Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Κόκκινο στην πράσινη γραμμή

Βασίλης Γκουρογιάννης, Κόκκινο στην πράσινη γραμμή, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σ. 235-244.
  • Κυπριακή τραγωδία και επιστράτευση → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Κόκκινο στην πράσινη γραμμή

(απόσπασμα)


Ο κοζανίτης δικηγόρος άρχισε να μιλάει με φωνή κάπως ταραγμένη, αλλά γρήγορα η επαγγελματική συνήθεια την έφερε στο κατάλληλο επίπεδο, ώστε να είναι δήθεν αδιάφορη αλλά πειστική. Τα λόγια του ήταν περίπου τα εξής: «Ήταν, θυμάμαι, μια δυο μέρες μετά την υποτιθέμενη κατάπαυση του πυρός του πρώτου γύρου. Πιθανόν να ήταν 24η Ιουλίου. Κάτι ακούγαμε για τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ότι έπεσε η χούντα, έφυγαν οι προδότες, ήρθε ο Καραμανλής από το Παρίσι και όπου να 'ναι η δημοκρατική τώρα Ελλάδα θα μας στείλει ενισχύσεις. Οι αξιωματικοί έκαναν τον κουτό. Δεν εκδηλώνονταν- βέβαια κι αυτοί δεν ήξεραν περισσότερα. Κανένας μας δεν τολμούσε να πανηγυρίσει για την πτώση της χούντας. Αλλά τι σας τα λέω; Εδώ ήμασταν όλοι.

»Ο λόχος μου βρισκόταν στη Σχολή Γρηγορίου, εκεί όπου αργότερα πάθαμε τη νίλα από τους Τούρκους στις 16 Αυγούστου. Πάντως ως εκείνη τη στιγμή νιώθαμε νικητές, παρότι στραπατσαριστήκαμε λίγο από τις δυο νυχτερινές επιθέσεις στο Κιόνελι. Το ηθικό μας ήταν πολύ υψηλό. Κι αυτά τα γνωρίζετε. Δεν ξέραμε όμως προς τα πού πηγαίνει το πράγμα και ήμασταν ανήσυχοι. Κατάπαυση του πυρός μάς λέγαν, αλλά και οι μάχες δεν σταματούσαν. Οι Τούρκοι μάς πλησίαζαν επικίνδυνα, μπαμπέσικα.

»Μας είχαν μοιράσει σάντουιτς και κόκα κόλες και τα τρώγαμε συλλογισμένοι. Ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μας από τη γωνία του κτιρίου ένας στρατιώτης με πλήρη εξάρτυση και κράνος, αλλά χωρίς όπλο, με στολή παραλλαγής καταδρομών. Τον κοιτάξαμε κάπως περίεργοι. Είχε μια πουλάδα κεντητή στο αριστερό στήθος, ήταν αλεξιπτωτιστής. "Μπα" απορούσαμε εμείς, "πώς βρίσκεται εδώ έλληνας αλεξιπτωτιστής; Μήπως ήρθαν ενισχύσεις;". Πίσω του ξεπρόβαλε ένας Κύπριος. Ήταν επίστρατος, αξύριστος, φαινόταν να έχει περασμένα τα τριάντα τριάντα πέντε και φορούσε μόνο στρατιωτική φόρμα, το απάνω μέρος, αποκάτω παντελόνι καμπάνα, ένα καρό παντελόνι σαν φόρμα φυλακής- το θυμάμαι σαν τώρα.

»Αυτός κράταγε ένα Καλάσνικοφ, με το χέρι στη σκανδάλη. Οδηγούσε προς εμάς τον αλεξιπτωτιστή. Κάτι φώναζε ο Κύπριος στα τουρκικά και τότε είδαμε τον αλεξιπτωτιστή να σηκώνει τα χέρια σπασμωδικά και κουρασμένα. Σχεδόν δύο ορθογώνια τρίγωνα φτιάχναν τα χέρια του με τους αγκώνες και έδειχνε σαν να παραδίνεται ή να προσεύχεται. Καταλάβαμε τότε ότι είναι τούρκος αιχμάλωτος. Πού τον βρήκε ο Κύπριος και τον έφερε; Άγνωστο. Σταματήσαμε να τρώμε, όπως σταματούν τα πρόβατα το μηρυκασμό όταν αντιληφθούν κάτι περίεργο. Κώστα, το θυμάσαι το περιστατικό;».

Κοίταξε προς τον Κώστα, που κούνησε επιβεβαιωτικά το κεφάλι. Μάλιστα είχε βαθιά απορία στο πρόσωπό του πώς το θυμήθηκε ο δικηγόρος και το επανέφερε στη μνήμη τους. Άλλη μια φωνή ακούστηκε: «Κι εγώ».

Ο δικηγόρος, σαν να πήρε θάρρος, είπε: «Το θυμάστε, παιδιά;».

«Ναι, ναι!» έκαναν εκείνοι οι δύο, κυρίως με τις κινήσεις των κεφαλιών.

«Ήταν ένα ψηλό γεροδεμένο παιδί ο αλεξιπτωτιστής. Όπως μας διηγήθηκε αργότερα στην ανάκριση, χάθηκε κατά τη διασπορά προς τις περιοχές μας. Δεν μπορούσε να βρει τη διμοιρία του, γιατί είχαν ως σήμα αναγνώρισης κόκκινη φωτοβολίδα, αλλά όλος ο τόπος που καιγόταν ήταν κόκκινος και μπερδεύτηκε. Δυο μέρες περιπλανιόταν ξεκομμένος από τη μονάδα του, μέχρι που τον βρήκε ο Κύπριος στη Βιομηχανική Ζώνη.

»Είχε πετάξει κάπου το όπλο. Μονάχα ένα μαχαίρι είχε στη θήκη. Κι αυτό του το πήρε ο Κύπριος, που τον έψαξε και για χειροβομβίδες. Ο αλεξιπτωτιστής, όπως θα θυμούνται και τα παιδιά, μας κοίταζε έκπληκτος, σαν να πάτησε σε κάποιο σάπιο κομμάτι ουρανού κι έπεσε κατευθείαν στην Κόλαση. Εμείς αρχίσαμε πάλι να μασάμε. Αυτός μας κοίταζε κατευθείαν στα στόματά μας, που μπουκώνονταν και κατάπιναν την τροφή με γουλιές κόκα κόλα. Μου φάνηκε ότι δεν τον ενδιέφερε η ζωή του. Απλώς, προτού τον εκτελέσουμε, θα ζητούσε ως τελευταία χάρη να πιει και να φάει. Φανταστείτε, δυο μέρες διψασμένος στον Ιούλιο της Λευκωσίας!

[…]

»Ο λοχαγός ρώταγε τον αλεξιπτωτιστή πού βρήκε τον Τουρκοκύπριο, μέχρι που κατάλαβε την γκάφα και ρώταγε ανάποδα: "Πού τον βρήκες αυτόν;". Ο Κύπριος, προτού απαντήσει, ρώτησε: "Είστε ο διοικητής;", αφού, όπως ξέρουμε, οι αξιωματικοί δεν φοράνε διακριτικά στον πόλεμο. "Είναι ο λοχαγός μας" του είπε κάποιος από μας. Θυμάστε, παιδιά;

»Όταν ο λοχαγός πρόσεξε ότι ο αιχμάλωτος είναι αλεξιπτωτιστής, ενθουσιάστηκε και ξαναμίλησε στον Κύπριο χαρούμενος: "Βρε κουμπάρε, πού τον βρήκες;". Αργότερα κατάλαβα γιατί χάρηκε ο λοχαγός. Ήταν σαν να μας έπεσε στα χέρια ένα χοντρό χαρτονόμισμα που θα το χαλάγαμε σε ψιλά στις ανταλλαγές αιχμαλώτων. Θα παίρναμε είτε δυο τρεις πεζικάριους είτε καμιά δεκαριά επιστράτους.

»Είχε ο λοχαγός με τον Κύπριο έναν… ωραίο διάλογο. Πρώτα του είπε ότι τον βρήκε στη Βιομηχανική Ζώνη, περιφερόταν. "Το όπλο του πού είναι; Του το βούτηξες;" "Λέει ότι το πέταξε. Εγώ έτσι τον βρήκα. Ένα μαχαίρι είχε απάνω του. Τον έφερα να τον ανακρίνετε και να τον πάρω πίσω".

»Ο λοχαγός άνοιξε το στόμα: "Τι λες, κουμπάρε; Τι βρήκες, καμιά αγελάδα και την έφερες να την αρμέξουμε και να την πάρεις πίσω;"».

Ο δικηγόρος ρώτησε τον Κώστα αν συμφωνεί, αν θυμάται: «Θυμάσαι, Κώστα;». Σκυφτός εκείνος σχεδόν γελούσε, αλλά κουνούσε περίλυπος το κεφάλι του.

«Ο Τούρκος δεν καταλάβαινε ελληνικά. Εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να είχε πάθει νευρική αμνησία και κοίταζε τα στόματά μας, που μπουκωμένα γελούσαν μ' αυτό που είπε ο λοχαγός. Έδειχνε έτοιμος να πάρει την τροφή από τα ξένα στόματα και να συνεχίσει αυτός να τη μασάει. Ο λοχαγός είπε στον Κύπριο: "Φέρ' τον μέσα" και σ' εμένα: "Παπασταύρου, έλα στο γραφείο". Ο Κύπριος κάτι είπε στον αιχμάλωτο, σαν προσταγή, σαν βρισιά κι εκείνος άρχισε να σέρνει τα πόδια του πίσω από το λοχαγό.

»Είχαμε ένα δωμάτιο, με το τραπέζι του φαγητού για γραφείο. Επάνω ήταν ολόκληρα πιάτα από αριστοκρατικές γόπες, μισοκαπνισμένα αμερικάνικα Κινγκ Σάιζ. Τέτοια κάπνιζε ο λοχαγός. Τραβήξαμε τρεις ψάθινες καρέκλες, ο διοικητής καθόταν στη δική του. Ο αιχμάλωτος κάθισε βαριά, έτριξε η καρέκλα. Ήταν ένα θηρίο μέχρι απάνω, παραλίγο να τη σπάσει. Τώρα κοίταζε λαίμαργα τις τεράστιες γόπες. Είχε μπερδευτεί πια αν θέλει περισσότερο το νερό, το φαΐ ή το τσιγάρο. "Ρώτησέ τον από πότε έχει να φάει" είπε ο λοχαγός στον Κύπριο. Η απάντηση ήρθε από τα δάχτυλα του αιχμαλώτου. Σήκωσε δυο δάχτυλα. "Παπασταύρου" μου είπε ο λοχαγός, "φέρ' του σάντουιτς και, αν βρεις, κόκα κόλα και νερό".

[…]

«Παιδιά, μόλις ο αιχμάλωτος είδε το νερό, το άρπαξε από τα χέρια μου σαν τρελός και το έβαλε στο στόμα. Τόσο ήθελε να πιει νερό που δεν είχε υπομονή να ξεβιδώσει το μπουκάλι. Το τρύπησε με τα δόντια και το ήπιε σαν αγρίμι. Μπορεί κιόλας να μην ήξερε από εμφιαλωμένα νερά, που δεν κυκλοφορούσαν πολύ, και να νόμιζε ότι έτσι πίνεται. Εμείς, οι πολιτισμένοι, γύρω γύρω γελούσαμε. Θα μας πνιγόταν εκεί, επιτόπου, από τη λαιμαργία του, προτού τον ανακρίνουμε. Το σάντουιτς πρώτα το κατάπιε και μετά το μασούσε, σαν προβατίνα, λίγο λίγο, το ξανάφερνε από το στομάχι του πίσω στα δόντια. Φρίκη! Η αλήθεια είναι ότι δεν τον πιέσαμε, τον αφήσαμε να καπνίσει δυο τρία ακόμα τσιγάρα. Ήθελε κι άλλο νερό και ψωμί. Του είπαμε: "Μετά, μόλις μας πεις δυο τρία πραγματάκια…".

[…]

Μας είπε ότι προερχόταν από την ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών της Καισάρειας, τον λέγανε Ταχσίν και ήταν λοχίας.

»Εγώ έγραφα συνοπτικά την κατάθεση. Μόλις άκουσα Καισάρεια, μου φάνηκε κάπως σαν συμπατριώτης, μου ήρθαν στο νου ο Άγιος Βασίλειος και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Το συμπάθησα το παιδί. Είχε αδέρφια και αδερφές, ήταν ο προτελευταίος, δούλευε μαθητευόμενος σε αλουμινοκατασκευές. Δεν είχαμε και τίποτε να μάθουμε απ' αυτόν για να τον ζορίσουμε. Ο λοχαγός σκόπευε μετά να τον στείλει στους καταδρομείς για τα ειδικότερα. Τι ήξερε ο δόλιος;

»Μας αφηγήθηκε τις ατυχίες του: το αεροπλάνο όταν ετοιμαζόταν να τους πετάξει δώθε από τον Πενταδάκτυλο, που οι Τούρκοι τον λένε Μπεσμαρμάκ Νταγλαρί, χτυπήθηκε από ένα αντιαεροπορικό μας. Κρατήθηκε όμως και δεν έπεσε. Γύρισε πίσω στη βάση, στην Τουρκία, χωρίς να τους πετάξει. Αυτοί οι καημένοι χαίρονταν που γλίτωσαν τον πόλεμο προτού καλά καλά τον δουν, αλλά μόλις το αεροπλάνο προσγειώθηκε τους βούτηξαν, προτού πιουν νερό, και τους έχωσαν σε άλλο. Στο πρώτο αεροπλάνο οι αξιωματικοί τούς λέγαν ψευτιές ότι στην Κύπρο θα κάνουν Επιχείρηση Ειρήνης- έτσι λένε οι Τούρκοι τον Αττίλα- και ότι οι Έλληνες είναι δειλοί και κρυμμένοι σαν τα ποντίκια, ότι γενικώς θα κάνουν περίπατο.

»Ωστόσο αυτοί είχαν δει με την πρώτη βόλτα του αεροπλάνου ότι κάτω ο τόπος καιγόταν και ο ουρανός- έτσι ποιητικά το είπε- ήταν σαν μια τριανταφυλλιά από τα αντιαεροπορικά βλήματα που έσκαγαν στον αέρα. Ο τόπος κάτω καιγόταν και οι πιλότοι τούς έριχναν χωρίς δεύτερη σκέψη, όπου βολεύονταν, ακόμα κι απάνω στα καμένα, αρκεί να ξεφορτώσουν γρήγορα και να γυρίσουν πίσω. Είχαν φωτοβολίδες οι διμοιρίτες, κάθε διμοιρία ξεχωριστό χρώμα, για να συγκεντρώνονται, αλλά μέσα στις φωτιές και στους καπνούς δεν ξεχώριζε κανένας τίποτε. Σκορπίστηκαν εδώ κι εκεί όσοι έφταναν στο χώμα ζωντανοί κι όσοι δεν κάηκαν μέσα στα αναμμένα σπαρτά.

»Ο δικός μου έλεγε ότι στο τσακ γλίτωσε το κάψιμο, στο τσακ γλίτωσε το σφάξιμο, γιατί το αλεξίπτωτο τυλίχτηκε σ' ένα κοτέτσι και μια γριά τον πλησίαζε με μαχαίρι να τον σφάξει σαν κότα. Δεν μας είπε πώς γλίτωσε- μάλλον θα την πρόλαβε αυτός τη γριά. Τελικά χάθηκε και τον αιφνιδίασε ο Κύπριος σ' ένα κλειστό εργοστάσιο, όπου είχε κρυφτεί για λίγο. Γύριζε στα χωράφια και δεν ήξερε κατά πού πέφτουν οι τούρκικοι θύλακες.

»Όσο μας μιλούσε, ξεθάρρευε πάλι. Τον ρώτησε ο λοχαγός για τους διοικητές του. Μετέφραζε ο Κύπριος, έγραφα εγώ, μετά μιλάγαμε μεταξύ μας τι να τον κάνουμε. Εκείνος είχε ξεθαρρέψει αρκετά, νόμιζε ότι γίναμε φίλοι. Μας μίλαγε με τα μάτια, μας έβλεπε με τ' αυτιά, κάτι μας έλεγε με ενθουσιασμό, κούναγε τα χέρια, δεν τον είχαμε ακόμη δέσει, αλλά ο Κύπριος βαριόταν πια και δεν μετέφραζε. Τον κοίταζε με θυμό και περιέργεια, αλλά δεν μετέφραζε: "Φύγε τώρα" είπε ο λοχαγός στον Κύπριο. "Ευχαριστώ για τη διερμηνεία". Εκείνος όμως ήθελε πίσω τον αιχμάλωτο. Ο λοχαγός τον αποπήρε: "Είναι αιχμάλωτος, θα τον ανταλλάξουμε. Έχουμε τόσους αγνοουμένους". "Τον θέλω!" επέμενε εκείνος. "Εγώ τον βρήκα".

»Ο Τούρκος από ένστικτο άρχισε να σκοτεινιάζει, ο Κύπριος και ο λοχαγός άρχισαν να κοκκινίζουν. "Φύγε, σου είπα!" αγρίεψε ο λοχαγός. "Παλιοκαλαμαράδες!" μας έβρισε μέσα από τα δόντια ο Κύπριος και ξέσπασε: "Εγώ φταίω που σας τον έφερα". "Ρε, τι θα τον κάνεις;" τον ρωτούσε ο λοχαγός. "Ό,τι έκαναν αυτοί στη νύφη μου και στην ανιψιά μου. Δεν βλέπεις τα γένια μου; Πενθώ" απάντησε. "Καλά, φύγε τώρα. Ο πόλεμος τελείωσε. Ό,τι έγινε έγινε" επέμενε ο λοχαγός σε ήπιο ύφος. "Εντάξει!" είπε εκείνος θυμωμένος κι έριξε το Καλάσνικοφ στον ώμο.

»Ο λοχαγός με διέταξε να τον δέσω όπως μπορώ κι εγώ τον έδεσα με τα κορδόνια των αρβυλών. Δεν τον έσφιξα, τον είχα συμπαθήσει. Ο λοχαγός έφυγε για τη διοίκηση της ΕΛΔΥΚ. Είχαν κάποια σύσκεψη, γιατί ο πόλεμος είχε τελειώσει μόνο στα ραδιόφωνα και στις τηλεοράσεις. Έρχονταν γύρω γύρω κάποιοι φαντάροι και τον κοίταζαν με περιέργεια. Ήταν θυμωμένοι μερικοί από το Κιόνελι και του έριχναν καλαμιές. Εγώ τους έδιωχνα, τους έλεγα ότι δεν πήρε μέρος σε επιχειρήσεις. Άλλοι πίστευαν, άλλοι όχι. Θυμάστε, παιδιά; Σας έδιωχνα».

[…]

Έπειτα από κάποια παύση και αφού ο δικηγόρος τελείωσε μια ακόμα μικρή παγωμένη μπίρα ΚΕΟ, συνέχισε τη διήγηση: «Λοιπόν, παιδιά, κατά τις οκτώ το βράδυ ήρθε πάλι ο Κύπριος, αλλά τώρα με καμιά δεκαριά ακόμα επιστράτους, άλλοι ντυμένοι κι άλλοι μισοντυμένοι στρατιωτικά, όλοι με Καλάσνικοφ από τις κρυφές αποθήκες του Μακαρίου. Ήρθαν και ζητούσαν το διοικητή. Αυτοί δεν ήταν στρατός, ήταν αντάρτικο, γι' αυτό και δεν κράτησαν οι μονάδες τους σχεδόν καθόλου αντίσταση- καθένας έκανε του κεφαλιού του. Τους είπαμε ότι λείπει ο διοικητής. Η αλήθεια είναι ότι την ώρα εκείνη ούτε κάποιος άλλος αξιωματικός ήταν εκεί γύρω. Εκείνοι έλεγαν: "Μας μυρίζει Τούρκος εδώ μέσα. Κάπου υπάρχει Τούρκος και αναπνέει".

»Ο γνωστός πρωινός Κύπριος με γνώρισε, θυμόταν και το όνομά μου, διότι άκουγε το διοικητή που με φώναζε πότε δικηγόρο, πότε Παπασταύρου. Με φώναζε κι αυτός πότε Παπασταύρου, πότε δικηγόρο και με παρακαλούσε: "Αδερφέ, πού τον έχεις; Σεβάσου το πένθος μου, τη νύφη μου και την ανιψιά μου, δεκαπέντε χρονώ… Τις σκότωσαν και πριν τις πέρασαν δέκα. Τα κουρέλια τους θάψαμε". "Και τι θα βγει;" ρωτούσα εγώ, ο αφελής, ο απόφοιτος της Νομικής, που ήθελα την εφαρμογή της Συνθήκης της Γενεύης "περί αιχμαλώτων". "Αμάν, αδερφέ, πού τον έχεις;" παρακαλούσε εκείνος. Αν δεν ήταν θυμωμένος θα του έτρεχαν δάκρυα από το παρακαλετό, λες και πίστευε ότι, αν τον σκότωνε, θα ανασταίνονταν οι συγγενείς του. Οι άλλοι, οι δικοί του, ήταν πιο έξω και τριγύριζαν σαν κυνηγόσκυλα μυρίζοντας τον τόπο. "Έχω ευθύνη, θα περάσω στρατοδικείο" έλεγα εγώ. "Πες ότι σου λύθηκε και δραπέτευσε".

»Δεν τον βοήθησα καθόλου, το ορκίζομαι, ούτε έδειξα πού τον είχα δεμένο. Τον βρήκε μόνος του. Τον πέρασε από μπροστά μου. Εκείνος με κοίταξε με τέτοιο μάτι… Καλύτερα να μου έριχνε ριπή. Με έφτυσε, σαν να με έφτυσε- δεν το θυμάμαι καλά-, έκανε έτσι τα χείλη σαν να με φτύνει. Ξυπνάω κάθε πρωί, τρίβω τα μούτρα μου με σαπούνι και νερό, τα γδέρνω και το σάλιο δεν φεύγει. Σαν να με έφτυσε ο Τούρκος με κόλλα Λόγκο. Και τώρα, κύριε Πρόεδρε, κύριε συνάδελφε, επιτρέπεται να σταματήσω ή να συνεχίσω κι άλλο;».

Κανείς δεν μιλούσε. Είχαν όλοι απορροφηθεί από το περιστατικό και κάποια υγρά, από δάκρυα ή ιδρώτα, έτρεχαν κάτω από τα μαύρα γυαλιά του κοζανίτη δικηγόρου, χωρίς να μπορούν να τα προσδιορίσουν. Οι μπίρες είχαν ξεχαστεί, έχασε ο αφρός τους το χιονάτο χρώμα και γκριζάριζε, σαν το λερωμένο χιόνι στις άκρες των δρόμων.

Μεταδεδομένα

< Αιχμαλωσία > < Κύπρος > < Τούρκοι > < Μονόλογος >