Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το show είναι των Ελλήνων

Μένης Κουμανταρέας, Το show είναι των Ελλήνων, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 196-205.
  • Κήρυξη πολέμου και αλβανικό μέτωπο → Κήρυξη πολέμου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Tο show είναι των Ελλήνων

(απόσπασμα)


Ένας από τους πλανόδιους μουσικούς, νοτισμένος από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει, κατέφυγε μέσα στο καφέ. Συνέχισε για λίγο να παίζει τα τραγούδια του, σκαλίζοντας επίμονα την πολεμική μου μνήμη. Λες και το έκανε επίτηδες. Για μια στιγμή τον φαντάστηκα μ' ένα φτερό στο κεφάλι, όπως τους ανεκδιήγητους Ιταλούς της Κατοχής. Έδωσα στον άνθρωπο τον οβολό μου, κι εκείνος τον εισέπραξε μ' ένα τσάκισμα της μέσης.

«Και πότε με το καλό κυκλοφορεί το βιβλίο σου;» ρώτησα τον Εμμανουέλε.

«Όπου να ‘ναι, σύντομα. Εσύ τι κάνεις;» με ρώτησε με τη σειρά του. «Μήπως αποφάσισες να γράψεις κι εσύ κάτι για τον πόλεμο στην Ελλάδα;»

«Μακάρι να είχα το ταλέντο», αποκρίθηκα. «Τότε θα το έκανα. Όμως, αλήθεια, δεν μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μου διηγηθείς πώς επέδωσες το περίφημο τελεσίγραφο στον Μεταξά. Υπάρχει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω απ' αυτό».

«Τα γράφω στο βιβλίο μου», είπε απλά και χαμήλωσε το βλέμμα.

«Και θα μ' αφήσεις στην αναμονή ως τότε;» του είπα προκλητικά.

Σήκωσε τα μάτια από τον καφέ του και με κοίταξε.

«Τουλάχιστον σ' έναν Έλληνα φίλο», μου είπε, «οφείλω όχι μόνο να το γράψω, αλλά και να το αφηγηθώ».

Παραθέτω τη διήγηση του Γκράτσι, όπως μου την είπε το βροχερό εκείνο απόγευμα πίνοντας εσπρέσο και τρώγοντας τα φημισμένα για την ποιότητά τους και τη λίγη περιεκτικότητα σε ζάχαρη μικρά γλυκίσματα, μίλια μακριά από την περίφημη τούρτα με τις ζαχαρωμένες σημαίες εκείνης της δεξίωσης στην Ιταλική Πρεσβεία.

Γύρω μας οι αναγεννησιακές νύμφες αγκαλιάζονταν με τους βοσκούς κι απέξω μάς έρχονταν σπαράγματα από τους πλανόδιους μουζικάντηδες που αψηφούσαν την ψιλή βροχή.

«Θυμάσαι, βέβαια, το σκηνικό στην περίφημη δεξίωση της 26ης Οκτωβρίου στην Πρεσβεία μας». Άναψε τσιγάρο. «Όταν εγώ και ο Φορνάρι στριφογυρίζαμε σαν νευρόσπαστα, μην ξέροντας τι να κάνουμε και πώς να φερθούμε σε όλο αυτό τον κόσμο που είχε έρθει να μας τιμήσει, καθώς και στους προσκεκλημένους μας, το ζεύγος Πουτσίνι. Ο λόγος ήταν ότι το τηλεγράφημα της κήρυξης του πολέμου είχε ήδη φτάσει από το πρωί, μα εμείς ήμασταν υποχρεωμένοι να κρατήσουμε άκρα μυστικότητα, διότι η επίθεση εναντίον της Ελλάδος έπρεπε να γίνει με αιφνιδιασμό.

»Το πιο ωραίο ήταν ότι το περίφημο κρυπτογράφημα έφτανε τμηματικά και ήμασταν αναγκασμένοι να το αποκρυπτογραφούμε. Πρώτα, θυμάμαι, είχε έρθει ένα απόσπασμα κάπου στο μέσον. Κάθε τόσο έφτανε και ένα καινούργιο τμήμα και εμείς έπρεπε να το συναρμολογήσουμε και να βγάλουμε μια άκρη. Αντί όμως να είμαστε αφιερωμένοι σε αυτήν τη δουλειά, στο Κρυπτογραφικό της Πρεσβείας, εμείς έπρεπε την ίδια στιγμή να εμφανιζόμαστε στη δεξίωση κάνοντας τάχα ότι δεν συμβαίνει το παραμικρό.

[…]

»Καταλαβαίνεις ότι εγώ, ο Φορνάρι και ο στρατιωτικός ακόλουθος, οι μόνοι που γνωρίζαμε το μυστικό, έπρεπε να ολοκληρώσουμε όλες τις δουλειές που είχαν απομείνει. Περίμενα με αγωνία να φτάσει η ώρα τρεις το πρωί, όπως είχα διαταχθεί, για να επιδώσω το τελεσίγραφο. Ένα διάστημα που μου φάνηκε αιώνας. Ήμουν ο αναγκαίος και απρόθυμος συνένοχος μιας ατιμίας, την οποία είχα προσπαθήσει με κάθε μέσον να αποτρέψω. Σ' αυτά όλα προσετίθετο ένας σοβαρός φόβος».

«Δηλαδή;» ρώτησα.

«Ο Μεταξάς. Ήταν ένας άνθρωπος εβδομήντα ετών, όπως γνωρίζεις, καταβεβλημένος ήδη από την υπερβολική εργασία, και παχύς. Ήξερα, ακόμα, ότι το καλοκαίρι που μεσολάβησε είχε υποστεί ένα ελαφρύ εγκεφαλικό. Να ξυπνήσω, λοιπόν, αυτό τον άνθρωπο στη μέση της νύχτας για να του εγχειρίσω ένα έγγραφο που εσήμαινε την αποτυχία της κατευναστικής πολιτικής του και να του αναγγείλω την επίθεση μιας μεγάλης δυνάμεως σε μια μικρή χώρα όπως η δική σας, καταλαβαίνεις ότι αυτό θα μπορούσε να έχει τραγικά αποτελέσματα».

«Και τι έκανες, Εμμανουέλε;» ρώτησα πίνοντας τον εσπρέσο μου και ανάβοντας τσιγάρο.

«Την καθορισμένη ώρα, δέκα περίπου λεπτά πριν από τις τρεις το πρωί, ο στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ βρισκόμασταν μπροστά στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας στην Κηφισιά όπου έμενε ο πρωθυπουργός. Ζητήσαμε να τον δούμε και ο φρουρός της πόρτας άρχισε να χτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού. Κανείς δεν φαινόταν να ξυπνά, παρά μόνο ακουγόταν το γάβγισμα ενός σκύλου. Κάποτε, μεσ' από τα σκοτάδια, εδέησε να φανεί ένα ασθενικό φως, όχι στην κύρια είσοδο, αλλά παράπλευρα, εκεί που ήταν η πόρτα της υπηρεσίας. Είδα να προχωρά προς το μέρος μου ένας κοντός και χοντρός όγκος. Πρόσωπο δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, παρά μόνο άκουγα το σύρσιμο των ποδιών του. Τρόμαξα. Δεν αποκλείεται, είπα μέσα μου, το εκτόπλασμα αυτό να έβγαινε μέσα από τάφο. Έκανα άθελά μου ένα βήμα πίσω, μα τότε άκουσα τη φωνή μες στα σκοτάδια.

»"Κύριε Γκράτσι, εσείς…"

»Ήταν ο πρωθυπουργός και με είχε αναγνωρίσει. Διέταξε, θυμάμαι, τον φρουρό να μας αφήσει να περάσουμε.

»Θυμάμαι ακόμα ολοκάθαρα ότι φορούσε μια σκούρα μάλλινη ρόμπα από το γιακά της οποίας εξείχε ένα νυχτικό. Παρ' όλη την ταραχή μου, μου έκανε εντύπωση από πόσο μέτριο και φθηνό υλικό ήταν το νυχτικό, απ' αυτά που ο λαός αγοράζει στην οδό Αθηνάς και στην Αιόλου.

»Μ' ένα μου νεύμα είπα στον στρατιωτικό ακόλουθο και στον διερμηνέα να καθίσουν στον διάδρομο, κι εγώ ακολούθησα τον πρωθυπουργό στα ενδότερα.

»Καθίσαμε σ' ένα μικρό σαλόνι εξίσου μέτριο, τυπικό μιας μικροαστικής βιλίτσας. Ύστερα από τα πρώτα λεπτά, όπου κανείς μας δεν μιλούσε, με φωνή που προσπαθούσα να ελέγξω, κάνοντάς την όσο γίνεται περισσότερο υπηρεσιακή και όσο γινόταν λιγότερο εχθρική, είπα στον Μεταξά ότι η κυβέρνησή μου μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω ένα άκρως επείγον έγγραφο και του έδωσα το κείμενο.

»Με κοίταξε ερωτηματικά πριν το διαβάσει κι εγώ απέστρεψα το βλέμμα. Το μάτι μου τώρα είχε καρφωθεί σ' ένα χοντρό κεχριμπαρένιο κομπολόι, ακουμπισμένο πάνω σ' ένα μικρό, χαριτωμένο κέντημα στο κέντρο του μικρού τραπεζιού που βρισκόταν ανάμεσά μας. Ευχαρίστως θα το έπαιρνα στα χέρια μου να το ξεκουκίσω, όπως κάνετε εσείς οι Έλληνες όταν προσεύχεστε ή όταν αφήνετε τον χρόνο να κυλήσει στωικά.

»Αντί γι' αυτό, με την άκρη του ματιού παρατηρούσα το χαρτί στα χέρια του πρωθυπουργού να τρέμει, καθώς εκείνος διάβαζε. Πίσω από τα χοντρά γυαλιά του μπορούσα να διακρίνω τα μάτια του. Μου φάνηκαν βουρκωμένα. Τελειώνοντας την ανάγνωση, που κράτησε αιώνες, με κοίταξε καταπρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη, αλλά σταθερή:

» "Alors, c'est la guerre".

»Του απάντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ' ανάγκην, και ότι μάλιστα η ιταλική κυβέρνηση είχε την ελπίδα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε ελεύθερη δίοδο για τα ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.

»"Κύριε Γκράτσι", μου αποκρίθηκε, "πώς είναι δυνατόν να σκέπτεστε ότι, ακόμα και αν είχα την πρόθεση να ενδώσω, θα μου ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβω τις διαταγές του βασιλέως και να δώσω τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων;"

»"Ασφαλώς θα έχετε απευθείας τηλεφωνική γραμμή με τον βασιλέα", του είπα. "Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα, θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή προς όλους τους διοικητές να μην παρεμποδισθεί η προέλαση των στρατευμάτων μας".

»"Μπορείτε να μου καθορίσετε τουλάχιστον", με ρώτησε, "ποια είναι τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η κυβέρνησίς σας θα ήθελε να καταλάβει;"

»Φυσικά του αποκρίθηκα ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα.

»Τότε ο Μεταξάς μού απάντησε: "Vous voyez bien que c'est impossible".

»Έκανε μια μικρή παύση για να συνεχίσει:

»"Πρέπει να ξέρετε ότι η ευθύνη αυτού του πολέμου βαρύνει αποκλειστικά την ιταλική κυβέρνηση. Η κυβέρνησίς σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλά και ότι είμεθα αποφασισμένοι να υπερασπισθούμε το ελληνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε…"

»Ήθελε να πει "εισβολέα" μα δεν το είπε. Κοιτούσα αυτό τον άνθρωπο, σηκωμένο άρον άρον από το κρεβάτι του, να μου απαντά με τόσο απλό και υπερήφανο τρόπο.

»Το κομπολόι πάνω στο κέντημα, στο μικρό τραπέζι, έμοιαζε να βγάζει ηλεκτρισμένες λάμψεις. Λες και από στιγμή σε στιγμή το δωμάτιο θα γέμιζε φωτιές.

»Σηκώθηκα από τη θέση μου.

»"Ελπίζω ακόμα, κύριε πρωθυπουργέ", του είπα, "ότι θα λάβετε υπ' όψιν σας τη διαβεβαίωση που περιέχεται στη διακοίνωση. Ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει καμιά πρόθεση να θίξει την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Και ακόμα, ότι θα πρέπει πριν από τις έξι το πρωί να γνωρίσετε στην Πρεσβεία μου εάν η χώρα σας δέχεται τα ιταλικά αιτήματα".

»Ντρεπόμουν που τα έλεγα αυτά, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος από το να υπακούσω στις διαταγές.

»Ο Μεταξάς κάτι πήγε να πει, αλλά προτίμησε να σιωπήσει.

»Με συνόδευσε ως την έξοδο υπηρεσίας, από την οποία είχε και ο ίδιος βγει αλαφιασμένος πριν από λίγο. Θυμάμαι τον ήχο που έκαναν τα βήματά του. Σερνάμενα, σαν να τον πήγαιναν για εκτέλεση.

»Στο κατώφλι στάθηκε.

»"Vous êtes les plus forts", μου είπε μόνο, με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη.

»Δεν ήξερα τι να του πω και τι να του απαντήσω. Νομίζω ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμά του. Έτσι ένιωσα κι εγώ.

»Έφυγα όπως είχα έρθει με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο, συνοδευόμενος από τον στρατιωτικό ακόλουθο και τον διερμηνέα, που όμως τελικά δεν τον είχα χρειαστεί.

»Αυτή είναι η ιστορία».