Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η έξοδος

Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η έξοδος, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σ. 395-400.
  • Εδώ, Πολυτεχνείο → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Η έξοδος

(απόσπασμα)


Μπροστά στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» ήμασταν συγκεντρωμένοι καμιά εκατοστή άτομα.

«Τι ώρα είναι;» ρωτούσαμε συνέχεια.

Κάθε πέντε δέκα λεπτά ακουγόταν αυτή η ερώτηση. Ο χρόνος λες και είχε στραγγίσει, δε γεννούσε ώρες, μόνο σταγόνες από στιγμές. Κάθε τόσο ένας από μας περνούσε τρέχοντας το επικίνδυνο στενό της Αβέρωφ και έφτανε στην πύλη να ρωτήσει τα παιδιά αν είχαν μάθει τίποτα καινούργιο, αν χρειάζονταν τίποτα. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν οι φωνές των εκφωνητών: «Εδώ Πολυτεχνείο!… Εδώ Πολυτεχνείο!… Ελληνικέ λαέ, το Πολυτεχνείο είναι οχυρωμένο με τα στήθη των φοιτητών. Ο αγώνας είναι κοινός. Είναι αγώνας αντιχουντικός, είναι αγώνας αντιδικτατορικός, είναι αγώνας αντιιμπεριαλιστικός. Κάτω η δικτατορία, ζήτω η δημοκρατία!…»

Μια βροχή από δακρυγόνα έπεσε κοντά μας σταλμένα από αόρατους αστυφύλακες. Πνιγμένοι, μισότυφλοι, πολλοί όρμησαν μέσα στο ξενοδοχείο, κάποιοι που ήξεραν επέστρεψαν με περιοδικά. Τα τύλιγαν ρολό και όταν έφτανε η τενεκεδένια κονσέρβα του δακρυγόνου βούλωναν το στόμιό της κι εκείνη έσβηνε με ένα αξιοθρήνητο «πουφ». Η διεύθυνση του ξενοδοχείου έδωσε εντολή να ανοίξουν τη μεγάλη αίθουσα του εστιατορίου, να φιλοξενήσουν εκεί όσους είχαν ζητήσει καταφύγιο και να μοιράσουν λεμόνια. Όσο κι αν μας είχαν τυφλώσει τα δακρυγόνα, μπορέσαμε να δούμε καμιά δεκαριά άντρες, που ήταν πριν ανάμεσά μας, να περνούν τον δρόμο τρέχοντας και να χάνονται μέσα στις πικροδάφνες και στα δέντρα του κήπου του Μουσείου. Αργότερα θα ξεπετάγονταν από εκεί σαν δαίμονες κραδαίνοντας χοντρά ξύλα, έχοντας καλύψει το κεφάλι τους με τα πουλόβερ τους τρυπημένα στη θέση των ματιών.

Μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Ψηλά, στην πλατεία Αιγύπτου, φάνηκαν να συντάσσονται διμοιρίες αστυφυλάκων. Δεκάδες βόμβες δακρυγόνων ήρθαν από κει και στο ύψος της οδού Ηπείρου σχηματίστηκε ένα τείχος από πυκνό καπνό. Άπνοια, δε σάλευε φύλλο στα δέντρα του Μουσείου. Ο καπνός κατέβαινε αργά προς το μέρος μας. Πίσω του δε διέκρινες τίποτα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα βαρύ βουητό που ολοένα δυνάμωνε και ένα τρομερό φως διαπέρασε την ομίχλη των δακρυγόνων. Το μάτι του Κύκλωπα. Μείναμε ακίνητοι, σιωπηλοί, να κοιτάμε εκείνο το μεταφυσικό θέαμα, ενώ το βουητό ζύγωνε, το φως γινόταν όλο και πιο εκτυφλωτικό, ώσπου διαπέρασε τον καπνό και φάνηκε ο μεγάλος, σκοτεινός όγκος του τανκς. Οι φάλαγγες των αστυφυλάκων ρίχτηκαν μπροστά, τρέχοντας άλλοι με περίστροφα, άλλοι με κλομπς.

«Ο Ορέστης! Χριστέ μου, το παιδί!» άκουσα την Αριάδνη να φωνάζει καθώς την τραβούσα από το χέρι για να μπούμε στο ξενοδοχείο.

Πίσω μας πέτρες ρήμαξαν τα κρύσταλλα της εισόδου που γκρεμίστηκαν με πάταγο. Στη ρεσεψιόν δυο υπάλληλοι πίσω από τον πάγκο, μπροστά όρθιος ο διευθυντής. Μας έκανε νόημα να ανεβούμε τη σκάλα που οδηγούσε στο μπαρ και στο εστιατόριο.

«Επάνω, επάνω!» μας φώναξε.

Στο βάθος, στη μισοσκότεινη αίθουσα του εστιατορίου, ξεχώριζαν δεκάδες σώματα σκυφτά και ανάμεσά τους κάποιοι σερβιτόροι που μοίραζαν λεμόνια και πετσέτες. Ανεβήκαμε τη σκάλα για τους επάνω ορόφους. Κρυφτήκαμε εκεί που τέλειωνε η κουπαστή και άρχιζε ο τοίχος. Κοιτούσα στη ρεσεψιόν. Πρώτος χύμηξε μέσα με το καντρόνι στο χέρι ένας κουκουλοφόρος εγκάθετος. Πίσω του τέσσερις αστυφύλακες με έναν βαθμοφόρο. Ο διευθυντής μπήκε μπροστά τους με τα χέρια απλωμένα, κόβοντάς τους το δρόμο και φωνάζοντας:

«Κύριοι, σας παρακαλώ, σας παρακαλώ! Εδώ είναι ξενοδοχείο. Έχω ξένους!»

«Εσείς τους κάνετε κουμουνιστές!» ούρλιαξε ο αξιωματικός και έκανε να ορμήσει στη σκάλα.

Ο διευθυντής ─μέτριο ανάστημα, λεπτός, μελαχρινός, γύρω στα πενήντα─ του έκοψε άλλη μια φορά το δρόμο:

«Σας παρακαλώ, έχω ξένους!»

Εκεί που είχαμε σταθεί κινδυνεύαμε. Ανεβήκαμε σιγά. Ήταν μαζί μας και μέλη από έναν θίασο κάποιου περιφερειακού θεάτρου που έδινε παραστάσεις σε ένα γκαράζ στην Κυψέλη. Θα μπορούσαν οι μπάτσοι και οι τραμπούκοι να πάρουν το ασανσέρ και να μας προλάβουν, αυτό φοβόμαστε. Περάσαμε τον πρώτο όροφο και καθώς ξεπροβάλαμε από τη σκάλα στον δεύτερο, άνοιξε απέναντι η πόρτα ενός δωματίου και ένας άντρας κοντός, κάπως παχύς, με γκρίζα μαλλιά, μας έκανε νόημα να μπούμε γρήγορα. Ήταν και ένας δεύτερος άντρας στο δωμάτιο, ψηλός, αδύνατος, ξανθομάλλης, γύρω στα τριάντα. Κρατούσε στα χέρια του μια κάμερα δεκαέξι χιλιοστών και σκυμμένος στο περβάζι του παραθύρου κινηματογραφούσε συνεχώς. Ακούγονταν τα τανκς να περνούν από κάτω. Ο σκηνοθέτης του θιάσου, η Αριάδνη κι εγώ τρέξαμε στο δεύτερο παράθυρο. Το πρώτο τανκς έκανε μανούβρα σκάβοντας την άσφαλτο για να πάρει θέση απέναντι στην πύλη του Πολυτεχνείου. Τα μεγάφωνα μετέδιδαν αδιάκοπα την ίδια φράση με τις βραχνές φωνές των εκφωνητών, που τις επαναλάμβαναν οι φοιτητές και οι σπουδαστές γαντζωμένοι στα κάγκελα, άλλοι σκαρφαλωμένοι στις δυο κολόνες της πύλης κρατώντας σημαίες:

«Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Οι φαντάροι είναι αδέρφια μας, δε θα μας πυροβολήσουν!… Αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη και ελεύθερη Ελλάδα!… Οι φαντάροι αδέρφια μας!… Όχι άλλο αίμα!»

Κάθε τόσο ακούγονταν αραιοί πυροβολισμοί γύρω από το Πολυτεχνείο. Η ώρα περνούσε. Το τανκς στεκόταν ακίνητο. Ένας ίλαρχος είχε κατέβει από τον πυργίσκο, η πύλη μισάνοιξε, βγήκαν τρεις σπουδαστές και άρχισαν συνομιλίες. Κάποιοι ηθοποιοί ζητούσαν να δουν κι εκείνοι από το παράθυρο, τους παραχωρούσαμε τη θέση μας, καθόμασταν στο πάτωμα, καπνίζαμε.

«Τι γίνεται;» ρωτούσαμε.

«Τα ίδια».

Ο ξανθός οπερατέρ δε σάλεψε από τη θέση του, με τη μηχανή στο χέρι στραμμένη στα γεγονότα κάτω. Δύο και μισή, τρεις παρά τέταρτο. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε η ελπίδα μέσα μας πως δε θα συμβεί το κακό, θα μπορέσουν φοιτητές και στρατιωτικοί να καταλήξουν σε συμφωνία. Ποια συμφωνία; Να εγκαταλείψουν τα παιδιά το Πολυτεχνείο;

Ήμουν καθισμένος στο πάτωμα, με την πλάτη στον τοίχο, όταν άκουσα μια ηθοποιό να κραυγάζει:

«Το τανκς! Μπήκε το τανκς!»

Όρμησα χωρίς δεύτερη σκέψη έξω από το δωμάτιο, ανέβηκα στον τρίτο όροφο, στον τέταρτο, από μια σιδερένια πόρτα βγήκα στην ταράτσα. Έτρεξα στο στηθαίο και έσκυψα. Λίγο πιο πέρα δυο Ελληνοαμερικανίδες παρδαλά ντυμένες φλυαρούσαν αδιάκοπα, δείχνοντας κάτω μάλλον ενθουσιασμένες για το απροσδόκητο θέαμα που τους επεφύλαξε η επίσκεψή τους στην Ελλάδα. Το τανκς είχε συντρίψει την πύλη και στεκόταν στον προαύλιο χώρο. Θυμάμαι πως όλα ήσαν ακίνητα σαν να είχαν παγώσει, ακίνητα και βουβά. Όχι, ήταν το τρομερό γεγονός που με είχε καθηλώσει και δεν άκουγα για δυο στιγμές τις κραυγές, δεν έβλεπα τα πανικόβλητα σώματα των νέων που σκόρπιζαν παντού για να σωθούν. Ύστερα γέμισε η νύχτα ουρλιαχτά. Ένιωσα ένα χέρι να με αγγίζει και είδα την Αριάδνη πλάι μου να σκύβει.

«Χριστέ μου! Χριστέ μου!» έλεγε συνέχεια κλαίγοντας. «Βλέπεις τον Ορέστη;»

Στη Στουρνάρη είχαν σταθεί και άλλα τανκς που είχαν έρθει κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, κλούβες στη σειρά απέναντι από το Πολυτεχνείο, εκατοντάδες αστυνομικοί έφταναν τρέχοντας από τους γύρω δρόμους. Πρώτος όρμησε έξω πηδώντας τα ερείπια της πύλης ένας νέος. Προσπάθησε να διαφύγει προς την 3ης Σεπτεμβρίου, τον έζωσαν τέσσερις μπάτσοι και με τα κλομπς άρχισαν να τον χτυπούν με μανία παντού. Έπεσε ο νέος αιμόφυρτος και τον έσυραν σε μια κλούβα. Δεύτερη βγήκε μια κοπέλα. Φορούσε κόκκινο φόρεμα και μέσα στο ψυχρό ηλεκτρικό φως και το απόκοσμο των προβολέων των τανκς σε ξάφνιαζε το δυνατό χρώμα, σαν να μην ανήκε σ' εκείνο τον ζόφο. Την κυνήγησαν, γαντζώθηκε σε μια ηλεκτροκολόνα, της λιάνισαν τα χέρια με τα κλομπς ─μέχρις εμάς ακούστηκαν τα ξεφωνητά της. Έπεσε. Χτυπώντας την, κλοτσώντας την, σέρνοντάς την από τα μαλλιά την πήγαν στις κλούβες.

Σφαίρες πέρασαν βουίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας. Οι δυο Ελληνοαμερικανίδες άφησαν τσιρίζοντας το θεωρείο τους. Πήρα την Αριάδνη και κατεβήκαμε στον δεύτερο όροφο. Από το δωμάτιο έλειπαν ο οπερατέρ και ο άλλος άντρας. Πήγα στο παράθυρο. Οι αστυφύλακες είχαν σχηματίσει μια σειρά ο ένας πλάι στον άλλον, που ξεκινούσε από την γκρεμισμένη πύλη και στρίβοντας έπιανε όλη την Τοσίτσα, αφήνοντας έναν στενό διάδρομο, λιγότερο από ένα μέτρο, ανάμεσα σ' αυτούς και στο κτήριο. Εκεί περνούσαν τρέχοντας τα παιδιά του Πολυτεχνείου, προσπαθώντας να αποφύγουν τα κλομπς που ανεβοκατέβαιναν βροχή στα κεφάλια και στις πλάτες τους. Κάποιοι έπεφταν, τους τσαλαπατούσαν, οι αστυφύλακες τους τραβούσαν έξω και συνέχιζαν να τους χτυπάνε. Ήταν τέτοια η μανία τους, που χοροπηδούσαν επάνω στα σακατεμένα κορμιά, ακόμη κι αν ήταν αναίσθητα. Ένας φαντάρος ─εγώ είδα έναν, άλλοι είπαν πως είδαν και άλλους─ όρμησε σ' έναν μπάτσο που σακάτευε έναν φοιτητή, τον έριξε χάμω και ούρλιαζε έξαλλος από πάνω του, και όταν ο άλλος πήγε να συνεχίσει, κόλλησε το όπλο στο στομάχι του. Έφυγε ο μπάτσος, πήγε πιο πάνω και συνέχισε με την ίδια μανία. Ο φαντάρος σήκωσε τον νέο και του έδειξε να το σκάσει μέσα από τον κήπο του Μουσείου. Στα Εξάρχεια όμως τον περίμεναν άλλοι μπάτσοι, άλλες κλούβες.

Η επίσημη ανακοίνωση της αστυνομίας ανέφερε δεκατρείς νεκρούς. Σήμερα ξέρουμε πως ξεπερνούν τους ογδόντα, μπορεί να πλησιάζουν και τους εκατό. Πολλοί γονείς έθαψαν τα παιδιά τους χωρίς να δηλώσουν από φόβο πω σκοτώθηκαν στο Πολυτεχνείο, άλλοι πήγαν τους τραυματίες σε ιδιωτικές κλινικές εξασφαλίζοντας εχεμύθεια.

Μεταδεδομένα

< Μιχαηλίδης > < Κοινωνικές ταραχές > < Αθήνα >