Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το καπλάνι της βιτρίνας

Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013 σ. 194-199.
  • Δικτατορία Μεταξά → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Το καπλάνι της βιτρίνας

(απόσπασμα)


Η Μυρτώ, κάθε βράδυ πριν κοιμηθούμε, μάθαινε τον μονόλογό της που θα πει στη γιορτή. Τη «σαχλαμάρα των σαχλαμαρών», έτσι έλεγε ο Αλέξης τον μονόλογο της Μυρτώς, που τον είχε γράψει ο ίδιος ο κύριος Καρανάσης.

Την παραμονή της γιορτής, σαν πέσαμε στα κρεβάτια μας, η Μυρτώ ήθελε πάλι να κάνει την πρόβα της. Στάθηκε όρθια πάνω στο κρεβάτι της, έβγαλε τη θήκη του μαξιλαριού, την πάτησε με το πόδι της και άρχισε να απαγγέλλει:

«… Σε ποδοπατώ, μισητόν λάβαρον του εχθρού, και προτάσσω τα στήθη μου στο εχθρικόν ξίφος. Κι αν είναι να πέσω λαβωμένη επί της γης…»

Εδώ, η Μυρτώ ξάπλωσε μπρούμυτα στο κρεβάτι, άρπαξε τη μαξιλαροθήκη με τα δόντια της και συνέχισε: «…θα σε σχίσω με τα δόντια μου, ώσπου να βγει η ύστερη πνοή μου…».

—Τι κάνεις; της φωνάζω. Σχίζεις τη μαξιλαροθήκη!

Θύμωσε τόσο πολύ που τη σταμάτησα, που μ' ένα σάλτο πήδηξε στο κρεβάτι μου. Το σομιέ ξέφυγε από τη θέση του κι ώσπου να το καταλάβω, βρεθήκαμε κάτω κι οι δυο. Η Μυρτώ κρατιόταν από τα κάγκελα του κρεβατιού μου και ξεφώνιζε πως στραμπούλιξε τον λαιμό της. Πάνω στην ώρα μπαίνουν στο δωμάτιο: ο παππούς, ο μπαμπάς, η μαμά, η θεία Δέσποινα κι η Σταματίνα. Ρωτούσαν, όλοι μαζί, τι έγινε. Η Μυρτώ τσίριζε για τα καλά, πως δεν μπορεί να γυρίσει το κεφάλι της. Ο μπαμπάς είπε να της κάνουν εντριβή, η μαμά είπε: όχι, δεν κάνει, πρέπει να την αλείψουν με μια αλοιφή, η θεία Δέσποινα την πήρε στην αγκαλιά της, κι η Σταματίνα κοίταγε να στήσει το κρεβάτι.

Το πρωί, η Μυρτώ ξύπνησε στραβολαιμιασμένη. Το κεφάλι της θαρρείς και ήτανε βιδωμένο στραβά και κοίταζε μόνο δεξιά.

—Πώς θα πω τον μονόλογό μου; Πώς θα γίνω φαλαγγίτισσα; κλαψούριζε.

Η μαμά, η Σταματίνα κι η θεία Δέσποινα την ντύσανε κι οι τρεις μαζί με χίλιες δυσκολίες. Τη λυπόμουνα την κακομοίρα, μα ήτανε και πολύ αστεία.

Πήγαμε στο σχολείο μαζί με τη θεία Δέσποινα και τη μαμά. Όσο κι αν παρακάλεσε η Μυρτώ τον παππού να 'ρθει να τη δει, που θα απαγγείλει και θα ντυθεί φαλαγγίτισσα, εκείνος αρνιότανε.

—Αυτό δα μου έλειπε, έλεγε.

Φτάσαμε στο σχολείο και μπήκαμε στη μεγάλη σάλα, που θα γινόταν η γιορτή. Ήταν κιόλας ο Αλέξης με τη μαμά του. Ο Αλέξης φορούσε ακόμη τα «βασανάκια» της Μυρτώς κι η μαμά του το ίδιο ξεβαμμένο μπλε φόρεμα, που φορούσε όσες φορές την έβλεπα. Η γιορτή άρχισε. Έβγαλε πρώτο λόγο ο κύριος Καρανάσης. Εγώ με τον Αλέξη, όσο μιλούσε, παίζαμε ένα πολύ ωραίο παιχνίδι. Μπροστά μας καθότανε η μαμά ενός παιδιού που φορούσε ένα φόρεμα όλο τετραγωνάκια. Σε κάθε τετραγωνάκι είχε διάφορα σχέδια: μια καμήλα, μια χουρμαδιά, έναν πίθηκο. Ρωτούσαμε, λοιπόν με τη σειρά, ο ένας τον άλλον: «Σε δέκα τετραγωνάκια, πόσες, λ.χ., καμήλες;» Όποιος πετύχαινε τον σωστό αριθμό κέρδιζε.

Ούτε καταλάβαμε πως τέλειωσε ο κύριος Καρανάσης.

Είχε πει ακόμα και το «Ζήτω ο βασιλεύς», «Ζήτω ο κυβερνήτης», «Ζήτω το έθνος», γιατί τα παιδιά ξεφώνιζαν «ζήτω» τόσο δυνατά, που μόλις άκουσα τον Αλέξη, που μου έλεγε:

—Τρεις πίθηκοι σε έξι τετράγωνα.

Ύστερα ο δάσκαλος της γυμναστικής χτύπησε δυνατά το ταμπούρλο. Ο κύριος Καρανάσης στάθηκε στη μέση της εξέδρας, που είχαν στήσει, και είπε:

—Τώρα, θα σας παρουσιάσω τους πρώτους φαλαγγίτες και φαλαγγίτισσες του νησιού μας, που έχουμε την τιμή ν' ανήκουν στο σχολείο μας.

Από την πόρτα, που είναι πίσω από την εξέδρα, βγήκαν έξι παιδιά: τρία αγόρια και τρία κορίτσια, ντυμένα με μπλε σκούρα στολή, άσπρη γραβάτα και δίκοχο. Στις επωμίδες τους είχαν άλλος από δύο, άλλος από τρία αστέρια. Στάθηκαν προσοχή και χαιρέτησαν με το χέρι τεντωμένο ψηλά (χαιρέτησαν φασιστικά, όπως λέει ο Αλέξης). Το ένα κορίτσι μόνο δεν κοίταζε όπως έπρεπε μπροστά. Είχε το κεφάλι του γυρισμένο δεξιά, σαν να 'τανε στραβοβιδωμένο. Ήταν η αδελφή μου η Μυρτώ! Με τον Αλέξη δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε τα γέλια ̶ τόσο αστεία ήτανε. Ξαφνικά, ο Αλέξης σταμάτησε να γελάσει και μ' έσπρωξε με τον αγκώνα.

—Κοίτα, κοίτα, λέει. Είναι ο Κόσκορης!!

Δίπλα στη Μυρτώ στεκότανε ένα κοντόχοντρο αγόρι, με λιγδωμένα μαλλιά. Ήτανε ο Κόσκορης, μαθητής της δευτέρας γυμνασίου, που όλο φασαρίες έκανε στο σχολείο. Μια φορά, τον πιάσανε να καπνίζει μέσα στο μάθημα. Έκλεβε τα μολύβια και τις γόμες των παιδιών κι όλο έσπαζε και κανένα κεφάλι. Ο κύριος Καρανάσης του έλεγε: «Άμα το ξανακάνεις θα σε διώξω!» Μα δεν τον τιμωρούσε. Ο Αλέξης λέει πως ο Κόσκορης όχι μόνο πληρώνει κανονικά δίδαχτρα, μα κι ο μπαμπάς του είναι στη χωροφυλακή. Γύρισα να κοιτάξω τη μαμά, που καθότανε πιο πίσω. Είχε κρύψει το κεφάλι της και δεν κοίταζε καθόλου τη Μυρτώ. Η θεία Δέσποινα καθότανε στητή στητή και καμαρωτή.

Όταν η Μυρτώ ανέβηκε στην εξέδρα να πει τον μονόλογό της, ο κύριος Καρανάσης ανήγγειλε:

—Και τώρα η φαλαγγίτισσά μας θα απαγγείλει έναν μονόλογο του υποφαινομένου, με τον τίτλο: «Οι μπολσεβίκοι θα πεθάνουν».

Χάμω, στην εξέδρα, ήτανε μια κόκκινη σημαία, που η Μυρτώ έπρεπε να την ποδοπατήσει και να τη σχίσει με τα δόντια της. Την είχαν βάλει στα αριστερά της κι όταν εκείνη άρχισε να την ποδοπατάει, το … βιδωμένο κεφάλι της κοίταζε δεξιά. Σαν ήρθε η ώρα να ξαπλωθεί κάτω, τη βλέπω και στηρίζεται με τα χέρια και τα πόδια στο πάτωμα και το κορμί της ήτανε στον αέρα.

—Τα παιδιά είχανε τόσο βρομίσει με τα πόδια τους το πάτωμα, που θα λέρωνα το φουστάνι μου, αν ξάπλωνα χάμω, μου είπε ύστερα, που τη ρώτησα γιατί έπεσε έτσι άβολα.

Σαν τέλειωσε τη «σαχλαμάρα των σαχλαμαρών», την έπιασε ο κύριος Καρανάσης από το χέρι να υποκλιθούνε μαζί στον κόσμο. Ο Αλέξης γελούσε τόσο πολύ, που άρχισα να θυμώνω. Ήτανε κρίμα η Μυρτώ.

Μεταδεδομένα

< Δικτατορία > < Ζέη > < Νέοι >