Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.184.1-7.187.2)

[7.184.1] Μέχρι μέν νυν τούτου τοῦ χώρου καὶ Θερμοπυλέων ἀπαθής τε κακῶν ἦν ὁ στρατός, καὶ πλῆθος ἦν τηνικαῦτα ἔτι, ὡς ἐγὼ συμβαλλόμενος εὑρίσκω, τὸν μὲν ἐκ τῶν νεῶν τῶν ἐκ τῆς Ἀσίης, ἐουσέων ἑπτὰ καὶ διηκοσιέων καὶ χιλιέων, τὸν μὲν ἀρχαῖον ἑκάστων τῶν ἐθνέων ἐόντα ὅμιλον τέσσερας καὶ εἴκοσι μυριάδας καὶ πρὸς χιλιάδα τε καὶ τετρακοσίους, ὡς ἀνὰ διηκοσίους ἄνδρας λογιζομένοισι ἐν ἑκάστῃ νηί. [7.184.2] ἐπεβάτευον δὲ ἐπὶ τουτέων τῶν νεῶν, χωρὶς ἑκάστων τῶν ἐπιχωρίων ἐπιβατέων, Περσέων τε καὶ Μήδων καὶ Σακέων τριήκοντα ἄνδρες. οὗτος ἄλλος ὅμιλος γίνεται τρισμύριοι καὶ ἑξακισχίλιοι καὶ πρὸς διηκόσιοί τε καὶ δέκα. [7.184.3] προσθήσω δ᾽ ἔτι τούτῳ καὶ τῷ προτέρῳ ἀριθμῷ τοὺς ἐκ τῶν πεντηκοντέρων, ποιήσας, ὅ τι πλέον ἦν αὐτῶν ἣ ἔλασσον, ἀν᾽ ὀγδώκοντα ἄνδρας ἐνεῖναι. συνελέχθη δὲ ταῦτα τὰ πλοῖα, ὡς καὶ πρότερον εἰρέθη, τρισχίλια. ἤδη ὦν ἄνδρες ἂν εἶεν ἐν αὐτοῖσι τέσσερες μυριάδες καὶ εἴκοσι. [7.184.4] τοῦτο μὲν δὴ τὸ ἐκ τῆς Ἀσίης ναυτικὸν ἦν, σύμπαν ἐὸν πεντήκοντα μυριάδες καὶ μία, χιλιάδες δὲ ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτὰ καὶ πρὸς ἑκατοντάδες ἓξ καὶ δεκάς. τοῦ δὲ πεζοῦ ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατὸν μυριάδες ἐγένοντο, τῶν δὲ ἱππέων ὀκτὼ μυριάδες. προσθήσω δὲ τούτοισι τὰς καμήλους τοὺς ἐλαύνοντας Ἀραβίους καὶ τοὺς τὰ ἅρματα Λίβυας, πλῆθος ποιήσας δισμυρίους ἄνδρας. [7.184.5] καὶ δὴ τό τε ἐκ τῶν νεῶν καὶ τοῦ πεζοῦ πλῆθος συντιθέμενον γίνεται διηκόσιαί τε μυριάδες καὶ τριήκοντα καὶ μία καὶ πρὸς χιλιάδες ἑπτὰ καὶ ἑκατοντάδες ἓξ καὶ δεκάς. τοῦτο μὲν τὸ ἐξ αὐτῆς τῆς Ἀσίης στράτευμα ἐξαναχθὲν εἴρηται, ἄνευ τε τῆς θεραπηίης τῆς ἑπομένης καὶ τῶν σιταγωγῶν πλοίων καὶ ὅσοι ἐνέπλεον τούτοισι. [7.185.1] τὸ δὲ δὴ ἐκ τῆς Εὐρώπης ἀγόμενον στράτευμα ἔτι προσλογιστέα τούτῳ παντὶ τῷ ἐξηριθμημένῳ· δόκησιν δὲ δεῖ λέγειν. νέας μέν νυν οἱ ἀπὸ Θρηίκης Ἕλληνες καὶ ἐκ τῶν νήσων τῶν ἐπικειμένων τῇ Θρηίκῃ παρείχοντο εἴκοσι καὶ ἑκατόν. ἐκ μέν νυν τουτέων τῶν νεῶν ἄνδρες τετρακισχίλιοι καὶ δισμύριοι γίνονται. [7.185.2] πεζοῦ δὲ τὸν Θρήικες παρείχοντο καὶ Παίονες καὶ Ἐορδοὶ καὶ Βοττιαῖοι καὶ τὸ Χαλκιδικὸν γένος καὶ Βρύγοι καὶ Πίερες καὶ Μακεδόνες καὶ Περραιβοὶ καὶ Ἐνιῆνες καὶ Δόλοπες καὶ Μάγνητες καὶ Ἀχαιοὶ καὶ ὅσοι τῆς Θρηίκης τὴν παραλίην νέμονται, τούτων τῶν ἐθνέων τριήκοντα μυριάδας δοκέω γενέσθαι. [7.185.3] αὗται ὦν αἱ μυριάδες ἐκείνῃσι προστεθεῖσαι τῇσι ἐκ τῆς Ἀσίης γίνονται αἱ πᾶσαι ἀνδρῶν αἱ μάχιμοι μυριάδες διηκόσιαι καὶ ἑξήκοντα καὶ τέσσερες, ἔπεισι δὲ ταύτῃσι ἑκατοντάδες ἑκκαίδεκα καὶ δεκάς. [7.186.1] τοῦ μαχίμου δὲ τούτου ἐόντος ἀριθμὸν τοσούτου τὴν θεραπηίην τὴν ἑπομένην τούτοισι καὶ τοὺς ἐν τοῖσι σιταγωγοῖσι ἀκάτοισι ἐόντας καὶ μάλα ἐν τοῖσι ἄλλοισι πλοίοισι τοῖσι ἅμα πλέουσι τῇ στρατιῇ, τούτους τῶν μαχίμων ἀνδρῶν οὐ δοκέω εἶναι ἐλάσσονας ἀλλὰ πλεῦνας. [7.186.2] καὶ δή σφεας ποιέω ἴσους ἐκείνοισι εἶναι καὶ οὔτε πλεῦνας οὔτε ἐλάσσονας οὐδέν· ἐξισούμενοι δὲ οὗτοι τῷ μαχίμῳ ἐκπληροῦσι τὰς ἴσας μυριάδας ἐκείνοισι. οὕτω πεντακοσίας τε μυριάδας καὶ εἴκοσι καὶ ὀκτὼ καὶ χιλιάδας τρεῖς καὶ ἑκατοντάδας δύο καὶ δεκάδας δύο ἀνδρῶν ἤγαγε Ξέρξης ὁ Δαρείου μέχρι Σηπιάδος καὶ Θερμοπυλέων. [7.187.1] οὗτος μὲν δὴ τοῦ συνάπαντος τοῦ Ξέρξεω στρατεύματος ἀριθμός, γυναικῶν δὲ σιτοποιῶν καὶ παλλακέων καὶ εὐνούχων οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀτρεκέα ἀριθμόν· οὐδ᾽ αὖ ὑποζυγίων τε καὶ τῶν ἄλλων κτηνέων τῶν ἀχθοφόρων καὶ κυνῶν Ἰνδικῶν τῶν ἑπομένων, οὐδ᾽ ἂν τούτων ὑπὸ πλήθεος οὐδεὶς ἂν εἴποι ἀριθμόν. ὥστε οὐδέν μοι θῶμα παρίσταται προδοῦναι τὰ ῥέεθρα τῶν ποταμῶν ἔστι ὧν, ἀλλὰ μᾶλλον ὅκως τὰ σιτία ἀντέχρησε θῶμά μοι μυριάσι τοσαύτῃσι. [7.187.2] εὑρίσκω γὰρ συμβαλλόμενος, εἰ χοίνικα πυρῶν ἕκαστος τῆς ἡμέρης ἐλάμβανε καὶ μηδὲν πλέον, ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ καὶ πρὸς τριηκοσίους τε ἄλλους μεδίμνους καὶ τεσσεράκοντα. γυναιξὶ δὲ καὶ εὐνούχοισι καὶ ὑποζυγίοισι καὶ κυσὶ οὐ λογίζομαι. ἀνδρῶν δ᾽ ἐουσέων τοσουτέων μυριάδων κάλλεός τε εἵνεκα καὶ μεγάθεος οὐδεὶς αὐτῶν ἀξιονικότερος ἦν αὐτοῦ Ξέρξεω ἔχειν τοῦτο τὸ κράτος.

[7.184.1] Λοιπόν, ώς αυτό το ακρωτήριο και τις Θερμοπύλες το εκστρατευτικό σώμα δεν είχε καμιά απώλεια κι ώς εκείνη τη στιγμή ακόμη η δύναμή του, όπως βγαίνει απ᾽ τους υπολογισμούς μου, ήταν η εξής: πάνω στα καράβια που προέρχονταν από την Ασία κι ήταν χίλια διακόσια εφτά, το αρχικό σύνολο των διαφόρων λαών ήταν διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες τετρακόσιοι, αν βάλουμε πως το κάθε καράβι είχε πλήρωμα διακόσιους άντρες. [7.184.2] Κι επιβάτες πάνω σ᾽ αυτά τα καράβια, εκτός από τα εντόπια πληρώματα που είχε το καθένα, τριάντα Πέρσες και Μήδοι και Σάκες· κι έτσι έχουμε ένα άλλο σύνολο, τριάντα έξι χιλιάδες διακόσιους δέκα. [7.184.3] Κι ακόμα έχω να προσθέσω στα δυο προηγούμενα σύνολα τους άντρες που υπηρετούσαν στις πεντηκοντόρους, που εγώ τους κάνω, κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο απ᾽ τον πραγματικό αριθμό τους, ογδόντα άντρες μέσα στην καθεμιά· κι όπως έχει ειπωθεί παραπάνω, συγκεντρώθηκαν τρεις χιλιάδες τέτοια πλοία· άρα έχουμε σ᾽ αυτά διακόσιες σαράντα χιλιάδες άντρες. [7.184.4] Αυτή ήταν η δύναμη του ναυτικού που προερχόταν από την Ασία, που συνολικά αριθμούσε πεντακόσιες δέκα εφτά χιλιάδες εξακόσιους δέκα. Η δύναμη πάλι του πεζικού έφτανε το ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες, ενώ του ιππικού τις ογδόντα χιλιάδες· και θα προσθέσω ακόμη σ᾽ αυτούς τους Αραβίους που οδηγούσαν καμήλες και τους Λιβύους που οδηγούσαν άρματα, κάνοντάς τους ένα αριθμό, είκοσι χιλιάδες άντρες. [7.184.5] Λοιπόν τώρα, αν προσθέσουμε τη δύναμη του ναυτικού και του πεζικού, έχουμε δυο εκατομμύρια τριακόσιες δεκαεφτά χιλιάδες εξακόσιους δέκα. Αυτός λοιπόν είναι ο αριθμός που δεχόμαστε για το στράτευμα που προερχόταν από την Ασία, χωρίς τους υπηρέτες που ακολουθούσαν και χωρίς τα πλοία που κουβαλούσαν τρόφιμα και τα πληρώματά τους.
[7.185.1] Ακόμη όμως πρέπει να προσθέσουμε στο σύνολο που έχουμε απαριθμήσει και το στράτευμα που πήραν μαζί τους από την Ευρώπη· στηρίζομαι όμως σε υποθέσεις: λοιπόν, οι Έλληνες των περιοχών της Θράκης και των νησιών που βρίσκονται μπροστά στη Θράκη έδιναν εκατόν είκοσι καράβια· οι άντρες που μετέφεραν αυτά τα καράβια φτάνουν τις είκοσι τέσσερες χιλιάδες. [7.185.2] Το πεζικό πάλι που έδιναν οι Θράκες και οι Παίονες και οι Εορδοί κι οι Βοττιαίοι κι οι λαοί της Χαλκιδικής και οι Βρύγοι κι οι Πίερες και οι Μακεδόνες κι οι Περραιβοί κι οι Ενιάνες κι οι Δόλοπες κι οι Μάγνητες κι οι Αχαιοί κι όσοι κατοικούν στα παράλια της Θράκης — υπολογίζω πως ο στρατός αυτών των φυλών έφτανε τις τριακόσιες χιλιάδες. [7.185.3] Αν λοιπόν στις χιλιάδες του στρατού που προέρχονταν από την Ασία προσθέσουμε τις χιλιάδες αυτές, έχουμε γενικό σύνολο μαχίμων αντρών δυο εκατομμύρια εξακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εξακόσιους και μια δεκάδα.
[7.186.1] Λοιπόν, με δεδομένο ότι το σύνολο του μαχίμου στρατού έφτανε σ᾽ αυτό τον αριθμό, οι υπηρέτες που τον ακολουθούσαν και τα πληρώματα των πλοιαρίων που κουβαλούσαν τρόφιμα, όπως και των άλλων πλοίων που συνόδευαν το εκστρατευτικό σώμα στην πορεία του, δε νομίζω πως ήταν λιγότεροι, μάλλον ήταν περισσότεροι απ᾽ αυτό· [7.186.2] αλλά τέλος πάντων, ας δεχτούμε πως ήταν ίσοι με εκείνο, ούτε ένας παραπάνω ή παρακάτω· αν λοιπόν θεωρήσουμε τον αριθμό τους ίσο με τους μαχίμους, μας κάνουν άλλα τόσα εκατομμύρια. Έτσι ο Ξέρξης, ο γιος του Δαρείου, οδήγησε πέντε εκατομμύρια διακόσιες ογδόντα τρεις χιλιάδες διακόσιους είκοσι ανθρώπους ώς τη Σηπιάδα και τις Θερμοπύλες.
[7.187.1] Αυτό λοιπόν ήταν το γενικό σύνολο του εκστρατευτικού σώματος του Ξέρξη, κανείς όμως δε θα ᾽ταν σε θέση να πει τον πραγματικό αριθμό των γυναικών (αυτών που ζύμωναν ψωμί και των παλλακίδων) και των ευνούχων· κι ούτε των υποζυγίων και των άλλων ζώων που κουβαλούσαν φορτία και των ινδικών σκυλιών που ακολουθούσαν κι ήταν τόσο πολλά που κανένας δεν μπορεί να πει τον αριθμό τους. Κι έτσι δεν παραξενεύομαι που μερικών ποταμιών τα νερά δε στάθηκαν αρκετά να τους ξεδιψάσουν, αλλά παραξενεύομαι περισσότερο που δεν έλειψαν τα τρόφιμα για τόσα εκατομμύρια κόσμο. [7.187.2] Γιατί κάνοντας τους υπολογισμούς καταλήγω στο συμπέρασμα πως, αν ο καθένας τους καθημερινά έπαιρνε ένα χοίνικα σιτάρι και τίποτ᾽ άλλο, θα ξοδεύονταν καθημερινά εκατόν δέκα χιλιάδες τριακόσιοι σαράντα μέδιμνοι. Και δε λογαριάζω τις μερίδες των γυναικών και των ευνούχων και των υποζυγίων και των σκυλιών. Ήταν λοιπόν τόσα εκατομμύρια άντρες, κανείς τους όμως δεν είχε παράστημα και ομορφιά που να του δίνει το δικαίωμα να εξουσιάζει αυτή τη δύναμη — μονάχα ο Ξέρξης.