Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Εικοστός αιώνας

Μέλπω Αξιώτη, Εικοστός αιώνας, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ.154-156.
  • Η ελληνική κοινωνία στη Γερμανική Κατοχή → Αντίσταση στην Κατοχή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Εικοστός αιώνας

(απόσπασμα)


«Λέγομαι Γεώργιος Μι. Είμαι 30 χρονών. Κατάγομαι από Κεφαλλονίτης, αλλά κατοικώ εις την Πάτρα. Επάγγελμα έκαμα θερμαστής και κατόπι αρτοποιός. Στην Κεφαλλονιά κάψανε οι Γερμανοέλληνες το σπίτι μου και τη μάνα μου. Διότι ήμουνα αντάρτης. Τώρα είμαι μονάχος. Στα βουνά έκαμα απ' το '42. Έκαμα στο Βοδιά, που ήτονε βουνό της Σπάρτης. Την πρώτη μάχη εδώσαμε με τους Γερμανούς στο Σούλι. Τη δεύτερη στο Κλάους. Την τρίτη, ανάμεσα Παγουλάκι και Περιβόλα. Αυτήνη ήτονε με τους Μαύρους, δηλαδή το Δεκέμβρη. Εκεί ετραυματίστηκα. Μας κυνηγάγανε οι Ινδοί, και άλλοι εκρυβόντανε, άλλοι πολεμάγανε. Έπεσε βαρύς όλμος και μου πήρε το χέρι μου κάτω απ' τον άγκωνα, και μου 'φυγε και το ένα μου μάτι. Το χέρι μου ήτονε το δεξί, το μάτι μου το αριστερό, εκείνα που μου φύγανε. Και μου εμπηχτήκανε μπαρούτια εις τη μούρη, και από τότες είναι, όπως τη βλέπεις, μελανή. Τώρα γυρίζω έτσι. Και λοιπόν, πιο μπροστά, επολεμάγαμε τους Γερμανούς. Και εκρυβόμαστε σε σπηλιές, σε βράχους, και μας ερίχταν το ψωμί εις τα καλάθια οι χωρικοί. Διότι ήτονε απόσταση να φτάξεις τη σπηλιά, και με σκοινιά εκατεβαίναμε, με σκοινιά ανεβαίναμε. Και μια φορά ήρθε διαταγή, από το στρατηγείο, όποιοι εθέλανε να πάνε να γλιτώσουν σαράντα νοματαίους, συναγωνιστές και συναγωνίστριες. Τους είχανε οι Γερμανοί εις την κλούβα των Πατρών και τους πηγαίνανε για ανατίναξη. Εμείς εκατεβήκαμε στο Σούλι και είμαστε το όλον τέσσερις όπου αποφασιστήκαμε, και πήραμε ενδυμασίες γυναικείες, όπου τις εφορέσαμε, επήραμε και τσάντες και είχαμε μέσα μπιστόλι, ένα ψαλίδι, ένα σφυράκι και ένα κατσαβίδι. Μόλις εκατεβήκαμε στην πολιτεία της Πάτρας, επληροφορηθήκαμε δια μυστικού τρόπου ποια κατεύθυνση πήρε η κλούβα. Στο μεταξύ αυτό, οι Γερμανοί είχανε κατέβει και πίνανε εις μια ταβέρνα. Κι εφόσον τότε επήγε ένας, και είδε τους Γερμανούς στην ταβέρνα να έπιναν, διπλαρώνει το τρένο και κόβει τα καλώδια απ' τις νάρκες. Όπου τότε οι Γερμανοί δεν αντιλήφτηκαν, ότι η δεσποινίδα αυτή που ετριγύριζε ήταν αντάρτης. Πήγανε οι Γερμανοί να πάρουνε την κλούβα, να την ανατινάξουνε στο ορισμένο μέρος, και μέσα δεν ήταν κανένας. Είχανε όλοι φύγει απ' το κομμένο σύρμα. Αυτά ήτονε μερικά. Εγώ δεν ξέρω να σα πω πολλά. Μόνο όπου απόμεινα κουλός κι αόμματος, και η μούρη μου είναι μελανή. Διότι μου εμπηχτήκανε μέσα μπαρούτια».

Εκεί ο κουλός τελείωσε. Μερικοί μόνο εγέλασαν. Μερικοί δεν εγέλασαν.

Μεταδεδομένα

< Αξιώτη > < Λαϊκός λόγος > < Μονόλογος > < Γερμανοί >