Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα

Γ. Μ. Βιζυηνός, «Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα», Τα διηγήματα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1991, σ. 321-325.
  • Η ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα → Το γλωσσικό ζήτημα στα τέλη του αιώνα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα

Όταν ήμην μαθητής του αλληλοδιδακτικού σχολείου της πατρίδος μου, είχον ιδιαιτέραν την αδυναμίαν εις την μηλιά – δεν εννοώ την Μηλιά την θυγατέρα του γείτονός μου, αλλά την γλυκομηλιά, το δένδρον, το οποίον εστόλιζε τον κήπον μας. – Ήτο πολύ περίεργον δένδρον αυτή η μηλιά: Έκαμνεν άνθη και καρπούς, όπως πάσα εξαδέλφη της κατά το θέρος, και πάλιν άνθη και καρπούς κατά το φθινόπωρον. Επειδή δε ήτο η πρώτη μηλιά, την οποίαν εγνώρισα εις την ζωήν μου, και η μόνη, ήτις με ήρεσκε πλέον των άλλων, έμαθον να ονομάζω και όλα τα δένδρα μηλιές όσα είχον τα αυτά χαρακτηριστικά και έκαμνον μήλα όπως τα της ιδικής μας, αν και δεν εκαρποφόρουν εκείνα όπως αυτή δύο φοράς το έτος. Εν τούτοις με όλην την μεταξύ εμού και της μηλιάς παλαιάν φιλίαν και συμπάθειαν, δεν ημπορώ να είπω, ότι εγνώριζε καλά καλά ο εις τον άλλον. Δεν ηξεύρω αν και η μηλιά προσεπάθησέ ποτε να εννοήσει τι πράγμα ήμην εγώ, όστις έπαιζον τόσον συχνά υπό την σκιάν της ή εκαθήμην ιππαστί επί των κλάδων της. Ενθυμούμαι όμως πολύ καλά ότι εγώ προπάντων κατά τον καιρόν της ανθήσεώς της, εσυνήθιζον να ίσταμαι εν τινι απ’ αυτής αποστάσει με τας χείρας εστηριγμένας επί των λαγόνων, τους οφθαλμούς ατενείς προς τον θαυμάσιον, τον ερυθρόλευκον αυτής στολισμόν απορών κατ’ εμαυτόν επί πολλήν ώραν τι πράγμα να είναι άραγε αυτό το δένδρον! Τι πράγμα να είναι. Αλλ’ όσω και αν ηπόρουν όσω και αν ηρώτων τους περί εμέ, η απόκρισις ήτο πάντοτε η αυτή, ότι δηλαδή το δένδρον εκείνο ήτο μηλιά. Καλά! αλλά η μηλιά τι πράγμα είναι;…

Όταν έφερον εις το χωρίον μας νέον διδάσκαλον, ήλπισα ενδομύχως, ότι θα εμάνθανον πλέον τι πράγμα είναι η μηλιά, διότι πριν ακόμη φθάσει ο φραγκοφορεμένος εκείνος κύριος εις το χωρίον μας διεδόθη μεταξύ των παιδίων, ότι ήτο πολύ καλύτερος από τον παλαιόν και τα ήξευρε όλα περιγραμμάτου. Η φήμη δεν διεψεύσθη. Διότι μόλις ελθών ο καχεκτικός εκείνος νεανίσκος ανέγνωσε τα ονόματά μας εκ του καταλόγου, και αμέσως εύρεν ότι ήσαν όλα εσφαλμένα και ότι ο πρώην ημών διδάσκαλος ήτο χαϊβάνι. Και επήρε λοιπόν το κονδύλι και ήρχισε να μας διορθώνει τα ονόματά μας. –Πώς σε λέγουν εσένα; –Θόδωρο Μπεράτογλου. ‒Όχι, βρε χαϊβάνι! Θουκυδίδη σε λέγουν. Θουκυδίδη Μπεράτογλου. Εσένα πώς σε λεν; ‒Δημήτρη Ντεμιρτζόγλου. ‒Όχι, βρε χαϊβάνι! Δημοσθένη Ντεμιρτζόγλου. ‒ Και ούτω καθεξής εν μια ημέρα μετέβαλεν ο αθεόφοβος όλα τα βαπτιστικά μας ονόματα αρσενικά και θηλυκά τοιουτοτρόπως, ώστε αν συνέβαινε να έλθει κατ’ εκείνην την εποχήν εις το χωρίον μας ξένος τις εκ των αγαθών φιλελλήνων, θα επίστευεν αναμφιβόλως, ότι ανεκάλυψεν αίφνης την αρχαίαν Ελλάδα ολοζώντανον με όλους αυτής τους θεούς, τας θεάς, τους ημιθέους και τους ήρωας, τους ποιητάς και τους σοφούς της φοιτώντας εις το αλληλοδιδακτικόν σχολείον γυμνούς μεν τους πόδας και ασκεπείς την κεφαλήν όπως άλλοτε, αλλά βρακοφορούντας και γελεκοφορούντας και αντεροφορούντας! Οπωσδήποτε, όταν ο ασυνείδητος εκείνος άνθρωπος έπεισε τον κόσμον, ότι εγώ δεν είμαι το Γιωργί του χωρίου μου, αλλά είμαι ο Γοργίας, το πράγμα δεν μου ήγγισε τόσον δια την καρδίαν: Το επήρα δι’ αστείον. Άλλωστε εγώ δεν ονόμαζόν ποτε τον εαυτόν μου, και η μεταβολή απέβλεπε τους όσοι έμελλον να με καλώσι με το νέον μου όνομα.

Αλλά τα περιγραμμάτου του διδασκάλου μας δεν περιορίσθησαν εις τα ονόματά μας μόνον. Δις ή τρις της εβδομάδος ηγγάρευέ τινας εξ ημών διά να ξεβοτανίζομεν τον κήπον της μητροπόλεως. Εγώ δεν έβλεπον την ώραν να έλθει η σειρά μου. Εν τω κήπω υπήρχεν εν δένδρον ανθισμένον ως το ιδικόν μας. χωρίς άλλο θα εμάνθανον τι πράγμα είναι αυτό το δένδρον. Όταν τέλος αγγαρευθείς και εγώ ευρέθην μετά του διδασκάλου ενώπιον της μηλιάς: ‒Τι πράγμα έν’ αυτό το δένδρον, δάσκαλε, τον ηρώτησα δείξας προς αυτόν διά του δακτύλου. ‒Μηλέα, απεκρίθη εκείνος. ‒Όχι! απήντησα εγώ, δεν το ξέρεις! Αυτό ’ν’ μηλιά! Ήτο η κακή ώρα που το είπα. διότι από τότε ήρχισαν τα βάσανά μου, με αυτόν τον διδάσκαλον. Θεούς και ανθρώπους μαρτύρομαι, ότι εγώ ηρώτησα ουχί περί του ονόματος –το όνομα το ήξευρον– αλλά περί του πράγματος: τι πράγμα είναι το δένδρον ήθελον να μάθω, τίποτε άλλο. Ο διδάσκαλός μου όμως, δεν ηξεύρω τι παθών, απεφάσισεν απ’ εκείνης της στιγμής να με μάθει και καλά ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα! ‒Πες πως το λεν μηλέα! εκραύγαζεν έξαλλος ο ισχνός και χλωμός νεανίσκος, κρατών με από του ωτίου και δεικνύων το δένδρον. ‒Μπα, π’ ανάθεμά τον! εσκεπτόμην εγώ ηγανακτισμένος, πώς ημπορεί αυτό ποτέ, να γίνει η μηλιά μηλέγα! Αυτό είναι το ίδιο δένδρο που έχουμεν εις τον κήπον μας, κάμνει τα αυτά άνθη, τα αυτά φύλλα, τους αυτούς καρπούς, δεν ημπορεί παρά να είναι και αυτό μηλιά, όπως η εδική μας. Το ξεύρω από μιας αρχής, με το έμαθεν η μητέρα μου. Το λέγει όλος ο κόσμος! Εγώ ποίον να πιστεύσω περισσότερον, την μητέρα μου και τους χωριανούς μου ή αυτόν τον ξένον που ήλθε να μας αλλάξει τα ονόματά μας! Όχι, δάσκαλε, δεν το ξέρεις! απεκρινόμην οσάκις με ηρώτα, αυτό ’ν’ μηλιά! ‒Μπα; Έτσι θες εσύ, χαϊβάνι; Τώρα να σε δείξω εγώ πώς το λεν. ‒Και ‒αυτού σε τρώγει, αυτού σε πονεί‒ μου έδωκεν ο αθεόφοβος τεσσαράκοντα παρά μίαν, οξύτατα κραυγάζων εν τω μεταξύ να ειπώ, ότι η μηλιά δεν είναι μηλιά, αλλά μηλέα!‒ Τώρα πρέπει να ηξεύρητε ότι εις το χωρίον μου επικρατεί μία φυσική κατά της χασμωδίας αντιπάθεια, συνεπεία δε ταύτης αι πλείσται των λέξεών μας υπόκεινται εις εκθλίψεις πολλάς και συνιζήσεις, ενώ άλλαι τινές λαμβάνουν το γ μεταξύ των φωνηέντων ως τα θεγός, νέγος, ωραίγα, αντί θεός, νέος, ωραία κτλ. Είχον λοιπόν εγώ ο δυστυχής όχι μόνον να θυσιάσω την μηλιάν εις την μηλέαν αλλά και να υπερνικήσω την αντιπάθειαν ταύτην, να προφέρω δηλαδή μηλέα αντί μηλέγα: κατόρθωμα, προς το οποίον δεν με εβοήθουν τότε τα φωνητικά μου όργανα. Φαντάζεσθε λοιπόν τι υπέφερα από τον μονομανή εκείνον διδάσκαλον, έως ότου κατορθώσω και το εν και το άλλο, και να είπω επιτέλους ότι η μηλιά είναι μηλέα! Εντούτοις, όταν μετ’ ολίγον μεταβάς εις τον οίκον μας, είδον το ωραίον μας δένδρον, ανθοβολούν και μυροβόλον εν τω κήπω, κολακευτικώς περιβομβούμενον υπό των επ’ αυτού πετομένων μελισσών, ησθάνθην τόσην εντροπήν, τόσην εντροπήν! Ενόμιζον ότι έκαστος των πρασίνων οφθαλμών του με έβλεπε θυμωμένος. έκαστον των ανθέων του ήνοιγε τα χείλη να με είπει ότι τα επρόδωσα. Και μοι εφάνη ότι ο γενικός εκείνος βόμβος ήτο πικρός της ανοησίας μου έλεγχος! Και πώς να μη με ειπούν ανόητον, και πώς να μη μ’ ελέγξουν αφού αυτό το δένδρον, το οποίον έβλεπον ενώπιόν μου, ήτο ολωσδιόλου το αυτό με το δένδρον της μητροπόλεως και όμως εγώ το αρνήθηκα και είπα ότι δεν είναι μηλιά αλλά μηλέα!

Ενθυμούμαι, ότε όλην εκείνην την νύκτα έβλεπον εις τον ύπνον μου τα άνθη της μηλιάς ως άπειρον πληθύν μικροσκοπικών ωραίων λευκοφόρων κορασίων, τα οποία με περιεβόμβουν παραπονούμενα, επιπλήττοντα, ελέγχοντά με διά την ανοησίαν μου.

Όταν την επιούσαν εισήλθον εις το σχολείον έριψα επί του διδασκάλου περιφρονητικόν, προκλητικόν βλέμμα. ‒Πώς το λέγουν το δένδρο που σε είπα, βρε χαϊβάνι; με ηρώτησεν εκείνος χαιρεκάκως. ‒ Μηλιά, δάσκαλε, απήντησα εγώ μετά πείσματος και προέβην εις την θέσιν μου. Αλλά δεν επρόφθασα να καθήσω και με συνέλαβεν ο σκληρός από του ωτίου και ήρχισε πάλιν να με βασανίζει. Δεν είναι πολύ τιμητικόν διά το γένος των δασκάλων να σας διηγηθώ ποσάκις ετιμωρήθην διά να είπω και καλά, ότι η μηλιά είναι μηλέα. διότι εννοείται ότι έπρεπεν επιτέλους να ενδώσω και να του ειπώ άλλως εκινδύνευεν η ζωή μου. Εντούτοις, το λέγω προς ικανοποίησιν της ιδικής μου της μηλιάς, αυτήν δε την επρόδωσα. Και ιδού πώς: Αφού είδον, ότι δεν ηδυνάμην ν’ ανθέξω πλέον εις την σκληρότητα του απανθρωπαρίου εκείνου, έκαμα τον εξής λογαριασμόν με την συνείδησίν μου και είπον. Αυτή η μηλιά, που είναι μέσα εις τον κήπον της μητροπόλεως ημπορεί να είναι μηλέα. και είναι μηλέα όχι δι’ άλλον λόγον, παρά… διότι ο διδάσκαλος δέρνει! Η μηλιά όμως όπου είναι μέσα εις τον κήπον μας είναι μηλιά, διότι είναι μηλιά! Τοιουτοτρόπως συνεβιβάσθημεν με τον διδάσκαλον.

Μεταδεδομένα

< Γλωσσικό ζήτημα > < Οπτική γωνία παιδιού >