Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο Καπετάν Μιχάλης (Ελευτερία ή Θάνατος)

Νίκος Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης (Ελευτερία ή Θάνατος), Εκδόσεις Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα 1973, σ. 405 & 412-415.
  • Η ελληνική κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα → Το κρητικό ζήτημα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο Καπετάν Μιχάλης

(Ελευθερία ή Θάνατος)


(απόσπασμα)


Κόντευε να περάσει η μέρα, κι απάνω στο Δεσποτικό κρατούσε ακόμα ο Μητροπολίτης το κανοκιάλι και σβάρνιζε αγκουσεμένος το φουρτουνιασμένο πέλαγο της Κρήτης. Περίμενε σήμερα, με το βαπόρι που έπιανε κάθε βδομάδα στο Μεγάλο Κάστρο, τον κρυφό μαντατοφόρο που του ‘στελνε η Ελλάδα με αρμήνειες, ποιο δρόμο συφέρει στο έθνος να πάρουν στη δύσκολη ετούτην ώρα. Παζάρευαν ακόμα μαθές στα βουνά οι καπεταναίοι με την Τουρκιά, είχαν λυγίσει, μα ακόμα δεν το ‘βαζαν κάτω. «Για όνομα του Θεού, φώναζαν οι πιο φρόνιμοι, ας κάμουμε πέτρα τις καρδιές, ας ξαναχώσουμε τ’ άρματά μας. να καρδαμώσουμε, να καρδαμώσει κι η καψομάνα, κι ύστερα, χρόνια να ‘χουμε, σηκώνουμε πάλι το μπαϊράκι. Χέρι που δεν μπορείς να το κόψεις, κάμε πως το φιλάς!» «Όχι, αντιγνωμούσαν οι πιο νταήδες, Ελευτερία ή Θάνατος!» Κι η Ελλάδα, πότε φοβέριζε τρέμοντας την Τουρκιά, πότε έπεφτε στα πόδια του Φράγκου και τον παρακαλούσε. Κι ο Μητροπολίτης, ανάμεσα στις δυο γνώμες, δεν κάτεχε ποια να διαλέξει. Ο νους του τον αρμήνευε : «Κάτσε φρόνιμα, κάνε υπομονή, προσκυνά!» μα η καρδιά του η ζουρλοπαντιγέρα, φώναζε: « Ελευτερία ή Θάνατος!» Μα σήμερα, δόξα να ‘χει ο Θεός, έρχεται μαντατοφόρος μυστικός από την Ελλάδα. αυτός θα του δείξει ποιος είναι ο δρόμος. Όλη μέρα με το κανοκιάλι ο Μητροπολίτης ερευνούσε τη θάλασσα. μα μαυρίλα πλάκωσε, φουρτούνα πολλή, το βαπόρι δε φάνηκε.

—Ας κάνω υπομονή, αύριο πάλι θα ξημερώσει ο Θεός, θα ‘ρτουν τα μαντάτα. πάει ετούτη η μέρα…. είπε και κατέβηκε στην εκκλησιά να παρακαλέσει τον Θεό να ησυχάσει τη θάλασσα.

[…]

Ο Κοσμάς κοίταζε τη γυναίκα του σπλαχνικά. Σαν πληγωμένος κύκνος τού φάνηκε ανάμεσα σ’ ένα κοπάδι χήνες, πάπιες και καρακάξες. Όλες άπλωναν τον λαιμό και την κοίταζαν, έβγαζαν άγρια φωνή και τραβούσαν πάλι τον λαιμό τους πίσω και σώπαιναν.

Η Μαρία έφερε τον δίσκο με το γλυκό και τους καφέδες. μαραμένη, στριμμένη, με φαρδιά μαύρη κορδέλα στον λαιμό, για να κρύβει τις ζάρες. Χαμηλομάτιασε τη Χρυσούλα με όχτρητα. ήταν αυτή μαθές πιο νέα, πιο όμορφη και της είχε πάρει τον αδερφό.

Ο Κοσμάς σηκώθηκε. πέρασαν οι πρώτες χαρές, δεν είχε να χάνει καιρό.

—Πάω να κάμω μια βόλτα να χαιρετήσω το Κάστρο… είπε και τράβηξε βιαστικός κατά τη Μητρόπολη.

Ο Μητροπολίτης κάθουνταν στο Δεσποτικό και τον περίμενε. είχε ακούσει πρωί πρωί το βαπόρι να σφυρίζει στο λιμάνι, έκαμε το σταυρό του.

—Δώσε, Θεέ μου, μουρμούρισε, να φέρνει καλές αρμήνειες για τη χριστιανοσύνη……

Περνούσε ο Κοσμάς με βιάση τους δρόμους και πήγαινε. κοίταζε με συμπόνια γύρα του- είχε γεράσει η αγαπημένη πολιτεία, θρύβουνταν, άρχισε να γίνεται κουρνιαχτός και να σκορπίζεται στον άνεμο. Σίγουρα μια καινούρια πολιτεία, μια μέρα, θα χτιστεί από πάνω της, μα δε θα ‘ταν η δικιά του, θα ξαναγέμιζαν πάλι οι δρόμοι με νέους, μα δε θα ‘ταν η δικιά του νιότη…. «Αγαπημένο Κάστρο, συλλογίζουνταν με τρυφερότητα, αγαπημένο Κάστρο, γεράσαμε …»

Έφτασε στον Αϊ-Μηνά, δρασκέλισε το περιαύλι και χαιρέτησε τη γερόντισσα λεμονιά, που κάτω από τ’ ανθισμένα της κλωνάρια στέκουνταν ο Μητροπολίτης κάθε χρόνο κι ανάσταινε τον Χριστό… Κοίταξε γύρα του συγκινημένος, μα δεν είχε καιρό, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια της Μητρόπολης.

Ο Μητροπολίτης σηκώθηκε ανήσυχος, ανυπόμονος:

—Καλώς τον Κοσμά είπε. ο Θεός σε στέλνει σε μια δύσκολην ώρα. Τι μας φέρνεις;

Ο Κοσμάς φίλησε το χέρι του Μητροπολίτη:

—Ετούτο το γράμμα, Δέσποτά μου, είπε και έβγαλε από τον κόρφο του τη μυστική γραφή.

Πήρε το γράμμα ο Μητροπολίτης, ακούμπησε στο παράθυρο, το άνοιξε, τα χέρια του έκαιγαν. Το διάβασε αρπαχτά, το ξαναδιάβασε σιγά σιγά. κάμποσην ώρα είχε σκυμμένο το βαρύ αρχοντικό κεφάλι του στο στήθος. τέλος ξεκόρμισε από το παράθυρο, σωριάστηκε εξαντλημένος στον καναπέ. Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του:

—Κατακαημένη Κρήτη… μουρμούρισε. Κατακαημένη Κρήτη….

Δεν υπάρχει ελπίδα, έλεγε το γράμμα, οι Φράγκοι δε θέλουν να τα χαλάσουν με τον Σουλτάνο, ο Σουλτάνος ξεθράσεψε και θέλει να πάρει πίσω και τα λίγα προνόμια που ‘χε ζοριστεί να δώσει στην Κρήτη, ο σερασκέρης που έστειλε ήρθε με γεμάτη εξουσία να κάψει, να σκοτώσει, να ξεπατώσει τη χριστιανοσύνη στην Κρήτη. Καταχωνιάστε λοιπόν πάλι τ’ άρματα, κάντε υπομονή, μη βάλτε στα αίματα την Ελλάδα. θέλει η δύστυχη, θέλει, μα δεν μπορεί.

Ο Μητροπολίτης ανασήκωσε το κεφάλι:

—Ξέρεις τι λέει το γράμμα, Κοσμά; Ρώτησε.

—Ξέρω, Δέσποτά μου.

—Θα ξαπολύσω μιαν απανταχούσα σε όλους τους καπεταναίους, να βάλουν κάτω τ’ άρματα. δεν μπορούμε εμείς να κάνουμε του κεφαλιού μας. Ένα μονάχα καπετάνιο φοβούμαι, τον μπάρμπα σου τον Μιχάλη. αβόλευτη, ανάποδη ψυχή, αγύριστη. του μήνυσα από καιρό να σηκώσει τ’ άρματα και τα μπαϊράκια και να φύγει, τρίχα δε θα του αγγίξει του ορκίστηκε ο πασάς- κι αυτός ξέρεις τι μου αποκρίθηκε; «Ανεκατεύουμαι εγώ, Δέσποτά μου, στη λειτουργία σου; Μην ανεκατεύεσαι το λοιπόν και του λόγου σου στην εδικιά μου λειτουργία. Δε θα προσκυνήσω εγώ τον Τούρκο. θα τιναχτώ στον αέρα!» Πρέπει, Κοσμά μου, να πας να τον δεις, πρόσωπο με πρόσωπο, να του μιλήσεις.

—Θα πάω, Δέσποτά μου, μα δεν έχω ελπίδα. είναι κι αυτός σαν τον κύρη μου. θεριό.

Ακούστηκαν τρουμπέτες και βαρύ ποδοβολητό και χλιμιντρίσματα. Ο Μητροπολίτης στράφηκε ανήσυχος στον Κοσμά.

—Νιζάμηδες, είπε αυτός, ήρθαμε μαζί. τους πήραμε από τα Χανιά. έχουν προσταγή να θύσουν και ν’ απολέσουν.

—Κατακαημένη Κρήτη … ξανάπε ο Μητροπολίτης.

Σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό:

—Ως πότε; φώναξε. ως πότε;

Σώπασαν, κι είχαν κι οι δυο βυθισμένο τον νου τους, απελπισμένο, στην Κρήτη.

—Πολλά χρόνια έμεινες στη Φραγκιά- τι γίνεται εκεί πέρα, τί είδες; Εμείς εδώ ζούμε στην έρημο, ρώτησε τέλος ο Μητροπολίτης, να ξεστρατίσει λίγο τον λογισμό.

—Πολλά, καλά κι άσκημα, Δέσποτά μου, ανάκατα… Από πού ν’ αρχίσω;

—Πιστεύουν; Αυτό να μου πεις.

—Πιστεύουν σε μιαν καινούρια θεότητα, σκληρή και μεγαλοδύναμη. που μπορεί να γίνει μια μέρα παντοδύναμη.

—Ποιά;

—Την Επιστήμη.

—Νους χωρίς ψυχή, ατό θα πει Διάβολος.

—Μπήκαμε στον φοβερόν αστερισμό του Σκορπιού, του Διαβόλου, Δέσποτά μου.

—Οι άλλοι άνθρωποι, μπορεί. όχι οι Κρητικοί. Εμείς έχουμε ένα ιδανικό, μιαν πίστη ανώτερη από το άτομο, αντίθετη με το συφέρο, όλο δάκρυα και θυσία. Δε βγήκαμε εμείς ακόμα από τον αστερισμό του Θεού.

Ο Κοσμάς δε μίλησε. γιατί να μιλήσει; Τι να πει; Γέρος ήταν ο Μητροπολίτης, πίστευε. άλλο αποκούμπι δεν είχε. Σώπασε.

—Οι Κρητικοί και οι Ρούσοι, είπε πάλε ο Μητροπολίτης. κι οι Ρούσοι δε βγήκαν ακόμα από τον αστερισμό του Θεού. Όταν ήμουν στο Κίεβο αρχιμαντρίτης, εκεί κατάλαβα τι θα πει πίστη, τι θα πει Θεός και πώς κατεβαίνει στη γης και περπατάει και μιλάει με τους ανθρώπους. Όσο υπάρχει Ρουσία, δε φοβούμαι.

Ο Κοσμάς σηκώθηκε:

—Σε αφήνω, Δέσποτά μου, είπε, να συντάξεις το μήνυμα για τους καπεταναίους. δεν πρέπει να χάνουμε καιρό.

—Άε στην ευκή μου, κι έλα αύριο, θα καλέσω τους γερόντους. μίλησέ τους και συ.

Μεταδεδομένα

< Κρήτη >