Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.10.5-4.11.9)

[4.10.5] Ὑπὲρ δὲ τῆς προσκυνήσεως ὅπως ἠναντιώθη Ἀλεξάνδρῳ, καὶ τοῖόσδε κατέχει λόγος. ξυγκεῖσθαι μὲν γὰρ τῷ Ἀλεξάνδρῳ πρὸς τοὺς σοφιστάς τε καὶ τοὺς ἀμφ᾽ αὐτὸν Περσῶν καὶ Μήδων τοὺς δοκιμωτάτους μνήμην τοῦ λόγου τοῦδε ἐν πότῳ ἐμβαλεῖν· [4.10.6] ἄρξαι δὲ τοῦ λόγου Ἀνάξαρχον, ὡς πολὺ δικαιότερον ἂν θεὸν νομιζόμενον Ἀλέξανδρον Διονύσου τε καὶ Ἡρακλέους, μὴ ὅτι τῶν ἔργων ἕνεκα ὅσα καὶ ἡλίκα καταπέπρακται Ἀλεξάνδρῳ, ἀλλὰ καὶ ὅτι Διόνυσος μὲν Θηβαῖος ἦν, οὐδέν τι προσήκων Μακεδόσι, καὶ Ἡρακλῆς Ἀργεῖος, οὐδὲ οὗτος προσήκων ὅτι μὴ κατὰ γένος τὸ Ἀλεξάνδρου· [4.10.7] Ἡρακλείδην γὰρ εἶναι Ἀλέξανδρον· Μακεδόνας δὲ ἂν τὸν σφῶν βασιλέα δικαιότερον θείαις τιμαῖς κοσμοῦντας. καὶ γὰρ οὐδὲ ἐκεῖνο εἶναι ἀμφίλογον ὅτι ἀπελθόντα γε ἐξ ἀνθρώπων ὡς θεὸν τιμήσουσι· πόσῳ δὴ δικαιότερον ζῶντα γεραίρειν ἤπερ τελευτήσαντα ἐς οὐδὲν ὄφελος τῷ τιμωμένῳ.
[4.11.1] Λεχθέντων δὲ τούτων τε καὶ τοιούτων λόγων πρὸς Ἀναξάρχου τοὺς μὲν μετεσχηκότας τῆς βουλῆς ἐπαινεῖν τὸν λόγον καὶ δὴ ἐθέλειν ἄρχεσθαι τῆς προσκυνήσεως, τοὺς Μακεδόνας δὲ τοὺς πολλοὺς ἀχθομένους τῷ λόγῳ σιγῇ ἔχειν. [4.11.2] Καλλισθένην δὲ ὑπολαβόντα, Ἀλέξανδρον μὲν, εἰπεῖν, ὦ Ἀνάξαρχε, οὐδεμιᾶς ἀνάξιον ἀποφαίνω τιμῆς ὅσαι ξύμμετροι ἀνθρώπῳ· ἀλλὰ διακεκρίσθαι γὰρ τοῖς ἀνθρώποις ὅσαι τε ἀνθρώπιναι τιμαὶ καὶ ὅσαι θεῖαι πολλοῖς μὲν καὶ ἄλλοις, καθάπερ ναῶν τε οἰκοδομήσει καὶ ἀγαλμάτων ἀναστάσει καὶ τεμένη ὅτι τοῖς θεοῖς ἐξαιρεῖται καὶ θύεται ἐκείνοις καὶ σπένδεται, καὶ ὕμνοι μὲν ἐς τοὺς θεοὺς ποιοῦνται, ἔπαινοι δὲ ἐς ἀνθρώπους, — ἀτὰρ οὐχ ἥκιστα τῷ τῆς προσκυνήσεως νόμῳ. [4.11.3] τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους φιλεῖσθαι πρὸς τῶν ἀσπαζομένων, τὸ θεῖον δέ, ὅτι ἄνω που ἱδρυμένον καὶ οὐδὲ ψαῦσαι αὐτοῦ θέμις, ἐπὶ τῷδε ἄρα τῇ προσκυνήσει γεραίρεται, καὶ χοροὶ τοῖς θεοῖς ἵστανται καὶ παιᾶνες ἐπὶ τοῖς θεοῖς ᾄδονται. καὶ οὐδὲν θαυμαστόν, ὁπότε γε καὶ αὐτῶν τῶν θεῶν ἄλλοις ἄλλαι τιμαὶ πρόσκεινται, καὶ ναὶ μὰ Δία ἥρωσιν ἄλλαι, καὶ αὗται ἀποκεκριμέναι τοῦ θείου. [4.11.4] οὔκουν εἰκὸς ξύμπαντα ταῦτα ἀναταράσσοντας τοὺς μὲν ἀνθρώπους ἐς σχῆμα ὑπέρογκον καθιστάναι τῶν τιμῶν ταῖς ὑπερβολαῖς, τοὺς θεοὺς δὲ τό γε ἐπὶ σφίσιν ἐς ταπεινότητα οὐ πρέπουσαν καταβάλλειν τὰ ἴσα ἀνθρώποις τιμῶντας. οὔκουν οὐδὲ Ἀλέξανδρον ἀνασχέσθαι ἄν, εἰ τῶν ἰδιωτῶν τις εἰσποιοῖτο ταῖς βασιλικαῖς τιμαῖς χειροτονίᾳ ἢ ψήφῳ οὐ δικαίᾳ. [4.11.5] πολὺ ἂν οὖν δικαιότερον τοὺς θεοὺς δυσχεραίνειν ὅσοι ἄνθρωποι ἐς τὰς θείας τιμὰς σφᾶς εἰσποιοῦσιν ἢ πρὸς ἄλλων εἰσποιούμενοι ἀνέχονται. Ἀλέξανδρον δὲ πόρρω τοῦ ἱκανοῦ ἀνδρῶν ἀγαθῶν τὸν ἄριστον εἶναί τε καὶ δοκεῖν, καὶ βασιλέων τὸν βασιλικώτατον καὶ στρατηγῶν τὸν ἀξιοστρατηγότατον. [4.11.6] καὶ σέ, εἴπερ τινὰ ἄλλον, ὦ Ἀνάξαρχε, εἰσηγητήν τε τούτων τῶν λόγων ἐχρῆν γίγνεσθαι καὶ κωλυτὴν τῶν ἐναντίων, ἐπὶ σοφίᾳ τε καὶ παιδεύσει Ἀλεξάνδρῳ ξυνόντα. οὔκουν ἄρχειν γε τοῦδε τοῦ λόγου πρέπον ἦν, ἀλλὰ μεμνῆσθαι γὰρ οὐ Καμβύσῃ οὐδὲ Ξέρξῃ ξυνόντα ἢ ξυμβουλεύοντα, ἀλλὰ Φιλίππου μὲν παιδί, Ἡρακλείδῃ δὲ ἀπὸ γένους καὶ Αἰακίδῃ, ὅτου οἱ πρόγονοι ἐξ Ἄργους ἐς Μακεδονίαν ἦλθον, οὐδὲ βίᾳ, ἀλλὰ νόμῳ Μακεδόνων ἄρχοντες διετέλεσαν. [4.11.7] οὔκουν οὐδὲ αὐτῷ τῷ Ἡρακλεῖ ζῶντι ἔτι θεῖαι τιμαὶ παρ᾽ Ἑλλήνων ἐγένοντο, ἀλλ᾽ οὐδὲ τελευτήσαντι πρόσθεν ἢ πρὸς τοῦ θεοῦ τοῦ ἐν Δελφοῖς ἐπιθεσπισθῆναι ὡς θεὸν τιμᾶν Ἡρακλέα. εἰ δέ, ὅτι ἐν τῇ βαρβάρῳ γῇ οἱ λόγοι γίγνονται, βαρβαρικὰ χρὴ ἔχειν τὰ φρονήματα, καὶ ἐγὼ τῆς Ἑλλάδος μεμνῆσθαί σε ἀξιῶ, ὦ Ἀλέξανδρε, ἧς ἕνεκα ὁ πᾶς στόλος σοι ἐγένετο, προσθεῖναι τὴν Ἀσίαν τῇ Ἑλλάδι. [4.11.8] καὶ οὖν ἐνθυμήθητι, ἐκεῖσε ἐπανελθὼν ἆρά γε καὶ τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς τὴν προσκύνησιν, ἢ Ἑλλήνων μὲν ἀφέξῃ, Μακεδόσι δὲ προσθήσεις τήνδε τὴν ἀτιμίαν, ἢ διακεκριμένα ἔσται σοι αὐτῷ τὰ τῶν τιμῶν ἐς ἅπαν, ὡς πρὸς Ἑλλήνων μὲν καὶ Μακεδόνων ἀνθρωπίνως τε καὶ Ἑλληνικῶς τιμᾶσθαι, πρὸς δὲ τῶν βαρβάρων μόνων βαρβαρικῶς; [4.11.9] εἰ δὲ ὑπὲρ Κύρου τοῦ Καμβύσου λέγεται πρῶτον προσκυνηθῆναι ἀνθρώπων Κῦρον καὶ ἐπὶ τῷδε ἐμμεῖναι Πέρσαις τε καὶ Μήδοις τήνδε τὴν ταπεινότητα, χρὴ ἐνθυμεῖσθαι ὅτι τὸν Κῦρον ἐκεῖνον Σκύθαι ἐσωφρόνισαν, πένητες ἄνδρες καὶ αὐτόνομοι, καὶ Δαρεῖον ἄλλοι αὖ Σκύθαι, καὶ Ξέρξην Ἀθηναῖοι καὶ Λακεδαιμόνιοι, καὶ Ἀρτοξέρξην Κλέαρχος καὶ Ξενοφῶν καὶ οἱ ξὺν τούτοις μύριοι, καὶ Δαρεῖον τοῦτον Ἀλέξανδρος μὴ προσκυνούμενος.

[4.10.5] Σχετικά με την αντίθεση του Καλλισθένη στην προσκύνηση του Αλεξάνδρου, επικρατεί η εξής παράδοση: συμφώνησε ο Αλέξανδρος με τους σοφιστές και τους επιφανέστερους Πέρσες και Μήδους, που τον περιέβαλλαν, να κάμουν μνεία του ζητήματος αυτού σε ένα συμπόσιο. [4.10.6] Πρώτος πήρε το λόγο ο Ανάξαρχος και είπε ότι ήταν πολύ δικαιότερο να θεωρηθεί θεός ο Αλέξανδρος παρά ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, όχι μόνο εξαιτίας των τόσο πολλών και τόσο μεγάλων κατορθωμάτων που έχει επιτελέσει, αλλά και επειδή ο Διόνυσος ήταν Θηβαίος και δεν είχε καμιά σχέση με τους Μακεδόνες. Ο Ηρακλής, πάλι, ήταν Αργείος και σχετιζόταν και αυτός με τους Μακεδόνες μονάχα λόγω της καταγωγής του Αλεξάνδρου, επειδή ο Αλέξανδρος ήταν Ηρακλείδης. [4.10.7] Θα ήταν, λοιπόν, δικαιότερο να αποδίδουν οι Μακεδόνες θεϊκές τιμές στο βασιλιά τους, γιατί —και γι᾽ αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία— όταν ο Αλέξανδρος αποχωρήσει από την ανθρώπινη ζωή, θα τον τιμήσουν ως θεό. Πόσο, λοιπόν, είναι δικαιότερο να τον τιμούν τώρα που είναι ζωντανός παρά αφού πεθάνει, οπότε δεν θα είχε να ωφεληθεί τίποτε ο τιμώμενος!
[4.11.1] Όταν είπε ο Ανάξαρχος αυτά και άλλα παρόμοια λόγια, όσοι μετείχαν στο σχέδιο επιδοκίμασαν τον λόγο του και ήθελαν να αρχίσει αμέσως η προσκύνηση, οι περισσότεροι όμως Μακεδόνες σιωπούσαν, επειδή στενοχωρήθηκαν με τον λόγο του Ανάξαρχου. [4.11.2] Ο Καλλισθένης ωστόσο πήρε τον λόγο και είπε: «Ανάξαρχε, ομολογώ ότι ο Αλέξανδρος είναι άξιος όλων των τιμών που ταιριάζουν σε έναν άνθρωπο. Αλλά οι άνθρωποι με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους έχουν κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις ανθρώπινες και τις θεϊκές τιμές, όπως με την κατασκευή ναών και την ανέγερση αγαλμάτων, με ιερούς τόπους που παραχωρούνται στους θεούς, με θυσίες και σπονδές που γίνονται προς τιμή τους και με ύμνους που γράφονται γι᾽ αυτούς, ενώ για τους ανθρώπους είναι μονάχα οι έπαινοι. Αλλά η σπουδαιότερη διάκριση είναι το έθιμο της προσκύνησης. [4.11.3] Γιατί οι άνθρωποι ασπάζονται, όταν χαιρετά ο ένας τον άλλο, ενώ οι θεοί, επειδή κατοικούν κάπου ψηλά και δεν επιτρέπεται ούτε να τους αγγίζομε, γι᾽ αυτόν ακριβώς τον λόγο τιμούνται με την προσκύνηση. Οργανώνονται επίσης χοροί για τους θεούς και ψάλλονται παιάνες προς τιμήν τους. Και δεν είναι καθόλου παράδοξο αυτό, εφ᾽ όσον μάλιστα στους ίδιους τους θεούς αποδίδονται διαφορετικές τιμές για τον καθένα και, μα τον Δία, και στους ήρωες άλλες που διαφέρουν πάλι από τις τιμές των θεών. [4.11.4] Δεν πρέπει, λοιπόν, συγχέοντας όλα αυτά να τοποθετούμε πολύ ψηλά τους ανθρώπους αποδίδοντάς τους υπερβολικές τιμές και, όσο εξαρτάται από μας, να υποβιβάζομε τους θεούς σε ανάρμοστη ταπεινότητα, τιμώντας τους κατά τον ίδιο τρόπο με τους ανθρώπους. Ούτε βέβαια ο Αλέξανδρος θα ανεχόταν να οικειοποιηθεί ένας απλός πολίτης τις βασιλικές τιμές με άδικη εκλογή ή ψήφο. [4.11.5] Θα είχαν, λοιπόν, πολύ πιο δίκιο οι θεοί να οργίζονται εναντίον των ανθρώπων εκείνων που οικειοποιούνται τις θεϊκές τιμές ή που ανέχονται να τους τις παραχωρούν άλλοι. Ο Αλέξανδρος και είναι και φαίνεται, σε υπέρμετρο βαθμό, ο γενναιότερος από τους γενναίους άνδρες, ο βασιλικότερος από τους βασιλείς και ο ικανότερος από τους στρατηγούς. [4.11.6] Και συ, Ανάξαρχε, που συναναστρέφεσαι τον Αλέξανδρο για τη σοφία σου μα και τη μόρφωσή σου, έπρεπε, περισσότερο από κάθε άλλον, να του πεις τα λόγια αυτά και να αποκρούσεις τα αντίθετα. Δεν έπρεπε, λοιπόν, να αρχίσεις να του λες αυτούς τους λόγους, αλλά να έχεις υπόψη σου ότι δεν συναναστρέφεσαι ή δεν συμβουλεύεις τον Καμβύση ή τον Ξέρξη, αλλά τον γιο του Φιλίππου, απόγονο του Ηρακλή και του Αιακού, του οποίου οι πρόγονοι ήρθαν από το Άργος στη Μακεδονία και είναι μέχρι σήμερα άρχοντες των Μακεδόνων όχι με τη βία αλλά νόμιμα. [4.11.7] Άλλωστε ούτε στον ίδιο τον Ηρακλή παραχώρησαν οι Έλληνες θεϊκές τιμές όσο ζούσε, αλλά ούτε και αφού πέθανε, έως ότου ο θεός των Δελφών έδωσε τη συγκατάθεσή του να τον τιμούν ως θεό. Εάν όμως πρέπει να σκεφτόμαστε ως βάρβαροι, επειδή γίνεται η συζήτησή μας σε βαρβαρική χώρα, έχω από σένα την αξίωση, Αλέξανδρε, να θυμάσαι την Ελλάδα, προς χάρη της οποίας έγινε όλη αυτή η εκστρατεία, για να προσαρτήσεις την Ασία στην Ελλάδα. [4.11.8] Σκέψου, λοιπόν, όταν επιστρέψεις εκεί, θα εξαναγκάσεις άραγε και τους Έλληνες, τους πιο μεγάλους φίλους της ελευθερίας, να σε προσκυνούν ή θα αφήσεις ήσυχους τους Έλληνες και θα επιβάλεις στους Μακεδόνες αυτήν εδώ την ατιμία; Ή θα κάμεις ο ίδιος μια για πάντα την διάκριση των τιμών, δηλαδή από τους Έλληνες και τους Μακεδόνες να τιμάσαι κατά τρόπο ανθρώπινο και ελληνικό και μονάχα από τους βαρβάρους κατά τρόπο βαρβαρικό; [4.11.9] Αλλά, αν λένε για τον Κύρο, τον γιο του Καμβύση, ότι πρώτος αυτός από τους ανθρώπους προσκυνήθηκε και ότι γι᾽ αυτόν τον λόγο παρέμεινε αυτή η ταπεινή συνήθεια στους Πέρσες και τους Μήδους, πρέπει να θυμόμαστε ότι εκείνον τον Κύρο σωφρόνισαν οι Σκύθες, άνθρωποι φτωχοί, αλλά ελεύθεροι, και άλλοι πάλι Σκύθες τον Δαρείο, ενώ τον Ξέρξη συνέτισαν οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι και τον Αρταξέρξη ο Κλέαρχος και ο Ξενοφών και οι μύριοι που ήταν μαζί τους, και αυτόν εδώ τον Δαρείο ο Αλέξανδρος χωρίς να προσκυνείται.