Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Δέκα μύθοι και μια ιστορία

Νίκος Παπανδρέου, Δέκα μύθοι και μια ιστορία, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 137-142.
  • Μια σύντομη δεκαετία για την ελληνική κοινωνία → Πολιτική αστάθεια → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Δέκα μύθοι και μια ιστορία

(απόσπασμα)


Μια νύχτα με ξύπνησε.

«Athens by night?»

Το πρόσωπό του είχε ένα παράξενο ύφος, αλλά ένιωσα τόσο περήφανος που μου ζητούσε να τον ακολουθήσω, ώστε δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο με ήθελε μαζί του. Ίσως για να μου δείξει πόσο πολύ είχε αλλάξει. Ό,τι κι αν ήταν, ντύθηκα γρήγορα, βγήκαμε από την πόρτα της κουζίνας και διασχίσαμε τρέχοντας τις πίσω αυλές των γειτονικών σπιτιών πριν φτάσουμε στο δρόμο. Η βραδιά ήταν ήσυχη, το φεγγάρι έλαμπε. Οι προβολείς ενός αυτοκινήτου μας ανάγκασαν να κρυφτούμε γρήγορα πίσω από ένα δέντρο. Ήταν σαν να έπαιζα σε κατασκοπική ταινία.

Όταν φτάσαμε στο πάρκο με τις λεύκες, ο Ιάσονας τρύπωσε μέσα στο σκοτάδι κι εγώ τον ακολούθησα. Αναζήτησε ένα χαμηλό, φουντωτό θάμνο κι όταν τον βρήκε, σύρθηκε στα γόνατα και ξαναγύρισε μ' έναν κουβά, δυο μπουκάλια νερό, μια σακούλα και μια βούρτσα σαν αυτές που χρησιμοποιούν για ν' ασπρίζουν τα σπίτια. Η βούρτσα είχε χοντρές τρίχες και μια ξύλινη λαβή, κι έμοιαζε με κοντή σκούπα. «Είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η «Οργάνωση», μου είπε με νόημα ο Ιάσονας. Απόψε ο μεγαλύτερος αδελφός μου με άφηνε να τον πλησιάσω.

Ανακάτεψε το περιεχόμενο της σακούλας με το νερό. Ξαναβγήκαμε στο δρόμο και φτάσαμε μπροστά στους τεράστιους τοίχους του Αρσακείου.

«Να ο καμβάς μας», είπε ο Ιάσονας.

Κράτησα τον κουβά και εκείνος βούτηξε μέσα τη βούρτσα. Ο τοίχος ήταν παλιός, τραχύς κι απορροφούσε πολλή μπογιά χωρίς να μένουν σημάδια. Ο Ιάσονας έπρεπε να περνάει το κάθε γράμμα τρεις φορές. Μέσα στη σιγή της παράνομης νύχτα, η βούρτσα σερνόταν πάνω στον τοίχο σαν γλώσσα γάτας.

Ένα φορτηγό ακούστηκε από μακριά. Κουρνιάσαμε δίπλα στον τοίχο, αλλά δεν υπήρχε μέρος να κρυφτούμε. Στριμωχτήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο κι ακουμπήσαμε τα κεφάλια μας στα γόνατα, μέχρι που ο θόρυβος έσβησε. Πίεζα τόσο πολύ το πρόσωπό μου στον τοίχο, που έγδαρα το μάγουλό μου. Στην τέταρτη λέξη άρχισε να τελειώνει η μπογιά κι έτσι αναποδογυρίσαμε τον κουβά κι αφήσαμε το πηχτό παρασκεύασμα να κυλήσει αργά πάνω στη βούρτσα σαν λάβα. Ήμασταν τόσο απορροφημένοι, που δεν ακούσαμε τις ρόδες να τρίζουν πάνω στην άσφαλτο. Δυο πόρτες έκλεισαν με δύναμη μέσα στη νύχτα κι ύστερα ακούσαμε δυνατά ποδοβολητά. Ο τοίχος απλωνόταν δεξιά κι αριστερά κι ένας φακός φώτισε τα πρόσωπά μας. Κόλλησα τα χέρια στα πλευρά μου και στάθηκα προσοχή, όπως στο σχολείο. Διέκρινα τα μαύρα τους παπούτσια εκεί που τελείωνε το φως κι άρχιζε το σκοτάδι. Η μπογιά έσταζε από τον τοίχο και τα πνευμόνια μου έκαιγαν από τη δυνατή μυρωδιά της αλευρόκολλας. Ο ένας αστυνομικός χτυπούσε νευρικά το κλομπ πάνω στο μηρό του.

«Οι άντρες δεν χτυπάνε παιδιά», είπε με ήρεμη φωνή ο Ιάσονας.

Για μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν ώρες ακουγόταν μόνο ο ήχος του κλομπ καθώς το χτυπούσε αργά και ρυθμικά στο δεξί του πόδι, κάνοντας τα κέρματα να κουδουνίζουν στην τσέπη του. Ξαφνικά, σαν να πήρε κάποια απόφαση, μας ρώτησε τ' όνομά μας. Του απάντησα αμέσως, γιατί φοβόμουνα πως ο Ιάσονας θα τους προκαλούσε, σώζοντάς τον έτσι από την υποχρέωση να κάνει τον ήρωα. Η φωνή μου ακούστηκε ασυνήθιστα ψιλή και διακρίνοντας μέσα της το φόβο ένιωσα να φοβάμαι ακόμα περισσότερο.

«Εμένα θέλετε, κύριοι», είπε ο Ιάσονας. «Δεν έχει κλείσει καν τα έντεκα». Στεκόμουν δίπλα του, αλλά δεν ένιωθα τη ζεστασιά του κορμιού του.

Οι άντρες κουβέντιασαν για λίγο χαμηλόφωνα και ύστερα μας πρόσταξαν να μπούμε στο πίσω κάθισμα του περιπολικού. Δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να το βάλω στα πόδια. Τα καθίσματα ήταν σκισμένα και φαίνονταν κομμάτια αφρολέξ. Μύριζαν ιδρώτα κι εμετό. Προσπάθησα ν' ανοίξω το παράθυρο, αλλά δεν υπήρχε χερούλι. Ο οδηγός ήταν φαλακρός με μια πλακουτσωτή μύτη κι ο άλλος με παχιά φρύδια κι ένα λαιμό που ενωνόταν με το πηγούνι του, σαν του σκουληκιού. Το αυτοκίνητο συνέχιζε τόσο αργά την πορεία του, που σίγουρα το έκαναν σκόπιμα. Προσπάθησα να διακρίνω γνωστά σπίτια. Άπλωσα το χέρι μου κι έπιασα το χέρι του αδελφού μου. Μου το έσφιξε δυνατά κι ύστερα τ' άφησε. Ήμουνα σίγουρος πως ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα αυτούς τους δρόμους. Δεν θα ξανάβλεπα τη μητέρα μου. Ας μη με βασανίσουν, σκεφτόμουν, είμαστε μικροί ακόμη, δεν θέλω να γεράσω γρήγορα, δεν θέλω να περπατάω με δεκανίκια. Θεέ μου, γιατί είχα φερθεί τόσο ανόητα απόψε; Γιατί τον ακολούθησα; Εκείνον δεν τον νοιάζει που μας έπιασαν. Γιατί δεν μ' αφήνουν εμένα να φύγω και ορκίζομαι πως δεν θα πάψω να αγωνιώ για την τύχη του Ιάσονα. Ήξερα για ποιο λόγο μύριζε το πίσω κάθισμα. Όσοι έμπαιναν εκεί έκαναν εμετό από το φόβο τους.

Προσπεράσαμε το μαύρο φράχτη ενός φιλικού σπιτιού. Κάναμε κύκλο! Φανταζόμουν τον πατέρα ν' απλώνει από το κελί της φυλακής του μακριά κι αθέατα χέρια και να τα κάνει ασπίδα για να μας προστατεύσει. Όσο ήταν ζωντανός, θα ήμουν καλά. Ξαφνικά ο οδηγός σταμάτησε το αυτοκίνητο, βγήκε, άνοιξε την πόρτα και είπε: «Εσύ μπορείς να φύγεις». Πήδησα έξω και έπεσα κάτω με τα γόνατα. Ο αστυνομικός ξανάκλεισε την πόρτα με δύναμη. «Αυτός θα μείνει». Κόλλησα το πρόσωπό μου στο παράθυρο κι ένιωσα την παγερή σκληράδα του στη μύτη. Κοίταξα τον Ιάσονα. Καθόταν στο πίσω κάθισμα με τα χέρια σταυρωμένα, λες και οι αστυνομικοί ήταν οι προσωπικοί του οδηγοί. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και τα πίσω κόκκινα φωτάκια του μίκραιναν συνεχώς, ώσπου χάθηκαν στους δρόμους του Ψυχικού. Στάθηκα στη μέση του δρόμου και κοίταξα το φεγγάρι ν' ανεβαίνει πάνω από τις λεύκες. Άρχισα να τρέχω στην άσφαλτο. Ούτε θυμάμαι πόσες φορές σκόνταψα, αλλά σηκωνόμουν πάλι και συνέχιζα να τρέχω.

Όταν έφτασα σπίτι, ξαφνιάστηκα βλέποντας το περιπολικό σταματημένο μπροστά στην εξώπορτα μ' όλα τα φώτα του αναμμένα. Δυο αστυνομικοί κρατούσαν στα χέρια τους τον Ιάσονα. Το σώμα του παράπαιε, το κεφάλι του κρεμόταν μπροστά και τα πόδια του αιωρούνταν σαν άψυχα. Ο ένας αστυνομικός χτύπησε την πόρτα με το κλομπ του. Κρύφτηκα πίσω από ένα θάμνο, που ανάδινε τη μυρωδιά της βραδινής δροσιάς. Πρόβαλε η μητέρα ντυμένη με τη ρόμπα της. Μια κραυγή τής ξέφυγε. Μια παράξενη κραυγή, που μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε σαν κατάρα.

Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, μπήκα τρέχοντας στο σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, που την αφήναμε πάντα ανοιχτή. Η μητέρα ξάπλωσε τον Ιάσονα σ' έναν καναπέ. Τα μάτια της ήταν δακρυσμένα και κάτι μουρμούριζε. Πήγαινα πέρα δώθε συνέχεια ρωτώντας την: «Είναι καλά; Είναι καλά, μαμά; Είναι ζωντανός;» Η μητέρα τού σκούπισε το πρόσωπο μ' ένα βρεγμένο μαντίλι. Ένα κόκκινο πρήξιμο φούσκωνε το μάγουλό του και τα χείλη του είχαν μεγαλώσει. Ένα λυγμός βγήκε από το στήθος της, καθώς του έβαζε μια κίτρινη αλοιφή που μύριζε απαίσια. Κάθισα στην άκρη του καναπέ κι έκλαψα σαν παιδί που τελικά αποφάσισα ότι ήμουν.

Μεταδεδομένα

< Οπτική γωνία παιδιού >