Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο χαρταετός

Αθηνά Κακούρη, Ο χαρταετός, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 534-538.
  • Η Ελλάδα μετά τον Όθωνα → Λαυρεωτικά → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο χαρταετός

(απόσπασμα)


Το καφενείο ήταν αδειανό. Όλες οι πόρτες του ανοιχτές, να μπάζουν τον λιγοστό αέρα. Έρημα και τα πεζοδρόμια.

Ο Θανάσης ανέσυρε το ρολόι του, έριξε μια ματιά– αργούσε ο Μανώλης. Σίγουρα είχε βρει στον Φρουρό πολύ περισσότερη δουλειά απ’ ό,τι είχε υπολογίσει. Να πάρει ο διάβολος και τον Φρουρό και τα δοκίμια!

Η ιδέα του Μανώλη να κάνει διορθώσεις στην εφημερίδα του Λάμπη τον ερέθιζε. το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Υπήρχε κάτι σ’ αυτή την ανατροπή που δεν μπορούσε να το χωνέψει. Ο Μανώλης είχε χάσει σε λίγους μήνες μέσα όσα οι πρόγονοί του τού είχαν κληροδοτήσει. Ήταν κρίμα – αλλά δεν ήταν αυτό που κακοφαινόταν του Θανάση. Πολλά λεφτά είχαν χάσει και άνθρωποι έμπειροι σαν τον Καλλίτση, πονηροί σαν τον Καραδήμα, ένα πλήθος κόσμου είχε χάσει την περιουσία του ολόκληρη ή ένα μέρος της.

Την περιουσία του την είχε χάσει ο Μανώλης αγοράζοντας μετοχές με την ελαφρομυαλιά που μπορεί να έχει ένας νους οξύς όταν στρέφεται σε θέματα που τα θεωρεί κατώτερα της προσοχής του. Αλλά, για τον Θανάση, τα άλογα, οι επισκέψεις στον Ιλισό και τα εξεζητημένα ρούχα δεν ήταν αυτά που δικαιολογούσαν την ύπαρξη του φίλου του επί γης – όχι, καθόλου. Αν δεν έμεναν του Μανώλη αρκετά για να συνεχίσει το είδος της ζωής που του άρεσε, του έμενε όμως ο μεγάλος πλούτος γνώσεων μέσα στο καλό μυαλό που του είχε δώσει ο Ύψιστος και, αντλώντας απ’ αυτόν τον θησαυρό, χρωστούσε ο Μανώλης να δώσει καρπούς.

Να δουλέψει ο Μανώλης; Βεβαίως να δουλέψει– να ιδρώσει και να φτύσει αίμα, ναι! Αλλά όχι, αδερφέ μου, να διορθώνει τυπογραφικά δοκίμια στον Φρουρό του Λάμπη! Αυτό ήταν το κρίμα! Αυτή ήταν η αχώνευτη σπατάλη!

«Μη σε νοιάζει! Θα σε βολέψω εγώ! Θα βρούμε μια καλή θεσούλα στο Δημόσιο, χωρίς πολλές υποχρεώσεις – να μην κουράζεσαι κιόλα!»

Κάτι τέτοια τού είχε πει ο Λάμπης μετά την καταστροφή, και έπειτα ήρθε ο Βούλγαρης πρωθυπουργός και άλλαξαν, λέει, τα πράγματα, δεν μπορούσε να τον διορίσει πουθενά – και που τον πήρε στον Φρουρό τού έκανε μεγάλη χάρη.

Χαράμι! Να πηγαίνει χαράμι ένα μυαλό σαν του Μανώλη!

Η μικρή φασαρία που έκανε στον πάγκο του ο καφετζής αντηχούσε περίεργα, περίεργη και η απουσία του σύννεφου καπνού να σηκώνεται προς το ταβάνι απ’ τα πολλά τσιγάρα, τα τσιμπούκια, τους ναργιλέδες, κανείς δεν βροντούσε τα πούλια του στο τάβλι, φωναχτές παραγγελίες δεν ακούγονταν.

Σποραδικά ένας διαβάτης στον δρόμο προσπερνούσε κι αυτός χωρίς να σταματήσει. Ερημιά απλωνόταν ολόγυρα. Άφαντο το αλλοτινό υπαίθριο χρηματιστήριο με την έξαψη της κερδοσκοπίας, τον πυρετό της αρπακτικότητας, τον παροξυσμό του τζόγου. Οι εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές που μέσα σε λίγες βδομάδες άλλαξαν χέρια και από χρυσάφι έγιναν προσάναμμα, είχαν αφήσει πίσω τους την κρυάδα ενός ομαδικού τάφου. η απληστία και η απάτη στοίχειωναν το σταυροδρόμι. Κανείς δεν ζύγωνε πια.

Πέρυσι τέτοια εποχή το «Caveant Reges»του Φιλήμονος το είχαν σχολιάσει εδώ μέσα φωναχτά, με πάθος, βουλευτές και ποιητές, νομικοί και τραπεζίτες, με τους περισσότερους να συμφωνούν ότι είχαν καταντήσει επικίνδυνες οι παρεμβάσεις της Αυλής και ο Βασιλιάς έπρεπε να φοβάται – δεν ήταν Μπίσμαρκ ο Δεληγιώργης, ούτε Πρωσία η Ελλάς.

Φέτος όμως, που τα πράγματα τα είχε ξετραχηλίσει ακόμη περισσότερο ο νέος πρωθυπουργός, ο Βούλγαρης, οι επιφανείς, οι γνωστοί, οι σημαντικοί Αθηναίοι είχαν βρει άλλο στέκι. Η «Ωραία Ελλάς» ήταν κι αυτή ένα από τα θύματα εκείνου του πακτωλού, που από το Λαύριο θα κατέβαζε χρυσάφι. Αυτού που θα μετριόταν σε εκατοντάδες εκατομμυρίων, που θα γέμιζε τα κρατικά ταμεία, θα έφτιαχνε στρατούς, στόλους, σιδηροδρόμους, διώρυγες, θα ξεπλήρωνε το δημόσιο χρέος, θα άνοιγε στην Ελλάδα τις διεθνείς χρηματαγορές, θα χόρταινε λεφτά όλους τους Έλληνες, και που για χάρη του άξιζε να τα βάλει η μικρά Ελλάς με τις Δυνάμεις…

Με τι εμπνευσμένους λόγους είχε υπερασπιστεί ο Δεληγιώργης στη Βουλή «την εθνικήν ημών ουσίαν», πόσο εύκολα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμά του όλοι οι άλλοι, πόσες πατριωτικές κορόνες για την απόφαση να σώσουμε το Λαύριον από την επιβουλή των ξένων, πόση οργή του κοσμάκη για τα «όργια του Σερπιέρη» – πόσες επιτροπές, πόσες αναλύσεις, πόσες μελέτες, πόσες εκθέσεις… Πόσες ελπίδες…

Το Λαύριο!

Είχε περάσει ένας χρόνος απ’ όταν η γαλλοϊταλική εταιρεία των μεταλλείων είχε περάσει σε ελληνικά χέρια, ένας χρόνος και μερικοί μήνες από την τρέλα των μετοχών και τη μεγαλύτερη οικονομική αναστάτωση που είχε γνωρίσει ως τότε το μικρό ελληνικό κράτος.

Και τώρα νέκρα.

Τίποτα δεν είχε απομείνει από όλη εκείνη την αναταραχή και κανείς δεν δυσκολευόταν πια να το πει και να το γράψει, πως τα πλούτη του Λαυρίου βρίσκονταν «μόνον στον εγκέφαλον του κ. Δεληγιώργη» και ο σάλος εκείνος υπήρξε «αποτέλεσμα εντέχνου δημαγωγίας».

Ένα μεταλλείο αργυρούχου μολύβδου ήταν το Λαύριο. Μια επιχείρηση καλή.

Έλα όμως που το τοπωνύμιο, Λαύριο, οι εύκολες αναφορές στον πλούτο και τη δόξα των αρχαίων Αθηνών, το πρωτάκουστο για την Ελλάδα κεφάλαιο που διατέθηκε εξαρχής από τη γαλλοϊταλική εταιρεία για τις εγκαταστάσεις της στην περιοχή και η υπηκοότητα των επιχειρηματιών ευνοούσαν τη δημιουργία μιας κουφόβρασης πλιάτσικου, με σπιλιάδες κενοδοξίας, φθόνου και ξενηλασίας.

Πάνω σ’ αυτούς τους ανέμους, χέρια επιτήδεια είχαν σηκώσει το Λαύριο σαν χαρταετό, να τραβά όλα τα βλέμματα επάνω του και μακριά από τα τερτίπια εκείνων που κρατούσαν την καλούμπα. Στη φαντασμαγορία του ψεύτικου πουλιού, με τα εντυπωσιακά του χρώματα, την ιλιγγιώδη άνοδό του και τη λαμπυριστή ασημένια ουρά που άπλωνε στα ουράνια, εκεί είχαν καρφωθεί με λαχτάρα τα μάτια των Ρωμιών επί τρία χρόνια, ενώ το κράτος του Νόμου γύρω τους καταλυόταν και η αυθαιρεσία έφερνε πιο κοντά την άγρια στιγμή της επιλογής ανάμεσα στην υποταγή και την ανταρσία.

Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν ισχυριζόταν ότι η χώρα πήγαινε καλά. Οι συγκρίσεις με την εποχή του Όθωνος δεν έδειχναν βελτίωση, αντίθετα —οι δημόσιες υπηρεσίες είχαν εξαχρειωθεί, τον στρατό τον μεταχειρίζονταν οι πολιτικοί για ψηφοθηρία, όλες οι εκλογές γίνονταν με βία, τα αποτελέσματα νοθεύονταν αναφανδόν, οι βουλευτές απαιτούσαν και λάβαιναν μετοχές ως αντάλλαγμα για την ψήφο τους, την περιφρόνηση προς τους νόμους κανοναρχούσαν οι ταγμένοι υπερασπιστές τους, η αδικοπραγία έφτανε ως την επίσημη παραβίαση του απορρήτου των επιστολών—, κατά κρημνών έβαινε ο τόπος και καθώς πλησίαζε η στιγμή που, με την ολοκλήρωση της δεκαετίας από την επιψήφισή του το 1864, το Σύνταγμα μπορούσε να αναθεωρηθεί, οι ανησυχίες πλήθαιναν.

Μεταδεδομένα

< Βασιλιάς > < Κακούρη > < Οικονομία >