Ιστορία και Λογοτεχνία

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα της λογοτεχνίας στον ιστορικό χρόνο

Ο τάφος

Δημήτρης Χατζής, «Ο τάφος», Το τέλος της μικρής μας πόλης, Το Ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 33-34 & 36-37.
  • Η ελληνική κοινωνία τη δεκαετία του ’50 → Εκσυγχρονισμός και αστικοποίηση → Νεοελληνική Λογοτεχνία

▲▲

Ο τάφος

(απόσπασμα)


Την άλλη μέρα ξανάρθε και ξανάρθε μαζί μ' έναν άλλον, με τσάντα στα χέρια κι αυτός. Ο Σπούργος ήτανε ξαπλωμένος στον ήλιο μπροστά στην παράγκα του και τους κοίταζε. Πήγανε πάλι πέρα απ' το πλάτωμα, εκεί π' αρχίζαν τα δέντρα. Ο ένας έβγαλε μια κορδέλα απ' τη τζέπη του κι αρχίσανε να μετρούνε και γράφανε σ' ένα δεφτέρι. Μέτρησαν από δω, μέτρησαν από κει, σταθήκανε και μιλούσαν, ξαναμετρήσανε, ξαναγράψανε. ήταν ολοκάθαρο πως κάτι θέλαν να κάμουν εκεί - μπορεί και να 'ταν ο δρόμος που θα 'βγαινε μέσα απ 'την ποταμιά στο δημόσιο δρόμο, σκέφτηκε ο Σπούργος - τι τον ένοιαζε αυτόν; Μισόκλεισε πάλι τα μάτια του και τους άφησε.

Πάνω στην ώρα κατέβηκε κι ο κυρ Αντώνης. Τους είδε κι αυτός. Στάθηκε στην πόρτα της παράγκας του και τους κοίταζε παραξενεμένος. Αυτός ήξερε πως ο δρόμος του δημαρχείου δεν πήγαινε πέρα απ' το πλάτωμα. Και για τον άλλον, για το δρόμο που θα 'φτανε ως το δημόσιο δρόμο, δεν είχε ακούσει τίποτα πως θα γινότανε τώρα.

Οι άνθρωποι τελειώσανε κάποτε τη δουλειά τους, μαζέψανε τις κορδέλες και τα χαρτιά τους, τα βάλαν στις τσάντες και πήγανε πάλι και καθίσανε σ' ένα τραπέζι του Σπούργου - είχε πια σηκωθεί.

—Έχεις φαΐ;

—Πέστροφες.

Του ζητήσανε και κρασί, αυτός πήγε μέσα και τηγάνιζε. Ο Τσιάγαλος κοίταζε από την πόρτα του.

Ο Σπούργος τους πήγε το φαΐ, έφερε και το κρασί και στάθηκε ορθός μια στιγμή δίπλα στο τραπέζι τους.

—Τι 'ναι, μωρέ καλόπαιδα;

—Κάτσε, μπάρμπα, του 'πε ο χτεσινός.

Τρώγανε πεινασμένοι κι οι δυο τους, τους έβαλε και κρασί στα ποτήρια και τότες ο χτεσινός τον κοίταξε λίγο και γέλασε.

—Θα σου φέρουμε παρέα, είπε.

—Εκεί που μετρούσατε εσείς δεν έχει πλάτωμα, είπε ο γέρος, σάμπως όλα τ' άλλα να τα 'βρισκε φυσικά.

—Θ' ανοίξουμε, είπε ο άνθρωπος.

—Δουλειές με φούντες, είπε ο γέρος. Ποιος τρελάθηκε;

Όχι. Ο άνθρωπος που τους έστειλε γι' αυτή τη δουλειά, καθόλου δε φαινότανε να τρελάθηκε. Τώρα με το δρόμο που γινόταν, ένα μαγαζί πραγματικό, κι όχι παράγκα σαν τις δικές τους, θα 'κανε χρυσές δουλειές. Θα του 'βαζε φώτα και φώτα τριγύρω, κόκκινα και γαλάζια, ραδιόφωνα και μεγάφωνα, θα 'φκιανε πίστα για να χορεύουνε τα ζευγάρια.

—Ωραία, είπε ο γέρος και τα μάτια του γελούσανε σαν του παιδιού. Θα πάω κι εγώ να τους βλέπω, να χαίρομαι λίγο. Μα τι θα κάνουνε το χειμώνα;

Ο άνθρωπος με την τσάντα του ξήγησε τότες πώς θα γινόντανε και τα παρακάτω. Το πώς δηλαδή μαζί με το μαγαζί, θα τελείωνε σύντομα κι ο δημόσιος δρόμος που θα τον έκανε ο τουρισμός από την Αθήνα, για να περνούν απ' την ποταμιά τ' αυτοκίνητα που πηγαίναν στην πόλη. Και θα γινόταν εκεί και σταθμός για μπενζίνα και θα 'χε κρασιά και πιοτά και ψυγεία - καταλαβαίνεις;

—Καταλαβαίνω, είπε ο γέρος. Και μπορεί να θέλουν και πέστροφες.

—Αν είναι τέτοιες, τι να παιδεύεσαι μ' αυτήν την παράγκα, είπε ο άνθρωπος και γελάσαν κι οι τρεις τους.

[…]

Ο κυρ Αντώνης ο Τσιάγαλος απόμεινε κει. Τα πλατάνια σβουριζόντανε γύρω του, όλα πέφτανε μέσα στο χάος, το μυαλό του σταμάτησε, τα μάτια του θάμπωσαν. Όταν μπόρεσε να ξανάρθει στον εαυτό του έκλεισε την παράγκα του και τράβηξε για την πόλη.

Πήγε στο δήμαρχο να τους σταματήσει. Σήκωσε τις πλάτες - δεν ήτανε δική του δουλειά, δεν είχε καμιά δουλειά με το καινούργιο το μαγαζί και δεν θα τα 'βαζε με τον τουρισμό. Για τ' άλλα - πάντα δικός του. Ξόδεψε τους λίγους παράδες που 'χε μαζέψει για τους δικηγόρους, τις εφημερίδες. Δεν έκανε τίποτα. Πήγε στους νοικοκυραίους και τους ευυπόληπτους συμπολίτες, τους είπε για τα κορίτσια που θα χορεύανε μέσα στα χέρια των ξένων ανδρών. Κανένας δεν τ' άκουγε - τα κορίτσια ήτανε χρόνια που χόρευαν έτσι - κι ας τα 'λεγε τέλος πάντων και κανένας άλλος που δεν ακούστηκαν τα κορίτσια του με τους αστυνόμους, ας μη μιλούμε καλύτερα. Μερικοί μαγαζάτορες στην πλατεία της πόλης βρεθήκανε βοηθοί του και φωνάξανε λίγο για το καινούργιο το μαγαζί. Βαρέθηκαν γρήγορα και τον άφησαν - δεν τους ένοιαζε και πολύ. Απόμεινε μόνος - μόνος, να τους βλέπει κάθε μέρα μπροστά του να καθαρίζουν τον τόπο, να σηκώνουν τους τοίχους, να προχωρούνε, να βιάζονται να τον ξεκάνουν αυτόν με τα λαμπιόνια τους τα κόκκινα και γαλάζια, με τα ζευγάρια που θα χορεύαν στην πίστα, με τα ντεπόζιτα της μπενζίνας, με τον τουρισμό, τους δρόμους και τ' αυτοκίνητα, να τον θάψουν, εκεί, μέσα στη δική του την ποταμιά.

Μεταδεδομένα

< Χατζής > < Ύπαιθρος >