Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας

Νάταλι Μπακόπουλος, Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας, μτφρ. Χίλντα Παπαδημητρίου, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 518-523.
  • Εδώ, Πολυτεχνείο → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας

(απόσπασμα)


Η Άννα δεν ήταν ηγετική προσωπικότητα, αλλά οι ηγέτες χρειάζονται κόσμο, μάζες, διαδηλωτές, εκείνους που τρέχουν και μοιράζουν προκηρύξεις, αυτούς που κάνουν καταλήψεις κτιρίων. Αυτό το σκεπτικό την απελευθέρωσε από την εσωστρέφειά της, και μια δύναμη ξεπήδησε από μέσα της. Οι συμφοιτητές της απορούσαν πώς μια τόσο μικροκαμωμένη κοπέλα διέθετε τόσο μεγάλη ζωτικότητα. Και μάλιστα μια ζωτικότητα όχι γλυκερή, αλλά δυναμική και δηκτική, πρακτική και σαφή. Είχε πάψει να είναι ένα μικροκαμωμένο κοριτσάκι, και ήταν σε θέση να επιβάλει την τάξη σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο μόνο με την παρουσία της ̶ γεγονός που ενδεχομένως θα εξέπληττε την οικογένειά της. Σίγουρα πάντως εξέπληττε την ίδια, και μερικές φορές δεν ένιωθε άνετα με όλη αυτή την προσοχή. Στο σπίτι, μερικές φορές, η μητέρα της δεν έπαιρνε καν είδηση την παρουσία της.

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, στα μέσα Νοεμβρίου, κατευθύνθηκε προς το Πολυτεχνείο όπου είχαν συγκεντρωθεί ήδη δεκάδες άλλοι. Οι φοιτητές, που από το πρωί ταμπουρώνονταν στο κτίριο του Πολυτεχνείου, είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι όλη η Ελλάδα ήταν μαζί τους και στηριζόταν πάνω τους. Θα κατάφερναν να γκρεμίσουν τη δικτατορία. Όχι όμως εν ονόματι του κομμουνισμού, του μαρξισμού ή της αναρχίας, αλλά εν ονόματι της δημοκρατίας. Δεν είμαστε επαναστάτες, έλεγαν πολλοί απ' αυτούς. Δεν θέλουμε να κάνουμε επανάσταση. Αυτό που κάνουμε αφορά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Αφορά τη ζωή.

Διαμαρτύρονταν για όλα: για τα φακελώματα της αστυνομίας για ασήμαντους λόγους. για τον χαφιεδισμό και τη διείσδυση προβοκατόρων στους πανεπιστημιακούς χώρους. Δεν άντεχαν πια την απαγόρευση των φοιτητικών συλλόγων ή τη διαρκή ανησυχία ότι κάποιος τους παρακολουθεί. Για κάποια χρόνια τα ανέχονταν όλα. μετά, ξαφνικά, δεν τα ανέχονταν πια. Ήταν τόσο απλό. Ο διακόπτης είχε γυρίσει.

Η Άννα δεν μπορούσε να μη σκέφτεται τους αμερικανούς φοιτητές που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, τους γάλλους φοιτητές και τα γεγονότα του Μάη πριν πέντε χρόνια. Ανήκει κι εκείνη σ' αυτούς τους νέους τώρα: με πολιτική άποψη και σεξουαλική αυτονομία, ήταν ισότιμο μέλος της επονομαζόμενης νεανικής κουλτούρας. Ο Ευάγγελος ας κρατούσε τα σπίτια του στα νησιά, τα ακριβά καφέ, τη χαριτωμένη σύζυγο και τα μωρά της. Εκείνη θα είχε κάτι άλλο.

Τις τελευταίες βδομάδες, όταν μιλούσαν στο τηλέφωνο ή σε καφενεία, χρησιμοποιούσαν μια δική τους αργκό, ένα συνονθύλευμα από κωδικοποιημένες λέξεις: το «πάρτι» σήμαινε την προγραμματισμένη κατάληψη, «φέτα» ήταν οι οργανώσεις και «ελιές» οι προμήθειες που θα μετέφεραν στο κτίριο. Τα «λεμόνια» ήταν αληθινά λεμόνια, όπως επίσης η βαζελίνη, και θα ήταν χρήσιμα στην περίπτωση που η αστυνομία έριχνε δακρυγόνα. ήταν πιο αποτελεσματικά από το νερό για να ξεπλύνεις τα μάτια σου. Το «κρασί» ήταν οι ιατρικές προμήθειες. Φέτα και ελιές και κρασί για το πάρτι. Ποιος θα είχε αντίρρηση σε κάτι τέτοιο;

Την ώρα που έμπαινε στο κεντρικό κτίριο του Πολυτεχνείου μαζί με τους συμφοιτητές της, η Άννα έκανε τη σκέψη ότι μετά βίας θα γέμιζαν μια μεγάλη αίθουσα. Μετά όμως είδε ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στον πρώτο όροφο, κι άλλοι που κάπνιζαν στους διαδρόμους και στα κλιμακοστάσια. Η ατμόσφαιρα θύμιζε μια συγκεκριμένη στιγμή στα πάρτι: τη στιγμή που οι ήρεμες συζητήσεις δυναμώνουν ραγδαία και αιφνίδια, και γίνονται οχλαγωγία. Τα συναισθήματά της ήταν αντιφατικά: από τη μία ένιωθε αυταρέσκεια και από την άλλη σάστιζε βλέποντας ότι, πέρα από τους τοίχους της σχολής, η πόλη συνέχιζε τη ζωή της κανονικά, όπως κάθε μέρα, ίδια με χθες και προχθές. Η συνέλευση είχε αρχίσει στην κεντρική αίθουσα της σχολής και τρεις χιλιάδες φοιτητές ήταν έτοιμοι να αψηφήσουν την εξουσία. Οι τοποθετήσεις των ομιλητών ήταν σοβαρές και παθιασμένες σε γενικές γραμμές, παρότι η κούραση τούς έκανε μερικές φορές να λένε ανοησίες. Κάποιοι φοιτητές είχαν φτιάξει αυτοσχέδια πλακάτ με καρικατούρες του Παττακού και του Παπαδόπουλου. τις κράδαιναν στον αέρα και παρέλαυναν, φωνάζοντας από τα παράθυρα του κτιρίου. Τα νέα της κατάληψης δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα. Αυτό θα άλλαζε σύντομα.

Την ώρα που έπεσε η νύχτα, χιλιάδες άνθρωποι είχαν γεμίσει το προαύλιο της σχολής, και χιλιάδες άλλοι είχαν μαζευτεί στα πεζοδρόμια μπροστά στο κτίριο, μπρος στη σιδερένια καγκελόπορτα. Η Άννα βρισκόταν μαζί με τον Πάνο στην αίθουσα απ' όπου εξέπεμπε ο ραδιοφωνικός σταθμός. Βλέποντας τα πλήθη στους δρόμους, τους θυμωμένους διαδηλωτές να τους υποστηρίζουν, πίστευαν ότι είχε φτάσει το τέλος της δικτατορίας. Έξω από το Πολυτεχνείο, πλήθη κόσμου κρατούσαν προκηρύξεις, φώναζαν και ζητωκραύγαζαν. φώναζαν αυτά που επί εξήμισι χρόνια δεν τολμούσαν να ξεστομίσουν. Κολλούσαν προκηρύξεις στα αυτοκίνητα, κάθονταν στον δρόμο και τραγουδούσαν.

Εκείνη την πρώτη νύχτα, η Άννα κοιμήθηκε ελάχιστα μέσα στο χάος. Οι φοιτητές παρότρυναν ο ένας τον άλλο να κοιμηθούν λιγάκι, όσο είχαν ακόμα την ευκαιρία. Η Άννα ήθελε να αποφύγει τελείως τον ύπνο. Μαζί με άλλους, που ήθελαν κι αυτοί να μείνουν ξάγρυπνοι, έπιναν συνέχεια καφέδες. Προς το βράδυ της δεύτερης μέρας, η Άννα και ο Πάνος ξάπλωσαν σ' έναν μικρό πάγκο. Η Άννα συνειδητοποιούσε τη φασαρία και την κίνηση γύρω της, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. Το σώμα της είχε αρχίσει να καταρρέει. Αν μπορούσε να κοιμηθεί καμιά ωρίτσα, θα ένιωθε καλύτερα. Καθώς βούλιαζε στη νάρκη, άκουσε τον Πάνο ─ ή το φαντάστηκε; ─, με φωνή βαθιά, σχεδόν απόκοσμη, να της λέει: «Δεν τον αγαπάς πραγματικά, έτσι δεν είναι;». Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Το σώμα της είχε κολλήσει πάλι, ανίκανο να κινηθεί.

Ήταν ο πατέρας της, μια ανάμνηση, ένα όνειρο, ο πατέρας της! Νέος και υγιής και ευτυχισμένος, τη σήκωνε ψηλά για να δει το μεγάλο ραδιοπικάπ που ήταν ολόκληρο έπιπλο. Την άφησε να σηκώσει το καπάκι για να δει το πικάπ. Πρωτοχρονιά και το σπίτι γεμάτο καλεσμένους, και η Άννα τού έδειξε τους αγαπημένους του δίσκους, μια σειρά από ηχογραφήσεις της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Ο πατέρας, όμως, της είπε ότι αυτούς θα τους έβαζαν αργότερα, τώρα ήταν ώρα για κάτι άλλο, κάτι χορευτικό. Η Άννα τού έδωσε το λαχείο της, που το κρατούσε τσαλακωμένο μέσα στις ιδρωμένες παλάμες της, πολύ μικρή για να ξέρει τι ήταν ακριβώς, αλλά αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει ότι ήταν κάτι πολύ σημαντικό. «Όχι ακόμα» της είπε. «Σε λίγο».


Αργότερα, μέσα στη νύχτα, την ξύπνησε ένας φίλος για να της πει να παρουσιαστεί στο πόστο της, στο παράθυρο απ' όπου οι φοιτητές μάζευαν τρόφιμα και φάρμακα από εκείνους που ήταν αρκετά γενναίοι για να τα φέρουν. Σηκώθηκε με την εικόνα του πατέρα της να την ακολουθεί ακόμα. Έψαξε για τον Πάνο, ο οποίος της είχε αφήσει το πουλόβερ του για μαξιλάρι. Η Άννα κρύωνε και το είχε ρίξει στην πλάτη της. Πήγε στην αίθουσα όπου ο Πάνος μαζί με μερικούς άλλους είχαν στήσει τον ραδιοφωνικό σταθμό. Άκουσε με καμάρι τη βραχνή φωνή του να αντηχεί από τη μικροφωνική εγκατάσταση της σχολής: «Δοκιμή: ένα, δύο, τρία. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, σας μιλάει ο σταθμός των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων». Έβαζαν επαναστατικά τραγούδια και ενθάρρυναν τους Έλληνες να ενωθούν μαζί τους. Από τις πρεσβείες ζητούσαν να στείλουν παρατηρητές. Από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων να στείλουν δημοσιογράφους.

Μεταδεδομένα

< Δικτατορία > < Κοινωνικές ταραχές > < Νέοι > < Μπακόπουλος >