Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Πλοῦτος (1006-1041)


ΓΡ. καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ᾽ ὁσημέραι, νὴ τὼ θεώ,
ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμήν.
ΧΡ. ἐπ᾽ ἐκφοράν; ΓΡ. μὰ Δί᾽, ἀλλὰ τῆς φωνῆς μόνον
ἐρῶν ἀκοῦσαι. ΧΡ. τοῦ λαβεῖν μὲν οὖν χάριν.
1010ΓΡ. καί, νὴ Δί᾽, εἰ λυπουμένην γ᾽ αἴσθοιτό με,
νηττάριον ἂν καὶ φάβιον ὑπεκορίζετο.
ΧΡ. ἔπειτ᾽ ἴσως ᾔτει σ᾽ ἂν εἰς ὑποδήματα.
ΓΡ. μυστηρίοις δὲ τοῖς μεγάλοισι, νὴ Δία,
ἐπὶ τῆς ἁμάξης ὅτι προσέβλεψέν μέ τις,
1015ἐτυπτόμην διὰ τοῦθ᾽ ὅλην τὴν ἡμέραν.
οὕτω σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν.
ΧΡ. μόνος γὰρ ἥδεθ᾽, ὡς ἔοικεν, ἐσθίων.
ΓΡ. καὶ τάς γε χεῖρας παγκάλας ἔχειν μ᾽ ἔφη,—
ΧΡ. ὁπότε προτείνοιέν γε δραχμὰς εἴκοσιν.
1020ΓΡ. ὄζειν τε τῆς χροιᾶς ἔφασκεν ἡδύ μου,—
ΧΡ. εἰ Θάσιον ἐνέχεις, εἰκότως γε, νὴ Δία.
ΓΡ. τὸ βλέμμα θ᾽ ὡς ἔχοιμι μαλακὸν καὶ καλόν.
ΧΡ. οὐ σκαιὸς ἦν ἅνθρωπος, ἀλλ᾽ ἠπίστατο
γραὸς καπρώσης τἀφόδια κατεσθίειν.
1025ΓΡ. ταῦτ᾽ οὖν ὁ θεός, ὦ φίλ᾽ ἄνερ, οὐκ ὀρθῶς ποεῖ,
φάσκων βοηθεῖν τοῖς ἀδικουμένοις ἀεί.
ΧΡ. τί γὰρ ποήσῃ; φράζε, καὶ πεπράξεται.
ΓΡ. ἀναγκάσαι δίκαιόν ἐστι, νὴ Δία,
τὸν εὖ παθόνθ᾽ ὑπ᾽ ἐμοῦ πάλιν ‹μ᾽› ἀντ᾽ εὖ ποεῖν.
1030ἢ μηδ᾽ ὁτιοῦν ‹μ᾽› ἀγαθὸν δίκαιόν ἐστ᾽ ἔχειν;
ΧΡ. οὔκουν καθ᾽ ἑκάστην ἀπεδίδου τὴν νύκτα σοι;
ΓΡ. ἀλλ᾽ οὐδέποτέ με ζῶσαν ἀπολείψειν ἔφη.
ΧΡ. ὀρθῶς γε· νῦν δέ σ᾽ οὐκέτι ζῆν οἴεται.
ΓΡ. ὑπὸ τοῦ γὰρ ἄλγους κατατέτηκ᾽, ὦ φίλτατε.
1035ΧΡ. οὔκ, ἀλλὰ κατασέσηπας, ὥς γ᾽ ἐμοὶ δοκεῖς.
ΓΡ. διὰ δακτυλίου μὲν οὖν ἐμέ γ᾽ ἂν διελκύσαις.
ΧΡ. εἰ τυγχάνοι γ᾽ ὁ δακτύλιος ὢν τηλία.
ΓΡ. καὶ μὴν τὸ μειράκιον τοδὶ προσέρχεται,
οὗπερ πάλαι κατηγοροῦσα τυγχάνω·
1040ἔοικε δ᾽ ἐπὶ κῶμον βαδίζειν. ΧΡ. φαίνεται·
στεφάνους γέ τοι καὶ δᾷδ᾽ ἔχων πορεύεται.


ΓΡΙ. Ναι, πρωτύτερα, μά την Αφροδίτη
και τον Έρωτα, κάθε μέρα ερχόταν
στο σπίτι μου. ΧΡΕ. Για την κηδεία σου, ε;
ΓΡΙ. Για ν᾽ ακούσει μονάχα τη φωνή μου.
ΧΡΕ. Δηλαδή να σου πάρει ό,τι μπορέσει.
ΓΡΙ. Κι όταν μ᾽ έβλεπε στεναχωρημένη,1010
«πάπια, χήνα μου»! με χαϊδολογούσε.
ΧΡΕ. Και κατόπι σου ζήταγε παπούτσια.
ΓΡΙ. Στα μεγάλα Μυστήρια όταν πηγαίναμε
με τ᾽ αμάξι, αν κανένας με κοιτούσε,
μ᾽ έδερνε ολημερίς. Τόσο πολύ
με ζήλευε τ᾽ αγόρι μου! ΧΡΕ. Θαρρώ,
ήθελε μοναχός του να μασάει!
ΓΡΙ. Και μου ᾽λεγε: «Τί θάμα τα χεράκια σου!»
ΧΡΕ. Όταν γερό τού δίναν χαρτζιλίκι!
ΓΡΙ. Και: «Τί γλυκά μυρίζει το κορμάκι σου!»1020
ΧΡΕ. Όταν κρασί θασιώτικο του εκέρνας.
ΓΡΙ. Κι «Η ματιά σου τί μέλι και σιρόπι!»
ΧΡΕ. Κουτός δεν ήταν. Ήξερε να τρώει
τον παρά μιας καυλόγριας σαν κι εσένα.
ΓΡΙ. Λοιπόν δεν κάνει πράματα σωστά,
φίλε μου, ο νέος θεός κι ας λέει πως πάντα
βοηθάει μονάχα τους αδικημένους.
ΧΡΕ. Τί θες να κάνει; Πες το και θα γίνει.
ΓΡΙ. Να τον πολυζορίσει, τα καλά
που του ᾽κανα, να μου τ᾽ ανταποδώσει·
αλλιώς ποτές να μην ιδεί χαΐρι.1030
ΧΡΕ. Δε σε πλήρωνε πάντα κάθε νύχτα;
ΓΡΙ. Μα μου ᾽λεγε, όσο ζω, δε θα μ᾽ αφήσει.
ΧΡΕ. Και βάσταξε το λόγο του: απ᾽ εδώ
κι ομπρός δε σε λογαριάζει ζωντανή.
ΓΡΙ. Ναι, γιατί μ᾽ έλιωσε ο καημός του, φίλε.
ΧΡΕ. Όχι, νομίζω εγώ πως παρασάπισες.
ΓΡΙ. Κι από ᾽να δαχτυλίδι θα περνούσα.
ΧΡΕ. Το δαχτυλίδι να ᾽ναι κοσκινόγυρος.
ΓΡΙ. Μα νά το παλικάρι μου ζυγώνει,
που τόσην ώρα το κατηγορούσα.
Μου φαίνεται πως πάει για χαροκόπι.1040
ΧΡΕ. Ναι, περπατά με δάδες και στεφάνια.