Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Για την άλλη πατρίδα

Λότη Πέτροβιτς-Ανδουτσοπούλου, Για την άλλη πατρίδα, Πατάκης, Αθήνα 1993, σ. 113-121.
  • Κυπριακή τραγωδία και επιστράτευση → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Για την άλλη πατρίδα

(απόσπασμα)


Όχι, δεν ήταν μονάχα η θλίψη για τον θάνατο του παππού εκείνη η σκιά που ξεχώριζε ο Τέλης, τρεις μέρες τώρα, στα μάτια του θείου και του πατέρα. Πρέπει να ήταν και κάτι ακόμα. Είχε αρχίσει να τους ζώνει μια παράξενη ανησυχία. Κι ο Τέλης αδιάκοπα θυμόταν εκείνο το μαύρο προαίσθημα.

[…]

Ώσπου ένα πρωί, αναστατώθηκε ο κόσμος στην πόλη. Αλλόκοτη κίνηση, φωνές κι ανακατωσούρα περίεργη ακούστηκε από τον δρόμο. Ο πατέρας κόλλησε τ' αυτί στο ραδιόφωνο. Ο θείος πετάχτηκε έξω να μάθει τα νέα καλύτερα. Στην πρωτεύουσα του νησιού γίνονταν ταραχές! «Πραξικόπημα» το είπαν αγανακτισμένοι οι μεγάλοι.

Ο Τέλης έσκυψε απ' το παράθυρο. Άνθρωποι με πρόσωπα ταραγμένα έτρεχαν εδώ κι εκεί, μαζεύονταν λίγοι λίγοι, κουβέντιαζαν φοβισμένοι, χειρονομούσαν… Τα μαύρα μαντάτα σκοτείνιαζαν θαρρούσες τον ουρανό, πλάκωναν το νησί σαν αντάρα─ κι ας έφεγγε ο ήλιος ανέμελος.

Μέσα η μητέρα σταυροκοπιόταν κατάχλωμη.

─ Πάλι, Θεέ μου, αδελφός τον αδελφό! Πάλι τα ίδια! Τι κατάρα είναι τούτη;

Η Ναταλία στεκόταν παράμερα σκυθρωπή. Δίπλα της είχαν κουρνιάσει αμίλητα τα κορίτσια.

Λίγες ώρες αργότερα, η κίνηση κόπασε. Η πόλη θαρρούσες πως είχε πεθάνει. Μια νέκρα παράξενη απλωνόταν παντού.

Κλείστηκαν μέσα μικροί μεγάλοι. Κι ο θείος κουβέντιαζε φωναχτά τώρα με τον πατέρα, που τον άκουγε αποθαρρημένος, στενοχωρημένος, σαν παιδί που το γέλασαν.

─ Θέλουν να μας βάλουν και μας στο χέρι οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους, Ανδρέα, το κατάλαβες τώρα; αγανακτούσε ο θείος. Θέλουν να κάνουν κι εδώ τα ίδια. Σου τα έλεγα εγώ. Θυμάσαι τι σου έλεγα και για κείνα τα συστήματα; Κάθε τόσο κι ένα πραξικόπημα, μια δικτατορία σε κάποια χώρα. Και τότε ξεχνούν μεμιάς την ελευθερία την ατομική, που τόσο υποστηρίζουν. Λησμονούν τ' ανθρώπινα δικαιώματα όποτε τους συμφέρει. Σου τα έλεγα… Παντού οι μικροί και οι αδύνατοι την πληρώνουν. Αυτοί 'ναι πάντα τα θύματα─ κι ας πασχίζουν τάχα όλοι γι' αυτούς. Χιλιάδες φορές σας τα είπα, μα κι εσύ κι ο πατέρας με θεωρούσατε απροσγείωτο!

«Εκείνα τα συστήματα»… «Οι δικτάτορες κι οι προστάτες τους»… Τι να εννοούσε άραγε ο θείος; Θα τον ρωτούσε ο Τέλης σε πρώτη ευκαιρία.

Δεν πρόφτασε. Σε λίγες μέρες ξέσπασε η θύελλα.

Ήταν πρωί. Ένιωσε να τον ξυπνά η μητέρα αλαφιασμένη. Μάζευε σαν τρελή κάτι ρούχα. Παράξενες βροντές ακούγονταν που του τράνταζαν το κρεβάτι. Τα τζάμια έτριζαν, η μητέρα κάτι του φώναζε: να ντυθεί… να φύγουν… να γλιτώσουν… Πετάχτηκε τρομαγμένος. Να γλιτώσουν; Από τι; Δεν απαντούσε. Μιλούσε βιαστικά στα κορίτσια. Η Δανάη έντυνε κιόλας τη μικρή, που σιγόκλαιγε φοβισμένη. Ξάφνου τραντάχτηκαν πάλι… Έτρεξε στο παράθυρο. Η θάλασσα είχε γεμίσει μαύρα καράβια.

─ Καίγεται το δάσος! όρμησε στο δωμάτιο η Ναταλία. Δείτε! Ρίχνουν στο βουνό!

─ Γρήγορα! Γρήγορα! ξεφώνισε η μητέρα. Είπαν τα ξαδέλφια να κάνουμε γρήγορα.

Ούτε κατάλαβε πότε βγήκαν, πού έτρεξαν, ποιοι τους πήραν. Θυμάται μονάχα πως μπήκαν σ' ένα αυτοκίνητο. Θυμάται τις φλόγες που έβγαιναν από το δάσος. τις βροντές που δεν έλεγαν να σταματήσουν, ανακατωμένες με βόμβο από αεροπλάνα και τον κόσμο να φωνάζει:

─ Απόβαση! Απόβαση! Οι εχθροί κάνουν απόβαση!

Έπειτα βρέθηκαν σ' ένα υπόγειο, κάπου πιο πέρα, μακριά απ' την πόλη. Ακούστηκε πάλι βόμβος από αεροπλάνα… και πολυβόλα… Κι αμέσως τα σπίτια, οι δρόμοι, τα χωράφια τριγύρω βάλθηκαν να τραντάζονται.

Δυο γυναίκες που έστεκαν πλάι του άρχισαν να σταυροκοπιούνται λαχταριασμένες.

─ Βόμβες! φώναξε έντρομη η μητέρα. Θεέ μου! Μας βομβαρδίζουν!

Ο πατέρας, ο θείος Ιάσονας, δεν ήταν μαζί τους. Δεν τολμούσε να ρωτήσει ο Τέλης. Δεν έβγαινε λέξη από το στόμα του. Κοίταξε τη Δανάη που στεκόταν βουβή… Έπειτα την Ηλέκτρα που είχε ζαρώσει στην αγκαλιά της μητέρας και κάθε τόσο πεταγόταν με κάθε βόμβα που έπεφτε…

Πόλεμος, λοιπόν! Γινόταν πόλεμος. Μα το νησί τους δεν είχε κανονικό στρατό, ούτε όπλα ─ έτσι δεν είχε πει ο πατέρας; Ποιος άνανδρος, λοιπόν, τολούσε να το χτυπήσει; Κι οι συμφωνίες; Τι έγραφαν οι συμφωνίες που είχε πει πως υπογράφτηκαν; «Η Γαλαζόνησος είναι μια ελεύθερη κι ανεξάρτητη μικρή χώρα…», «την ελευθερία της την έχουν εγγυηθεί δυνάμεις μεγάλες»…, «ο ελεύθερος κόσμος δε θ' αφήσει ποτέ να της κάνουν κακό…» ─ έτσι δεν έλεγε; Πού ήταν, λοιπόν, τώρα όλοι αυτοί; Γιατί άφηναν τον εχθρό να τους βομβαρδίζει; Και τ' ανθρώπινα δικαιώματα που του διάβαζε ο θείος; Τι έλεγαν τ' ανθρώπινα δικαιώματα; Δεν υπήρχε λοιπόν δικαιοσύνη σε τούτη τη γη; Ήταν όλα λόγια; Λόγια και τίποτ' άλλο; Α, πόση απογοήτευση τον κυρίευε!

Δεν θυμόταν πια πόσες ώρες έμειναν έτσι κλεισμένοι. Στο μυαλό του χαράζονταν μονάχα φωνές από πανικόβλητα γυναικόπαιδα, ουρλιαχτά από λαβωμένους, θόρυβοι από κανόνια, βόμβες και πολυβόλα.

Από τους συγγενείς τους, κανένας δεν ήταν μαζί στο υπόγειο. Κάπου αλλού, σκέφτηκε, θα είχαν ίσως τρυπώσει. Μπορεί με τον πατέρα… με τον θείο Ιάσονα… Και τότε άξαφνα πάγωσε! Θυμήθηκε τον Κυριάκο! Είχε φύγει την προηγούμενη μέρα για το χωριό της γιαγιάς του… Θεέ μου! Το χωριό ήταν κι αυτό από τούτη τη μεριά του νησιού. Πού να βρίσκονταν άραγε γιαγιά κι εγγονός με τούτο τον χαλασμό; Κι οι γονείς του; Πού να ήταν οι γονείς του; Πώς, πού θα τον έβρισκαν τώρα;

Προς το σούρουπο, κάποιος άγνωστος ήρθε και τους έβγαλε από το υπόγειο. Το άγριο θέαμα που χίμηξε στα μάτια τους, μόλις ξεμύτισαν, τους έκοψε τη μιλιά. Σκέπασε ο Τέλης τα μάτια του απ' τη φρίκη. Έσφιξε η μητέρα πάνω της την Ηλέκτρα─ της έκρυψε το πρόσωπο να μη δει. Η Δανάη έσκυψε το κεφάλι και κρεμάστηκε τρομαγμένη στο μπράτσο της Ναταλίας. Πτώματα… Πτώματα κομματιασμένα, μαζεμένα σε μια γωνιά. Με καμένες τις σάρκες, μαυρισμένες, λες, από κάρβουνο. Πιο κάτω βογκούσαν δυο τρεις λαβωμένοι. Κάποιοι έτρεχαν μ' ένα φορείο στα χέρια. Και μια φριχτή, πνιγερή μυρουδιά από καμένο τους έφραζε την ανάσα. Από μακριά η πόλη κάπνιζε. Ανάμεσα στους καπνούς, ξεχώριζαν συντρίμμια, ερείπια… Σπίτια σκοτωμένα κι αυτά, με κομματιασμένες και μαύρες τις πέτρινες σάρκες.

Τους φόρτωσαν, με χίλιες προφυλάξεις, σε κάτι μεγάλα αυτοκίνητα, με πολλούς άλλους μαζί. Τα γυναικόπαιδα κι οι ανήμποροι που είχαν σωθεί, έπρεπε─ είπαν─ να φύγουν από τον τόπο της μάχης. Οι γυναίκες βαστούσαν στα χέρια ό,τι είχαν κατορθώσει να πάρουν στα βιαστικά. Η μητέρα κουβαλούσε έναν μπόγο και στο δεξί της χέρι κρατούσε τώρα το εικόνισμα του παππού.

Κοντά στο βουνό, κάτι σκιές έκαναν σινιάλο στο φορτηγό να σταθεί. Και μέσα στο μισοσκόταδο, άκουσαν τη φωνή του πατέρα:

─ Νεφέλη! Εδώ είμαι. Να προσέχετε στον δρόμο… Καλή αντάμωση! Μη νοιάζεστε! Θα νικήσουμε!

Ο Τέλης πετάχτηκε. Μια από τις σκιές πλησίασε κι άλλο. Τώρα τον ξεχώριζε καθαρά.

─ Πατέρα! του φώναξε με λαχτάρα. Πατέρα, πού πας;

─ Εδώ! Θα μείνω εδώ, αγόρι μου. Πρέπει να πολεμήσω: Πρέπει όλοι οι άντρες να πολεμήσουμε. Εμείς, μόνοι μας. Με τουφέκια, με πέτρες, μ' ό,τι βρούμε. Βοήθεια δεν έχουμε από κανέναν. Κι η πατρίδα κινδυνεύει. Οι εχθροί βρήκαν ευκαιρία με το πραξικόπημα και θέλουν να μας αρπάξουν τη Γαλαζόνησο, να μας σκλαβώσουν, γιε μου, καταλαβαίνεις;

Ναι. Καταλάβαινε. Βέβαια καταλάβαινε. «Εμείς μόνοι μας…» «Βοήθεια από κανέναν…» Τους είχαν, δηλαδή, όλοι εγκαταλείψει. Καλά, λοιπόν…

─ Τότε θα μείνω να πολεμήσω κι εγώ! φώναξε κι έκανε να πηδήξει, έτοιμος να ορμήσει ενάντια στην αδικία όλου του κόσμου.

─ Όχι! τον σταμάτησε. Εσύ πρέπει να μείνεις, να προσέχεις τις γυναίκες. Είσαι ο μόνος άντρας που θα έχουν μαζί.

«O μόνος άντρας!»… Είχε δίκιο ο πατέρας. Δε γινόταν να τις αφήσουν μοναχές.

─ Ο Ιάσονας; ρώτησε απεγνωσμένα η Ναταλία.

Μα δεν πρόφτασε να πάρει απόκριση. Το φορτηγό είχε ξεκινήσει πάλι με βιάση. Κι η φιγούρα του πατέρα χανόταν… χανόταν… Την κατάπινε, καθώς πύκνωνε, το σκοτάδι.

Πίσω, οι πέντε κορφές του βουνού ξεχωρίζαν ακόμη. Το πέτρινο χέρι που πριν από λίγο καιρό τους είχε καλωσορίσει, έμοιαζε τώρα στο σούρουπο πότε να τους αποχαιρετά, πότε να υψώνεται για να σταματήσει τους εχθρούς, να φράξει τον δρόμο στον φονικό τους στρατό, και πότε να κάνει σινιάλο απελπισίας στην οικουμένη, πως εκεί, σε κείνο τον δύσμοιρο τόπο, γινόταν ένα αποτρόπαιο έγκλημα, χυνόταν αίμα αθώων.

Μεταδεδομένα

< Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου > < Τούρκοι > < Κύπρος > < Δικτατορία >