Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο Πολυπαθής

Γρηγόριος Παλαιολόγος, Ο Πολυπαθής, Βιβλιoπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2000, σ. 233-235.
  • Το ελληνικό βασίλειο επί Όθωνα → Κοινωνικά ζητήματα → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο Πολυπαθής

(απόσπασμα)


Μίαν εσπέραν μ’ επαρουσίασεν ο Στέφανος ένα των υιών του, όστις ήτον αξιωματικός του στρατού. Τον ηρώτησα πόσον καιρόν υπηρετεί, και τι βαθμόν έχει. Εξ χρόνους, με λέγει, και είμαι ανθυπολοχαγός, ενώ πολλοί Βαυαροί, οι οποίοι ήλθον δεκανείς προ δύο ή τριών ετών, είναι σήμερον υπολοχαγοί και λοχαγοί. Και διά τι, τον λέγω, αυτή η προτίμησις εις τους ξένους, και η αδικία εις τους Έλληνας, οι οποίοι ηγωνίσθησαν, και έχουν τόσα δικαιώματα; Μόνον αυταί αι αδικίαι γίνονται; μ’ αποκρίνεται. Εις όλους τους κλάδους της υπηρεσίας προτιμούνται οι ξένοι με βλάβην των Ελλήνων. Καθημέραν παραχωρούνται εις αυτούς χρήματα, γαίαι και άλλα βοηθήματα, ενώ εις τους Έλληνας, και αυτούς τους άνδρας του αγώνος, είμεθα τόσον φειδωλοί. Άμα εκβιβασθεί από το πλοίον εις ξένος, τον θεωρούν ως ουρανόθεν απεσταλμένον πανεπιστήμονα, τον υποδέχονται με αγκάλας ανοικτάς, τον υπουργηματίζουν παραχρήμα, και τον βοηθούν. Οι επιστήμονες δε αυτοί συνήθως οποίοι είναι; λογιωτατίσκοι, ενίοτε δε απλοί κηπουροί, ή τεχνίται εκ των υποδεεστέρων της Ευρώπης, μέχρι των καπνοδοχοκαθαριστών. Ήλθον μεν τινές αληθείς επιστήμονες εις την Ελλάδα. αλλά πόσον ολίγοι είναι ούτοι, ως προς το σμήνος των κηφήνων και των τυχοδιωκτών. Και τας γνωρίζει, λέγω, αυτάς τας αδικίας ο Βασιλεύς; Δεν το πιστεύω, μ’ αποκρίνεται ο Στέφανος. διότι τον παραμορφώνουν την αλήθειαν οι Ανακτόβουλοι, και τινές των Υπουργών του. Θα έλθει όμως μία ημέρα, καθ’ ην ο Βασιλεύς θα πληροφορηθεί, ότι τινές ξένοι και εντόπιοι, οι οποίοι, διά της κολακίας και υπουλότητος, κατόρθωσαν κατά καιρούς να κερδίσουν την εμπιστοσύνην του, όλοι αυτοί, όχι μόνον κατασταίνουν την ανυπεύθυνον ανωτάτην αρχήν όργανον των κερδοσκοπιών, των αδικιών, και των διεκδικήσεών των, αλλά και υποσκάπτουν ίσως τα θεμέλια του θρόνου.

Ενώ ομιλούσαμεν, παρουσιάζεται μονόχειρ παλαιός στρατιωτικός, όστις με παρεκάλεσε να τον δανείσω 100 δραχμάς, διότι στερείται, με είπε, του επιουσίου άρτου. Πώς; τον ερωτώ. συ φαίνεται, ηγωνίσθης, δεν έχεις σύνταξιν; Έχω, μ’ αποκρίνεται, μα δε μου αρκεί ούτε για καπνό. Μου αποσχέθηκαν πως θα μου δώκουν κάτι περισσότερο, μα δε ξέρω πότε θα γίνει. Έχω ένα χρόνο που κάθουμαι στην Αθήνα, για ταύτην την ολπίδα, και όλο με στέλνουν απ’ το σήμερα στο αύριο, και απ’ τον Άννα στον Καϊάφα. Τον ελυπήθην, και τον έδωκα τας 100 δραχμάς. Μολονοπού δεν ηθέλησα να λάβω ομολογίαν, αυτός επέμενε, και έγραψε την ακόλουθον Λακωνικήν απόδειξιν. «Χρεωστώ 100 δραχμές του Κυρ Φαβίνη, και να είμαι άτιμος άνθρωπος αν δεν τες πληρώσω όταν αβγατίσει ο μισθός μου». Τον ηρώτησα μετά ταύτα εάν ευρέθη εις πολλάς μάχας. Σε είκοσι, μ’ απεκρίθη, όπου πήρα 15 πληγές, και έχασα το δεξί μου χέρι. Μωρέ, πώς πολεμάγαμε τότες για την πατρίδα, και για την ελευθεριά! Τώρα ήλθαν οι ξένοι και ηύραν χαζίρι τον σοφρά, και τρων το φαγάκι μας, και δεν μας δίδουνε μήτε κόκαλα να γλείψουμε. Ξεύρετε τι μου ’πε προχθές ένας που ’ναι κοντά στον Βασιλιά; Τι δικαιώματα, και δικαιώματα σκούζετε; αν πολεμήσατε, εκάματε το χρέος σας, καθώς όλοι οι Έλληνες. Αν η Κυβέρνησις σάς δίδει σύνταξη και βαθμό, το κάμνει από καλοσύνη της, και όχι από χρέος. Μωρέ, τον λέγω, σκυλοβαρβαρέζε, τι με κρένεις; Δεν έχει χρέος η Κυβέρνησις να ανταμείψει, όσους θυσιασθήκανε; Και ποιους άλλους πρέπει να κοιτάξει; Εσάς τους ξένους, που ήλθατε να μας πουλήσετε γνώση, και δεν ξέρετε να μοιράσετε δύο γαδάρων άχυρα; Εσμούλιαξε το ψαλιδοκέρι, το ’φαγε, κι έκατζε κάτω. Εμάθατε δα πως οι ληστάδες πιάκανε πάλε στα σύνορα καμπόσους από τούτους; και το χάζι είναι, που δεν θα τους πουλήσουν τόσο φτηνά, καθώς οι Μανιάτες. Με 5 και 10 δραχμάδες, δεν θα φχαριστηθούν. Μόνο στις πολιτείες δείχνουνε τη λεβεντιά τους. η μυρωδιά του μπαρουτιού τούς φέρν’ αντράλα, και πέφτουν κάτου σαν τις μύγες. Μα το ψωμί! δε ξέρω γιατί τους έχουμε; τους πληρώνουμε λουφέδες χονδρούς, και ταΐνια ταϊνάτια. Σαν πεθαίνουν πάλ’ απ’ τα πολλά αγγούρια που τρων το καλοκαίρι, και το πολύ ρακί που πίνουνε τον χειμώνα, δίνουμε σιτηρέσια στες γυναίκες τους. σαν τους πιάνουν σκλάβους, δίδουμε δραχμές να τους ξελεφτερώσομε. μας αρπάζουν τους βαθμούς μας, τους σταυρούς μας, τ’ ασπρουλάκια μας ζωντανοί και πεθαμένοι, κι ύστερ’ απ’ όλα μας φωνάζουν, όξω κλέφτες όξω! Ήλθαν μα την αλήθεια οι κλέφτες να διώξουν τους νοικοκυρούς. Έτζι μόρχεται γενάτι καμιά φορά που τους ακούω, να τραβήξω την πάλα μου, και να τους κουτζοκεφαλιάσω. Τι να σε κάμω που κρατώ το χατίρι του Βασιλιά, ας μην είμαι και τόσο φχαριστημένος απ’ τον βαθμό και τον μισθό μου. Δεν σας λέγω δα για τον σταυρό μου, που μ’ έδωκαν οι Υπουργοί του, ίσια μένα, κ’ ίσια τους ψυχογιούς μου, κι άλλους καμπόσους, που με παρακαλέσανε να τους δώκω αποδειχτικά, χωρίς να διούνε Τούρκου μάτια. ας είναι, εγώ τον Βασιλιά τον αγαπώ σαν πατέρα μου, και τον πονώ σαν αδελφό μου. Να, να με πει, πέσε Καπετάν Γιάννη, για χατίρι μου στη φωτιά. μα την αδελφοσύνη μας, πέφτω και καίγομαι. Και δεν είμαι μοναχός εγώ. οι περισσότεροι οπλαρχηγοί μας είναι με τη γνώμη μου. Γιατί, θέλουμε να ’χουμε ένα πρώτο, τρανότερο απ’ όλους μας, και τον πρώτο μας εμείς, το ’χουμε ζακόνι να τον τηράγομε σαν πατέρα μας, να γενούμαστε κουρπάνι γι’ αυτόν, και να τον απακούουμε σ’ όλα. φτάνει να ’ναι δίκαιος, και να θέλει το καλό της πατρίδος. Αυτός ο ζάβαλης είναι καλός, μα δεν τον αφήνουν οι τριγυρινοί του. άλλος τον δείχνει το άσπρο μαύρο, άλλος το μαύρο άσπρο, άλλος τον τρομάζει, άλλος τον αποκοιμίζει, και τον φέρνουν κάποτε σε απολπισία. Εγώ να ’μουνε στον τόπο του, ήθελα πρώτα να στείλω στον κόρακα όλους τους ξένους, ύστερα να φωνάξω πέντε εξ απ’ τους δικούς μας τους γραμματισμένους, και να τους πω. Σας κάμνω μινίστρους μου. μα, ανοίξτε τα μάτια σας, να με λέτε την αλήθεια, και να κοιτάζετε το καλό του λαγού μου. γιατί, αν σας πιάσω στα πράσα, σας κρεμνώ όλους, μα τη ζωή της Βασίλισσας, ή σας πνίγω σαν τα σκυλιά, μακάρι ας είστε και Εγγλέζοι, και Φραντζέζοι, και Ρούσσοι, και διάβολοι. Μα δε με λέτε, βρε αδέλφια, ως πότε θα προσκυνούμε και θα κολακεύουμε τον ένα και τον άλλο; Εμείς λιώσαμε γι’ αυτήν την καψοπατρίδα, και τώρα πόχουμε δική μας Κυβέρνηση, τι τους ανακατώνουμε τους ξένους στο σπίτι μας; Και γιατί πάλαι να τρωγόμαστε σαν τα προγόνια, και να μαλώνουμε για πράγματα που δεν είναι. Μήδε Καποδίστριας ζει, μήτε σύνταγμα έχουμε τώρα. τι θα πει το λοιπό Νάπας και Συνταγματικός, και πώς τους λέτε κείνους τους άλλους. Ποίους, τους συγχωνευτάς; – Ναι, συχώνεψη με συμπάθιο, και συμμορία και συναπισμός, καθώς το’ βγαλαν τώρα. Μόνοια, Μόνοια βρ’ αδέλφια, για να γλιτώσουμε απ’ τους Βαρβαρέζους, και για να μη μας φαν οι ξένοι ως τα ύστερα.

Μεταδεδομένα

< Βασιλιάς > < Καθαρεύουσα > < Εμφύλια διαμάχη >