Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Τα δάκρυα της βασίλισσας

Βασίλης Μπούτος, Τα δάκρυα της βασίλισσας, Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 254-255, 256 & 258-260.
  • Η ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’50 → Τα «πέτρινα» χρόνια → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Τα δάκρυα της βασίλισσας

(απόσπασμα)


Ο διακοσμημένος με στέμματα, σημαίες, κυανόλευκες γιρλάντες και πατριωτικές επιγραφές χώρος της τραπεζαρίας της Παιδόπολης, είχε μεταβληθεί ─ για μια ακόμη φορά ─ σε αίθουσα διαλέξεων όπου ο επιλεγείς, από τον Ράπτη και τη Ρίτσα, μοίραρχος Νοταράς με τον διαπρύσιο λόγο του, το επιβλητικό παράστημα και τις έντονες χειρονομίες, κατάφερε να μεταδώσει στους τρόφιμους, εργαζόμενους και διοικούντες το νόημα και τα πολλαπλά οφέλη της καταστολής της Δεκεμβριανής ανταρσίας. Ο Θωμάς, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του, παρακολουθούσε την ομιλία με ενδιαφέρον, αναλογιζόμενος αν κι ο δικός του πατέρας ανήκε στην κατηγορία των εχθρών του έθνους, αφού όταν τον συνέλαβαν φορούσε δίκωχο, είχε περασμένους χιαστί τους τελαμώνες στο στήθος, κρατούσε όπλο και έκρυβε στην γκλαβανή του σπιτιού τους χαρτιά με το σφυρί και το δρεπάνι. Επίσης, απορούσε ακούγοντας απ' τον μοίραρχο να λέει ότι «αυτοί» ήταν απάτριδες και αρνησίθρησκοι, ότι δεν πίστευαν στην Παναγία και τον Χριστό, επειδή το καντήλι στο εικόνισμα του σπιτιού δεν έσβηνε ποτέ και πάντοτε τις Κυριακές και τις επίσημες γιορτές εκκλησιάζονταν οικογενειακώς όπως όλοι οι συγχωριανοί τους. Και εκτός αυτού πώς ήταν δυνατόν ο πατέρας του να μην πιστεύει στον Θεό όταν με τα χέρια του έφτιαχνε τους καλύτερους οίκους Του; Το βασανιστικότερο όμως ερώτημα, για το οποίο δεν είχε ακόμη απάντηση, ήταν γιατί και ποιανού νάρκη πάτησε η μάνα του κι έγινε κομμάτια μπροστά στα μάτια του όταν πήγαιναν την κατσίκα τους στο δάσος.

«Ζήτω οι Βασιλείς!», ανέκραξε ο Νοταράς τελειώνοντας τον πανηγυρικό του.

«Ζήτω!», επανέλαβαν με μια φωνή οι παρευρισκόμενοι διακόπτοντας τις σκέψεις του ξαφνιασμένου Θωμά.

«Ζήτω ο στρατός κι η χωροφυλακή!», συνέχισε ο μοίραρχος.

«Ζήτω!», επανέλαβε κι ο Θωμάς.

«Ζήτω η Ελλάς!»

«Ζήτω!»

Επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα μια νεκρική σιγή κι ο Ράπτης έχοντας σηκωθεί από τη θέση του, στράφηκε προς τα παιδιά και είπε συγκινημένος:

«Και τώρα, όλοι μαζί, ας ψάλλουμε τον εθνικό μας ύμνο».

Άπαντες σηκώθηκαν όρθιοι, στάθηκαν όπως-όπως προσοχή και σαν ημιεπαγγελματική χορωδία επιδόθηκαν στην μελωδική ερμηνεία των στίχων του Διονυσίου Σολωμού. Ο μοίραρχος, επίσης σε στάση προσοχής, έφερε τη δεξιά παλάμη στο γείσο του πηληκίου του αποδίδοντας έτσι έναν επιπρόσθετο σεβασμό στον αδόμενο εθνικό ύμνο. Το βλέμμα της Ρίτσας, πιο κοφτερό κι από το σπαθί που με βία μετρούσε τη γη, ξεψάχνιζε τον ομιλητή ώρα τώρα έχοντάς τον απέναντί της, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής.

[…]

Κι αυτό το βλέμμα ήταν η αιτία να χάσει μερικές φορές τον ειρμό της σκέψης του και να κάνει λεκτικά λάθη καθώς εκφωνούσε τον πανηγυρικό της ημέρας από στήθους. Μάλιστα στην αρχή διείδε στο ύφος της μια τάση υπνηλίας αλλά στη συνέχεια εμβαθύνοντας κάπως στο φαινόμενο άρχισε να αναιρεί τις πρωταρχικές εντυπώσεις. Κι ενώ μιλούσε για σφαγές αμάχων με κονσερβοκούτια από αιμοσταγείς Ελασίτες, αναφερόμενος και στο δικό του τραύμα από σφαίρα, ένιωθε το βλέμμα της να τον θωπεύει λες και ήθελε να το γειάνει. Όμως ο αλτρουισμός της δεν είχε σχέση με αυτόν της αδελφής Ναϊτινγκέιλ. Ο Ράπτης, ανίδεος για τα μυστικά τεκταινόμενα, άρχισε να χειροκροτεί με ενθουσιασμό, δίνοντας έτσι το σύνθημα για να σειστεί η τραπεζαρία από τα παλαμάκια όλων.

«Κύριε μοίραρχε, ήσασταν εκπληκτικός, μπράβο!», τον συνεχάρη πρώτος προτείνοντας το χέρι σε μια εγκάρδια πατριωτική χειραψία.

«Κι εγώ σας ευχαριστώ που μου δώσατε την ευκαιρία να τα πω».

«Αναπαραστήσατε με πολύ παιδαγωγικό τρόπο τον εφιάλτη που έζησε η πατρίδα», συμπλήρωσε ενθουσιασμένος.

«Συγχαρητήρια κι από μένα», είπε η Ρίτσα σφίγγοντάς του θερμά το χέρι.

«Ευχαριστώ, κυρία Ράπτη».

[…]

«Πολύ πετυχημένη η ομιλία σας, συγχαρητήρια», είπε ο Μεταξάς πλησιάζοντας με τον παπα-Θεοφάνη.

«Γιατρέ, αρχίζω να νιώθω αμήχανα με τόσους επαίνους».

«Όταν είναι ειλικρινείς και δικαιολογημένοι να μην αισθάνεστε έτσι», τον συμβούλεψε ο ιερωμένος.

«Καλύτερα να είναι κανείς επιφυλακτικός», επέμεινε καχύποπτα ο επαινούμενος.

«Εγώ προσωπικά σας εκφράζω τον αληθινό θαυμασμό μου», είπε ο γιατρός.

«Μήπως ήμουν υπερβολικός;», αναρωτήθηκε αυτός μην ξέροντας προς τα πού να ρίξει το βλέμμα.

«Αντιθέτως, ήσασταν πολύ συγκρατημένος. Όλοι ξέρουμε τι θηριωδίες συντελέστηκαν εκείνες τις μέρες», παρενέβη η Βιργινία με ένα είδος αποστροφής να έχει σκιάσει το πρόσωπό της.

«Ας μη μιλάμε πια για δυσάρεστα πράγματα. Άλλωστε όλα αυτά τώρα ανήκουν στο παρελθόν και την ιστορία», είπε ο Μεταξάς.

«Γιατρέ μου, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα σβήσουμε από τη μνήμη μας. έτσι δεν είναι;», υπερασπίστηκε το παρελθόν και την ιστορία ο Νοταράς.

«Με παρεξηγήσατε, κύριε μοίραρχε. Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, επικροτώ την απόφαση να μιλήσετε σε τόσες αθώες παιδικές ψυχές».

«Α, η επιλογή ανήκει στον κύριο Ράπτη. Εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάποτε θα αναφερόμουν στις περιπέτειές μου».

«Και πράξατε άριστα», τον επιβράβευσε για μια ακόμη φορά η Βιργινία.

«Εμένα θα μου επιτρέψετε», είπε ο Μεταξάς και αποχώρησε.

Τον μιμήθηκε κι ο παπα-Θεοφάνης λέγοντας:

«Κι εγώ έχω δουλειά στην εκκλησία. Επείγομαι να ολοκληρώσω την αγιογράφησή της εν όψει των Χριστουγέννων και της επισκέψεως της Βασίλισσάς μας…»

«Λέτε, τελικά, να μας επισκεφτεί;», αναρωτήθηκε η Ρίτσα.

«Εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι», είπε ο παπα-Θεοφάνης φεύγοντας.

«Εγώ μέχρι στιγμής δεν έχω κανένα σήμα περί βασιλικής επισκέψεως», διευκρίνισε ο Νοταράς.

«Πάντως, μας κάνατε να αισθανθούμε υπερήφανοι που άντρες σαν κι εσάς έσωσαν την τιμή της Ελλάδος», επανήλθε κολακευτικά η Ρίτσα παρακολουθώντάς τον τόση ώρα με κλιμακούμενο ενδιαφέρον.

Παρασυρμένη από τα λόγια και τις παραινέσεις της Βιργινίας, είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο συνομιλητής της την καλοκοίταζε κι αυτό της έδινε μια αυτοπεποίθηση που άγγιζε τα όρια της απροκάλυπτης έπαρσης, φέρνοντάς τον σε κάποια αμηχανία.

«Έτυχε να βρίσκομαι στις επάλξεις τις δύσκολες ώρες. αυτό είναι όλο».

«Μην το λέτε. Θα μπορούσατε να ήσασταν στα μετόπισθεν και να 'χετε το κεφάλι σας ήσυχο», είπε η Βιργινία.

«Εγώ με τα γυναικόπαιδα; Ποτέ. Θέλω δράση εγώ».

«Βλέπω ότι το αίμα σας βράζει».

«Πείτε το όπως θέλετε. Γι' αυτό κατετάγην στη χωροφυλακή. Αλλιώς θα ακολουθούσα το στρωμένο επάγγελμα του πατέρα μου και θα γινόμουν βυρσοδέψης».

«Τι είναι αυτό;», αναρωτήθηκε αυθόρμητα η Ρίτσα αγνοώντας τη σημασία της λέξης βυρσοδέψης.

Οι άλλοι δυο την κοίταξαν απορημένοι, κάνοντάς την να αισθανθεί άβολα που έδειξε το περιορισμένο των γνώσεών της, αλλά πια είχε εκτεθεί.

«Ταμπάκης, χρυσή μου», έσπευσε να τη διαφωτίσει η φιλενάδας της.

«Κατάλαβα», παραδέχτηκε θιγμένη κι απογοητευμένη συνάμα που ο άντρας μπροστά της αντί να φορά στολή και γαλόνια παραλίγο να φορά λιγδιασμένη ποδιά και να βρωμά χειρότερα από κουνάβι.

«Ευτυχώς που δεν γίνατε τέτοιος», σχολίασε χαμογελώντας η Ρίτσα, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να τον τοποθετήσει ξανά στο βάθρο της επιθυμίας της ως βαθμοφόρο της χωροφυλακής.