Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου

Σωτήρης Δημητρίου, Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου, Κέδρος, Αθήνα 2000, σ. 106-110.
  • Μετανάστες στην Ελλάδα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου

(απόσπασμα)


Κινήσαμαν νύχτα τριάντα σαράντα νοματαίοι. Από κάμποσες ώρες σταματάει, μας ανοίγει.

«Κατεβείτε γρήγορα», μας λέγει «φτάκαμαν».

Νύχτα όξω. Κάτσαμαν κάτω από μια γέφυρα ως το ταχιό και το ταχιό μπήκαμαν στην πολιτεία, χωριστά. Δεν μου φαίνονταν για Αθήνα εκείνη η πολιτεία.

«Ποια πολιτεία είναι εδώ;» λέγω σ’ ένα παιδάκι.

«Το Αγρίνιο», μου λέει.

Αντάμωσα δυο παιδιά, το πήραμαν με τα ποδάρια για την Αθήνα. Δεν περβατήσαμε πολύ, βλέπουμε να περάει ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας. Κοκαλώσαμε. Είπαμαν διάβηκε, αλλά αυτό στάθηκε κι έρθε πισώκωλα. Ρουγκουλήσαμε σιακάτω, κι απέκει, ράχη ράχη, το πήραμαν για την Αθήνα. Είχαμε για οδηγό τον δρόμο. Οι δυο συντρόφοι απόμεικαν να εργατέψουν σ’ έναν που ’χε γη με λεμονιές. Εγώ έφτακα στην Αθήνα, μετά τρεις μέρες. Σκώθηκα από μια πλαγιά και φανερώθηκε μπροστά μου. Σκιάχτηκα λίγο. Στοιχειό πολιτεία, δεν την έσωνε το μάτι. Ηύρα ένα ταξί, με τήραξε κάμποση ώρα αυτός να δει τι άνθρωπος είμαι.

«Μη σκιάεσαι, έχω λεφτά», του λέγω.

Με πήγε σ’ ένα μοτέλ, κοντά στην Ομόνοια. Ήθελε ταυτότητα ο πορτιέρης.

«Δεν έχω», του λέω.

«Φεύγα», μου λέει, «παιδί. Θα βρω κάνα μπελά».

«Σε παρακαλώ, πατριώτη, Έλληνας είμαι, έχω λεφτά, δουλειά θέλω. Κάνε σχώριο, δώσ’ μου ένα δωμάτιο.»

Του ’βαλα στον πάγκο ένα χιλιάρικο. «Αυτό έξτρα για τεσένα.»

Μου ’δωκε, πήγα σ’ ένα ρεστοράντ, λιμάτωσα γερά, κατόπι έπεσα μολύβι. Σκώθηκα την άλλη μέρα το γιόμα. Βγήκα στην γύρα. Ρώτηξα για την Ομόνοια, κάποιον μπορεί ν’ αντάμωνα εκεί. Ήταν γιομάτη με ανθρώπους από μέσα. Τήραξα για γνωστό, καένας. Έκατσα στο πεζούλι, κάποιος με χαιρέτησε στον πλάτη. Γυρίζω και βλέπω τρεις συντρόφους απ’ τον στρατό, ο ένας Αλβανός, οι δυο Έλληνες κι Αλβανοί, ανακατεμένα αίματα. Ήταντοι ταϊσμένοι, φορεμένοι καλά. Φιληθήκαμαν.

«Πού κοιμάσαι;»

«Εκεί», τους λέγω. «Εσείς από δουλειά;»

Με τρόπο μου ’δειξε ένας ένα πιστόλι που ’χε ψηλά του. «Μαθαίνουμε καέναν από μέσα με φόλι, φοβερίζουμε κάνα γέρο. Παίρεις τα λεφτά, τα χώνεις στην τζέπη σου και τελείωσε.»

Άνθρωποι της τριχιάς και μέσα και δω.

«Τι θέλεις από τεμάς; Ό,τι θέλεις, ήσουν πολύ συντροφικάτος.»

Τους λέγω να με γυρίσουν. Με πήγανε στην Βουλή, στο Ζάππειο. Δεν μου εντυπώθηκε και τίποτα. Αλλιώς τα ’δειχνε η τηλεόραση.

«Θα ’ρθεις», μου λένε, «στον Πειραιά σε κάτι συντρόφους;»

«Όχι», τους λέγω, «παιδιά. Έχω να πάω αλλού».

«Θέλεις τίποτ’ άλλο από τεμάς; Είσαι ευχαριστημένος;»

«Πολύ», τους λέγω και χωριστήκαμαν. Καλά παιδιά, αλλά το ’χαν στραβά κινημένο.

Την άλλη μέρα πήγα πάλε στην Ομόνοια. Είδα έναν απ’ το χωριό, απ’ το σόι. Γύρισε αλλού. Στο χωριό ήμασταν άβγαλτοι από τα σπίτια. Δεν του έκρινα κι εγώ.

Μπίτισαν τα λεφτά, κοιμώμουν τις νύχτες σε γιαπιά ή απουκάτω στο μετρό. Το πρωί έρχονταν πολλοί ντόπιοι με αυτοκίνητα και διάλεαν παιδιά για δουλειές εργατικές. Μαζεύονταν τα παιδιά τροΰρω μελίσσι, φώναζαν, πελεκιόνταν. Έπαιραν κάνα δυο, έφευγαν. Εγώ δεν ζύγωνα. Αν μου έγνεφε καένας, πήγαινα. Κατόπι σβαριζόμασταν σε κείνον τον τόπο, ξυλάγγουρα, μέχρι το νύχτωμα.

Πιαστήκαμαν μια μέρα με ντόπιους εργάτες. «Μας παίρετε την χαψιά μέσα απ’ το στόμα. Ανάθεμα την κατάρα που σας έφερε», είπε ένας και ρίχτηκε σε μια παρέα, με την βούρτσα που μπογιάτιζε. Πέσαμαν κι άλλοι, γινήκαμε δεμάτι. Δίκιο είχαν κι αυτοί, δίκιο κι εμείς. Αλλά πού να το βρούμε; Ποιο κλαρί το κάνει;

Πέραγε κόσμος το πρωί βιαστικός, έκαναν πως δεν μας χαμπάριζαν, αλλά στα μάτια μας το ’πραζαν ότι είναι κάτι το σπουδαίο. Ήλεγες πως δεν είναι άλλοι από ταύτους. Στο στόμα το ’χα να τους πω ότι για κανέναν δεν κατεβάζει το ποτάμι κούτσουρα κάθε μέρα. Οι γυναίκες, ιδίως οι παρουσιαζούμενες, έκαναν παραπανίσια βήματα να μην περάσουν από τεμάς.

Έκανα μεροκάματα απ’ έδω κι απ’ έκει. Η μοίρα μας ήταν να κυνηγήσουμε το λέκι, όπου το βρούμε, αλλά μας καταπάταγαν παράξενα. Δεν μας έδιναν εκείνο που μας ανήκε. Μια φορά με παίρει ένας στο σπίτι του, μακριά απ’ την Αθήνα, να του γυρίσω δυο τρία στρέμματα τόπο. Συμφωνήσαμε κάτι λεφτά. Το ’πιακα ολημερίς, το μπίτισα. Μου ’δωκε τα μισά.

«Δούλεψες λίγο», μου λέει.

«Όχι», του λέγω. «Δούλεψα όλη την μέρα ακατάπαυστα. Τα λεφτά.»

«Εκεί», μου λέει, «έχετε το χάλι σας, εκεί σκώνετε και κεφάλι».

Έβραζα απ’ το γινάτι μου. Αν είχα μαχαίρι, μπορεί να του το έμπηγα στην κοιλιά και θα του άλεθα πολλή ώρα άντερα και σκώτια. Απόρεσα με τεμένα.

«Εγώ», του λέω, «δεν τα ξέρω αυτά, φλετούρηξε, δεν φλετούρηξε. Κείνος πούημουν στην αρχή, είμαι και τώρα. Εσύ άλλαξες σε λίγη ώρα. Δεν το ’χω σε τίποτα να το πατήσω πάλε το έρημό σου, να το κάνω πέτρα, όχι γη, και τα λεφτά κράτα τα».

Μου τα ’δωκε.

Μεταδεδομένα

< Μετανάστευση > < Μονόλογος >