου. Ναι, την ίδια δουλειά έκανα κι εκεί, μα στο δικό μου το μπαξέ. Μπαξεβάνης. Να το γράψεις κι αυτό: ο Γιακουμής ο Μπαξεβάνης. Πολλοί απ' όσους το διαβάσουνε, θα θυμηθούνε τ' όνομά μου… Όμορφη γης, καλοσυνάτη, σ' αγάπαγε κι αυτή. Και σε μιαν άκρη του μπαξέ, ήτανε το σπιτάκι μας. Μπορεί όχι πολύ πιο μεγάλο από τούτη την καλύβα, μα χτισμένο με ξερολιθιά, όχι με πλίθες, με γαζόκασες και τενεκέδες. Καλοσουβαντισμένο από μέσα, με ασβεστωμένο τζάκι, σκεπή από κεραμίδια, όχι από πισσόχαρτο. Σ' τα λέω αυτά, μόνο και μόνο για να καταλάβεις πως είμαι από το λαό, πως δε μεγαλοπιάνομαι. Θα το 'χεις καταλάβει δα κι από το λέει μου, δεν ξέρω να τα πω καλαμαράδικα… Τι; Αν μου λείπει ο μπαξές μου; Για φαντάσματα τώρα θα μιλάμε; Να ο μπαξές μου: αυτός ο τενεκές με το γεράνι κ' η γλάστρα με το βασιλικό. Σε δυο τρεις μήνες θα ξεσποριάσει ο βασιλικός. Θα τον βγάλω τότε και θα φυτέψω μια κόκκινη γαρουφαλιά. Το Νοέμβρη πια. Δεν ξέρω αν καταγίνεσαι με την κηπουρική, μα πριν της Άγιας Αικατερίνας, δεν πιάνουν οι γαρουφαλιές. Εγώ θα τη φυτέψω ανήμερα. Έχω το λόγο μου.
Δεν έχω τίποτ' άλλο να σου πω. Είδες το μπαξέ μου, είδες και το καλύβι μου. Και στάθηκες τυχερός που πρόκανες να τα δεις. Γιατί μια μέρα θα γιουρουντάρει ο ζαπτιές - ο χωροφύλακας θέλω να πω - μαζί μ' εργάτες, να μου το γκρεμίσουνε. Εξόν αν τους προλάβει το ρέμα, καμιά νύχτα του χειμώνα, και μας συνεπάρει παρέα, πέρα στο γιαλό. Μα μπορεί ώσαμε τότε να 'χω φυτέψει την κόκκινη γαρουφαλιά. Ύστερα, νυν απολύεις τον δούλον σου, όπως ήλεγε κι ο παπά - Νικόλας. Μα η γαρουφαλιά θα μείνει. Κάποιος θα τη χαρεί… Αμέ τώρα στο καλό. Αυτά είχα να πω.
Τί; Α δε σου μιλήσω για κείνη την πολιτεία, δε θα μπορέσεις να γράψεις το βιβλίο σου; Και ήρθες επίτηδες σ' εμένα κι όχι σε άλλον απ' ούλο το συνοικισμό, γιατί έχεις ακουστά το Γιακουμή το μπαξεβάνη; Λέγε το κι ας είν' και ψέματα. Μ' έφερες στο φιλότιμο. Κάτσε, λοιπόν. Θα σου μιλήσω για τα τσερκένια.
Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγκοι ν' ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα - ήτανε αντέτι - και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ' Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ' από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίναμε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν' αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν' αμολάρεις το τσερκένι σου.
Ο Σταυράκης, ο Σταυράκης του Αμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Μα χαραμίστηκε η ζωή του. Ας είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Να σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ' έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι - όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά - συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. Ο Σταυράκης άφηνε σπάγκο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ' αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγκο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Και τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα 'χανες από τα μάτια σου. Το κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες - να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ' αεροπλάνα - και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλιτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Μα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Μπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγκο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγκο τ' αλλουνού του 'παιρνε το τσερκένι. Κι αυτό με τίμια συμφωνιά. Φώναζες, να τα παίρνομε; Ναι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγκο έχεις ; Γιατί, αν είχες σπάγκο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγκο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να 'ναι ισοπαλία, που λένε. Βέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμιά φορά. Σπάνια όμως.
Τα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνιές. Να σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο - μισό τσέρκι, δηλαδή - με την κόρδα και με τη σαΐτα του. Η σαΐτα μου - αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού - ήτανε μια ξύλινη βέργα. Ο γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δύο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Αυτό, για την ισορροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Κάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγκος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Το τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Αυτός ήτανε ο σκελετός. Τον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Βέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να 'ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Μα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ' άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Του κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Το πιο φτηνό τσερκένι, ήτανε ο Τούρκος: ένα μονοκόμματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μισοφέγγαρο και τ' άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Ακόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Βλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειαζότανε πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός στη μια γωνιά, και ήθελε δουλειά το κόλλημα. Στο κόστος του παράβγαινε ο Αμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ' άστρα στη γωνιά. Μα πιο ακριβό απ' ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια - σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο - ήτανε το μπακλαβουδωτό. Εξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να 'ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Ακριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ' άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ' άστρα και οι κομήτες τ' ουρανού. Και πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Αυτά, τ' αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγκο, με σκοινάκι. Τα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλειά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σου χαράκιαζε τα δάχτυλα. Τα μάτωνε. Αμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά. Αυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις, ολάκερη την πολιτεία ν' ανεβαίνει στα ουράνια. Να, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που ο άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Χριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Κάτι τέτοιο ήτανε.
Αυτά είχα να σου πω. Έλα, πήγαινε τώρα. Στο καλό.
Στου Χατζηφράγκου...
Γύρισα στο σπίτι μου με δυο χάσικα ψωμιά κάτω από τις αμασχάλες. Στο δρόμο με σταματάει ένας ζαπτιές: ντουρ! Είχα κι άλλους ανταμώσει, πολίτσιες και ζαπτιέδες, μα δε μ' ενοχλήσανε. Τσεκερέ μου λέει αυτός, τα χαρτιά σου. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε και του λέω: μπεν κατολίκ. Μ' άφησε να περάσω. Ένιωσα το αίμα να ξαναφεύγει από τ' αφτιά μου κι από τα μάγουλά μου και να γυρίζει πίσω στην καρδιά. Λίγο έλειψε να του φωνάξω: βρε, είμαι Ρωμιός, Έλληνας, σκότωσέ με!… Λόγια, βέβαια, λόγια τούτης της ώρας. Μα εκείνη τη στιγμή, ο ήλιος μ' έδειχνε με τ' αμάλαχτο δάχτυλό του, κι εγώ δεν έβρισκα που να κρυφτώ απ' τη ντροπή μου. Μου 'ρθε στο νου, τότε που ο Άγιος Πέτρος απαρνήστηκε τον Ιησού Χριστό. Λίγο το 'χεις;
Στο σπίτι, βρήκα την Κατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Το πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί σε μια γωνιά. Ήτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Τίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι.
- Όξω ησυχία, της λέω.
Γύρισε και με κοίταξε.
- Με γεια, μου λέει χαμογελαστά.
- Τι πράμα;
- Να, που ξουρίστηκες.
Χάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω.
- Σκοτώσανε το δεσπότη.
- Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά - μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.
Γλυκό ψωμί, αφράτο. Γλυκό σαν το παραστέκεται η κούραση απ' τη δουλειά. Μα σήμερα το πίκραινε μια λύπηση - να, όπως πικρίζει τώρα το μαύρο ψωμί, το πιτουρένιο, που ωστόσο καμιά κούραση δεν καταφέρνει να το γλυκάνει, μονάχα το πικραίνει ακόμα πιότερο. Λένε πως είναι πιο υγιεινό από τη ροδοκόκκινη φραντζόλα που τρώει τ' αφεντικό μου. Μπορεί. Για τούτο ταΐζουν με πίτουρα τα ζωντανά.
Σαν αποφάγαμε, θα 'τανε περασμένες δυο η ώρα. Η γυναίκα πλάγιασε. Είπε πως σα θα σηκωνότανε τ' απόγευμα, θα 'πλενε τα πιάτα και ύστερα θα καρίκωνε τα τσουράπια μου. Θέλησα να ξεστρώσω το τραπέζι, για να τη βοηθήσω, μια κ' ήτανε βαρεμένη, μα η Κατερίνα μου λέει, άσε το, έλα πλάγιασε κοντά μου και κράτα μου το χέρι. Την πήρε ο ύπνος. Της κράταγα το χέρι, και κάθε τόσο την ένιωθα ν' αναριγάει. Βαρεμένη, πέντε μηνώ. Είπα, μπορεί να κλωτσάει στην κοιλιά της το μωρό, για τούτο αναριγάει. Δεν ήτανε και τόσο φουσκωμένη. Κειτότανε ξυπόλητη, με το μεσοφόρι και μ' ένα ξέστηθο μπουστάκι. Ορεχτικιά. Για να ξεγελαστώ από τον πειρασμό, κοίταγα το ταβάνι κι έκανα σχέδια για το μέλλον. Για το γιο που θα μου 'δινε.
Μα κάτι με ξελόγιασε κι από τα δυο, μου πιλάτευε το νου. Τέλος κατάλαβα πως ήταν η έγνοια για κείνους τους ερημοσπίτηδες στο Κιαί. Κάτι έπρεπε να γίνει. Βέβαια, σε τέτοιες ώρες, ο άνθρωπος γίνεται εγωιστής. Ωστόσο, κι άθελά σου, σε τρώει μέσα σου ο τσαγανιός. Να πήγαινα μαζί με άλλοι γειτόνοι, να περιμαζεύαμε ο καθένας από μια φαμίλια. Ύστερα, έχει ο Θεός… Σηκώθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου… Ούλα, εκείνης της μέρας, τα 'χω στο νου μου ζωντανά. Μόνο από τη νύχτα κι έπειτα δεν είμαι σίγουρος για τίποτα. Μα πάλι λέω όχι, τα 'δα με τα μάτια μου, όσο κι αν μου ντουμάνιαζε το νου μου ο καπνός.
Όξω, ησυχία. Ψυχή στο δρόμο και στ' Αλάνι. Όσο κι αν κάνεις κουράγιο το πρωί, με το γέρμα της μέρας κάτι γέρνει μέσα σου. Μονάχα δυο πιτσιρικάκια, με ξύλινα σπαθιά, σηκώνανε τη σκόνη με το βήμα τους. Παίζανε στρατιώτες και φωνοκοπούσανε: α - στρουτ, μπάλα - στρουτ. Μα βγήκε η μάνα τους και τα συμμάζεψε… Λοιπόν, από σπίτι σε σπίτι κι από πρεβόλι σε πρεβόλι, μαζευτήκαμε πέντ' έξι στο σπίτι του πλαϊνού μου. Ένας φράχτης από κλαδιά χώριζε τα πρεβόλια μας. Κουβεντιάσαμε για το ζήτημα, μας έβγαλε και τσίπουρο με κοπανιστές ελιές - αυτό, προπάντων για τον Επαμεινώντα, που ήτανε πατσαβούρα το ηθικό του. Κουβεντιάσαμε κι αποφασίσαμε πως είχε γείρει πια η μέρα, δε μας έπαιρνε η ώρα, θα τα ξανακουβεντιάζαμε το άλλο πρωινό. Έμεινα τελευταίος, για να πούμε ακόμα δυο λογάκια με το γείτονα, άνθρωπο γνωστικό και μυαλωμένο. Βγαίνοντας, είδα τη γυναίκα του να μαζεύει τα ρούχα της μπουγάδας από το σκοινί. Στάζανε, ακόμα υγρά. Πέφτουνε καπνιές, μου λέει, δεν ξέρω από πού, και μου τα λερώνουνε, θα τα ξαναπλώσω το πρωί… Πέφτανε καπνιές. Σουρούπωνε. Τέλη Αυγούστου, κονταίνουνε οι μέρες. Νωρίς, μα κουτσοφάγαμε το βραδινό μας με την Κατερίνα, τι να κάναμε, και ύστερα, τι άλλο να κάναμε, πλαγιάσαμε, ανυποψίαστοι. Το στόμα μου ήτανε φαρμάκι απ' τα τσιγάρα.
Άλλες μέρες, τέτοια ώρα, καθόμασταν όξω, στο πρεβόλι, ερχότανε κανένας γείτονας, καμιά γειτόνισσα, η Κατερίνα κάτι έπλεκε για το μωρό μας, ένα καλτσάκι, ένα ζιπουνάκι, γαλάζια ούλα, γιατί θα 'τανε αγόρι. Μπροστά μας, πιο χαμηλά, τ' Αλάνι. Εμείς οι πρεβολαρέοι κάναμε χωριστά παρέα - μπορεί και να λογαριάζαμε τον εαυτό μας πιο σπουδαίο, γιατί δουλεύαμε τη γης. Από αλλοτεχνίτες, μονάχα τους ψαράδες είχαμε σε υπόληψη. Κι αυτοί οργώνουνε τη θάλασσα. Και, δεν ξέρω, οι θαλασσινοί κάτι έχουνε στα μάτια τους, κάτι το αλαργινό, θαρρείς, που σε βάνει σε μεγάλη συλλογή… Καθόμασταν, δεν πολυκουβεντιάζαμε στις βραδινές μας παρεούλες - οι γυναίκες, ναι, μα εμείς οι άντροι αφουγκραζόμασταν το χώμα που μουρμούριζε καθώς ανάδινε τη ζεστασιά της μέρας. Οι πρεβολαρέοι, είναι λιγομίλητο σινάφι. Μην κοιτάζεις, τώρα εγώ. […]
Μα εκείνη τη μέρα, τι να κάναμε, πλαγιάσαμε νωρίς. Μόλις που βράδιαζε. Κουβέντιασα με την Κατερίνα για τούτο και για κείνο, πως αργήσανε τα πρωτοβρόχια, πως τόσες και τόσες γούλες από λάχανα και κουνουπίδια πηγαίνανε χαμένες, και πως θα 'τανε καλά ν' αγοράζαμε μια γουρούνα. Θα τη θρέφαμε τζάμπα. Θα τη βάζαμε και με τον αρσενικό του Επαμεινώντα, και σε δυο τρία χρόνια, πουλώντας τα γουρουνόπουλα, θα χτίζαμε ακόμα μια καμαρούλα, για το γιο μας, που θα 'χε μεγαλώσει ώσαμε τότε. Κουβέντες σπιτικές, του καλού καιρού. Ύστερα κόμπιασα, και της είπα πως ήκλαιγε ο Επαμεινώντας για τη συμφορά του έθνους. Φαίνεται πως λύγισε κι εμένα η φωνή μου, γιατί η Κατερίνα μου χάδεψε το χέρι. Το παιδί μας, μου λέει. Ναι, ο γιος μας, είπα κι εγώ, καταλαβαίνοντας πού πήγαινε ο νους της. Της μίλησα και για την μπουγάδα της Ασήμως, και για τις καπνιές. Πρωτύτερα, μου λέει, που βγήκα για να πετάξω τα φρόκαλα στον τενεκέ, είδα ένα σύννεφο, το χρώμα του σαν το μπακίρι, προς τη μεριά του Μπασμαχανέ. Ιδέα σου, της λέω - μ' όλο που είχα δει κι εγώ το σύννεφο. Δε φοβήθηκα, μου αποκρίθηκε. Μονάχα, το παιδί μας.
Μας πήρε ο ύπνος.
Κάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. Η κάψα; Οι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. Η φωτιά ήτανε μακριά. Καρατάρισα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Μπασμαχανέ στον Άι - Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Αρμενιά. Μας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Μπροστά μου, τ' Αλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Άνθρωποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Είχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της ήτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. Ο καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Τα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Τώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.
Φωνάζανε από τ' Αλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Το καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Μπήκα στο σπίτι. Η Κατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Μη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ να 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Αλάνι. Το ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμιά δυο ώρες.
Σιγά σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Και ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι άνθρωποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογκάνε ούτε μωρά να κλαψουρίζουνε - μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Μουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.
Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Αλάνι. Πέσαμε πλάι τους.
- Βρε παιδιά, πού πάτε;
Δείξανε μπροστά.
- Σταθείτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπείτε στα σπίτια σας, είναι δικά σας. Μπείτε να ξαποστάσετε.
Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Βγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Οι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Μα οι γυναίκες ήτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Μια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και ήτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβάλαγαν ένα γέρο πετσί και κόκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.
- Αμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;
Αμάν, αμάν! Η φωτιά τους είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Κι ο ρόλος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Μπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.
Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Οι Τούρκοι! Στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χιμήξανε στ' Αλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.
Βρήκα την Κατερίνα καθιστή σε μια καρέγλα. Βαρεμένη πέντε μηνώ. Το μούτρο της ήταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Τίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει… Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλειά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Το ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι - Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Αικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Τράσα ή στο Κερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. Ο ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι άνεμοι ουρλιάζανε, χοχλακιστός, καρουλιαστός… Βγήκε η Κατερίνα και ήρθε στο πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Τίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό… Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Είναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Κατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.
Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Μας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς… Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Κατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς, που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου… Το 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Μονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου… Ξάφνου, σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει - ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή… και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο - ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός - ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Κατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.
Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Αλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σωροί, άνθρωποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιγμένα στο ρόχο της φωτιάς - και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μια άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι - Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τοπία - μην τρέχεις, είπε η Κατερίνα, το παιδί - τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογκούσε, μούγκριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, ήτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κι η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.
Μετάβαση στο σημείο: Ελληνικές Συνοικίες