Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά

Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά. Spina nel cuore, Άγρα, Αθήνα 1995, σ. 67-70.
  • Το ελληνικό βασίλειο επί Όθωνα → Ο εξευρωπαϊσμός της ελληνικής κοινωνίας → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά

(απόσπασμα)


Η συγκίνηση του Ισμαήλ Φερίκ πασά δεν μπόρεσε να κρυφτεί στο πρώτο γράμμα προς τον Αντώνη πίσω από το τυπικό των προσφωνήσεων «Εντιμότατε, ευπροσηγορότατε, προσφιλέστατε και ένδοξε αδελφέ μου». Ζήτησε να μάθει τα πάντα για τη ζωή του Αντώνη, αν έστεργε ο τελευταίος ν’ αλληλογραφήσουν. Γιατί σκεπτόταν πως θα μπορούσε ένας τυχαίος παράγοντας, πιο ανάλαφρος κι από το πούπουλο του θανάτου, να του είχε δώσει τη ζωή του Αντώνη. Ενδιαφερόταν να μάθει ποια θα ήταν εκείνη η ζωή, η στηριγμένη σε μια παρόρμηση σχεδόν της τύχης. Αν και δεν του διέφυγε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να ζήσει μιαν ιστορημένη ζωή με τον τρόπο που έχει ζήσει τη δική του.


Ο Αντώνης τού έγραψε για την Αθήνα, που ξαναγεννιόταν σαν πόλη χωρίς ποτέ να έχει ξεψυχήσει σαν σύμβολο. Ο τρόπος που την ονειρεύτηκαν οι Ευρωπαίοι, και είχαν ανά τους αιώνες ονειρευτεί τη μαρμάρινη πόλη, οδήγησε το χέρι των αρχιτεκτόνων να εικονίσουν με ένα συγκεκριμένο τρόπο το όραμά τους. Το ασήμαντο οχυρό των Τούρκων, το ξερό και κατεστραμμένο στο τέλος της επανάστασης χωριό, το γεμάτο μισοθαμμένες αρχαιότητες, έπρεπε τώρα ν’ ανταποκριθεί στον τρόπο που σαν μύθος είχε επηρεάσει το ευρωπαϊκό πνεύμα, αλλά και στις ανάγκες μιας σύγχρονης πρωτεύουσας. Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς σκέφτηκε πως ακόμη και μια πόλη μπορεί να γυρίσει και να δαγκώσει την ουρά της, παρά το γεγονός ότι η ουρά χάνεται στα βάθη των αιώνων, και παρά το γεγονός ότι η ίδια πόλη διαθέτει κοινοβούλιο, βιομηχανίες και τράπεζες. Γιατί, του έγραφε ο αδελφός του, η Αθήνα σχεδιάστηκε για να ενώσει, ή για ν’ αντιπαραθέσει αρμονικά το παλαιό στο σύγχρονο και την ιστορία στην εξουσία. Όρισε δυο συμβολικά κέντρα, την Ακρόπολη και τα ανάκτορα, και γύρω τους ύφανε την πόλη.

Κάπου εκεί βρίσκονταν και τα δικά του οικόπεδα, που αγόρασε όταν ήρθε στην Αθήνα και πούλησε το στάρι, όπως θα γνώριζε ήδη από τον Ιωάννη. Δεσμευόταν όμως από τον όρκο, να χρησιμοποιήσει τα πλούτη του για κάποιους μόνο σκοπούς. Ευχόταν να κουβεντιάσει κάποτε αυτό το θέμα με τον αδερφό του. Είχε πάντως στερεωθεί στην ευρωπαΐζουσα κοινωνία της πρωτεύουσας. Έχτισε ένα τριώροφο σπίτι στο κέντρο της πόλης με μεγάλο κήπο, αποθήκες, υπόγεια, χωριστά σπίτια για το προσωπικό και στάβλους για τ’ άλογα. Κουβάλησε από την Ευρώπη κρύσταλλα, ασημικά και τη λοιπή επίπλωση. Γερμανοί ζωγράφοι στόλισαν ταβάνια και τοίχους. Από τη μεγάλη βεράντα, που επίτηδες την έκανε στη νότια πλευρά, έβλεπε τη θάλασσα κι έσμιγε με τις μνήμες των παιδικών του χρόνων. Τώρα γνώριζε πως και ο αδερφός του, ο μόνος ζωντανός, βρισκόταν ακόμη πιο νότια στην ίδια κατεύθυνση. Η βεράντα στηριζόταν σε δυο μαρμάρινες δωρικές κολόνες και σκέπαζε την είσοδο με μαρμάρινα φατνώματα. Έγραψε πως στην Αττική οι άνθρωποι έμοιαζαν να βγαίνουν απ’ τα μάρμαρα, ενώ στη νήσο, αν θυμόταν ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς, δεν πατούσαν στο λευκό αλλά στο σκούρο κόκκινο των σκοτωμένων. Κι ούτε σαν σκλάβοι θα αποχτούσαν άλλη ιστορία, εκτός από την εξιστόρηση θανάτων και καταστροφών. Ο αδερφός του σαν στρατιωτικός θα γνώριζε τη φύση του πολέμου, σαν υπήκοος του Μωχάμετ Άλη τη φύση της ανεξαρτησίας, και σαν αδερφός του την πικρή φύση της σκλαβιάς.

Ζούσε μόνος σε τούτο το μεγάλο σπίτι, που μπορεί να μη στέγαζε παιδιά, γυναίκα και γερόντους, μα στέγαζε μιαν άλλη οικογένεια. Ας μην υπέθετε ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς ότι ο αδερφός του είχεν υιοθετηθεί κι είχε αποκτήσει έτσι οικογένεια. Το νήμα του αίματος, που κόπηκε όταν αιχμαλωτίστηκαν, δέθηκε σφιχτά με τον όρκο και του έδωσε άλλους συγγενείς. Τους ορκισμένους και κυνηγημένους. Το σπίτι του έγινε μεγάλο, για να μπορούν να καταφεύγουν εκεί, να παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν, και να μοιράζονται το ψωμί τους με τους ήδη σκοτωμένους.

Ο αδερφός του θα τον καταλάβαινε και θα χαιρόταν. Είχε εγκαταστήσει σ’ ένα προσήλιο δωμάτιο τους γονείς τους και σε άλλα δωμάτια τους υπόλοιπους εκείνης της σφαγής. Έρχονταν κι οι μεταγενέστεροι. Κουβέντιαζαν με τους φυγάδες, έβγαιναν βόλτες στον κήπο, που θύμιζε συχνά αναρρωτήριο ψυχών. Δάκρυζαν στις βεγγέρες, όταν ο πιο παλιός, ή όποιος μόλις είχε φτάσει, χτυπούσε στη λύρα τα αισθήματά τους. Δεν χόρευαν ποτέ, αν και διέθεταν το σώμα τους καθαρισμένο από τις πληγές. Είχαν δεθεί στον όρκο να μην αφεθούν με κίνηση ή με τραγούδι στον ρυθμό, ώσπου να γυρίσουν ελεύθεροι στα σπίτια τους. Και για να ξεκοπούν ολότελα από την ευχαρίστηση ενός ελεύθερου κράτους, που θα μπορούσε ανεπαίσθητα να ρουφήξει τη μνήμη τους, δεν φώναζαν ο ένας τον άλλο με τα πραγματικά τους ονόματα, αλλά με ψευδώνυμα.

Ανάμεσα στους όμοιους ονομάζομαι Πέτρος, και Σου το γράφω μολονότι επικίνδυνο, γιατί έτσι Σ’ αγαπώ.

Μεταδεδομένα

< Γαλανάκη > < Αθήνα > < Πολιτισμός >