Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Το νούμερο 31328

Ηλίας Βενέζης, Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς., Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 164 & 168-169.
  • Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς

(απόσπασμα)


Είμαστε ένα τάγμα εργατικό. «Αμελέ ταμπουρού.» Τα τάγματα των στρατιωτικών αιχμαλώτων είναι χώρια από μας. Αυτοί περνούν καλύτερα. Εμείς είμαστε ένα καθαρό τάγμα σκλάβων.

[…]

Η πιο σκληρή δουλειά είναι στα πολεμοφόδια που φέρνουν τα τρένα. Μικρές κάσες οβίδες, κι απόξω η σημείωση: «92 κιλά». Τα κουβαλούσαμε απ' το σταθμό στη μεγάλη αποθήκη που είναι ίσαμε ένα μίλι αλάργα. Ζευγάρια-ζευγάρια. Κάθε δυο σκλάβοι παίρναν μια κάσα. Ο ένας φορτωνόταν κι ο άλλος βοηθούσε από πίσω. Στα μισά του δρόμου αλλάζαμε. Έτσι.

Τη λέγαμε «μαύρη αγγαρειά». Με τ' όνομα τούτο πιάσαν να τη νοματίζουν κι οι στρατιώτες:

-Άϊντε, ποιοι είναι στη «μαύρη αγγαρειά»!

Ήμαστε ίσαμε ογδόντα νομάτοι. Κάναμε ένα βήμα μπρος με χαμηλωμένα μάτια.

Μέρα με τη μέρα λιγοστεύαμε όσοι δουλεύαμε εκεί. Τους έβλεπες, εκεί που τραβούσαν φορτωμένοι, τσαφ! Τα στόματα ανοίγαν, α.α.α, τα μούτρα τεζέρναν να σπάσει το πετσί, σαν πάγος. Πέφταν - τι παθαίναν; Τους χύναμε νερό να συνεφέρουν.

Ο τσαούς ο δικός μας ανάφερνε το βράδυ:

-Πού θα βγει αυτό; Θα μας κάμουν ζημιά στις κάσες!

Τότες μας φέραν βοδαραμπάδες· κάτι ρόδες, να! Τους φορτώναμε. Αντίς για βόδια ζεύανε δυο σκλάβους, άλλοι σκλάβοι σπρώχναν με τα χέρια τους τις ρόδες. Οι στρατιώτες βαστούν το κεντρί, την «τέμπλα», και κανονίζουν, όπως με τα βόδια, την πορεία.

Στο δρόμο είναι ένα πηγάδι. Δυο-τρεις δικούς μας τους είχαν πνίξει εκεί μέσα. Οι στρατιώτες το λεν. Πολλές φορές μας σταματούν:

-Κοιτάχτε μέσα, ουλάν!

Κοιτάζουμε.

-Φαίνουνται;

-Όχι, δε φαίνουνται.

-Να ρίξουμε έναν να τους βρει; ρωτούν τον Μιχάλ-τσαούς.

Γελούν μαζί. Το αστείο περνά. Τα «βόδια» πέφτουν πάλι στο δρόμο. Στον αγέρα τρέμει το αγκομαχητό των λαχανιασμένων κορμιών που τεζέρνουν στην προσπάθεια. Οι ρόδες τρίζουν. Λυρικά. Τριξ, τριξ. Οι φλέβες του λαιμού, σ' αυτούς που σέρνουν μπρος, τεντώνουν σαν κόρδες. Οι γυμνές πατούνες σαλαγούν στη γης ν' αγαντάρουν. Την ικετεύουν: δέξου μας στέρεα, από ευσπλαχνία.

Παρακάτου απ' το πηγάδι είναι ένας τάφος. Ένας Τούρκος είχε σκοτωθεί στον ίδιο τόπο. Εφές. Του βάλαν μια πλάκα ολόρθη, μνημείο. Είναι πάνω στο δρόμο. Τυχαίνει τα βόδια, οι σύντροφοι που σέρνουν μπρος, να μην καρατάρουν καλά: οι μεγάλες ρόδες του αραμπά αγγίζουν το υψωμένο χώμα του τάφου.

-Γιανάς! σκυλιάζουν οι στρατιώτες και κεντρίζουν ν' αλλάξει ρότα το τιμόνι.

Δίπλα στο δρόμο είναι ένα χωράφι σπαρμένο κουκιά. Ένα-δυο ρίζες έχουν κατεβεί ίσαμε τον τάφο. Βλάστησαν ρωμαλέα απ' το λίπος του. Λίγα πρώιμα κουκιά αστράφτουν. Τα βλέπαμε με βουλιμία.

Ένας δικός μας μια μέρα στο γυρισμό χιμά και τα κόβει.

-Πις μιλλέτ! (βρωμερό έθνος) Τρέχουν οι στρατιώτες κοντά και τον αρχίζουν με την «τέμπλα». Ουλάν, δε φοβάστε λοιπόν τίποτα εσείς;

-Τα παλιοτόμαρα! Τι να φοβηθούν! Μπας κι έχουν Θεό; συμπληρώνει ο Μιχάλ-τσαούς.

Μεταδεδομένα

< Τούρκοι > < Βενέζης > < Αιχμαλωσία >