Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Μάγκας

Π. Σ. Δέλτα, Μάγκας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1991, σ. 148-155.
  • Τα πολεμικά γεγονότα του 1822 → Σφαγή της Χίου → Νεοελληνική Λογοτεχνία

Μάγκας

(απόσπασμα)


—Γιαγιά, τι είναι τα Ψαρά; ρώτησε ντροπαλά η Λίζα.

—Τα Ψαρά είναι νησί. Ένα ηρωικό νησί, αποκρίθηκε για τη Γιαγιά ο Λουκάς.

—Ναι, είπε η Γιαγιά, είναι νησί κοντά στη Χίο. Και σαν τη πατρίδα της Μητέρας σας, έμεινε και αυτό ανελευθέρωτο στην Επανάσταση.

—Και σαν την πατρίδα του Πατέρα, είπε η Άννα μελαγχολικά. Όλες τις πατρίδες μας τις κατακρατούν οι Τούρκοι, ̶ και ρώτησε: Πες, Γιαγιά, είναι πολύ μακριά από δω τα Ψαρά;

—Θα πήγαινες, όπως και στη Χίο, σε 36 περίπου ώρες, αν είχε κατευθείαν πλοίο. Είναι και τα δυο νησιά κοντά στη Μικρασία… Λουκά, δώσ’ μου ένα χάρτη, παιδί μου, είπε η Γιαγιά, να δείξω της Άννα-Λίζας πού είναι τα Ψαρά. Οι χάρτες είναι κει, στο συρτάρι της βιβλιοθήκης. Μπράβο. Δώσε μου την Ελλάδα. Είναι πάνω-πάνω.

Με είχε αφήσει ο Λουκάς και σηκώθηκε να κάνει ό,τι του έλεγε η Γιαγιά.


Σήκωσα τη μύτη μου να δω τι θα βγάλει από το συρτάρι. Ξαφνικά σταμάτησε η προσοχή μου σ΄ ένα παραθυράκι γεμάτο ήλιο, πάνω από τη βιβλιοθήκη, στον τοίχο που μας χώριζε από την τραπεζαρία. Ήταν περίεργο παραθυράκι, μακρύ και στενό, ξαπλωμένο θα έλεγες ακριβώς πάνω από το πεζούλι της βιβλιοθήκης. Μέσα φαίνουνταν ένα κομμάτι ουρανός και μερικά φυλλωμένα κλαδιά δέντρου.

«Περίεργο!» σκέφθηκα. «Πώς βρέθηκε κει παράθυρο;»

Κοίταξα πίσω μου, εκεί που γνώριζα το παράθυρο της κάμαρας. Ήταν στη θέση του. Μόνο που είχε ορθάνοιχτα τα παντζούρια, και φαίνουνταν κι εκεί ουρανός πλατύς και δέντρα πολλά, περισσότερα παρά στο στενόμακρο παραθυράκι.

Θέλησα να δω έξω, τι γίνεται, και πήδηξα. Μα δεν έφθασα τη βιβλιοθήκη. Μόνο που τρόμαξα τη Λίζα.

—Μάγκα! φώναξε η Άννα. Έλα δω! Θα κάνεις καμιά ζημιά!

—Και, πιάνοντας το γιακά μου, με τράβηξε κοντά της.

Ο Λουκάς είχε ξεδιπλώσει και στρώσει χάμω ένα μεγάλο χαρτί, και, σκυμμένη εμπρός, κάτι έδειχνε η Γιαγιά.

Με την άκρη μιας ρίγας έκανε έναν κύκλο στο χαρτί και είπε:

—Να η Μικρασία.

Και κάνοντας άλλον κύκλο, σε άλλη γωνιά, είπε πάλι:

Και να η Ελλάδα.

Όρτσωσα τ΄ αυτιά μου.

Η Ελλάδα; Πού είναι η Ελλάδα; Και τι είναι η Ελλάδα;

Η λέξη αυτή ήταν για μένα μαγική. Τα παιδιά όλο για την Ελλάδα μιλούσαν στα παιγνίδια τους, όλο την Ελλάδα μελετούσαν. Εγώ νόμιζα ως τότε, πως η Ελλάδα ήταν τόπος, πως το περιβόλι όπου πέρασα τους πρώτους μήνες της ζωής μου, στην Κηφισιά, ήταν «στην Ελλάδα», όπως το σπίτι όπου ήμουν τώρα ήταν στην «Αλεξάνδρεια».

Και όμως, έλεγε η Γιαγιά, «Να η Ελλάδα», κι έδειχνε ένα χαρτί απλωμένο χάμω.

Άνοιγα τα μάτια μου, έσκυβα τη μύτη μου, ρουθούνιζα, έψαχνα, μα μόνο το χαρτί μύριζα, και άλλο δεν έβλεπα στο χαρτί αυτό παρά λεκέδες κίτρινους, πράσινους, κόκκινους, μουντζουρωμένους με μαύρα γράμματα και γραμμές και σκιές σαν κάμπιες μαλλιαρές και ακίνητες, επίσης και κάτι παράξενα φιδάκια γαλάζια, που όλα κατέληγαν σ΄ ένα άσπρο φόντο, που απλώνουνταν παντού όπου δεν είχε λεκέδες χρωματιστούς.

Κι έλεγε η Γιαγιά, δείχνοντας έναν κίτρινο λεκέ:

—Να λοιπόν η Χίος, η πατρίδα της Μητέρας, το πλούσιο και ωραίο νησί, που στην αρχή της Επαναστάσεως είχε 113.000 κατοίκους, σχεδόν όλους Έλληνες, και που το κατέστρεψαν οι Τούρκοι τον Απρίλιο του 1822.

Έπεσαν τότε οι Τούρκοι στο νησί, κι έσφαξαν, κρέμασαν, έκαψαν, εβασάνισαν άντρες, γυναίκες και παιδιά, πήραν χιλιάδες γυναικόπαιδα, και σαν αγέλη τα πούλησαν σκλάβους στην αγορά της Πόλης, της Σμύρνης και την Αλεξάνδρειας. Σκόρπισαν και καταστράφηκαν τότε οι καλύτερες οικογένειες. Και τα μεγαλύτερα ονόματα σύρθηκαν στα χαρέμια. Και ρήμαξε ολόκληρο το νησί…

Με τη ρίγα έδειξε η Γιαγιά μια κάμπια κουλουριασμένη μέσα στον κίτρινο λεκέ.

Εδώ, είπε, πάνω στο βουνό, είναι ένα μοναστήρι, ο Άγιος Μηνάς, όπου 3.000 Χριστιανοί κατέφυγαν και αντιστάθηκαν. Μα οι Τούρκοι έσπασαν τον αυλόγυρο, μπήκαν μέσα ανήμερα του Πάσχα, κι έσφαξαν όλους όσους βρέθηκαν εκεί. Και σήμερα ακόμα, οι καλόγεροι εκεί πάνω δείχνουν σωρό τα κόκκαλα των μαρτύρων, και λεκέδες από το αίμα που ποτάμι κύλησε στο πέτρινο πάτωμα της Μονής.

Ταράχθηκα, συγκινήθηκα, και θέλησα να δω κι εγώ. Σήκωσα το κεφάλι, ρουθούνισα, προσπάθησα κι εγώ να δω βουνά, μονές και αυλόγυρους. Μα δεν είδα παρά βιβλιοθήκες, τραπέζια και καρέγλες. Δε μύρισα παρά κερωμένο πάτωμα και νέφτι και πάστρα.

Και πάλι έσκυψα και κοίταξα το απλωμένο χαρτί.

Γύρευα να καταλάβω. Μα δεν το χωρούσε το κεφάλι μου, πώς σ΄ αυτό το τετράγωνο, δυο ή τρεις φορές μεγάλο σαν το κορμί μου, μπορούσαν να χωρέσουν Τούρκοι που έσφαζαν, κόκαλα στοιβαγμένα, και ποτάμια αίματα που κυλούσαν.

Κοίταξα τον Λουκά και τις δίδυμες. Μα και οι τρεις φαίνουνταν να παρακολουθούν τα λόγια της Γιαγιάς, και να βλέπουν όλα όσα τους έδειχνε στον κίτρινο λεκέ με την κουλουριασμένη κάμπια.

Πρέπει να ΄μαι πολύ κουτός, σκέφθηκα.

Και ντράπηκα. Και κοίταζα και άκουα, μήπως στο τέλος καταλάβω.

—Και τα Ψαρά, Γιαγιά; ρώτησε η Λίζα.

—Να, εδώ είναι, αποκρίθηκε ο Λουκάς, δείχνοντας άλλο ένα λεκεδάκι κίτρινο, τόσο δα, αριστερά από τον άλλο, που τον είχε πει «Χίο» η Γιαγιά, και πατρίδα της κυράς μου.

Απελπίστηκα και ξαπλώθηκα πλάγι στη Λίζα, ακούμπησα το σαγόνι μου στα πόδια, και έκανα να κοιμηθώ! Μα πού να κοιμηθώ! Έλεγε η Γιαγιά κάτι άγρια πράματα που μ΄ ανάγκαζαν ν΄ ακούω και να προσέχω.

—Ο μπαρμπα-Μανόλης, έλεγε, είχε πάγει στα Ψαρά να πάρει την ορφανεμένη του αδελφή, που έμενε με κάποιους συγγενείς όταν έφθασαν τα τούρκικα καράβια στο νησί. Πλοία αρκετά είχαν οι Έλληνες. Μπορούσαν να φύγουν και να σωθούν. Μα αποφάσισαν να μείνουν όλοι, και ν' αντισταθούν. Και για να μην τους γεννηθεί πειρασμός και φύγει κανένας, έβγαλαν τα τιμόνια από τις βάρκες και τα καράβια, για να τ΄ αχρηστεύσουν. Ύστερα οχυρώθηκαν στο νησί και άρχισαν το κανονίδι.

Εκείνο τον καιρό, τα κανόνια και τα τουφέκια έβγαζαν πολύ καπνό. Δε γνώριζαν ακόμα το άκαπνο μπαρούτι. Τραβούσαν ολοένα οι Έλληνες. τραβούσαν οι Τούρκοι, και τόσος καπνός μαζεύθηκε, που ήταν σαν πυκνή καταχνιά. Ώστε μπόρεσαν και πλησίασαν οι Τούρκοι στο νησί, χωρίς να τους δουν οι δικοί μας, και βγήκαν σ΄ ένα ανοχύρωτο μέρος απ΄ όπου έπεσαν στις πλάτες των δικών μας. Μεγάλη σφαγή ακολούθησε. Όσοι έτρεξαν στις βάρκες, τις βρήκαν χωρίς τιμόνια. Και τους έσφαξαν και αυτούς οι Τούρκοι. Όσοι πρόφθασαν, από άντρες, γυναίκες και παιδιά, κατέφυγαν στο φρούριο όπου κλείστηκαν. Από κει εξακολούθησαν να πολεμούν με λύσσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες αντιστάθηκαν. Μα δεν είχαν νερό. Τους το είχαν κόψει οι Τούρκοι. Βλέποντας το τέλος τους μοιραίο, αποφάσισαν να πέσουν γενναία, αλλά να μην παραδοθούν. Μέσα στο φρούριο ήταν μια μεγάλη σπηλιά, όπου φύλαγαν οι Ψαριανοί τα βαρέλια με το μπαρούτι τους. Εκεί μέσα μαζεύθηκαν τα γυναικόπαιδα, οι γέροι και οι πληγωμένοι, ενόσω στις ράχες απάνω πολεμούσαν οι γεροί, να βαστάξουν τους Τούρκους που ορμούσαν να πάρουν το φρούριο.

Όταν είδαν λοιπόν και απόειδαν, και κατάλαβαν πως η αντίσταση ήταν πια περιττή, όσοι ήταν μέσα στη σπηλιά έκαναν την προσευχή τους μετά φόβου, έψαλλαν τις νεκρώσιμές ευχές που ψάλλουν στους ετοιμοθάνατους. Και την ώρα πια που σκαρφάλωναν οι Τούρκοι, και πλημμύριζαν τα οχυρώματα, ο Ψαριανός Αντώνης Βρατσάνος άρπαξε ένα αναμμένο δαυλί, και το έριξε μες στα βαρέλια γεμάτα μπαρούτι.

—Και πέταξε το φρούριο στον αέρα; ρώτησε λαχανιασμένη η Άννα.

—Ναι. Μ’ έναν κρότο κεραυνού, έσκασε ο βράχος, παίρνοντας και τους Τούρκους μαζί με τους Έλληνες, μες στις φλόγες και τους καπνούς.

Μεταδεδομένα

< Δέλτα > < Χίος > < Τούρκοι >