Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Μ΄ ενάντιους ανέμους

Άννα Γκέρτσου-Σαρρή, Μ’ ενάντιους ανέμους, Κέδρος, Αθήνα 1996, σ. 316-319.
  • Η διακυβέρνηση Καποδίστρια → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Μ΄ ενάντιους ανέμους

(απόσπασμα)


Ξεκίνησα να ιστορήσω τα συμβάντα της ζωής μου με ηρεμία και τάξη. Όμως τώρα βγαίνουν όλα με φούρια, ζητούν να ξεχυθούν όμοια με τα νερά του ποταμού σαν λιώνουν τα χιόνια. όμοια με χείμαρρο που παρασέρνει ό,τι βρει στο διάβα του.

Στο αναμεταξύ, όλον ετούτο τον καιρό, έβλεπα ν' ανεμοσκορπίζεται το βιος μας. Να φεύγουνε τα γρόσια μας πότε από τον Πορφύριο, πότε από τους αβοκάτους, πότε από τα πηγαινέλα στην Αίγινα να υποβάλουμε τα έγγραφα, να μιλήσουμε με νοτάριους και εκκλησιαστικές επιτροπές για όλα τα καθέκαστα, να βγάζουμε οληώρα να πληρώνουμε.

Τώρα, γιατί στην Αίγινα; Πού μυαλό να το πω. Που το είχα σκοπό μου να βάλω όλα τα συμβάντα σε τάξη και να τα ιστορήσω με τη σειρά, δεν πάει να πει πως κι ελόγου τους πειθαρχούν. Κάποια συμβάντα σπρώχνουν άλλα και τα παραμερίζουν. Όσο να ‘ναι, αν για την ιστορία της πατρίδας το σπουδαίο συμβάν ήταν ποιος θα ‘παιρνε το κουμάντο της, για την ιστορία τη δική μου ήταν ο άτυχος γάμος της Μαριορής μου. Έτσι πήρε την πρωτιά.

Το λοιπόν, αφού κόντεψε να χυθεί αίμα για το ποιος θα γίνει η κεφαλή της λεύτερης πατρίδας, κι αφού μίσος θανατερό φούντωσε πάλι ανάμεσα στους αγωνιστές, τέλος, τους εφώτισεν ο Θεός να καλέσουν τον Καποδίστρια. Σου λέει, αυτός ξένος προς τα ελληνικά καμώματα είναι, γνώση δεν έχει από φατρίες, ας τον διορίσουμε να φέρει κάποιαν ευταξία. Στο αναμεταξύ, έγινε κι αυτό που όφειλε να έχει γίνει προ πολλού, μην πω εξαρχής. Βάναν το χέρι τους οι Φραντσέζοι, οι Ιγγλέζοι και οι Ρώσοι και εδέησαν ν’ αναμετρηθούν με τους Τούρκους στο Ναβαρίνο. Μετά το ράπισμα που δέχτηκαν οι Οθωμανοί στο Ναβαρίνο, μαζεύτηκαν κι εκάλμαρε και τούτη η πολύπαθη πατρίδα. Τέλος…

Ελόγου μου, βέβαια, είχα κι άλλους λόγους να τόνε θέλω τον Καποδίστρια, εξόν που ήταν και αίμα δικό μας.

Όπως είχα πει νωρίτερα, όταν μου πήρε ο κύριος Δρακάτος τον Θεμιστοκλή μου, μου τον προόριζε για το Λονδίνο. Πλην όμως, ύστερα, πέσαν απάνω του οι ξένοι κι είπαν πως αφού όλα τα ελληνόπουλα θα μέναν στο Παρίσι, αμαρτία ήταν να τον στείλουν τον Θεμιστοκλή μου έρμο και μονάχο στο Λονδίνο. Έτσι έμεινε στο Παρίσι. Τον έβαλαν, το λοιπόν, για σπουδές σε μια σχολή που τήνε λένε Κολέζ Σεν Μπαρμπ.

Στο αναμεταξύ, ο κύριος Δρακάτος που ήταν και ποιητής κι έβγαλε κι ένα ποίημα για την πατρίδα μας, τον έπαιρνε και στα σαλόνια. Εκεί σύχναζαν πολιτικοί, ποιητές, ζωγράφοι, λογιών λογιών σημαντικοί. Σ’ ένα τέτοιο σαλόνι, λοιπόν, μου γράφει ο Θεμιστοκλής μου «με κοντοζυγώνει, μάνα, ένας κύριος λιγνός, στενοφορεμένος, ένας άρχοντας, ονόματι Ιωάννης Καποδίστριας. Αρχινάει να μου μιλεί ελληνικά και να με ρωτάει διάφορα και συνέχεια να μου λέει "Τι σχέδια έχεις;" Εγώ τώρα τι ν’ αποκριθώ. Λέω: "Ο πατέρα μου, κύριε, καπετάνιος ήταν, πάνω στο μπρίκι μας πέθανε πολεμώντας τον οχτρό, θα συνεχίσω αυτό που άφησε στη μέση". Ο κύριος αυτός χαμογέλασε και μου είπε: "Τώρα που η Ελλάς έχει απελευθερωθεί έχει άλλας ανάγκας. Δεν χρειάζεται πολεμιστάς. Χρειάζεται νέους μορφωμένους να εργασθούν διά να γίνει κράτος. Να σπουδάσεις οικονομίαν και διοίκησιν. Ο πατήρ σου βοήθησε διά την απελευθέρωσιν της πατρίδος σου, εσύ διά την διοίκησιν του κράτους".»

Τέτοιες συμβουλές έδωσε στον Θεμιστοκλή μου ο Καποδίστριας. Σαν να ‘ταν πατέρας του. Σωστά τον είπαν Αγιάννη Χρυσόστομο. Όλο φρόνιμα λόγια είπε. Έτσι. λοιπόν, τον Καποδίστρια τον λογάριαζα και σαν γνώριμο της φαμίλιας μου, μην πω προστάτη της.

«Σιγά, μωρέ Δόμνα, θα μας τον πεις και για κάνα συγγενή σου τώρα!», μ’ αποπαίρνει η Αγγελίνα για να με συνεφέρει.

«Άσε, μωρέ Αγγελίνα, να πω και καμιά κουβέντα παραπανίσια!»

«Την κουβέντα να την πεις! Τα ποδάρια σου μην παίρνεις από τη γης. Να πατούν κάτω γερά!»

Δεν είν’ από ζήλια που μιλεί η Αγγελίνα. Κι όσο για την αφεντιά μου, τα ποδάρια μου πατούν γερά, μα τα σηκώνω κι απ’ τη θέση τους. Αλλιώς θα ‘μουνα τώρα εγώ εδώ; Ν’ απλώνω χέρι και να επαιτώ; Στην Αίνο θα βρισκόμουνα! Στ’ αρχονικό μου! Στα χτήματα π’ άφησε ο πατέρας μου και στα καλά μου! Λέγε εσύ, Αγγελίνα…..

Συχνά έχω σκεφτεί πως, αν ζούσεν ο Καποδίστριας, θα το είχε πάρει το παιδί μου κοντά του στο Κυβερνείο. Δεν ήταν γραμμένο. Όχι πως δεν πήρε καλό διορισμό ο Θεμιστοκλής μου όταν γύρισε στην πατρίδα, μα άλλο θα ήταν να τον έχει κοντά του ο Κυβερνήτης μας. Ας είναι.

Να ξανάρθω τώρα στον Καποδίστρια. Δεν ξεύρω για ποιους λόγους, το λοιπόν, διάλεξε την Αίγινα σαν τον πρώτο τόπο να πατήσει το πόδι του και να κάμει το κουμάντο του. Λένε πως εφόσον στ’ Ανάπλι είχαν συμβεί τα μύρια όσα, καλό ήταν να γίνει μια καινούργια αρχή, σ’ ένα καινούργιο τόπο. Κουταμάρες, λέω εγώ. Ούριος άνεμος μπορεί να φυσήξει απ’ οπουδήποτε. Ας είναι.

Πλην όμως, ήρθαν έτσι τα πράματα που άνεμος ενάντιος εμπόδισε το πλοίο να πιάσει Αίγινα. Αρχή αρχή, το λοιπόν, του όγδοου χρόνου απ’ τον ξεσηκωμό και του χωρισμού της Μαριορής μου, να σου και καταφθάνει απρόσμενα στο πόρτο μας το πλεούμενο με τον Καποδίστρια. Το τι έγινε; Αδυνατώ να το πω με λόγια. Άσε που όλοι οι απλοί άνθρωποι το θάρρεψαν για σημάδι τυχερό που ο Καποδίστριας πρωτοπάτησε σ’ ελληνική γη κι αυτή η γη ήταν τ’ Αναπλιού! Μωρέ, σημάδι ήταν, τυχερό δεν του βγήκε.

Αφού έμεινε κάνα δυο μέρες, μόλις άλλαξεν ο άνεμος, έβαλε πανιά για Αίγινα όπου και εσχημάτισε το γκουβέρνο του. Κι έτσι εξηγείται γιατί έπρεπε να σκυλοπνιγόμαστε οληώρα, για ν’ απαλλαγεί η Μαριορίτσα μου από τον Πορφύριο. Γιατί το Κυβερνείο τώρα ήταν στην Αίγινα.

Μάθαμε πως σαν έφτασε στην Αίγινα, έγινε δοξολογία στον ναό της Παναγίας και πως έβγαλε λόγο ο Θεόφιλος Καΐρης. Έναν λόγο που έκανε κρότο και που γι’ αυτόν μιλούσαν για καιρό.

Πλην όμως, ήρθεν η ώρα που γύρισεν ο τροχός. Αυτός που τον καλοδέχτηκε στην άφιξή του, αυτός ύστερα στράφηκε ενάντιά του. Παραξενιές που τις έχει η μοίρα! Τι ήταν γραμμένο του Κυβερνήτη! Μα τι τον περίμενε και τον ίδιο τον Καΐρη!

Μεταδεδομένα

< Αίγινα >