Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Αθώοι και φταίχτες

Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες. Στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας, Κέδρος, Αθήνα 2004, σ. 64-68.
  • Η ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα → Το κρητικό ζήτημα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Αθώοι και φταίχτες

(απόσπασμα)


Η Κρήτη όμως είχε δεθεί στο άρμα της Ευρώπης. Κυρίαρχο αίτημα για τους αστούς της εποχής ο εκσυγχρονισμός. Έπρεπε να ανοιχτούν δρόμοι, να γίνουν κοινωφελή έργα, να εξωραϊστεί η πρωτεύουσα. Αν και μηδαμινά τα έσοδα της Δημαρχίας των Χανιών, ο δήμαρχος Μεχμέτ μπέη Κασιμζαντέ έκανε ό,τι μπορούσε. Το πρώτο που είχε προσπαθήσει ήταν να καθαρίσει τα Χανιά από τα πολλά παραπήγματα και τον συνωστισμό μπροστά στο Καλέ Καπισί και να απαλλάξει τους κατοίκους από τον κίνδυνο να περπατούν στα καλντερίμια και στα ακάθαρτα σοκάκια και να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να καταπλακωθούν από τα υποζύγια και τα κάρα. Είχε καταφέρει επίσης να καθαρίσει την ανατολική Προκυμαία ξηλώνοντας τα ξύλινα παραπήγματα μπροστά στο νέο Τελωνείο που κόντευε πια να τελειώσει, προγραμμάτιζε ακόμη να μολώσει και το δυτικό μέρος του λιμανιού για να μπορούν οι πολίτες, κυρίως κατά την περίοδο του καλοκαιριού, να βγαίνουν τα βραδάκια προς τη θάλασσα και να γλιτώνουν έστω και για λίγο, αναπνέοντας θαλασσινό αέρα, από τον πνιγμό των αναθυμιάσεων που ανάδινε η περίκλειστη πόλη. Ιούλιο του 1892, ο Αρβανίτης Μέντζος δώρισε στον Δήμο, μαζί με πέντε χιλιάδες γρόσια, όλη την έκταση στο νότιο δυτικό χεντέκι στο Κρυό Βρυσάλι, με το αίτημα να οικοδομηθούν εκεί καταστήματα και με την προοπτική να γίνει, επιτέλους, στο σημείο αυτό το πρώτο ρήγμα στα τείχη.

Μάθαιναν, εν τω μεταξύ, γράφει ο παππούς, ότι στα Σφακιά κάτι γινόταν, είχε αναβιώσει για άλλη μια φορά το έθιμο των αδερφοχτών, και μια αδελφότητα, λέει, προσηλύτιζε καπεταναίους που ετοιμάζονταν πάλι για εξέγερση. Άσ’ τους να δούμε πού θα φτάσουν, σκεφτόταν, ούτε πρόγραμμα έχουν, ούτε μπορούν να ομονοήσουν και να αναγνωρίσουν έναν κοινό αρχηγό. Και τότε η Υψηλή Πύλη, για να προλάβει τον ξεσηκωμό, σε μια κίνηση καλής θελήσεως, Μάρτιο του 1895, ανακοίνωσε ότι αντικαθιστά τον Μαχμούντ Πασά με τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή Πασά, άνθρωπο φωτισμένο, γνώστη δεκαοχτώ γλωσσών, πρίγκιπα άλλοτε της Σάμου, πρώτο μεταφραστή και φίλο προσωπικό του σουλτάνου. Κι αυτό που είχε συγκινήσει τον παππού στην εφημερίδα ήταν ότι ο μυαλωμένος αρθρογράφος προειδοποιούσε και νουθετούσε τους ομοδόξους του να μην αρχίσουν πάλι τους φατριασμούς, τις αντιζηλίες και τις βιασύνες. Υπομονή, τους συμβούλευε. Καρτερικότητα και καιροσκοπία είναι οι αρετές για τους λαούς που επιζητούν την πρόοδο και την ευημερία. Και πράγματι όλοι αναθάρρησαν χαιρετίζοντας την έλευση του Καραθεοδωρή στο νησί και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά του, στέλνοντας τους αντιπροσώπους τους στη Γενική Συνέλευση. Πήρε πάλι να χαράζει, έλιωναν τα χιόνια, οι δουλειές προς το καλύτερο, οι γιοι του πρόκοβαν, η ζωή του ξανάρχιζε! Και θα θυμάται πάντα το αλησμόνητο ταξίδι του με το αυτοκρατορικό ατμόπλοιο, Απρίλιο του 1895, αυτός με τη γιαγιά μου και τα δίδυμα που μόλις είχαν αρχίσει να μιλούν, γύρω στα πενήντα πέντε χρόνια του, αλλά με όλη τη δεύτερη ζωή μπροστά του, ακολουθώντας τον Καραθεοδωρή Πασά και την ακολουθία του στο Ηράκλειο, για τα πανηγυρικά εγκαίνια του Αγίου Μηνά. Παρακολούθησε κι αυτός συγκινημένος τη λειτουργία στη δαφνοστόλιστη εκκλησία, αλλά ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο είχε ακολουθήσει τον Πασά ήταν η ευκαιρία να δει και πάλι από κοντά το πυρηνελαιουργείο που είχε στήσει προ επταετίας εκεί, υπό την επίβλεψη του τετραπέρατου γιου του, του Χασάν. Να δώσει και την ευκαιρία στη μικρή του χανούμ, τη γιαγιά μου, λίγο να ξεσκάσει. Κι είχε να το λέει η γιαγιά Σελμά. Για τις χαρές που έζησε, για την ευλογημένη καλοσύνη του σοφού γέρου της. Μικρή με πήρε, έλεγε, μου σήκωσε τον πέπλο, με κοίταξε καλά καλά στα μάθια, δεν είσαι σαν την πρώτη μου γυναίκα, δεν είσαι η Νουρ, μα είσαι μοσχομύριστο μανουσάκι, εσύ θα με παρηγορείς κι εγώ θα σ’ έχω στα μετάξια και στα βελούδα. Κι όταν τον είχε ρωτήσει η γιαγιά σε ποιους από τους συγγενείς του της έδινε την άδεια να εμφανίζεται ακάλυπτη, την είχε καθίσει, λέει, στα γόνατά του και τη δασκάλευε για ώρα ότι άλλαξαν οι καιροί, γιασμάκι, παιδί μου, δεν θα ξαναφορέσεις κι ας πούνε ό,τι θέλουνε οι άλλοι, εσύ θα είσαι η μικρή κυρία μου, η μπαγιάν Σελμά, η αρχόντισσα, ποτέ μην το ξεχάσεις, εσύ θα είσαι η δροσιά μου.

Αλλά δεν κράτησε για πολύ η ευφορία της άνοιξης του 1895. Από τη μια οι μουσουλμάνοι που είχαν οργανώσει παγκρήτιο κομιτάτο με σκοπό την απομάκρυνση του Καραθεοδωρή, από την άλλη οι χριστιανοί με τον πρωτοδίκη Μανούσο Κούνδουρο που ζητούσαν ανένδοτοι τη χαμένη από την ξεροκεφαλιά τους αυτονομία. Στις 28 Ιουνίου ο Καραθεοδωρής αναγκάστηκε να διαλύσει τη Συνέλευση για να αποφύγει το χειρότερο. Τρεις μήνες αργότερα, επιτείνοντας την αγωνία των μυαλωμένων, έφτασε στα Χανιά η είδηση της διήμερης σφαγής στις αρμένικες γειτονιές της Ιστανμπούλ από το εξαγριωμένο πλήθος, έπειτα από μια προκλητική, λέει, πορεία οπλισμένων Αρμενίων με μαχαίρια και με πιστόλια προς την Υψηλή Πύλη, φωνάζοντας ελευθερία ή θάνατος και τραγουδώντας επαναστατικά τραγούδια. Ο Καραθεοδωρής είχε ουσιαστικά αποτύχει. Τέλη Φλεβάρη του νέου χρόνου τον είχε συναντήσει ο παππούς σε χοροεσπερίδα στην αίθουσα «Σακίρ Πασά» στον Κήπο. Καμιά κυβέρνηση στον κόσμο, είπε σε μια στιγμή ο Καραθεοδωρής, δεν έχει διακριθεί, όσο η οθωμανική, για το ταλέντο και την επιδεξιότητά της να συσπειρώνει γύρω από τον θρόνο τόσες πολλές και διάσπαρτες εθνότητες, οι πόρτες του παλατιού στο Γιλντίζ είναι ανοιχτές στους πάντες. Άκουγε συνοφρυωμένος ο παππούς. Ανέλυε ο Πασάς τη διεθνή κατάσταση, πνίγοντας τον θυμό και την απογοήτευσή του για τις εξελίξεις στο νησί, εξέφραζε τον θαυμασμό του για τους Γιαπωνέζους ηγέτες και τον οίκτο του για τους Ευρωπαίους που ταλανίζονται με τους κομμουνιστές και τους αναρχικούς, κι ευελπιστούσε ότι με σωστούς χειρισμούς θα μπορούσε να χειραγωγηθεί ο εθνικισμός και να πρυτανεύσει στους λαούς της αυτοκρατορίας η οθωμανική συνείδηση. Έπειτα άρχισαν να μιλούν για τις απολαύσεις της ζωής, κουτσομπολιά υψηλού επιπέδου, σημειώνει, για τη βασίλισσα Βικτωρία, τον τσάρο Νικόλαο, τον κάιζερ Γουλιέλμο. Σε ορισμένα από τα λεγόμενα του Πασά συμφωνούσε ο παππούς, σε άλλα όχι. πριν από μια βδομάδα είχε λάβει γράμμα από τον γιο του τον Αλί, και τι του έγραφε; Ότι η αυτοκρατορία στον τομέα της διοίκησης, της εκβιομηχάνισης και της παιδείας βρίσκεται εκατό χρόνια πίσω από την Ευρώπη, ότι την εποχή που θα έπρεπε να χτίζουν οι σουλτάνοι και οι πασάδες σχολειά, έχτιζαν για πάρτη τους παλάτια, και τώρα είναι πολύ αργά, πατέρα, πίστεψέ με, ο εικοστός αιώνας θα μας βρει με τον χάρτη της Ευρώπης αλλαγμένο.

Καληνυχτίζοντας τον Καραθεοδωρή Πασά εκείνη τη νύχτα ο παππούς, αν και βαρύθυμος, άλλο η χλιδή και οι αυταπάτες, σκεφτόταν, και άλλο τα κουρέλια μας και η σκληρή πραγματικότητα, τον προσκάλεσε για λόγους ευγενείας, αλλά και με την ελπίδα να τον ρωτήσει κατ’ ιδίαν τι λογής άνθρωπος και πόσο έμπιστος στην Πύλη είναι ο τραπεζίτης Ζαρίφης, για ένα δάνειο που υπολόγιζε να πάρει, προκειμένου να αγοράσει το πρώτο του ατμόπλοιο, πολλά σκεφτόταν ο παππούς εκείνη τη βροχερή νύχτα, εμμένοντας στον αγαπημένο του μικρόκοσμο, και τον προσκάλεσε να τους επισκεφτεί, όποτε μπορέσει στο μετόχι, όταν ζεστάνει λίγο ο καιρός και μοσχοβολήσει ο τόπος. Μετά χαράς, του είχε υποσχεθεί ο Πασάς, αλλά δεν πρόλαβε. Σε λίγες βδομάδες, συμπληρώνοντας μόλις έναν χρόνο στην Κρήτη, πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το διαμέρισμά του στο Γιλντίζ. Και τον αντικατέστησε ο Τουρχάν Πασάς που έφτασε στα Χανιά με φιρμάνι για γενική αμνηστία. Ποιος θα τον άκουγε; Από την αρχή πάλι οι συνελεύσεις, ο ενθουσιασμός, ο ξεσηκωμός των χριστιανών. Ανασυστήθηκε και η Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή στην Αθήνα. Αποτέλεσμα; Μάη του 1896, σφαγές, φωτιές και αγριότητες σε όλο το νησί. Για άλλη μια φορά οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν προσπαθήσει να επιβάλουν την τάξη. Ώσπου σιγά σιγά ηρέμησαν τα πνεύματα, και στις 16 του Σεπτέμβρη έφτασε ο νέος Γενικός Διοικητής Γεώργιος Βέροβιτς Πασάς. Αμνήστευσε τα εγκλήματα και από τις δυο μεριές και καλούσε με την προκήρυξή του της 1ης Οκτωβρίου να συναισθανθούν όλοι ότι είναι τέκνα της αυτής πατρίδος και υπήκοοι του αυτού άνακτος. Και γνωστοποιούσε στους ζωοκλέφτες ότι μέσα σε δεκαπέντε μέρες όφειλαν να επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες τα κλεμμένα. Όλοι οι βασανισμένοι προσεύχονταν, ο καθένας στον Θεό του, να μη γνωρίσει ο τόπος άλλη ταραχή.

Μεταδεδομένα

< Κρήτη > < Δούκα > < Τούρκοι > < Κοινωνικές ταραχές >