Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι (10-14)


ΦΙΛΩΝ
[10] Βαβαί, ὦ Λυκῖνε, μουσεῖόν τι τὸ συμπόσιον διηγῇ σοφῶν ἀνδρῶν τῶν πλείστων, καὶ ἔγωγε τὸν Ἀρισταίνετον ἐπαινῶ, ὅτι τὴν εὐκταιοτάτην ἑορτὴν ἄγων τοὺς σοφωτάτους ἑστιᾶν πρὸ τῶν ἄλλων ἠξίωσεν, ὅ τι περ τὸ κεφάλαιον ἐξ ἑκάστης αἱρέσεως ἀπανθισάμενος, οὐχὶ τοὺς μέν, τοὺς δὲ οὔ, ἀλλὰ ἀναμὶξ ἅπαντας.
ΛΥΚΙΝΟΣ
Ἔστι γάρ, ὦ ἑταῖρε, οὐχὶ τῶν πολλῶν τούτων πλουσίων, ἀλλὰ καὶ παιδείας μέλει αὐτῷ καὶ τὸ πλεῖστον τοῦ βίου τούτοις ξύνεστιν.
[11] Εἱστιώμεθα οὖν ἐν ἡσυχίᾳ τὸ πρῶτον, καὶ παρεσκεύαστο ποικίλα. πλὴν οὐδὲν οἶμαι χρὴ καὶ ταῦτα καταριθμεῖσθαι, χυμοὺς καὶ πέμματα καὶ καρυκείας· ἅπαντα γὰρ ἄφθονα. ἐν τούτῳ δὲ ὁ Κλεόδημος ἐπικύψας ἐς τὸν Ἴωνα, Ὁρᾷς, ἔφη, τὸν γέροντα —Ζηνόθεμιν λέγων, ἐπήκουον γάρ— ὅπως ἐμφορεῖται τῶν ὄψων καὶ ἀναπέπλησται ζωμοῦ τὸ ἱμάτιον καὶ ὅσα τῷ παιδὶ κατόπιν ἑστῶτι ὀρέγει λανθάνειν οἰόμενος τοὺς ἄλλους, οὐ μεμνημένος τῶν μεθ᾽ αὑτόν; δεῖξον οὖν καὶ Λυκίνῳ ταῦτα, ὡς μάρτυς εἴη. ἐγὼ δὲ οὐδὲν ἐδεόμην δείξοντός μοι τοῦ Ἴωνος, πολὺ πρότερον αὐτὰ ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς.
[12] Ἅμα οὖν ταῦτα ὁ Κλεόδημος εἰρήκει καὶ ἐπεισέπαισεν ὁ Κυνικὸς Ἀλκιδάμας ἄκλητος, ἐκεῖνο τὸ κοινὸν ἐπιχαριεντισάμενος, «τὸν Μενέλαον αὐτόματον ἥκοντα». τοῖς μὲν οὖν πολλοῖς ἀναίσχυντα ἐδόκει πεποιηκέναι καὶ ὑπέκρουον τὰ προχειρότατα, ὁ μὲν τὸ «Ἀφραίνεις Μενέλαε,» ὁ δ᾽
Ἀλλ᾽ οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
καὶ ‹ἄλλοι› ἄλλα πρὸς τὸν καιρὸν εὔστοχα καὶ χαρίεντα ὑποτονθορύζοντες· ἐς μέντοι τὸ φανερὸν οὐδεὶς ἐτόλμα λέγειν· ἐδεδοίκεσαν γὰρ τὸν Ἀλκιδάμαντα, βοὴν ἀγαθὸν ἀτεχνῶς ὄντα καὶ κρακτικώτατον κυνῶν ἁπάντων, παρ᾽ ὃ καὶ ἀμείνων ἐδόκει καὶ φοβερώτατος ἦν ἅπασιν.
[13] Ὁ δὲ Ἀρισταίνετος ἐπαινέσας αὐτὸν ἐκέλευε θρόνον τινὰ λαβόντα καθίζεσθαι παρ᾽ Ἱστιαῖόν τε καὶ Διονυσόδωρον. ὁ δέ, Ἄπαγε, φησί, γυναικεῖον λέγεις καὶ μαλθακὸν ἐπὶ θρόνου καθίζεσθαι ἢ σκίμποδος, ὥσπερ ὑμεῖς ἐπὶ μαλακῆς ταύτης εὐνῆς μικροῦ δεῖν ὕπτιοι κατακείμενοι ἑστιᾶσθε πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι· ἐγὼ δὲ κἂν ὀρθοστάδην δειπνήσαιμι ἐμπεριπατῶν ἅμα τῷ συμποσίῳ· εἰ δὲ καὶ κάμοιμι, χαμαὶ τὸν τρίβωνα ὑποβαλόμενος κείσομαι ἐπ᾽ ἀγκῶνος οἷον τὸν Ἡρακλέα γράφουσιν. Οὕτως, ἔφη, γιγνέσθω, ὁ Ἀρισταίνετος, εἴ σοι ἥδιον. καὶ τὸ ἀπὸ τούτου περιιὼν ἐν κύκλῳ ὁ Ἀλκιδάμας ἐδείπνει ὥσπερ οἱ Σκύθαι πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομὴν μετεξανιστάμενος καὶ τοῖς περιφέρουσι τὰ ὄψα συμπερινοστῶν. [14] καὶ μέντοι καὶ σιτούμενος ἐνεργὸς ἦν ἀρετῆς πέρι καὶ κακίας μεταξὺ διεξιὼν καὶ ἐς τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἀποσκώπτων· ἠρώτα γοῦν τὸν Ἀρισταίνετον, τί βούλονται αὐτῷ αἱ τοσαῦται καὶ τηλικαῦται κύλικες τῶν κεραμεῶν ἴσον δυναμένων. ἀλλ᾽ ἐκεῖνον μὲν ἤδη διενοχλοῦντα ἔπαυσεν ἐς τὸ παρὸν Ἀρισταίνετος τῷ παιδὶ νεύσας εὐμεγέθη σκύφον ἀναδοῦναι αὐτῷ ζωρότερον ἐγχέαντα· καὶ ἐδόκει ἄριστα ἐπινενοηκέναι οὐκ εἰδὼς ὅσων κακῶν ἀρχὴν ὁ σκύφος ἐκεῖνος ἐνεδεδώκει. λαβὼν δὲ ἅμα ὁ Ἀλκιδάμας ἐσίγησε μικρὸν καὶ ἐς τοὔδαφος καταβαλὼν ἑαυτὸν ἔκειτο ἡμίγυμνος, ὥσπερ ἠπειλήκει, πήξας τὸν ἀγκῶνα ὀρθόν, ἔχων ἅμα τὸν σκύφον ἐν τῇ δεξιᾷ, οἷος ὁ παρὰ τῷ Φόλῳ Ἡρακλῆς ὑπὸ τῶν γραφέων δείκνυται.


ΦΙΛΩΝΑΣ
[10] Πω πω, Λυκίνε, το συμπόσιο ήταν αφιέρωμα στις Μούσες, απ᾽ ό,τι μας διηγείσαι, μια και οι περισσότεροι ήταν σοφοί άνθρωποι. Κι εγώ βέβαια επαινώ τον Αρισταίνετο που, γιορτάζοντας την πιο πολυπόθητη γιορτή, κάλεσε στο τραπέζι, πριν από κάθε άλλον, τους σοφότερους, απανθίζοντας ό,τι καλύτερο υπήρχε από κάθε φιλοσοφική επιλογή, κι όχι άλλους ναι και άλλους όχι, αλλά όλους μαζί χωρίς διακρίσεις.
ΛΥΚΙΝΟΣ
Και δεν είναι, φίλε μου, ένας από τους πολλούς αυτούς πλουσίους, αλλά τον ενδιαφέρει η πνευματική καλλιέργεια, και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το περνά συντροφιά με τέτοιου είδους ανθρώπους.
[11] Στην αρχή λοιπόν τρώγαμε ήσυχα, άλλωστε είχε ετοιμαστεί μεγάλη ποικιλία φαγητών. Δεν νομίζω όμως πως χρειάζεται να τα απαριθμήσω κι αυτά, τους ζωμούς και τα γλυκίσματα και τα φαγητά με τα πολλά καρυκεύματα· τα πάντα ήταν άφθονα. Κάποια στιγμή ο Κλεόδημος έσκυψε προς τη μεριά του Ίωνα και είπε: «Βλέπεις τον γέροντα» —εννοώντας τον Ζηνόθεμη· εγώ βέβαια τους άκουγα— «πώς καταβροχθίζει τα φαγητά κι έχει γεμίσει ζουμιά το πανωφόρι του, και πόσα δίνει στον υπηρέτη που στέκεται πίσω του, νομίζοντας πως οι άλλοι δεν τον βλέπουν, και ξεχνώντας αυτούς που βρίσκονται πίσω του; Δείξε λοιπόν τί συμβαίνει και στον Λυκίνο, για να είναι μάρτυρας». Εγώ βέβαια δεν χρειαζόμουν να μου δείξει ο Ίωνας τίποτε, μια και τα είχα δει πολύ νωρίτερα από πανοραμική θέση.
[12] Ακριβώς λοιπόν τη στιγμή που ο Κλεόδημος τελείωνε τα λόγια αυτά, όρμησε μέσα απρόσκλητος ο κυνικός Αλκιδάμαντας, απαγγέλλοντας αστειευόμενος εκείνο το συνηθισμένο «κι από μόνος του ήρθε εκειπέρα ο Μενέλαος». Οι περισσότεροι βέβαια θεώρησαν την πράξη του αδιάντροπη και μουρμούριζαν αυτά που τους έρχονταν στο μυαλό, ο ένας το «στα καλά σου δεν είσαι, Μενέλαε,» κι ο άλλος
μα δεν άρεσε τούτο καθόλου
του Αγαμέμνονα, γιου του Ατρέα,
και άλλοι ψιθύριζαν άλλα εύστοχα και έξυπνα για την περίσταση. Πάντως κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει φανερά, επειδή φοβούνταν τον Αλκιδάμαντα, που είχε βροντερή φωνή και ήταν ο πιο φωνακλάς από όλους τους κυνικούς, γι᾽ αυτό και έδινε την εντύπωση πως ήταν ο καλύτερος και αποτελούσε φόβητρο για όλους.
[13] Ο Αρισταίνετος όμως τον καλωσόρισε και τον προσκάλεσε να πάρει μια καρέκλα και να καθίσει κοντά στον Ιστιαίο και τον Διονυσόδωρο. Εκείνος όμως είπε: «Όχι δα, αυτό που λες είναι για γυναίκες και για καλομαθημένους, να καθίσω δηλαδή σε καρέκλα ή σε σκαμνί, όπως κάνετε εσείς, που τρώτε σχεδόν ξαπλωμένοι ανάσκελα πάνω σ᾽ αυτό το μαλακό ντιβάνι, επάνω σε στρωμένα πορφυρά υφάσματα. Εγώ θα δειπνήσω όρθιος, περπατώντας κιόλας ανάμεσά σας την ώρα του συμποσίου. Κι αν κουραστώ, θα στρώσω κάτω το τριμμένο πανωφόρι μου και θα ξαπλώσω στηριγμένος στον αγκώνα, όπως ζωγραφίζουνε τον Ηρακλή στους πίνακες». «Ας γίνει έτσι», είπε ο Αρισταίνετος, «αν σου είναι πιο ευχάριστο». Και από την ώρα εκείνη ο Αλκιδάμαντας άρχισε να κάνει κύκλους γύρω τριγύρω και να δειπνεί όπως οι Σκύθες, μετακομίζοντας εκεί που υπήρχε η αφθονότερη βοσκή και ακολουθώντας αυτούς που τριγύριζαν ολόγυρα για να σερβίρουν τα φαγητά. [14] Ωστόσο ακόμη και τρώγοντας ήταν δραστήριος, δίνοντας ενδιάμεσα διάλεξη για την αρετή και την κακία, και κοροϊδεύοντας με περιφρόνηση το χρυσάφι και το ασήμι. Ρωτούσε λοιπόν τον Αρισταίνετο τί του χρειάζονται τα τόσο πολλά και τα τόσο λαμπρά κρασοπότηρα, αφού έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τα πήλινα. Τελικά εκείνον, που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός, τον σταμάτησε προσωρινά ο Αρισταίνετος κάνοντας νόημα στον υπηρέτη να του δώσει ένα μεγάλο κύπελλο γεμάτο με ανέρωτο κρασί. Και νόμιζε πως αυτό ήταν η καλύτερη επινόηση, χωρίς να υποψιάζεται πόσων συμφορών την αρχή θα αποτελούσε το κύπελλο εκείνο. Ο Αλκιδάμαντας πάντως το πήρε και ησύχασε για λίγο, ξάπλωσε στο έδαφος και έμεινε εκεί μισόγυμνος, όπως είχε απειλήσει, με τον αγκώνα του στηριγμένο κάτω, κρατώντας συγχρόνως το κύπελλο στο δεξί του χέρι, όπως παριστάνεται από τους ζωγράφους ο Ηρακλής στο σπιτικό του Φόλου.