Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (2.77.1-2.81.2)

[2.77.1] Αὐτῶν δὲ δὴ Αἰγυπτίων οἳ μὲν περὶ τὴν σπειρομένην Αἴγυπτον οἰκέουσι, μνήμην ἀνθρώπων πάντων ἐπασκέοντες μάλιστα λογιώτατοί εἰσι μακρῷ τῶν ἐγὼ ἐς διάπειραν ἀπικόμην. [2.77.2] τρόπῳ δὲ ζόης τοιῷδε διαχρέωνται· συρμαΐζουσι τρεῖς ἡμέρας ἐπεξῆς μηνὸς ἑκάστου, ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγιείην καὶ κλύσμασι, νομίζοντες ἀπὸ τῶν τρεφόντων σιτίων πάσας τὰς νούσους τοῖσι ἀνθρώποισι γίνεσθαι. [2.77.3] εἰσὶ μὲν γὰρ καὶ ἄλλως Αἰγύπτιοι μετὰ Λίβυας ὑγιηρέστατοι πάντων ἀνθρώπων τῶν ὡρέων ἐμοὶ δοκέειν εἵνεκεν, ὅτι οὐ μεταλλάσσουσι αἱ ὧραι· ἐν γὰρ τῇσι μεταβολῇσι τοῖσι ἀνθρώποισι αἱ νοῦσοι μάλιστα γίνονται, τῶν τε ἄλλων πάντων καὶ δὴ καὶ τῶν ὡρέων μάλιστα. [2.77.4] ἀρτοφαγέουσι δὲ ἐκ τῶν ὀλυρέων ποιεῦντες ἄρτους, τοὺς ἐκεῖνοι κυλλήστις ὀνομάζουσι. οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται· οὐ γάρ σφί εἰσι ἐν τῇ χώρῃ ἄμπελοι. ἰχθύων δὲ τοὺς μὲν πρὸς ἥλιον αὐήναντες ὠμοὺς σιτέονται, τοὺς δὲ ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους. [2.77.5] ὀρνίθων δὲ τούς τε ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας καὶ τὰ σμικρὰ τῶν ὀρνιθίων ὠμὰ σιτέονται προταριχεύσαντες· τὰ δὲ ἄλλα ὅσα ἢ ὀρνίθων ἢ ἰχθύων σφί ἐστι ἐχόμενα, χωρὶς ἢ ὁκόσοι σφι ἱροὶ ἀποδεδέχαται, τοὺς λοιποὺς ὀπτοὺς καὶ ἑφθοὺς σιτέονται. [2.78.1] ἐν δὲ τῇσι συνουσίῃσι τοῖσι εὐδαίμοσι αὐτῶν, ἐπεὰν ἀπὸ δείπνου γένωνται, περιφέρει ἀνὴρ νεκρὸν ἐν σορῷ ξύλινον πεποιημένον, μεμιμημένον ἐς τὰ μάλιστα καὶ γραφῇ καὶ ἔργῳ, μέγαθος ὅσον τε πάντῃ πηχυαῖον ἢ δίπηχυν, δεικνὺς δὲ ἑκάστῳ τῶν συμποτέων λέγει· Ἐς τοῦτον ὁρέων πῖνέ τε καὶ τέρπευ· ἔσεαι γὰρ ἀποθανὼν τοιοῦτος. ταῦτα μὲν παρὰ τὰ συμπόσια ποιεῦσι. [2.79.1] πατρίοισι δὲ χρεώμενοι νόμοισι ἄλλον οὐδένα ἐπικτῶνται. τοῖσι ἄλλα τε ἐπάξιά ἐστι νόμιμα καὶ δὴ καὶ ἄεισμα ἕν ἐστι, Λίνος, ὅς περ ἔν τε Φοινίκῃ ἀοίδιμός ἐστι καὶ ἐν Κύπρῳ καὶ ἄλλῃ, κατὰ μέντοι ἔθνεα οὔνομα ἔχει· [2.79.2] συμφέρεται δὲ ὡυτὸς εἶναι τὸν οἱ Ἕλληνες Λίνον ὀνομάζοντες ἀείδουσι, ὥστε πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα ἀποθωμάζειν με τῶν περὶ Αἴγυπτον ἐόντων, ἐν δὲ δὴ καὶ τὸν Λίνον ὁκόθεν ἔλαβον [τὸ οὔνομα]· φαίνονται δὲ αἰεί κοτε τοῦτον ἀείδοντες· ἔστι δὲ Αἰγυπτιστὶ ὁ Λίνος καλεύμενος Μανερῶς. [2.79.3] ἔφασαν δέ μιν Αἰγύπτιοι τοῦ πρώτου βασιλεύσαντος Αἰγύπτου παῖδα μουνογενέα γενέσθαι, ἀποθανόντα δὲ αὐτὸν ἄωρον θρήνοισι τούτοισι ὑπὸ Αἰγυπτίων τιμηθῆναι, καὶ ἀοιδήν τε ταύτην πρώτην καὶ μούνην σφίσι γενέσθαι. [2.80.1] συμφέρονται δὲ καὶ τόδε ἄλλο Αἰγύπτιοι Ἑλλήνων μούνοισι Λακεδαιμονίοισι· οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται καὶ ἐπιοῦσι ἐξ ἕδρης ὑπανιστέαται. [2.80.2] τόδε μέντοι ἄλλο Ἑλλήνων οὐδαμοῖσι συμφέρονται· ἀντὶ τοῦ προσαγορεύειν ἀλλήλους ἐν τῇσι ὁδοῖσι προσκυνέουσι κατιέντες μέχρι τοῦ γούνατος τὴν χεῖρα. [2.81.1] ἐνδεδύκασι δὲ κιθῶνας λινέους περὶ τὰ σκέλεα θυσανωτούς, τοὺς καλέουσι καλασίρις· ἐπὶ τούτοισι δὲ εἰρίνεα εἵματα λευκὰ ἐπαναβληδὸν φορέουσι. οὐ μέντοι ἔς γε τὰ ἱρὰ ἐσφέρεται εἰρίνεα οὐδὲ συγκαταθάπτεταί σφι· οὐ γὰρ ὅσιον. [2.81.2] ὁμολογέουσι δὲ ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι καλεομένοισι καὶ Βακχικοῖσι, ἐοῦσι δὲ Αἰγυπτίοισι καὶ Πυθαγορείοισι. οὐδὲ γὰρ τούτων τῶν ὀργίων μετέχοντα ὅσιόν ἐστι ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι. ἔστι δὲ περὶ αὐτῶν ἱρὸς λόγος λεγόμενος.

[2.77.1] Από τους ίδιους τους Αιγυπτίους τώρα, όσοι κατοικούν στην καλλιεργούμενη Αίγυπτο, φροντίζουν περισσότερο απ᾽ όλους τους ανθρώπους να διασώζουν τη μνήμη του παρελθόντος, και απ᾽ όσους ανθρώπους γνώρισα εγώ και δοκίμασα, είναι οι πλέον μορφωμένοι. [2.77.2] Ζουν λοιπόν με τον εξής τρόπο· τρεις ημέρες συνέχεια κάθε μήνα καθαρίζονται φροντίζοντας την υγεία τους με εμετικά και κλύσματα, επειδή πιστεύουν ότι όλες οι αρρώστιες των ανθρώπων προέρχονται από τις τροφές που τρώνε. [2.77.3] Άλλωστε, μετά τους Λίβυους, οι Αιγύπτιοι είναι οι υγιέστεροι απ᾽ όλους τους ανθρώπους, χάρη, νομίζω, στις εποχές του έτους, επειδή οι εποχές εκεί δεν αλλάζουν· γιατί οι αρρώστιες έρχονται στους ανθρώπους κυρίως με τις αλλαγές, και όλων των άλλων πραγμάτων βέβαια, αλλά περισσότερο των εποχών του έτους. [2.77.4] Οι Αιγύπτιοι τρώνε ψωμί από ασπροκαλάμποκο που το φτιάχνουν καρβέλια και τα λένε κυλλήστεις. Όσο για το κρασί που πίνουν, είναι καμωμένο από κριθάρι, γιατί στη χώρα τους δεν υπάρχουν αμπέλια. Τα ψάρια τα τρώνε ωμά, άλλα ξεραμένα στον ήλιο, άλλα παστωμένα στην άρμη. [2.77.5] Από τα πουλιά, τα ορτύκια, τις πάπιες και τα μικρά πουλάκια τα τρώνε ωμά, αφού πρώτα τα παστώσουν. Από τα άλλα, όσα θεωρούν ότι ανήκουν είτε στα πουλιά είτε στα ψάρια, με εξαίρεση όσα έχουν για ιερά, τα υπόλοιπα οι Αιγύπτια τα τρώνε ψητά ή βραστά.
[2.78.1] Στα συμπόσια των πλουσίων, όταν σηκωθούν από το δείπνο, κάποιος περιφέρει μέσα στο φέρετρο το ξύλινο ομοίωμα ενός νεκρού, τέλεια απομίμηση με ζωγραφική και σκάλισμα, μακρύ ίσαμε μια ή δυο πήχες, και δείχνοντάς το στον κάθε χαροκόπο, λέει: «Κοίταζέ τον και πίνε και ευφραίνου· γιατί έτσι θα είσαι όταν πεθάνεις». Αυτά λοιπόν κάνουν στα συμπόσια.
[2.79.1] Οι Αιγύπτιοι ακολουθούν τα πατροπαράδοτα έθιμά τους και δεν προσθέτουν άλλο κανένα. Υπάρχουν και άλλα αξιομνημόνευτα έθιμα, καθώς και ένα τραγούδι, ο Λίνος, που τον τραγουδούν και στη Φοινίκη και στην Κύπρο και αλλού, με το όνομα βέβαια που έχει στο κάθε έθνος· [2.79.2] υπάρχει πάντως ομοφωνία ότι είναι ο ίδιος που οι Έλληνες τον τραγουδούν ονομάζοντάς τον Λίνο, έτσι ώστε ανάμεσα στα άλλα που υπάρχουν στην Αίγυπτο και που με κάνουν να απορώ, είναι και ο Λίνος, από πού δηλαδή πήραν το όνομα· φαίνεται πάντως ότι τον τραγουδούσαν ανέκαθεν· και στα αιγυπτιακά ο Λίνος λέγεται Μανερώς. [2.79.3] Λένε ωστόσο οι Αιγύπτιοι ότι τούτος ήταν ο μοναδικός γιος του πρώτου που βασίλευσε στην Αίγυπτο και ότι πέθανε πρόωρα και οι Αιγύπτιοι τον τίμησαν μ᾽ αυτούς τους θρήνους και έτσι δημιουργήθηκε αυτό το τραγούδι, το πρώτο και μοναδικό τους.
[2.80.1] Υπάρχει και κάτι άλλο όπου οι Αιγύπτιοι συμφωνούν μόνο με τους Λακεδαιμόνιους από όλους τους Έλληνες: οι νέοι τους, όταν συναντήσουν γεροντότερους στο δρόμο, παραμερίζουν και τους κάνουν τόπο, και όταν πλησιάσουν γεροντότεροι, οι νέοι σηκώνονται από τη θέση τους. [2.80.2] Σε κάτι άλλο όμως οι Αιγύπτιοι δεν συμφωνούν με κανέναν από τους Έλληνες: αντί να χαιρετιούνται στον δρόμο, υποκλίνονται κατεβάζοντας το χέρι ώς το γόνατο.
[2.81.1] Οι Αιγύπτιοι φορούν λινούς χιτώνες, θυσανωτούς γύρω στα σκέλια, που τους λένε καλασίρεις· από πάνω φορούν λευκούς ριχτούς μανδύες, μάλλινους. Αλλά στους ναούς δεν μπαίνουν μάλλινα, ούτε θάβεται κανείς φορώντας τα: δεν επιτρέπεται. [2.81.2] Σε τούτα οι Αιγύπτιοι συμβαδίζουν με τις τελετές που λέγονται ορφικές και βακχικές αλλά που είναι αιγυπτιακές και πυθαγορικές. Και όποιος παίρνει μέρος σ᾽ αυτά τα όργια, δεν επιτρέπεται να ταφεί φορώντας μάλλινα ρούχα. Υπάρχει για όλα τούτα και αναφέρεται κάποια ιερή εξήγηση.