Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Επεισόδιο

Αλμπέρτος Ναρ, «Επεισόδιο», Σε αναζήτηση ύφους, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 9-16.
  • Η ελληνική κοινωνία στη Γερμανική Κατοχή → Διώξεις Εβραίων → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲▲

Επεισόδιο


Ο βαρκάρης τον αναμέτρησε από πάνω ως κάτω κι έκανε πως δεν πρόσεξε το χέρι του, που απλώθηκε να συναντήσει το δικό του. Ρώτησε μόνο αν είχε τα φυσέκια με τις λίρες, καταπώς τα 'χανε κανονισμένα. Κι όταν εκείνος του 'γνεψε καταφατικά, άρχισε να μονολογεί μεσ' απ' τα δόντια του πως τάχα έπαιζε το κεφάλι του και πως τα λεφτά δεν μετράνε μπροστά στο ρίσκο και πως το μετάνιωσε σχεδόν που 'μπλεξε με τέτοια βρωμοδουλειά. Εκείνος του γύρισε τις πλάτες κι έκανε να φύγει. Όμως ο βαρκάρης έτρεξε πίσω του, τον σταμάτησε και γύρεψε συμπάθειο. «Ψυχικό κάνω», του 'πε μαλακά. «Κι αν μου ξέφυγε και καμιά κουβέντα, μη με συνερίζεσαι». Και ανατρίχιασε καθώς θυμήθηκε όσα του 'χανε σφυρίξει κάτι χαφιέδες σαν έτρεξε να τους τα προφτάσει. «Το νου σου, γιατί ο Οβριός φαίνεται ξύπνιος. Όμως εσύ πες του "εντάξει" και φόβος κανένας. Τα ρέστα επάνω μας. Κι αν όλα πάνε καλά, που σίγουρα θα πάνε, θα 'χεις ό,τι τραβάει η καρδούλα σου».

Όρισαν λοιπόν ν' ανταμώσουνε τα μεσάνυχτα, πέρα κατά τα μπλόκια. Κι αφού ρίξανε τη βάρκα στο νερό, ο βαρκάρης πρότεινε να δουλέψουνε κουπί. Να μην κάνουνε φασαρία και δώσουνε στόχο. Ύστερα, σαν ξανοιχτούνε, να βάλουνε μπρος τη μηχανή κι όσο να ξημερώσει θα 'χουνε φτάσει. Εκείνος δεν απάντησε. Στύλωσε μόνο τα μάτια κατά την πόλη, που όλο και ξεμάκραινε. Και έμοιαζε σαν κάτι να στοχάζεται, έτσι καθώς τους κέρδιζε σιγά σιγά το σκοτάδι.

[…]

…Είναι αλήθεια πως για μια στιγμή δίστασε κι είπε να τα μουντζώσει όλα. Και Εβραίους και Γερμανούς και χαφιέδες. Όμως σύγκαιρα ξανάρθε στα συγκαλά του. Στο κάτω κάτω, τι τον έκοφτε εκείνον; Κι άσχημα δε θα 'ταν να καθαρίσει μια και καλή ο τόπος μας από τους σταυρωτήδες, καταπώς του 'πανε. Μόνο που εκείνος απέναντί του απόμενε σιωπηλός και δεν έστεργε να του αντιγυρίσει ούτε λέξη. Να πει κάτι, να σπάσει λιγάκι ο πάγος, να θολώσει τα νερά, να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Τέλος, τον ρώτησε: «Τι συλλογιέσαι; Εσύ έκανες αυτό που έπρεπε να κάνετε όλοι σας. Μπορεί οι Γερμανοί να ξεκουμπιστούν όπου να 'ναι. Όμως ως τότε θα τους έχουνε σηκώσει όλους τους δικούς σας. Ρουθούνι δε θ' αφήσουνε. Και ποιος ξέρει τι θ' απογίνουνε τόσοι φουκαράδες και πόσοι θα ξεμείνουνε στο δρόμο και πόσοι θα χαθούνε εκεί που θα τους κουβαλήσουνε. Όμως εσένα, μπράβο σου, που 'σαι ψυχωμένος και το λέει η καρδιά σου!».

[…]

Στο τέλος βαρέθηκε να κουβεντιάζει συνέχεια μονάχος του δίχως να παίρνει απόκριση. Συλλογίστηκε πως όπου να 'ναι ζυγώνουνε στο λιμάνι. Κάπου εκεί, κοντά στον κυματοθραύστη θα τους την έχουνε στήσει με το περιπολικό. Θα τους έκανε σινιάλο με το πυροφάνι, θα τους μπλοκάριζαν και πάει, τέλειωσε. Φτάνει μόνο να φανούνε εντάξει και να μη τον ρίξουνε. Να τα πιάσει, να σπρώξει τον καιρό, να κάνει το κομμάτι του! Κι ύστερα βλέπουμε.

[…]

Όλα πήγανε μια χαρά. Εκείνον τον τουφεκίσανε στην πλατεία του συνοικισμού, κοντά στο σταθμό. Εκεί που μαζεύανε τους Εβραίους, πριν τους στοιβάξουνε στα βαγόνια. Και τους πρόσταξαν όλους να 'ρθουν στην εκτέλεση. Να το βάλουν καλά στο μυαλό τους πως οι Γερμανοί δεν παίζουνε.

Όσο για τον άλλο, έκανε μέρες να φανεί. Κι όπως δε μένει τίποτα κρυφό σ' αυτή την πόλη, ακούστηκε πως ένας Εβραίος πήγε να το σκάσει από το δρόμο της θάλασσας και πως τον κάρφωσε ο βαρκάρης του. Ακούστηκε ακόμα πως εκείνος ο βαρκάρης τριγύρναγε από τότε ολημερίς μαστουρωμένος και πως κάθε βράδυ σκόρπαγε αβέρτα τη χαρτούρα στου Τσιτσάνη το στέκι, παρέα με δυο τρεις από τις πιο ακριβές βιζιτούδες της Μπάρας. Κι ακόμα πως κάποια τζίνια τον μπλέξανε κάποτε στο μπαρμπούτι και του τα πήρανε χοντρά. Στην πιάτσα το κουβέντιασαν κάμποσο. Κι είπαν πολλοί πως, για να τα ξοδεύει τούτος στα γεμάτα, δε γίνεται, κάποια βρωμοδουλειά θα 'χε σκαρώσει και πως τούτο τον καιρό όλες σχεδόν οι βρωμοδουλειές με τους Εβραίους και τα υπάρχοντά τους έχουν να κάνουνε. Όμως, κανείς δεν τόλμησε να προχωρήσει περισσότερο και να μιλήσει ανοιχτά. Κι όταν επιτέλους ξαναφάνηκε, άλλοι έκαναν πως δεν τον πρόσεξαν κι άλλοι του αντιγύρισαν με μισόλογα τις χαρούμενες καλημέρες του. Μονάχα κάποιος, που όλες τούτες τις μέρες φάνταζε βαρύς και συλλογισμένος, δεν το άντεξε. Κι αφού τον άδραξε γερά και τον κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, του πέταξε κατάμουτρα:

Φτου σου, ξεφτιλισμένε!

Και κανένας δεν ξαφνιάστηκε. Είχανε καταλάβει, έτσι καθώς από μακριά ο θρήνος των ξεριζωμένων πλήγωνε ακόμα εκείνη την Εγνατία.

Μεταδεδομένα

< Εβραίοι > < Γερμανοί > < Θεσσαλονίκη >