Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ανάμισης ντενεκές

Γιάννης Μακριδάκης, Ανάμισης ντενεκές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 60-62.
  • Υποδοχή και εγκατάσταση προσφύγων → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ανάμισης ντενεκές

(απόσπασμα)


Μόλις ηρέμησε λίγο η ατμόσφαιρα, ο Φώτης άρχισε να διαβάζει τις πρώτες λέξεις· βαθιά σιγή έπεσε στο καφενείο:

«Αισχροκέρδεια παντού. Οργιάζει, δύναται τις να πει, η βδελυρά αυτή επιδημία μεταξύ όλων των επαγγελμάτων και όλων των τάξεων. Ο πτωχός λαός στένει υπό την επήρειάν της».

«Επιτέλους, το πήρανε χαμπάρι» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου. Ύστερα κι άλλη:

«Τόσες μέρες πάω για ψωμί κι ευτό που αγοράζω είναι σκέτο πίτουρο και κάθε μέρα παίρνει απάνω. Να τους κλείσουνε όλους και να μας δίνουνε το αλεύρι, να φτιάχνομε το ψωμί μονάχοι μας» πρότεινε ο μπακιρτζής φωναχτά.

«Δεν είν' κατάσταση αυτή· σε λιγάκι ε θα μπορούμε ούτε τον καφέ μας να πιούμε. Ακούς, Κούβακα;»

«Ακούω, ακούω» ψέλλισε ο καφετζής και έγειρε μπροστά το κεφάλι, έχωσε αμήχανα τους καρπούς μες στη μεγάλη τσέπη της άσπρης του ποδιάς, ήθελε λες να φυλάξει τα κέρματα κι έτρεξε να μπει πίσω από το τεζιάκι· σκυφτός πέρασε ανάμεσα από τον Φώτη και τους ακροατές του.

Ο Φώτης συνέχισε:

«Από σήμερον άρχονται αι επισκευαί της οδού Χίου-Καρδαμύλων. Αι εργασίαι, αίτινες θα απασχολήσωσι προς το παρόν περί τους οκτακόσιους πρόσφυγες εργατικούς, θέλουσι αρχίσει εις τα περί τον Αλμυρόν μέρη της οδού, όπου πλην των επιδιορθώσεων των βλαβών και της επιχωματώσεως αυτής, πρόκειται να υψωθεί, κατά τας γενομένας μελέτας, κατά εν και ήμισι μέτρον, όπως αυτή καταστεί βατή εις αμάξας».

«Άντε, Γιαννακό! Για σένα δουλεύει η προσφυγιά!» έσκισε μια φωνή την ησυχία, απευθύνθηκε προς τον απόντα χασάπη, πριν ακόμα ο Φώτης προλάβει να τελειώσει τη φράση του. «Ο Γιαννακός, ρε παιδιά, που πάει κι έρκεται κάθε τόσο στα Καρδάμυλα, ε θα φχαριστηθεί άμα φτιάξει ο δρόμος; Πόσες φορές μας είπε και μας ξανάπε για τον Αρμυρό και πως α τονε περάσει σέρνοντας από πίσω του και τα σφάγια; Τώρα α του κάμουνε ολάκερη λεωφόρο. Να βάζει κάρο για να κουβαλά τα ζα». Γέλια αντήχησαν παντού.

Μια εξαγριωμένη φωνή μπήχτηκε σαν καρφί στην αλαφρότητα:

«Πόσοι πρόσφυγες λέει ότι θα δουλέψουνε;»

«Οχτακόσιοι» ξαναδιάβασε ο Φώτης.

«Ορίστε» συνέχισε η ίδια φωνή, πιο εξαγριωμένη ακόμα. «Να, το κράτος μας ποιο είναι. Νοιάζεται να δώκει δουλειά στους τουρκομερίτες κι εμάς εδώ μας κατατρώει η αισχροκέρδεια κι η ανεργία. Βρε ίντα την εθέλαμε εμείς την Απελευτέρωση. Καλά εν ήτανε με τα τουρκιά;»

«Έχει δίκιο ο Παντελής» συμφώνησε ένας ακόμα, στριμωγμένος ανάμεσα στην πόρτα και στο τεζιάκι. «Με τους Τούρκους ήμεστεν αρχόντοι. Αφ' τον καιρό που λευτερωθήκαμε, εν έχομε δει άσπρη μέρα. Φόροι, ακρίβεια, πολέμοι, πρόσφυγες, πείνα. Κι ίντα θα δούμε ακόμα. Και η κυβέρνηση το μόνο που σκέφτεται είναι οι πρόσφυγες. Εμείς εγίναμε της Παλιάς Ελλάδας· απότομα».

Το ακροατήριο έπεσε σε σκέψεις. Οι πιο πολλοί ήσαν βενιζελικοί, συμβάδιζαν με τα οράματα της Ελλάδας, θύματα της κυρίαρχης εθνικής παράκρουσης, μα δεν είχαν τι να παραθέσουν για ν' αντιταχθούν. Δεν έβλεπαν τίποτα καλό να γίνεται στη ζωή τους. Κοιτούσαν από πάνω τους τα λιγδιασμένα από τη νικοτίνη κάντρα των ηγεμόνων, έσφιγγαν τα χείλη και κουνούσαν τα κεφάλια τους στενάζοντας με απογοήτευση.

Μεταδεδομένα

< Χίος > < Πρόσφυγες > < Μικρασιατική καταστροφή > < Διάλογος >