Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η μύηση

Γιώργος Μιχαηλίδης, Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας. Η μύηση, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 39-41.
  • Η ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου → Εργατικό κίνημα και σοσιαλισμός στον Μεσοπόλεμο → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Μύηση

(απόσπασμα)


Η μάνα μου μπορεί να ήταν κομουνίστρια, γραμμένη στο Κόμμα απ’ το '30, αλλά είχε κατορθώσει να συγκατοικήσει τον μαρξισμό με πολλά μεταφυσικά φαντάσματα και να τον απλοποιήσει στο μη περαιτέρω συνηθίζοντας να λέει: «Ένας τίμιος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ιδιοκτήτης κι ένας ιδιοκτήτης δεν μπορεί να είναι τίμιος άνθρωπος», παραφράζοντας χωρίς να το ξέρει τον Προυντόν. Υπήρχαν και παραλλαγές: «Ο πεινασμένος έχει δίκιο, ο χορτάτος άδικο», ή «Τα λεφτά είναι βουτηγμένα στο αίμα του εργάτη». Μάταια ο Χριστόφορος μάς διάβαζε συχνά τα βράδια, και πάντα το βράδυ της Κυριακής, αποσπάσματα από έργα του Μαρξ, του Ένγκελς ή του Λένιν κα άρθρα από τον Ριζοσπάστη και την Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Η Μαρία σ’ όλη την ανάγνωση κουνούσε συνεχώς συναινετικά το κεφάλι, δίνοντας την εντύπωση πως είχε κατανοήσει τα πάντα. Στο τέλος όμως, σαν να ήταν το συμπέρασμα όλων αυτών που άκουσε, θα ξεφούρνιζε ένα από τα άρθρα πίστεώς της, ή και τα τρία μαζί. Μα η αποθέωση σ’ αυτές τις αναγνώσεις ήταν η γιαγιά Αναστασία, που, με τα χέρια ακουμπισμένα στην ποδιά της, το βλέμμα θολό από τον καταρράκτη και ρεμβαστικό από την ευχαρίστηση, το κεφάλι γερμένο λίγο αριστερά, κάθε τόσο αναστέναζε και στις πύρινες στιγμές του άρθρου έλεγε φωναχτά:

«Μαραίνεται το κάλλος, η δόξα παρατρέχει, ο πλούτος άπιστον ρεύμα, το δύνασθαι δ’ ολίγον».

«Γιαγιά, τι είναι αυτό το “δολίγον”;» τη ρώτησα μια μέρα.

«Το κακό σου το κεφάλι», μου απάντησε.

Φαίνεται είχε τοποθετήσει τον Λένιν στους δώδεκα αποστόλους ή τον Μάρξ μέσα στο εορτολόγιο χωρίς ημερομηνία, γιατί κάθε φορά που άκουγε τα ονόματά τους σταυροκοπιόταν και συνόδευε πάντα το τέλος της ανάγνωσης με αμήν και αναστεναγμούς, λες και είχε διαβάσει παπάς το Ευαγγέλιο. Αν άκουγε για κεφάλαιο ή χρήμα ή καπιταλισμό, θα μουρμούριζε: «Πού εστίν ο χρυσός και ο άργυρος;». Αν το άρθρο μιλούσε για αγώνες, ψιθύριζε πάλι: «Πού εστίν η του κόσμου προσπάθεια;». Κι αν αναφερόταν σε φυλακισμένους ή εκτελεσμένους αγωνιστές, αναστέναζε βαθιά και σχεδόν φώναζε: «Πού εστίν των οικετών η πλημμύρα και ο θόρυβος; Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά», γεγονός που σύγχυζε τον Χριστόφορο και τον έκανε να χάνει τις αράδες στο κείμενο. Το καταπληκτικό είναι πως η γιαγιά Αναστασία περίμενε με λαχτάρα αυτές τις αναγνώσεις. Πολλές φορές ο Χριστόφορος επίτηδες καθυστερούσε μήπως και η γιαγιά νυστάξει, μα εκείνη μόλις αποτρώγαμε πήγαινε στη θέση της, σταύρωνε τα αρθριτικά χέρια της, που ήταν σαν τα φύλλα της μπεγκόνιας, πάνω στην ποδιά της, έγερνε λίγο αριστερά το κεφάλι της και περίμενε. Κι αν ο Χριστόφορος ξόδευε χρόνο σ’ άλλες συζητήσεις κα τρέχοντα πολιτικά γεγονότα, τον παρακαλούσε:

«Έλα, βρε αγόρι μου, δε θα μας διαβάσεις;»

«Τι θέλεις να μάθεις, γιαγιά;» τη ρωτούσε.

«Δε θέλω να μάθω, θέλω ν’ ακούω!» του έλεγε. «Ό,τι ήταν να μάθω εγώ το 'μαθα, ή το 'παθα καλύτερα».

Αναφορά στον ξεριζωμό τους από τη Μικρασία, στους δυο γιους, στ’ αδέλφια και στο μισό συγγενολόι που έχασε στην αιχμαλωσία. Ο άντρας της κι ο μεγάλος της γιoς σκοτώθηκαν σε εργατικό ατύχημα το '28. Τρία χρόνια αργότερα πέθανε από φυματίωση κι ο άλλος της γιος, το στερνοπαίδι της, ο άντρας της Μαρίας.

Όταν τέλειωναν οι αναγνώσεις, μας σταύρωνε όλους, σταυροκοπιόταν κι η ίδια και πήγαινε στη γωνιά της, ένα χώρισμα που της είχε φτιάξει ο Χριστόφορος με κουρελούδες κρεμασμένες από το ταβάνι.

Μεταδεδομένα

< Μιχαηλίδης >