Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1125a-1125b)

Τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ μεγαλόψυχος· ὁ δ᾽ ἐλλείπων μικρόψυχος, ὁ δ᾽ ὑπερβάλλων χαῦνος. οὐ κακοὶ μὲν οὖν δοκοῦσιν εἶναι οὐδ᾽ οὗτοι (οὐ γὰρ κακοποιοί εἰσιν), ἡμαρτημένοι δέ. ὁ μὲν γὰρ μικρόψυχος ἄξιος ὢν ἀγαθῶν ἑαυτὸν ἀποστερεῖ ὧν ἄξιός ἐστι, καὶ ἔοικε κακὸν ἔχειν τι ἐκ τοῦ μὴ ἀξιοῦν ἑαυτὸν τῶν ἀγαθῶν, καὶ ἀγνοεῖν δ᾽ ἑαυτόν· ὠρέγετο γὰρ ἂν ὧν ἄξιος ἦν, ἀγαθῶν γε ὄντων. οὐ μὴν ἠλίθιοί γε οἱ τοιοῦτοι δοκοῦσιν εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον ὀκνηροί. ἡ τοιαύτη δὲ δόξα δοκεῖ καὶ χείρους ποιεῖν· ἕκαστοι γὰρ ἐφίενται τῶν κατ᾽ ἀξίαν, ἀφίστανται δὲ καὶ τῶν πράξεων τῶν καλῶν καὶ τῶν ἐπιτηδευμάτων ὡς ἀνάξιοι ὄντες, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν. οἱ δὲ χαῦνοι ἠλίθιοι καὶ ἑαυτοὺς ἀγνοοῦντες, καὶ ταῦτ᾽ ἐπιφανῶς· οὐ γὰρ ἄξιοι ὄντες τοῖς ἐντίμοις ἐπιχειροῦσιν, εἶτα ἐξελέγχονται· καὶ ἐσθῆτι κοσμοῦνται καὶ σχήματι καὶ τοῖς τοιούτοις, καὶ βούλονται τὰ εὐτυχήματα καὶ φανερὰ εἶναι αὑτῶν, καὶ λέγουσι περὶ αὐτῶν ὡς διὰ τούτων τιμηθησόμενοι. ἀντιτίθεται δὲ τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἡ μικροψυχία μᾶλλον τῆς χαυνότητος· καὶ γὰρ γίνεται μᾶλλον καὶ χεῖρόν ἐστιν. ἡ μὲν οὖν μεγαλοψυχία περὶ τιμήν ἐστι μεγάλην, ὥσπερ εἴρηται.
[1125b] [IV] Ἔοικε δὲ καὶ περὶ ταύτην εἶναι ἀρετή τις, καθάπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, δόξειεν ἂν παραπλησίως ἔχειν πρὸς τὴν μεγαλοψυχίαν ὥσπερ καὶ ἡ ἐλευθεριότης πρὸς τὴν μεγαλοπρέπειαν. ἄμφω γὰρ αὗται τοῦ μὲν μεγάλου ἀφεστᾶσι, περὶ δὲ τὰ μέτρια καὶ μικρὰ διατιθέασιν ἡμᾶς ὡς δεῖ· ὥσπερ δ᾽ ἐν λήψει καὶ δόσει χρημάτων μεσότης ἔστι καὶ ὑπερβολή τε καὶ ἔλλειψις, οὕτω καὶ ἐν τιμῆς ὀρέξει τὸ μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ ἧττον, καὶ τὸ ὅθεν δεῖ καὶ ὡς δεῖ. τόν τε γὰρ φιλότιμον ψέγομεν ὡς μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ ὅθεν οὐ δεῖ τῆς τιμῆς ἐφιέμενον, τόν τε ἀφιλότιμον ὡς οὐδ᾽ ἐπὶ τοῖς καλοῖς προαιρούμενον τιμᾶσθαι. ἔστι δ᾽ ὅτε τὸν φιλότιμον ἐπαινοῦμεν ὡς ἀνδρώδη καὶ φιλόκαλον, τὸν δ᾽ ἀφιλότιμον ὡς μέτριον καὶ σώφρονα, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς πρώτοις εἴπομεν. δῆλον δ᾽ ὅτι πλεοναχῶς τοῦ φιλοτοιούτου λεγομένου οὐκ ἐπὶ τὸ αὐτὸ φέρομεν ἀεὶ τὸ φιλότιμον, ἀλλ᾽ ἐπαινοῦντες μὲν ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ οἱ πολλοί, ψέγοντες δ᾽ ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ δεῖ. ἀνωνύμου δ᾽ οὔσης τῆς μεσότητος, ὡς ἐρήμης ἔοικεν ἀμφισβητεῖν τὰ ἄκρα. ἐν οἷς δ᾽ ἔστιν ὑπερβολὴ καὶ ἔλλειψις, καὶ τὸ μέσον· ὀρέγονται δὲ τῆς τιμῆς καὶ μᾶλλον ἢ δεῖ καὶ ἧττον· ἔστι δὴ καὶ ὡς δεῖ· ἐπαινεῖται δ᾽ οὖν ἡ ἕξις αὕτη, μεσότης οὖσα περὶ τιμὴν ἀνώνυμος. φαίνεται δὲ πρὸς μὲν τὴν φιλοτιμίαν ἀφιλοτιμία, πρὸς δὲ τὴν ἀφιλοτιμίαν φιλοτιμία, πρὸς ἀμφότερα δὲ ἀμφότερά πως. ἔοικε δὲ τοῦτ᾽ εἶναι καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς. ἀντικεῖσθαι δ᾽ ἐνταῦθ᾽ οἱ ἄκροι φαίνονται διὰ τὸ μὴ ὠνομάσθαι τὸν μέσον.

Τέτοιας λογής άνθρωπος είναι ο μεγαλόψυχος. Ο άνθρωπος που ελλείπει, είναι μικρόψυχος, αυτός που υπερβάλλει, είναι κενόδοξος. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνται κακοί (αφού δεν κάνουν κακό σε κανέναν), αλλά μόνο ότι η συμπεριφορά τους είναι λανθασμένη. Γιατί ο μικρόψυχος άνθρωπος, ενώ είναι άξιος καλών πραγμάτων, στερεί τον εαυτό του από αυτά των οποίων είναι άξιος· από την άποψη αυτή μοιάζει να κάνει ένα είδος κακό στον εαυτό του, με το να μη θεωρεί τον εαυτό του άξιο των καλών πραγμάτων. Μοιάζει, επίσης, να μη γνωρίζει τον εαυτό του· αλλιώς θα επιδίωκε αυτά των οποίων είναι άξιος, εφόσον αυτά είναι καλά πράγματα. Ωστόσο οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούνται ανόητοι, αλλά μάλλον άτολμοι. Αυτή όμως η κακή γνώμη φαίνεται ότι στην πραγματικότητα χειροτερεύει ακόμη περισσότερο την κατάστασή τους· γιατί, ενώ ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του αυτά των οποίων είναι άξιος, αυτοί κρατούν τον εαυτό τους μακριά από τις ωραίες πράξεις και τις ωραίες ασχολίες, με την ιδέα ότι είναι ανάξιοί τους· το ίδιο και από τα εξωτερικά αγαθά.
Οι κενόδοξοι, από την άλλη, είναι ανόητοι και δεν γνωρίζουν τον εαυτό τους, και όλα αυτά με τρόπο φανερό και ευδιάκριτο. Γιατί, χωρίς να είναι άξιοί τους, οι κενόδοξοι επιχειρούν πράγματα που ο κόσμος θεωρεί ότι χαρίζουν τιμή — και ύστερα έρχεται η αποκάλυψη. Στολίζονται με ρούχα, με εντυπωσιακά στολίδια και με άλλα τέτοια· θέλοντας να δείξουν στον κόσμο τα αγαθά που τους χάρισε η τύχη μιλούν γι᾽ αυτά, πιστεύοντας ότι μέσω αυτών θα εξασφαλίσουν τιμές. Η μικροψυχία, πάντως, αντιτίθεται στη μεγαλοψυχία σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η κενοδοξία: η μικροψυχία είναι κάτι συχνότερο και πιο κακό.
Η μεγαλοψυχία λοιπόν, όπως το έχουμε ήδη πει, έχει σχέση με τη μεγάλη τιμή.
[1125b] [4] Φαίνεται ότι στην περιοχή πάντοτε της τιμής υπάρχει, όπως το είπαμε στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος, μια ακόμη αρετή, που θα μπορούσε, λέω, να θεωρηθεί ότι έχει με τη μεγαλοψυχία παρόμοια σχέση με αυτήν που έχει η ελευθεριότητα με τη μεγαλοπρέπεια. Γιατί και οι δυο τους βρίσκονται μακριά από το μεγάλο, και μας κάνουν να έχουμε τη σωστή σχέση με τα μέτρια και τα μικρά πράγματα. Όπως στη λήψη και στη δόση χρημάτων και, γενικά, υλικών αγαθών υπάρχει μεσότητα, υπερβολή και έλλειψη, έτσι μπορεί κανείς να επιθυμεί και την τιμή περισσότερο από αυτό που πρέπει, λιγότερο από αυτό που πρέπει, αλλά και από εκεί που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Ψέγουμε, πράγματι, και τον φιλόδοξο, επειδή επιθυμεί την τιμή περισσότερο από ό,τι πρέπει και από εκεί που δεν πρέπει, αλλά και τον αφιλόδοξο, επειδή δεν έχει διάθεση να τιμάται ούτε και για τις ωραίες πράξεις του. Είναι, βέβαια, και φορές που επαινούμε τον φιλόδοξο ως ανδροπρεπή και ως φίλο του ωραίου, και τον αφιλόδοξο ως άνθρωπο μετριοπαθή και σώφρονα, όπως το είπαμε και στην πρώτη μας παρουσίαση του θέματος. Από τη στιγμή που η έννοια «φίλος του τάδε ή του τάδε πράγματος» χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες, είναι φανερό ότι με τη λέξη «φιλόδοξος» δεν αναφερόμαστε πάντοτε στο ίδιο πράγμα, αλλά όταν τον επαινούμε, θέλουμε να πούμε ότι αγαπάει τις τιμές περισσότερο από ό,τι τις αγαπάει ο πολύς κόσμος, ενώ όταν τον ψέγουμε, θέλουμε να πούμε ότι τις αγαπάει περισσότερο από όσο πρέπει. Επειδή για τη μεσότητα δεν υπάρχει λέξη που να τη δηλώνει, τα δύο άκρα εγείρουν αξιώσεις πάνω της σαν να είναι χωρίς διεκδικητή. Όπου όμως υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, υπάρχει και το μέσον. Οι άνθρωποι, λοιπόν, επιθυμούν την τιμή και περισσότερο από ό,τι πρέπει και λιγότερο· άρα υπάρχει και η περίπτωση να την επιθυμούν όπως πρέπει. Αυτή λοιπόν είναι η έξη που επαινείται: μια μεσότητα στον χώρο της τιμής για την οποία δεν υπάρχει λέξη που να τη δηλώνει. Σε σύγκριση με τη φιλοδοξία εμφανίζεται ως αφιλοδοξία, ενώ σε σύγκριση προς την αφιλοδοξία, εμφανίζεται ως φιλοδοξία· σε σύγκριση και προς τις δύο εμφανίζεται να είναι, κατά κάποιον τρόπο, και τα δύο μαζί — αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει και στις άλλες αρετές. Εδώ όμως τα δύο άκρα φαίνονται να αντιτίθενται το ένα στο άλλο, επειδή δεν υπάρχει λέξη που να δηλώνει το μέσον.